Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

σύγκρουση πολιτισμών

Είναι μια σύγκρουση πολιτισμών;


Στη σημερινή ελληνική συγκυρία, δεν συγκρούονται νομίζω διαφορετικές κουλτούρες μεταξύ τους, ούτε ο πολιτισμός με τη βαρβαρότητα. Συγκρούονται δύο αντίπαλες βαρβαρότητες που γεννήθηκαν από τις εκρηκτικές συνθήκες, τις οποίες δημιουργεί η αθρόα και ανεξέλεγκτη εισροή και εγκατάσταση λαθρομεταναστών στη χώρα μας. Στην εκρηκτικότητα δε αυτήν συντελεί καθοριστικά και η παρούσα κατάσταση της ελληνικής οικονομίας που κάνει εντελώς αδύνατη την εργασιακή και κοινωνική ενσωμάτωσή τους. 

 της Αλίκης Νικολού

Η κοινωνία μας έχει -άθελά της- γίνει πολύ/πολιτισμική. Αιτία, η αθρόα -παράνομη ως επί το πλείστον- εισροή μεταναστών και το στοίβαγμά τους σε κεντρικές συνοικίες της Αθήνας ή σε παραγκουπόλεις και καταυλισμούς άλλων μεγάλων πόλεων. Οι συνθήκες ζωής είναι άθλιες, οι μετανάστες επίσημα ανύπαρκτοι (αφού δεν υπάρχουν πουθενά καταχωρημένα τα στοιχεία τους ή αυτά είναι ψεύτικα), και η πλειονότητά τους δεν έχει -ενδεχομένως ούτε καν διανοείται να επιδιώξει- την παραμικρή κοινωνική ένταξη. Προέχει η επιβίωση, με κάθε μέσον -αυτονόητη ανθρώπινη πραγματικότητα στη συγκεκριμένη συνθήκη.

Άμεσα επακόλουθα των παραπάνω: αύξηση της παραβατικότητας ή και της εγκληματικότητας στις συγκεκριμένες συνοικίες και περιοχές. Επίσης,  διάχυσή τους σε ολόκληρη την κοινωνία. Ακόμη, άλλες εξίσου παραβατικές και εγκληματικές συμπεριφορές ως απάντηση/άμυνα απέναντι στους πραγματικούς ή φανταστικούς κινδύνους που εγκυμονεί η δράση των «ξένων».

            Η καθημερινότητα των κατοίκων ολόκληρων πρώην αστικών συνοικιών στο κέντρο της Αθήνας έχει διαταραχτεί και δηλητηριάζεται καθημερινά, όχι μόνον από την πρακτική υποβάθμιση, αλλά και από τον φόβο. Φοβούνται οι ντόπιοι τους εξαθλιωμένους μετανάστες, αλλά και οι μετανάστες τους εξαγριωμένους ντόπιους. Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη. Όμως ποιος είναι ο Γιάννης και ποιο το θεριό; Οι ρόλοι εναλλάσσονται στον δημόσιο διάλογο.

Είναι άραγε «βάρβαροι» οι ξένοι, που απειλούν τον πολιτισμό μας με τις πρωτόγονες συνήθειες, τη βία που γεννάει ο πόλεμος της επιβίωσης και την έλλειψη σεβασμού απέναντι στις στοιχειώδεις αρχές της πολιτισμένης συνύπαρξης; Ή μήπως είμαστε οι βάρβαροι εμείς, που δεν σεβόμαστε την απεγνωσμένη τους δυστυχία και την ανάγκη να εξασφαλίσουν μια έστω και υποτυπώδη διαβίωση;
Τι συνέβη ώστε, μέσα σε λίγα χρόνια, ό,τι παλαιότερα μπορεί και να περνούσε ως γραφικό, συμπαθητικό και ethnik να γίνει απεχθές, μισητό και πάνω απ’ όλα απειλητικό;

Στο ερώτημα υπάρχει μια προφανής απάντηση: Είναι ζήτημα συνθηκών. Ο εποικισμός ολόκληρων συνοικιών από σμήνη εξαθλιωμένων ανθρώπων/σκιών, που μπήκαν στη χώρα παράνομα, γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης από μαφίες και δουλεύουν γι’ αυτές, κατακλύζουν τους δημόσιους χώρους πουλώντας μαϊμούδες, και καταφεύγουν σε μικρές ή μεγάλες παρανομίες, ενώ ζουν στοιβαγμένοι σε τρώγλες ή στο δρόμο, είναι βέβαιο ότι κάνει τις συνοικίες αυτές -και όχι μόνον- ακατοίκητες. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που δεν επιδέχεται νομίζω αντίκρουση και ιδεολογική επεξεργασία. Είναι αυτό -και είναι ανυπόφορο.

Η συζήτηση όμως για το πρόβλημα (αφού το αφήσαμε να διογκωθεί στο έπακρο) δεν παύει να στηρίζεται και σε ιδεολογικές βάσεις και να γεννά ιδεολογικά ερωτήματα:
Υπάρχει μια τεράστια σύγκρουση εδώ. Όμως ποιοι συγκρούονται; Συγκρούονται διαφορετικοί πολιτισμοί; Συγκρούεται ο πολιτισμός με τη βαρβαρότητα;

Θα επιχειρήσω κάποιες σκέψεις, υιοθετώντας τις ενδιαφέρουσες διακρίσεις που διατυπώνει ο φιλόσοφος και θεωρητικός της λογοτεχνίας Τσβετάν Τοντορόφ στο έργο του «Ο φόβος των βαρβάρων/πέρα από τη σύγκρουση των πολιτισμών»:

Πολιτισμένος είναι παντού και πάντα όποιος μπορεί να αναγνωρίζει πλήρως την ανθρώπινη υπόσταση των άλλων. Δύο στάδια πρέπει να διανύσει κάποιος για να γίνει πολιτισμένος: στο πρώτο ανακαλύπτει ότι οι άλλοι έχουν τρόπους ζωής διαφορετικούς από τον δικό του. Στο δεύτερο, δέχεται να τους θεωρεί φορείς της ίδιας ανθρώπινης υπόστασης με τη δική του.

Με την έννοια αυτήν, ο πολιτισμός δεν μπορεί παρά να αποτελεί απόλυτη, διαχρονική και οικουμενική αξία. Ο πολιτισμός αντιτίθεται στη βαρβαρότητα. Η σημασία όμως της πρώτης λέξης αλλάζει σημαντικά αν τη βάλουμε στον πληθυντικό. Οι «πολιτισμοί» (κουλτούρες) δεν αντιστοιχούν σε μια άχρονη ηθική και διανοητική κατηγορία, αλλά σε ιστορικά μορφώματα που εμφανίζονται και εξαφανίζονται. Η κουλτούρα μιας εθνικής ή κοινωνικής ομάδας περιλαμβάνει το σύνολο των χαρακτηριστικών της κοινωνικής ζωής, τους συλλογικούς τρόπους ζωής και σκέψης, τις μορφές και το ύφος της οργάνωσης του χρόνου και του χώρου και περικλείει τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις οικογενειακές δομές, τα εργαλεία και τους τρόπους διατροφής και ενδυμασίας.

Αντίθετα με τους πολιτισμένους ανθρώπους, βάρβαροι είναι εκείνοι που δεν αναγνωρίζουν ότι οι άλλοι είναι ανθρώπινα όντα όπως και οι ίδιοι, αλλά τους θεωρούν μη-ανθρώπους. Αυτό δεν σημαίνει ότι αγνοούν στ’ αλήθεια την ανθρώπινη φύση τους ούτε ότι την ξεχνούν, αλλά ότι συμπεριφέρονται ως εάν οι άλλοι δεν ήταν άνθρωποι ή εντελώς άνθρωποι. Με την έννοια αυτήν, η βαρβαρότητα δεν είναι έξω από τον άνθρωπο, δεν εξορίζει τον βάρβαρο από την ανθρωπότητα. Αντίθετα, αποτελεί στοιχείο τής «ανθρωπινότητας».    

Στη σημερινή ελληνική συγκυρία, δεν συγκρούονται νομίζω διαφορετικές κουλτούρες μεταξύ τους, ούτε ο πολιτισμός με τη βαρβαρότητα. Συγκρούονται δύο αντίπαλες βαρβαρότητες που γεννήθηκαν από τις εκρηκτικές συνθήκες, τις οποίες δημιουργεί η αθρόα και ανεξέλεγκτη εισροή και εγκατάσταση λαθρομεταναστών στη χώρα μας. Στην εκρηκτικότητα δε αυτήν συντελεί καθοριστικά και η παρούσα κατάσταση της ελληνικής οικονομίας που κάνει εντελώς αδύνατη την εργασιακή και κοινωνική ενσωμάτωσή τους. 

Η αντίληψη που κυριάρχησε επί δεκαετίες και ήθελε την ελληνική κοινωνία να μην είναι ξενόφοβη δεν στερείται πιστεύω βάσης. Στο βαθμό που ομάδες ξένων αριθμητικά ανεκτές ακόμη από τη ζωή των πόλεων και κοινωνικά εντάξιμες εγκαταστάθηκαν στη χώρα μας, δεν αντιμετωπίσθηκαν με μίσος, εχθρότητα και άρνηση της ανθρώπινης υπόστασής τους. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα αντιμετωπίσθηκαν με συμπάθεια ή και απλή περιέργεια απέναντι στο διαφορετικό. Οι εικόνες σχεδόν ειδυλλιακής συνύπαρξης με τους ξένους που περιγράφουν κάποιοι παλαιοί Κυψελιώτες συνηγορούν σ’ αυτό.

Όμως οι τραγικές συνέπειες της αθρόας λαθρομετανάστευσης οδήγησαν δύο ουσιαστικά αντίπαλες ομάδες ανθρώπων στην  ανάπτυξη αντιλήψεων και πρακτικών βαρβαρότητας.

Από την μια πλευρά, ο φόβος και η απέχθεια που γεννούν οι χιλιάδες των ανθρώπων/σκιών που κατακλύζουν το κέντρο της Αθήνας -και όχι μόνον- και -εκ των πραγμάτων- καθορίζουν την καθημερινότητα οδήγησε τους ντόπιους σε μεγάλο βαθμό να τους αντιμετωπίζουν ως μη εντελώς ανθρώπινα πλάσματα, γεγονός που εξηγεί και τη σημαντική ανοχή και επικρότηση των κτηνωδών πρακτικών της Χρυσής Αυγής.       

Από την άλλη, η ίδια η ανάγκη τής με κάθε τρόπο άμεσης επιβίωσης που διέπει τη ζωή τής πλειονότητας των λαθρομεταναστών -και αποτελεί απόλυτο και αξεπέραστο ανθρώπινο όριο- τους οδηγεί σε πρακτικές που όχι μόνον δεν έχουν την παραμικρή σχέση με ένταξη (στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι, πιστεύω, σχεδόν δεν ξέρουν πού βρίσκονται), αλλά και αποτελούν πρακτικά αγνόηση τής ανθρώπινης ιδιότητας των μελών της κοινωνίας μέσα στην οποία κινούνται και ζουν: περιληπτικά, θα έλεγα ότι αντιμετωπίζουν πολύ συχνά τους άλλους (και ομοεθνείς τους ακόμη) αποκλειστικά σαν μέσον ή εμπόδιο στην εξασφάλισης της επιβίωσής τους, δεδομένου ότι η αγριότητα της πάλης για άμεση επιβίωση δεν αφήνει άλλα περιθώρια.  

Έχω, λοιπόν, την άποψη ότι η βάρβαρη πλευρά τής ανθρωπινότητας εκφράζεται και κυριαρχεί στη σχέση μας με τα σμήνη των λαθρομεταναστών, και στη δική τους μαζί μας. Είναι δε αναπόφευκτο αποτέλεσμα των πραγματικών συνθηκών συνύπαρξης και δεν υπάρχει τίποτε το παράδοξο σ’ αυτό.

Παράδοξο υπάρχει μόνον αν προϋποθέσουμε τη θεμελιώδη καλοσύνη της ανθρωπότητας. Κάτι τέτοιο όμως αντιβαίνει, κατά τη γνώμη μου, στην ανθρώπινη συνθήκη. Διότι, χαρακτηρίζοντας κάποιον ως άνθρωπο, περιλαμβάνουμε αναγκαστικά και την ικανότητά του να φέρεται βάρβαρα. Ο πολιτισμός και η βαρβαρότητα δεν είναι κατά κανένα τρόπο αλληλο/αποκλειόμενες διαθέσεις του καθενός μας. Η έκφραση της μιας ή της άλλης αυτής ανθρώπινης πλευράς καθορίζεται σε συντριπτικό βαθμό από τις συνθήκες.

Συμπερασματικά, καθόλου δεν πιστεύω ότι η αναγνώριση της πιο πάνω πραγματικότητας σημαίνει ότι πρέπει να απαρνηθούμε τις αρχές του πολιτισμού, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Το αντίθετο! Όμως, η ανοχή προς τους άλλους θα ασκείται ευκολότερα αν βασίζεται σε ένα πυρήνα αδιαλλαξίας προς οτιδήποτε μη ανεκτό.      





Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Γλωσσάρι τοπικο στα μερη μας

.
Μικροβαλτινό Γλωσσάρι
.
gl_psa ..
Α
.
αβλαγάς (ο): χωράφι δίπλα σε σπίτια χωριού
αγγουνός (ο): εγγονός
αγλήγουρα: γρήγορα
αγριάντζα (η): είδος βελανιδιάς
αγρέκι (το): υπαίθριο προσωρινό μαντρί
αδγειάζου [δεν...] (ρ.): ευκαιρώ
αδγυάσμους (ο): δυόσμος
αδουκιούμι (ρ.): θυμάμαι
αζμπόρστους (ο): αμίλητος
Αϊδήμα (το): Άγιο Βήμα
αϊπανός (ο): από τον πάνω μαχαλά (γειτονιά)
ακατνός (ο): από τον κάτω μαχαλά
ακέργιους (ο): ολόκληρος
άλλουις: διαφορετικός, -ή,-ό
αλμπέτι: οπωσδήποτε, ακριβώς
αλούπου (η): αλεπού
αμίγυρους [άει στον..] (ο): αγύριστος
αμπαρμπέρστους (ο): αξύριστος
αμπασκάλη (η): μασχάλη
αμπώχνου ή αμπώζου (ρ.): σπρώχνω
αμπλάζου (ρ.): συναντώ
αμπουδώ (ρ.): εμποδίζω
αμπουλιάζου (ρ.): ενώνω, συμπληρώνω
αμψιός (αμψίδι, αμσιούκας) (ο): ανεψιός
αμώι: ω, ρε σύ
ανάρτου (το): νηστίσιμο
ανιθάρρητα: απότομα, αιφνιδιαστικά, χωρίς προετοιμασία
ανιμουσούρι (το): όγκος χιονιού που σωρεύτηκε από τον αέρα
αντέτι (το): έθιμο, συνήθεια
αντιρριούμι (ρ.): ντρέπομαι
αντρουπή (η): ντροπή
αντώ (ρ.): ντύνω
αξαμώνου (ρ.): αγγίζω, πλησιάζω
αξιάλη (η): βουκέντρα, ανάλογο ύψος ήλιου στον ορίζοντα
απέθαντα (τα): ανθεκτικά, αθάνατα
απιτχαίνου (ρ.): πετυχαίνω
απίπκα: μπρούμυτα
άπκου (το): κακό, άγευστο
απλάς (ο): δίσκος σερβιρίσματος
απόθουρους[πήρε τον...]: πήρε μια γεύση, μια εμπειρία
αραβάνι, αριβάνι (το): γρήγορο περπάτημα ζώου
αραδώ (ρ.): ψάχνω, γυρεύω
αραθμώ (ρ.): επιθυμώ
αράτση (η): πέρασμα, μονοπάτι, πορεία
αραφάδα (η): χαραμάδα
αρίτσιους (ο): σκαντζόχοιρος
αργασμένου (το): κατεργασμένο, ωριμασμένο
αρίτσιους (ο): σκαντζόχοιρος
αρμάνι (το): πυκνό δάσος
αρμένια (τα): άγριες μαργαρίτες
αρμιά (η): άλμη
αρνάρι (το): λίμα
αρνίθα (η): κότα
αρτιρνώ (ρ.): προσπερνώ, μακραίνω
αρτσιόνουμι (ρ.): θυμώνω
αρχεύου (ρ.): αρχίζω
αρχότη (η): δροσιά
ασκαίνουμι (ρ.): σιχαίνομαι
αστουχώ (αστόισα) (ρ.): ξεχνώ
αστρέχα (η): υδρορροή
αψιόνουμι (ρ.): θυμώνω
άφκους (ο): αρακάς
αφκριούμι (ρ.): ακούω με προσοχή, κρυφακούω
αφόντς: από τότε
.
.
Β
.
βαγμούρα (η): έντονος θόρυβος
βαλάνι (το): βελανίδι
βαΐζει (ρ.): γέρνει από φορτίο
βαμπούλες (οι): ποπ-κόρν
βαρβάγκα (η): φυσαρμόνικα
βαριά (κίντσι βαριά): έγκυος
βατσινιές (οι): αγκαθωτοί θάμνοι
βγιλί (το): βιολί
βζώ (ρ.): σβήνω
βίζιτα (η): επίσκεψη σε ονομαστική γιορτή
βίλα (η): πιρούνι
βιριάνκους (ο): τιποτένιος, αχρείος
βιρβιρίζου (ρ.): σπαρταρώ από τον πόνο
βιρβιρίτσα (η): ζωηράδα, ενεργητικότητα
βιρός (ο): κράτημα νερού σε ρέμα, μεγάλη λακκούβα με νερό
βιτούλι (το): κατσίκι ενάμιση χρόνου
βίτσα (η): βέργα
βλαγάδια (τα): χωράφια κοντά σε οικισμό
βουλά: φορά
βουρίζει (ρ.): ζευγαρώνει το γουρούνι
βουρτόπα (η): ξέφωτο σε δασώδη ή θαμνώδη περιοχή
βρίζα (η): σίκαλη, είδος δημητριακού
βρουμούσια (τα): μυρμίγκια
.
.
Γ
.
γαλάρια (τα): πρόβατα αναπαραγωγής
γαλατσιάνκους (ο): άσπρος
γαλίκι (το): καλαμένιο κοφίνι
γιαπράκια (τα): λαχανοντολάδες
γίδα γκέσα (η): μαύρη (στο τρίχωμα) με κόκκινο στην κοιλιά και στα πόδια
......γκόρμπα: μαύρη
......ζαβουκέρατη: με ένα στραβό κέρατο και ένα κανονικό
......κανούτα: γκρίζα, σταχτιά
......κούλα: άσπρη
......μαρτζιλάτη: με "σκουλαρίκια" στο λαιμό
......μούσκρια: μαύρη με άσπρα στίγματα στη μούρη
......μπάλια: μαύρη με άσπρη τούφα στο κεφάλι
......μπάρτζα: μαύρη με κόκκινο στη μούρη
......πέστρα: μαύρη με άσπρο στην κοιλιά
......πισουκέρατη: με κέρατα γυριστά πίσω από τα αυτιά
......ρούσα: κόκκινη
......σιούτα: χωρίς κέρατα
......τραούσα: με μεγάλα κέρατα
......τσιούγκα: με ένα κέρατο σπασμένο
......τσιούπρα: με μικρά αυτιά
......φλόρα: άσπρη
......ψαριά: γκριζοκόκκινη
γιντσιάρκου (το): νεογέννητο
γιντζές (ο): καλλιεργήσιμο τριφύλλι
γκαγκαράτσα (η): κοπριά προβάτου ή γιδιού
γκάγκτζα (τα): καρποί αγριοτριανταφυλλιάς
γκαλιγκότσια (η): μεταφορά ανθρώπου στην πλάτη
γκαμπράνι (το): τενεκεδάκι
γκανταλιέμι (γκανταλώ) (ρ.): γαργαλιέμαι
γκαρμπουλάχανου (το): λάχανο
γκαρούλια (τα): μεγάλα αποδημητικά πουλιά
γκαταλνώ (γκατάλτσι) (ρ.): καταπίνω
γκαχιλώνα (η): χελώνα
γκιζιρνώ (γκιζέρι) (ρ.): βολτάρω
γκιόσια (τα): είδος παιχνιδιού
γκιούμι, γκίμι (το): μεταλλικό δοχείο νερού
γκιουρντάνι (το): στολίδι
γκλαβανή (η): άνοιγμα προς το υπόγειο, καταπακτή
γκλαμπάτσα (η): αρρώστια ζώων
γκόλιαβους (ο): γυμνός
γκουγκουμπές (ο): μικροκαμωμένος, νάνος
γκουρμπέτσα (η): ζητιάνα
γκόρμπιτας (ο): καρναβάλι
γκουγκουλίτσα (η): καρύδι με το τσόφλι
γκούμπζα (η): ξύλινη γαβάθα-πιάτο
γκούμπζιαλους: ανάθεμα
γκουντρουγκλώ (ρ.): κατρακυλώ
γκουργκόλια (τα): πέτρινοι βώλοι
γκουρμπέτσα (η): τσιγγάνα
γκριγκουρτσιά (η): άγρια γκορτσιά, άγρια απιδιά
γκουρλώνου (ρ.): πνίγω
γκούσια (η): το "καρύδι" του λαιμού
γκούστιαρας (ο): σαύρα
γκουτσιούνι (το): μικρό γουρούνι
γκριζιάλα (η): γκρίνια
γκρίμπα (η): καμπούρα
γκρουσιάδι (το): είδος βελανιδιάς
γκρούσκλας (ο): λάρυγγας
γκζιούπι (το): ασύμμετρο μεγάλο καυσόξυλο
γκύλιαντρους (ο): σιδερένιο στεφάνι, τσέρκι
γνουμκός (ο): μυαλωμένος
γουμάρι (το): γάιδαρος
γουνίδις (οι): γονείς
γουντζάρι (το): χοντρό κόκκαλο με λίγο κρέας
γούρνα (η): εσοχή στο έδαφος, λάκκος για νεκρό
γουρνάρς (ο): βοσκός γουρουνιών
γραβαλνώ (ρ.): ξεκοκαλίζω
γραμματκός (ο): γραμματέας Κοινότητας
γραπατσώνουμι (ρ.): πιάνομαι καλά
γριντιά (η): ξύλινο δοκάρι οροφής
γριντώνουμι (ρ.): ξαπλώνω
.
.
Δ
.
δασκαλούλια (τα): μαθητές Δημοτικού
δαχλίδι (το): δακτυλίδι
δγιάργους (ο): σύνορο αγρών, άκρη
δέοντα [τα]: χαιρετίσματα
διακόβου (ρ.): προσπερνώ
διδυμάρκα (τα): δίδυμα
διρμάτι (το): ασκός από τομάρι
διρμόνι (το): κόσκινο
διρπάνι (το): δρεπάνι
διφτιρίζου (ρ.): σκάβω για δεύτερη φορά
δουκιούμι (ρ.): θυμάμαι
δρόκνου (το): ροδάκινο
.
.
Ε
.
ειάτς (είμι, είσι, ειάτους-είμιστι, είντς, ειάτς) : νάτοι
έναργους (ο): αργός
έντεσα (ρ.): έμπλεξα
έντικα (το): χορός περιοχής Κοζάνης
έτσια: έτσι
έχια (τα): πλούτη
.

Ζ
.
ζάβα (η): κόπιτσα
ζαβουκλιά (η): παράβαση κανόνα παιχνιδιού, δόλος
ζαΐφκους (ο): καχεκτικός
ζαμπακώνου (ρ.): ξυλοφορτώνω
ζαμπούνκους (ο): φιλάσθενος
ζαπώνου (ρ.): αφαιρώ, κλέβω, κρύβω
ζαράλι (το): ζημιά
ζαραλούθκους (ο): ελαττωματικός
ζαρίζου (ρ.): βλέπω θαμπά
ζαχαράτου (το): καραμέλα
ζαχαρίσιου (το): ροζ χρώματος
ζβάρνισμα (το): σύρσιμο στο έδαφος
ζβαρνιάρας (ο): ατημέλητος
ζβόλι (το): μικρός συμπαγής όγκος χώματος
ζγκνώ (ρ.): κουνώ
ζγκούλα (η): εσοχή, κρύπτη
ζγκούρα (η): βρωμιά, λέρα
ζγκρουβάλι (το): στρογγυλό, συμπαγές
ζγούρι (το): δίχρονο αρνί
ζίγρα (η): αγκαθωτός θάμνος
ζιμ (το): είδος παιχνιδιού
ζιούκα (η): παραγινωμένο φρούτο, μαλακό
ζίρδαλου (το): βερίκοκο
ζλάπι (το): λύκος, άγριο ζώο
ζμί (το): ζουμί
ζμπόμπα (η): κοπάνα από σχολείο
ζμπουρίζου (ρ.): συνομιλώ
ζμπρουξιά (η): σπρώξιμο
ζνάρ (το): ζώνη
ζντρο (το): κοντρόλ μπάλας
ζντρουβόλι (το): αγκάθι εδάφους
ζούζουλου (το): φίδι
ζουζούνα (η): πράσινο σκαθάρι-έντομο που ζουζουνίζει
ζούκακας (ο): μικροκαμωμένος
ζουμπάς (ο): μικροκαμωμένος
ζουπώ (ρ.): πιέζω, σπρώχνω
ζουρζουβίτς (ο): ζωηρός, κινητικός
ζουρμπινά: με το ζόρι
ζουρνάς (ο): η μουσούδα του γουρουνιού
ζουρτιάζουμι (ρ.): ζορίζομαι, εκνευρίζομαι
ζουφός (ο): καχεκτικός
.
.
Η
.
ημιράδι (το): είδος βελανιδιάς
.
...
Θ
.
θάρουμ: μακάρι
θημιρίδα (η): η εφημερίδα
θιρμασιά (η): πυρετός
θκομ (θκος, θκοτ): δικό μου
θλεικώνου (ρ.): κουμπώνω
θυμιτκό (το): μνήμη
θχειάκου (η): θεία
.
.
Ι
.
ίγκλα (η): λουρί του σαμαριού
ιδώια: εδώ
ιένας: ένας
ιλιάτσι (το): πρακτικό φάρμακο
ίνουρου (το): όνειρο
ιπειτόργια: προηγουμένως
ιρισιά (η): ζήλια
ίσκιουμα (το): στοιχειό στον ύπνο
..
Κ
καβάκι (το): λεύκα
καβαλαριά (η): φυτικό ζιζάνιο
καβουρμάς (ο): χοιρινό κρέας διατηρημένο σε λίπος (λίγδα)
καγγέλι (το): στροφή, φιγούρα χορού
καϊπώνου (ρ.): κρύβω
καλαμκιά (η): τροφή ζώων
καλαμπαλίκι (το): συνωστισμός
καλαντζής (ο): γανωματής
καλίγουμα (καλιγώνου) (το): πετάλωμα
καλούγδια (τα): αγαθά
κανάκεμα (το): χάιδεμα
κανίστρα (η): ψάθινο πανέρι
καντίπουτα: τίποτε
καραμούζα (η): είδος πουλιού ή τρομπέτα
καραμπουτσιάκι (το): είδος καλλιεργήσιμου μπιζελιού για ζωοτροφή
καρκατσέλι (το): ακρίδα
καρκαρίζουμι (ρ.): γελώ δυνατά
καρκάτσιλας (ο): αυτός που σκαρφαλώνει
κάρνου (το): κάβουνο
καρπουλόι (το): γεωργικό εργαλείο για λίχνισμα
καρυά (η):  καρυδιά
καρύσιου (το): χρώμα καφέ
κασμιρεύου (ρ.): κοροϊδεύω
κατασάρι (το): μάλλινη φανέλα
κατούνια (τα): μεταφερόμενα είδη
κατουστάρι (το): κύπελλο
κατράντζα (η): είδος σταριού
κατσιαούλι (το): σαγόνι
κατσιάρουμα (κατσιαρώνου) (το): γονάτισμα [από βάρος]
κάτσιδα (η): χειμερινό λουλούδι με φαγώσιμο βολβό
κατσιούλι (το): μάλλινο σκουφί
καφκί (το): μονάδα μέτρησης γάλακτος
καψαλώνου (ρ.): φεύγω
κιόλαντς: κιόλας
κιχί (το): μικρή κουλουριαστή τυρόπιτα
κλαδαριά (η): θημωνιά από κλαδιά βελανιδιάς
κλαδί (το): το δέντρο βελανιδιά
κλέτσιους (ο): εργαλείο δεσίματος δεματιών
κληματσίδα (η): κληματαριά
κλιάντιρα (τα): έντερα, εντόσθια
κλιτσινίκους (ο): βοηθητικό ξύλο για δέσιμο δεματιών
κλόζμα (το): στροφή
κλουρόπτα (η): πίτα κουλουριαστή
κλουσαριά (η): κλώσα
κλούτσα (η): γκλίτσα
κλούτσα (η): βελόνα πλεξίματος
κόγγουλι (η): ζιζάνιο του σταριού
κόθουρος (ο): το περιμετρικό της πίτας
κόκα (η): εγκοπή, σημάδι
κόλιαντρα (τα): κάλαντα
κόρδα (η): φράχτης μαντριού, υπαίθριο μαντρί
κόρτσα (η): κοριός
κόσα (η): πλεξούδα ή μακρύ δρεπάνι
κούκλα (η): καλαμπόκι, ρόκα
κουκουτσέλας (ο): κόκορας
κουκόσα (η): καρύδι
κουκότσι (το): το ξυλώδες της ρόκας
κουκούδι (το): στερεή μύξα
κουλιάστρα (η): πρωτόγαλα
κουλιουμπώ (ρ.): επισκέπτομαι σε ονομαστική γιορτή
κουλουκουρίζου (ρ.): κουρεύω τα γιδοπρόβατα στην κοιλιά
κουμάσι (το): κοτέτσι ή σπιτάκι γουρουνιού
κουνάκι (το): σπίτι, στέκι
κουπάνα (η): σκάφη ξύλινη
κουπέλι (το): παλιόπαιδο
κουρδέλια (τα): παπούτσια
κουριά (η): φλούδα ψωμιού
κουριμώς: ευτυχώς
κουρκούτη (η): χυλός
κουρκουτώ (ρ.): ανακατεύω χυλωμένο φαγητό
κουρκουτσόπανους (ο): το αγόρι που παίζει -κάνει παρέα- με κορίτσια
κουρουμπλιά (η): κορομηλιά
κουρούπι (το): κουρεμένος γουλί
κουσεύω (κουσιό) (ρ.): τριγυρνώ, τρέχω
κουσκούτα (η): εργασία χειροποίητης επεξεργασίας μαρμάρινου όγκου
κούτιου (το): σκυλί
κούτκας (ο): πίσω μέρος κεφαλιού
κουτουλούμπα (η): κωλοτούμπα
κουτρουμπλίτσα (η): κωλοτούμπα
κουτσάκι (το): εξάρτημα σαμαριού
κουτσιουμπό (το): κομμένο
κουτσκέλα (η): ελιγμός
κούτσκου (το): μωρό, μικρό
κουτσουρός (ο): σωρός
κουτώ (ρ.): τολμώ
κρατμάρα (η): αδυναμία ποδιών (ασθένεια) στα ζώα
κρένου (ρ.): μιλώ, συζητώ
κριάκουρα (τα): βράχοι
κριτσινάει (ρ.): τρίζει
κρίστκα: παραφορτωμένο
κυράτσα (η): κυρά, κυρία
κφάλας (ή καρακφάλι) (ο): αυτός που δεν ακούει, κουφός
..
..
Λ
..
λάβα (η): πολύ ζέστη
λαβίζου (ρ.): μαλώνω
λαγκιόλι (το): πιέτα φορέματος
λαγγίτα (η): τηγανίτα
λαγγόνι (το): πλευρά-κοιλιά ζώου
λαθήρι (το): είδος άγριου μπιζελιού
λάιους (ο): μαύρος
λαλάς (ο): θείος
λάλημα (το): προώθηση τα πρόβατα για άρμεγμα
λαλούμενα (τα): όργανα μουσικά
λαμάνι (λαμανίζου) (το): ανακάτεμα
λαμνί (το): σωρός στο αλώνι
λάμνια (η): κάθε παμφάγο, λαίμαργο
λανάρι (το): εργαλείο για το ξάσιμο του μαλλιού
λανάρια (τα): στεφάνι με καρφιά στο λαιμό τσομπανόσκυλου
λάπατα (τα): αυτοφυή λαχανικά
λιάρους (ο): ασπρόμαυρος σκύλος
λίγδα (η): χοιρινό λοίπος
λιγκέρι (το): μπακιρένια σουπιέρα
λιγκιάζου (ρ.): έχω λόξιγκα
λιγνάτους (ο): ελαφρά ντυμένος
λίγουμα (το): χάσιμο αισθήσεων
λιζβός (ο): μικροκαμωμένος, αδύναμος
λιζγκάρι (το): φτυάρι
λιλέκι (το): δρεπάνι
λιμασμένους (ο): πολύ πεινασμένος
λιουρίζου (ρ.): κόβω
λιτίρι (το): ηλίανθος
λιφτόκαρου (το): φουντούκι
λόζιους (ο): χοντρό άχυρο
λόϊρα: τριγύρω
λολ (το): μικρές αναπηδήσεις της μπάλας με το πόδι, χωρίς να πέφτει στο έδαφος
λούγκα (η): πρησμένος αδένας στο λαιμό
λούδι (το): λουλούδι
λουλακίσιους (ο): γαλανός
λουκάγκου (το): λουκάνικο
λουμάκι (το): δενδρύλιο βελανιδιάς
λουμάς (ο): μεγάλος βώλος
λουμούρα (η): ανακατωσούρα, συνωστισμός
λόρδα (η): πείνα
λούνη (η): κατακάθη λάσπης, αμμόχωμα
λούρα (η): μακρύ ξύλο για “τίναγμα” καρπών δέντρων
λουρίδα (η): ζωστήρας
λουστάρι (το): κοντό ξύλο για γκρέμισμα φρούτων (κυρίως καρύδια, κάστανα)
λύξα (η): παλιογυναίκα
.
..
Μ
μαβλώ (ρ.): καλώ ζώα
μαγλίκα (η): σαλιάρα
μάεριμα (το): μαγείρεμα
μακαράς (ο): καρούλι
μαλέτου (το): μάλλινη κάπα με σκούφο
μάλτα (η): μπλέ σκούρο ύφασμα για ρούχα εργασίας
μανάρι (το): οικόσιτο αρνί
μαναχάτα: μόνα τους
μανταλίδι (το): τούβλο
μαντζάτου (το): δωμάτιο ισογείου
μάνταλους (ο): σύρτης πόρτας
μαντάνι (το): υδροτριβείο επεξεργασίας μάλλινων, σκουτιών
μαξούς: επίτηδες
μαραγκιασμένους (ο): μαραμένος
μάρκα μ' έκαψις: απατεώνας
μαρκιούντι (ρ.): αναμασούν την τροφή (ζώα)
μαρμάγκα (η): δυσκολία
μαρούκλουτους (ο): με την ουρά στα σκέλια
μαρτάρα (η): μανιτάρι
μαρτζέλια (τα): “σκουλαρίκια” στο λαιμό των γιδοπροβάτων
μασλάτι (μασλατώ) (το): κουβέντα
ματέρι (το): ξύλινο υπόστεγο
ματουϋάλια (τα): γυαλιά ματιών
ματρακάς (ο): σφυρί για πελέκημα μαρμάρου
μέγκλα (η): δρασκελιά, αρίδα
μέρους (το): αποχωρητήριο
μιράδι (το : μερίδιο
μιργιάτκου (το): μεροκάματο
μαρμάγκα (η): ταλαιπωρία
μισάλι (το): ύφασμα που σκέπαζαν το ψωμί
μισάντρα (η): ντουλάπα
μισιά (η): μεσοτοιχία
μισιακός (ο): μισός - μισός
μισμέριαζμα (το): ύπνος το μεσημέρι
μιτζμένους (ο): μεθυσμένος
μψούρα (η): πήλινο βαθύ πιάτο
μόκου: σιωπή
μόλαβους (ο): ήσυχος
μόλτσα (η): σκόρος
μουαμπέτι (το): μάζωξη, συζήτηση, κέφι
μούζγκα (η): πράσινη βρωμιά στην επιφάνεια στάσιμου νερού
μουλώνου [μούλουξι ρα] (ρ.): σωπαίνω
μουμούδι (το): μαμούνι στη φακή
μούμουλος: όρος παιξίματος στους βώλους
μουμουτεύω (ρ.): εξαντλώ, ταλαιπωρώ
μουμουτιμένος (ο): εξαντλημένος
μούνγκι: μόνο
μουνέδα (η): άτακτο παιδί
μουνουχίζου (ρ.): στειρώνω αρσενικά ζώα
μούργκισμα (το): σκοτείνιασμα πριν από τη νύχτα
μούργκους (ο): σκουρόχρωμος σκύλος
μουρκάλα (η): ζευγάρωμα προβάτων
μουρκούτι (το): μικρό σκυλί
μουρταράκους (ο): απατεωνίσκος
μούρτζιους (ο): άνιφτος, λερωμένος στο πρόσωπο
μουρτζούλα (η): μουντζούρα
μουσικλέτα (η): μοτοσικλέτα
μουσκόφαγα (ρ.): καλόφαγα
μούτους (ο): μουγγός
μουτσιαλνώ (μουτσιάλμα) (ρ.): αναμασώ την τροφή
μουχλάδα (η): ήπιος καιρός, ομίχλη
μουχόζκου (το): εκλεκτό, αστείο
μπαϊλτζμάρα (μπαΐλτσα) (η): μεγάλη κούραση
μπαΐρι (το): χωράφι χέρσο
μπαϊάτκους (ο): μπαγιάτικος
μπακαβάς (ο): χαρτόνι, χοντρό εξώφυλλο
μπάκακας (ο): βάτραχος
μπακάλημα (μπακαλώ) (το): μπουσούλημα
μπακαταραίοι (οι): μικροκτηνοτρόφοι
μπαλαντίνες (οι): μεγάλες νιφάδες χιονιού
μπάμπαλου (το):  σκουπιδάκι
μπαμπάτσκους (ο): γεροδεμένος, δυνατός
μπάμπου (η): γιαγιά
μπαμπούκα (η): λειτουργιά, άρτος Θείας Ευχαριστίας
μπαμπατζιάνγκους (ο): γεροδεμένος
μπάρα (η): μικρός λάκκος με νερό
μπαρμπούλα (η): μαντήλι κεφαλής γυναικών
μπασιούρς (ο): σκουρόχρωμος σκύλος με στίγματα στο κεφάλι
μπάτσαρους (ο): μουντζούρης, καρναβάλι
μπδω [μπδώ τς τρείς=κάνω άλμα εις τριπλούν] (ρ.): πηδώ
μπέρκου (το): πάθημα
μπιδγιά (η): απιδιά
μπιζιρνώ (ο): βαριέμαι
μπικιάρς (ο): εργένης, ανύπαντρος
μπιλαλίθκους (ο): πολύπλοκος
μπιλτζίκι (το): βραχιόλι
μπιρικέτι (το): αφθονία
μπισίκι (το): κούνια μωρού
μπισιουρντί (το): το πάχος από το προγούλι και την κοιλιά του χοίρου
μπισλίκα (η): βώλος από βελανιδιά
μπίτσιους (ο): γουρούνι
μπιχλιμπίδι (το): διακοσμητικό, κόσμημα
μπλάνα (η): μεγάλο κομμάτι τυριού
μπλάρι (το): μουλάρι
μπλιαγκούρι (το): πλιγούρι
μπλιόκα: κατάβρεξη
μπλιόρα (η): γίδα ή προβατίνα ενάμισι χρόνου
μπόσκους (ο): χαλαρός, επιπόλαιος
μπουγτζιάδις (οι): επικεφαλής γάμου ή αρραβώνα
μπουίρου: πρόσκληση για γεύμα, κόπιασε
μπουκουβάλα (η): τριμμένο ψωμί με τυρί πλασμένο σε σχήμα μπάλας
μπουλντούκα (η): γούρνα με νερό σε λάκκο
μπούντα (η): υγρασία
μπουρμπούτιασι (ρ.): πήρε φωτιά
μπουμπόλια (τα): τα βραστά φασόλια
μπουμπότα (η): καλαμποκόπιτα
μπούμπους (ο): φόβητρο, θηρίο (απειλή για τα μωρά)
μπουμπουτάει (ρ.): καταβρέχεται, είναι μέσα σε υγρό, πλέει
μπουνέλα (η): πιρούνι
μπουράτου (το): μηχάνημα καθαρισμού σταριού
μπουρμπουνάρι (το): σκαθάρι
μπουχάρι (το): καμινάδα
μπράτιμους (ο): συνομήλικος και ο βοηθός σε γάμο
μπριάβα (η): κλειδαριά
μπρουζιάλα (η): πολύ ζέστη
μπρουζιούτκου (το): καλοθρεμμένο
μπρούχαβου (το): σαθρό
μσούρα (η): βαθύ μεταλλικό πιάτο
μτάρια (τα): εξαρτήματα του αργαλειού
μω [ή μώι]: ω, εσύ
.
.
Ν
.
νημόρι (το): μνήμα
νιάϊμιρους (ο): ετήσια εμποροπανήγυρη
νιόχαρους (ο): ανυπόφορος
νιρουφαϊά (η): αυλάκι που έγινε από διάβρωση του νερού
νισιάνι (το): πάθημα
νότχιους (ο): βρεγμένος
νουβρός (ο): αυλή
νούνους (ο): νονός
νουρά (η): ουρά
νουτώ (ρ.): βρέχω
νουφαλός (ο): ομφαλός
νουφανός (ο): κλαδαριά που καίγεται το βράδυ της Ανάστασης
νουχτάρι (το): απότομη όχθη ρεματιάς
νταβάς (το): ταψί
νταβίζου (ρ.): ζητώ ζητιανεύω
νταβραντισμένος (ο): γεροδεμένος
νταϊκώνου (ρ.): στηρίζω
ντάϊμα: συχνά
νταλάκι (το): στήθος
νταλντώ (ρ.): ορμώ
ντάμκα (η): λεκές
ντάμπουρας (ο): τύμπανο
ντάρα (το): κατακάθι
νταρντάρισμα (το): φλυαρία
ντάσι: χτύπημα κεφάλι με κεφάλι
ντβάρι (το): τοίχος
ντέσιμου (το): κακό μπλέξιμο
ντίγκα: εντελώς γεμάτο
ντιπ: καθόλου
ντιρλίκουμα (το): λαίμαργο φαγητό
ντόμσιους (ο): αφελής
ντουβουρλίγκα (η): ζάλη
ντουγρού: ίσια μπροστά
ντουρλάπι (το): θύελλα
ντράβαλα (τα): φασαρίες
ντραγκανώ (ρ.): κουδουνίζω, θορυβώ
ντράφτσα (η): κουλούρα του γάμου
ντρούμπαλα (τα): εξαρτήματα, όργανα
ντραγατσίκα (η): δερμάτινο σακούλι βοσκού
ντραγάτς (ο): αγροφύλακας
ντρασκλώ (ρ.): δρασκελώ
ντρίμα (η): κομμένο κλαδί
ντρουβάς ή τρουβάς (ο): μάλλινος σάκκος, τορβάς
νυφαδγιά (η): νύφη
νυχιάϊς (ο): πάγωμα στα ακροδάχτυλα
νυχτέρι (το): ομαδικό ξενύχτι εργασίας και κουτσομπολιού γυναικών
νώμους (ο): ώμος
.
.
Ξ
.
ξαμώνου (ρ.): αγγίζω, πλησιάζω
ξέταγμα (το): προκατάληψη
ξιαντρόπιασμα (το): βγάλσιμο από τη δύσκολη θέση
ξιαπουλνιέμι (ρ.): αφήνομαι ελεύθερος
ξιαρίζου (ρ.): καθαρίζω φτυαρίζοντας
ξιαστουχμένους (ξιαστουχώ) (ο): αφηρημένος, ξεχασμένος
ξιγκουγκουλίζου (ρ.): ξεφλουδίζω καρύδια
ξιθάρριου: θάρρος, κουράγιο
ξιθλύκωμα (το): ξεκούμπωμα
ξικλιάζουμι (ρ.): τρώω υπερβολικά
ξικουπή (η): εφάπαξ συμφωνία
ξίκους (ο): παλαβός
ξιλέστρατους (ο): ασύμμετρος, ψηλός
ξιλκά (τα): οπορωφόρα δέντρα
ξινήθρα (η): είδος αγριόχορτου
ξιναχώνου (ρ.): ξεθάβω
ξινουμώ (ρ.): διώχνω
ξιόλτους (ο): λυτός
ξιου: έξω, κυρίως για κότες
ξιουρτανέμι (ρ.): τεντώνομαι
ξιπατώνου (ρ.): καταστρέφω
ξισυλλόϊαστους (ο): απερίσκεπτος
ξιχάου (ρ.): απασχολούμαι, ξεχνιέμαι
ξτρά: παρά λίγο, ξώφαλτσα
ξω (ρ.): ξύνω
.
.
Ο
.
οινόπλιμα (το): οινόπνευμα
όργους (ο): κομμάτι χωραφιού
ουδιέτσι: όπως είναι
ουδιτότι: αμέσως
ουντίζου (ρ.): ταιριάζω, μοιάζω
ουιπάν: πάνω
ουπχάτ: κάτω
ουράτσα (ρ.): υπέφερα, παρακουράστηκα
ουρουλόι (το): ρολόι
ουρσουζλίκι (το): ελάττωμα
ουχτούρι (το): οχτώ (βαθμός)
.
.
Π
.
παγάλια: σιγά
παγκουφουλιά (η): ιστός αράχνης
παλαμαριά (η): ξύλινο εργαλείο θερισμού
παλιαρούτα (η): παλιό ρούχο
πανιάζου (ρ.): θαμπώνω
πάντιους-ράντιους: τέτοιος κι αλλιώτικος (υβριστικά)
παραλαλώ (ρ.): παραμιλώ στον ύπνο
παρασκαλνιέμι (ρ.): ματιάζομαι
παραστάθι (το): κάσα πόρτας
παρατουρνώ (ρ.): απομακρύνομαι, φεύγω
παραχώνου (ρ.): θάβω
παρέκια: πιο πέρα
παρόνουμα (το): επώνυμο
παρτάλι (το):  κουρέλι
παρτσιακλό (το): απείθαρχο, ζωηρό
παταριά (η): σφαλιάρα
πατλιά (η): πατημασιά
πατλιτζιάνι (το): μελιτζάνα
πατόζα (η): αλωνιστική μηχανή
πατούνα (η): μέρος κάλτσας που αντιστοιχεί στο πέλμα
πάφιλας (ο): πολύ λεπτή λαμαρίνα
πέγκα (η): κηλίδα
πέρπιρας (ο): είδος πεταλούδας
πέτουρου (το): φύλλο πίτας
πιτιράδι (το): καρβέλι για σκύλους
πιδουκλιά (η): τρικλοποδιά
πικούνι (το): εργαλείο λάξευσης μαρμάρων
πιρατνοί (οι): οι πέραν του Αλιάκμονα
πιρδίκα (η): αυγό βαμμένο σε σχέδια
πιρδικλώνου (ρ.): μπερδεύω
πιτρουκάλι (το): πορτοκάλι
πιτχιάζου (ρ.): φτιάχνω τυρί
πκάμσου (το): πουκάμισο
πλακίδα (η): μικρή κότα (σε ηλικία )
πλαστάρι (το): στρογγυλό ψωμί
πλατέα (η): πλατεία
πλατή (η): πίτα με ζύμη και τυρί
πλέχτρα (η): δέμα από κρεμμύδια ή σκόρδα
πλι (το): πουλί
πλιμόνι (το): πνευμόνι
πλιότιρου: περισσότερο
πλιυρίτουμα (το): κρύωμα
πλουκάρι (το): μαλλί προβάτου (πάνω μέρος)
πλούλι (το): κοτοπουλάκι
πλόχειρου (το): παλάμη
πνάκι (το): ξύλινο δοχείο με καπάκι
πνακουτό (το): θήκες ψωμιού (πριν φουρνιστούν)
πόπουρδα (η): είδος μανιταριού και γενικά το μικροκαμωμένο
πουλιουμώ (ρ.): πετώ
πουρεύω (ρ.): περνώ, βολεύομαι
πουρτουμανές (ο): πορτοφόλι
πουχιρνώ (ρ.): βάζω για ψήσιμο στο φούρνο ψωμί
πράματα (τα): τα υποζύγια, αυτά που μεταφέρουν ή σύρουν φορτίο (άλογα, μουλάρια κλπ)
πρατσαλνώ (ρ.): πιτσιλώ
πρέκνα (η): φακίδες
πριάκουνου (το): λίμα
προβατίνα ασπρουνούρου (η): μαύρη (τρίχωμα) με άσπρη ουρά
..............γρίβα: γκρίζα
..............κάλεσα: άσπρη με μαύρα στίγματα στο κεφάλι
..............κουρνούτα: με κέρατα
..............κουτσίνου (ή κουάτσινη): άσπρη με κόκκινο στο κεφάλι
..............λάια: μαύρη
..............μπατσάρα: άσπρη με μαύρη μούρη
..............μπέλα: άσπρη
..............ρούντα: με πυκνό κατσαρό μαλλί και πλατιά ουρά
..............τσιούλα: με μικρά αυτιά
πρόκα (η): πιρούνι
προυσίφιρου (το): κέρασμα
προυστούρα (η): στομάχι, φαγητό Χριστουγέννων(στομάχι χοίρου με γέμιση)
προυσφόλι (το): μόνιμο αυγό φωλιάς
προυτσιάλα (ρ.): ζευγάρωμα γιδιών
πτιά (η): μαγιά
πυρουστιά (η): τρίποδας για τζάκι
πχιαλώ (ρ.): τρέχω
.
.
Ρ
.
ραγκατζάρια (τα): έθιμο της Πρωτοχρονιάς
ράντιους (ο): τιποτένιος (υβριστικά με το «πάντιους»)
ρέντζα (η): στομάχι κότας
ριβάνι: γρήγορη περπατησιά
ριμπαρεύου (ρ.): ψάχνω, ανακατεύω
ριμπούρι (η): κακοκαιρία, χιονιάς
ρόγα (η): μισθός τσομπάνη
ρόκα (η): εξάρτημα για γνέσιμο μαλλιού και καρπός καλαμποκιού
ρόπουτους (ο): θόρυβος
ρουγάζια (τα): είδος χόρτου στα έλη
ρούσα (η): κοκκινωπή
ρουφτένιου (το): ρεβιθένιο ψωμί
.
.
Σ
.
σάιζμα (το): στρώμα από γιδίσιο μαλλί
σαλίδα: πολύ αλμυρό
σαλντώ (ρ.): ορμώ
σαράντζμα (το): ξεμάτιασμα
σαράντσι (ρ.): συμπλήρωσε 40 ημέρες από τη γέννα
σέα (τα): υπάρχοντα
σέρει (ρ.): ζευγαρώνει η αγελάδα
σιάβαρα (τα): ξερά κλαδιά
σιακάτ: προς τα κάτω
σιαπάν: προς τα πάνω
σιαπέρα: παραπέρα
σιάργκαβους (ο): γκρίζος
σιβαίνου (ρ. προστ. σέβα): ανεβαίνω
σιέι (το): δοχείο
σιμπουδάβλι (το): ξύλο σκαλίσματος φούρνου
σιου [έι σιου]: εσύ [βρε συ]
σιουλνάρι (το): έξοδος βρύσης νερού
σιούμπα (η): χτύπημα
σιουμπώ (ρ.): σκαλίζω τη φωτιά
σιουνφάδα (η): συννυφάδα
σιουπούλι (το): μικρό στόμιο σε λαγίνι
σιούρδους (ο): ανόητος, παλαβός
σιούρι (το): είδος (με την κακή έννοια)
σιούσκας (ο): καρούμπαλο
σιούτου (το): κριάρι ή γίδι χωρίς κέρατα
σιρκό (το): αρσενικό
σιρτός (ο): πηγάδι
σιτζίμι (το): χοντρό σκοινί από καννάβι
σκαμπάζου (ρ.): γνωρίζω, κατανοώ
σκανιάζου (ρ.): κοροϊδεύω κάποιον
σκαπιτώ (ρ.): το σκάω, φεύγω
σκαφίδι (το): σκάφη ζυμώματος
σκάφτουρας (ο): αιχμηρό ξυλάκι [για εκρίζωση βολβού κάτσιδας]
σκίζα (η): ξύλινη σφήνα
σκλάβους (ο): ομαδικό παιγνίδι
σκλέβουντι (ρ.): ζευγαρώνουν τα σκυλιά
σκλέντζαρς (ο): αδύναμος, κοκαλιάρης, κακομοίρης
σκλί (το): σκύλος
σκλίδα (η): μούσκεμα
σκλίδι (η): σκελίδα σκόρδου
σκνί (το): σκοινί
σκουλνώ (ρ.): τελειώνω, σχολώ
σκούνι, σκφούνι (το): μάλλινη πλεκτή κάλτσα
σκουτίδα (η): σκοτάδι, σκοτεινιά
σκρόπιους (ο): σκόρπιος και είδος χορού
σκρούμπους: αλλοίωση, καταστροφή
σκτίσιου (το) : ρούχο από χοντρό μάλλινο ύφασμα, σκουτί
σκρόφα (η): γουρούνα
σκύβαλα (τα): υπολείμματα από σιτάρι και άγανα
σμάδα (η): αμάδα, πέτρα παιχνιδιού
σμαζώνου (ρ.): μαζεύω
σμότιρα: πιο κοντά
σνάζου (ρ.): ταρακουνώ
σουγκάρια (τα): τα γεννημένα αρνιά στο τέλος της περιόδου
σούγλα (η): σούβλα
σουιάζου (ρ.): συγγενεύω, τιμώ το σόι
σουκόρφι (το): εσωτερικό τσεπάκι
σούκους (ο): λιπώδης βρωμιά μαλλιού προβάτου
σουλτόχιουνου (το): νοτερό χιόνι
σουμός (ο): τελειωμός
σουντάει (ρ.): γαυγίζει
σούρβα (τα): κάλαντα της Πρωτοχρονιάς
σουρβάλα (η): ακατάσχετη ροή
σουρλουτός (ο): οβάλ
σπαλιόρα (η): μάλωμα
σπάπια (τα): υπάρχοντα
σπαστρέυου (ρ.): συγυρίζω, τακτοποιώ
σπαστρικιά (η): καθαρή, νοικοκυρά
σπιτουτόπι (το): οικόπεδο
στάλους (ο): σκιερό μέρος για ξεκούραση κοπαδιού
στιάρι (το): σιτάρι
στιγνιάρου (η): αδύνατη, κοκαλιάρα
στιφάτου (το): στιφάδο
στιχμένους (ο): βοσκός επί πληρωμή
στλιαρώνου (ρ.): δέρνω
στουμπίζου (ρ.): χτυπώ στο γουδί ή στα στάχια για αποχωρισμό του σταριού
στουπουτός (ο): γεμάτος, πυκνός
στουπώνου (ρ.): βουλώνω
στραγκστάρι (το): στραγγιστήρι
στράνια (τα): ρούχα
στρέκλα (η): “τρέλα” βοδιών από τσίμπημα εντόμου
στρέγου (ρ.): δέχομαι, υπομένω
στρουμπλί (το): σκαμνάκι
συμφιράτους (ο): συμφεροντολόγος
στριβάδι (το): χώρος με πλούσια βοσκή
στριμπάδα (η): σημάδι από χτύπημα
στριφάδι (το): γίδα  ή προβατίνα με δύο γέννες
συγκαθώ (ρ.): συμμετέχω στο κέφι
συμπράγκαλα (τα): μεταφερόμενα υπάρχοντα
συντρόφι (το): κάτω εσώρουχο
συντρόφσα (η): φιλενάδα, συνομήλικη
σφαϊό (το): πόνος στην κοιλιά
στχειό (το): ίσκιωμα, φάντασμα
σφάλτσα (η): δεμάτι μεγάλου μεγέθους
σχώριου (το): κέρασμα για συχώρεση νεκρού
.
.
Τ
.
ταζέθκου (το): φρέσκο
τακουσιού: στα γρήγορα
ταλαγάνι (το): χοντρή κάπα
ταμάμ: όμοιο
ταντέλα (η): δαντέλα
ταξιπέ: περίπου
ταρατόρι (το): ξυλοφόρτωμα
ταρταρίζου (ρ.): μιλάω συνέχεια
τειάφι (το): θειάφι
τζαγκανάρι (το): λαγούτο
τζαμπούνα (η): ηχοκατασκευή από κορμό δημητριακών
τζέρτζιλα (τα): βερίκοκα
τζιαμάλτς (ο): αναμαλλιασμένος, ατημέλητος
τζιαντές (ο): δημοσιά
τζιβώνου (ρ.): μισοκλείνω τα μάτια
τζιντάνι (το): πορτοφόλι
τζιοπς (ο): τσέπη
τζιουλάπι (το): απόκριση, απάντηση
τζιουμάκα (η): ραβδί ξύλινο
τζιουτζιουβές (ο): μπρίκι
τζιουτζιούκα (η): κοιλιά
τζιουτζιουκλάρι (το): μικρό παιδί
τζιρίκνα (τα): ροδάκινα
τζιρμιτώ (ρ.): καταστρέφω, αφαιρώ
τζιρνίκια (τα): κορόμηλα
τζιρτζιάνι (το): σπουργίτι
τζουνώ (ρ.): τσιγκλώ
τζούφιους (ο): κούφιος, χωρίς περιεχόμενο
τίκνισι (ρ.): βγήκε αληθινό, ανταποκρίθηκε
τιμαρεύου (ρ.): δέρνω
τιτιώνου (ρ.): φτιάχνω
τλούπα (η): το μαλλί της ρόκας
τνάζου (ρ.): μαζεύω του καρπούς της καστανιάς,καρυδιάς κ.α.,[τίναξι ν΄καρυά=πέθανε]
τουρός (ο): ίχνος
τουταχιά: αύριο
τράκα (η): πλακέ κουδούνι για τα αιγοπρόβατα
τρόχαλου (το): μεγάλη πέτρα
τσαγκρασούλι (το): εργαλείο του τσαγκάρη
τσάκι (το): δισάκι
τσάκνα (τα): ξερά κλαδιά
τσάλφουρας: προηγουμένως
τσάπουρνα (τα): καρποί είδους βάτου
τσαρτσάρα (η): χτένα
τσάρκους (ο): θερινό μαντρί
τσέντζιαρς (ο): κατσαρόλα
τσέργα (η): μάλλινο κλινοσκέπασμα
τσέρνιασι (ρ.): μούδιασε (από χτύπημα ή κρύο)
τσέχρα (η): παλιοχαρακτήρας
τσιάγαλα (τα): χλωρά αμύγδαλα
τσιαγούλι (το): σαγόνι
τσιαΐρι (το): αλάνα
τσιακούρκους (ο): νευρικός
τσιαμαντάνι (το): σταυρωτό γιλέκο
τσιάμκα (τα): παραδοσιακά παπούτσια
τσιάμπα-κάρσα: πιάστηκαν στα χέρια, άνω-κάτω
τσιαμτσιακούσι (το): ξυλοδαρμός
τσιασίτι (το): είδος
τσιατάκι (το): επιθετικό, κακότροπο
τσιατάλι (το): εξάρτημα αμπάρας, εξάρτημα μηχανισμού
τσιατμάς (ο): μεσοτοιχία
τσιάφι (το): τσουχτερό κρύο
τσιαχρές (ο): όψη
τσιβουρίζει (ρ.): τσιτσιρίζει (στο τηγάνι)
τσιγαρίδα (η): κομμάτι βραστό χοιρινό (παχύ)
τσιγκαλίδια (τα): ασήμαντα μικροαντικείμενα
τσικρίκι (το): ξύλινη ανέμη
τσιλιπίθκους (ο): κομψός, καλοφτιαγμένος
τσιμπιρίτσα (η): είδος θυμαριού
τσίντσιφα (τα): καρπός είδους βάτου
τσινώ (ρ.): γκρινιάζω, αντιδρώ
τσιόλια (τα): κουρέλια
τσιονγκς: στοπ
τσιόκανα (τα): πέτρινοι βώλοι
τσιούγκους (ο): αδέξιος
τσιουκαλνώ (ρ.): ευνουχίζω
τσιουκάνι (το): κουδούνι
τσιουλίκα (η): είδος παιχνιδιού, τσιλίκι
τσιούμα (η): το άκρο πράσου ή κρεμμυδιού (με τη ρίζα)
τσιουλτάρι (το): φθαρμένο ρούχο
τσιουμπλί (το): ράμφος
τσιουμπρός (ο): τσιγκούνης
τσιούτσιανου (το): μικρό
τσιουτσιουρμάλλιασα (ρ.): ανατρίχιασα από το κρύο
τσιουτσιούλιαντρους (ο): κορυδαλλός
τσιόφα (η): γουρούνα
τσιπότια (τα): εξογκώματα σε ραβδί
τσιπούνα (η): γιλέκο μακρύ
τσιρίζι (το): ρετσίνι των δέντρων
τσιρνιάζου (ρ.): μουδιάζω από χτύπημα
τσιτσαρεύου (ρ.): ξεγυμνώνω
τσίτσαρους (ο): γυμνός
τσιτσιαλνώ (ρ.): διαλύω, λιώνω
τσίτσιμα: κάλεσμα κατσίκας
τσιφτιλής (ο): παλιοχαρακτήρας
τσκάρι (το): εξόγκωμα, ύψωμα
τσούκα: γεμάτα, φορτωμένα
τσουρτσούφι (το): ξυλοφότρωμα
τυρουφάης (ο): δερμάτινο δοχείο τυριού
τφύζει (ρ.): είναι στυφό, πικρό
.
.
Υ
.
ύψουμα (το): πρόσφορο ονομαστικής γιορτής
.
.
Φ
.
φακιόλι (το): μαντήλι που δένεται στο κεφάλι
φαμπλιά (η): οικογένεια
φανάρι (το): μεταλλικό κουτί με σήτα για τη φύλαξη τροφίμων
φαρφάρας (ο): πολυλογάς
φαφούλα (η): βρεγμένο ξερό ψωμί
φιλί (το): κομμάτι πίτας
φιλούδα (η): φέτα ψωμιού
φιλτζιάνι (το): φλιτζάνι
φιτζιούλα: φυγή τρέχοντας
φίτσιους (ο): μικροκαμωμένος αδύνατος
φκέλι [ή θκέλι](το): σκαπτικό εργαλείο, δικέλι
φκιάνου (ρ.): κάνω
φλάστιρας (ο): ξύλινη σφραγίδα για τις λειτουργιές
φλιά (η): επίσημο δείπνο σε σπίτι με λίγους καλεσμένους
φλιούργα (τα): παιδικό παιχνίδι με πέτρες
φλόκους (ο): τα εξέχοντα νήματα της βελέντζας
φνό (το): φθηνό
φόρτουμα (το): χοντρό σκοινί
φουκάλι (φουκαλνώ) (το): σκούπα από χόρτα
φουλτακίδα (φουλτακιάζου) (η): κοκκινίλα με πρήξιμο του δέρματος
φούρκα (η): διχάλα
φούρλα (η): στροφή γύρω από, φιγούρα χορού
φουρλιατώ (ρ): πετώ με μανία
φουρφούρι (το): κατασκευή χάρτινη που περιστρέφεται στον αέρα
φρίθκα (ρ.): φοβήθηκα
φταζμιδίτκου (το): ψωμί γιορτινό, επτάζυμο
φτασμένου (το): ώριμο, γινωμένο
φτσέλι (φτσέλα,φτσιλούλι) (το): ξύλινο παγούρι
.
.
Χ
.
χαβάς (ο): μελωδία, σκοπός τραγουδιού
χάζμαλα (τα): ξηροί καρποί, καραμέλες
χαλεύου (ρ.): θέλω
χαμάλα (η): βαριά χειρωνακτική εργασία
χαμούρι (το): μίγμα κυρίως αμμοχάλικου και τσιμέντου
χαρά (η): γάμος
χαρλίζου (ρ.): ροχαλίζω
χαρχάλι (το): λειρί κότας
χάσκας (ο): παιχνίδι Αποκριάς (αυγό δεμένο με κλωστή κλπ)
χασμήσια (τα): κεράσματα, γλυκά
χειρότχια (τα): γάντια
χλιάρι (το): κουτάλι
χλιαράκι (το): πόνος στο πλευρό, στο μέρος της καρδιάς
χλιο (το): χλιαρό
χλώ (ρ.): ζεσταίνω με την ανάσα
χόβι (το): φορά
χουσμέτι [χουσμιτεύου] (το): δουλειά σπιτιού
χουϊάζω (ρ.): μαλώνω, διώχνω
χουλέβια (τα): μάλλινες μακριές χοντρές κάλτσες
χουλκό (το): πυώδες σπυρί
χουρχουλάζει (ρ.): κοχλάζει
χουτζιούμι (το): τμήμα εργασίας κυρίως στο θέρο
χουχουϊάβα (η): κουκουβάγια
χραπαλνώ (ρ.): τρώω με βουλιμία
.
.
Ψ
.
ψαλίδα (η): διχαλωτή τρίχα μαλλιού
ψαλίθρα (το): είδος ζωύφιου
ψαχατεύου (ρ.): ψάχνω με την αφή
ψιέκας (ο): ψεύτης
ψίνα (η): φαγητό για γουρούνια
ψίτσα (& ψίχα): λίγο
ψόφους (ο): πολύ κρύο
ψυχός (ο): Ψυχοσάββατο, των ψυχών
.

.
ΚΥΡΙΑ ΟΝΟΜΑΤΑ
.
Αγησίλαος: Γκησιλούλτς, Γησιλάκους
Αθανάσιος: Θανάϊς, Θανασάκς, Νάτσιους, Σιάκας
Αθανασία: Θανάσου, Θανασούλα
Αθηνά: Ανθηνιά
Αικατερίνη: Κατίγκου, Κατίνα, Κατιρίν(η), Λίνα, Ρίνα
Αλέξιος: Αλέξ
Αναστασία: Τασιά, Τασίτσα, Τασιούλα, Τσιτσιά
Αναστάσιος: Ναστάις, Τασιούλτς, Τάσιους
Αντώνιος: Αντώντς, Ντώνας
Απόστολος: Πουστόλτς
Αριστείδης: Αρίστους, Τίκας, Τούλης
Αστέριος: Στέργιους, Τσέλιους
Αφροδίτη: Φουρδίτου
Αχιλλέας: Χιλλέας, Αχιλλάκος
.
Βασίλειος: Βασίλτς, Βασιλάκς, Λάκης, Μπίλης, Τσίλας, Τσίλτς
Βασιλική: Βασιλκή, Βασιλκιά, Κουκούλου
Βάια: Βαΐτσα, Βαϊούλα
.
Γεώργιος: Γάκης, Γιουργάκς, Γιουργούλτς, Γούλας, Γώγους, Γιώρς, Γκόγκους, Ζιώγας, Λιόλιους
Γεωργία: Γιουργίτσα, Γίτσα
Γλυκερία: Γλύκου
Γρηγόριος: Γληγόρς
.
Δημήτριος: Δημητράκς, Δημητρούλτς, Μήκας, Μήτρους, Μήτσιους, Μπίτους, Τάκς
Δέσποινα: Δέσπου, Πούλα, Τζέπου
.
Ελένη: Λιένη, Λιένου, Λινάκι, Λινιώ
Ελισάβετ: Λισάφου
Ελευθέριος: Λιφτέρς
Ελευθερία: Λιφτηρία
Ευάγγελος: Βαγγιλάκς, Βάγγους, Βαγγέλτς, Βαντσιόβας, Γκέλας, Γκιόλτς
Ευαγγελία: Βαγγελίτσα, Βαγγιλιώ, Βάγγιου, Βαγγιλούδα, Λίτσα
Ευανθία: Βανθία
Ευλαμπία: Βλαμπία, Βλάμπου
Ευδοξία: Βδουξία
Ευθύμιος: Θύμνιους, Τζημάκς, Τζημάντς, Τζημούλας, Τζήμους
Ευστάθιος: Σταθτς, Τιάκας
Ευφημία: Θυμία
.
Ηλίας: Λίας
.
Θεόδωρος: Θόδουρος, Θουδουράκς, Ντιόντιους
Θεοδώρα: Θουδώρα
Θωμάς: Μάκης, Θουμάς, Τσιώμους
.
Ιωάννης: Γιαννούλας, Γιαννούλτς, Γιάνντς, Νούλτς
Ιωάννα: Γιάννου, Γιαννούλου
.
Καλλιόπη: Καλλέπου, Κάλλιου
Κυριακή: Κυρατσού
Κωνσταντίνος: Γκουντάρας, Γκουντής Κουσταντής, Κουτσιαρής,
Κουτσιούλας, Κώστας (πληθ: Κουστάδις), Κώτιας, Κώτσιους(πληθ: Κώτσδις)
Κωνσταντινιά: Κουσταντούλου
.
Μαγδαληνή: Μαγδάλου
Μαρία: Μαριγούλα, Μαρίτσα, Μαριώ, Μπία
Ματίνα: Ματιώ
.
Νικόλαος: Κουκόλτς, Κουλιός, Νίκους, Νικόλας
.
Όλγα: Όλουγα
.
Παναγιώτης: Παναέτς, Παναϊώτς, Πανίκας, Πάνους, Τζιώτας
Παναγιώτα: Πανάιου
Παρασκευή: Τσιβούλα
.
Σουλτάνα:  Τανούλα
Σταυρούλα: Βούλα, Μπούλα, Μπούλου, Σταυρούδου, Σταυρούλου
Στυλιανός: Στυλιανές, Τσέλιους
Στυλιανή, Στεργιανή: Στιργιάνου
Σωκράτης: Σουκράκς
.
Φίλιππος: Φίλππας
.
Φρειδερίκη: Φειρδιρίκη
Φωτεινή: Φώτου
Φώτιος: Φώτς
.
Χαράλαμπος: Μπάμπης, Χαράλαμπους, Χαρίις, Χαριλάκς
Χαρίκλεια: Χαρίκλου
Χρήστος: Κίτσιους, Λίτσιους, Χρήσους, Χρηστάκς, Χρηστακούλας.
.

.
ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ
.Διφτέρα, Τρίτη, Τιτράδι, Πέφτη, Παρασκιουβή, Σαββάτου, Κυριακή
..


ΜΗΝΕΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Γινάρς, Φλιβάρς, Μαρτς, Απρίλτς, Μάης, Θιρστής, Αλουνάρς, Αύγουστους, Σταυρός, Αι Δημήτρης, Παχνιστής, Αντριάς
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Αναγνώστες