Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

χόλι μάουντεν και καλό κατευόδιο

χόλι μάουντεν και καλό κατευόδιο


"πάμε στο σπίτι μας και μετά να τους πάρουμε όλους τηλέφωνο"

Το "Χόλι Μάουντεν" είναι μια παραληρηματική νουβέλα. Είναι ένας μονόλογος που ισορροπεί ανάμεσα στην γκρίνια, τη στοργή και την τρυφερότητα. Είναι  η -άλλοτε τραγική και άλλοτε κωμική- εξομολόγηση ενός ετοιμοθάνατου στην αγαπημένη του. Της λέει, της αποκαλύπτει, της θυμίζει ψέματα κι αλήθειες της κοινής τους ζωής. Είναι και ένα πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο ενός πολύ νέου συγγραφέα. Είναι και το κοκτέιλ με το οποίο ο αφηγητής θα ήθελε να τον αποχαιρετήσουν -μια κι έξω- γνωστοί και φίλοι όταν έρθει η ώρα του θανάτου του. Ύστερα, ούτε μνημόσυνα ούτε τίποτα. Να τον θυμούνται αυθόρμητα, όταν πίνουνε σε αγαπημένα τους στέκια. Είναι και ένα αφιέρωμα, ή ένα αντίο, ένας φόρος τιμής, σε έναν ανιδιοτελή συνάδελφο και φίλο, τον Πάνο Οικονόμου.

Ο Γαβρίλης πεθαίνει και, καθώς πεθαίνει, αφηγείται γλυκόπικρα ευτράπελα της ζωής. Τις σάλτσες και τα ψεματάκια που έλεγε στους συμμαθητές του για να το παίξει θύμα και να προκύψει ήρωας: ο παππούς του που τον σκότωσαν οι Γερμανοί αλλά πέθανε από καρκίνο του προστάτη, ο πατέρας του που είναι άρρωστος και τον έσωσε προτού σωριαστεί, η μικρή αδελφή της Βάνας Μπάρμπα που τον φίλησε στο στόμα. Μικρά ψέματα, που ΄χουν κι αυτά την αλήθεια τους. Λες κι η αλήθεια δεν μπορεί να είναι ψεύτικη. 

αλλά ποτέ μόνο ψέματα και ποτέ μαζεμένα, πάντα σαν σάλτσα, να τα φχαριστιέμαι, να προλαβαίνω να απολαύσω κάθε ψέμα χωριστά, να παίρνω πίσω τα οφέλη του, το μειδίαμα ενός κοριτσιού, τα γέλια της παρέας, το θαυμασμό ενός φίλου, και μη μου πεις ότι όλα αυτά δεν αξίζουν αν έχουν προκληθεί από ψέματα και μόνο η αλήθεια έχει νόημα και τα σχετικά γιατί θα με αναγκάσεις να σου θυμίσω τις φορές που σου 'πα αλήθεια και συ μου 'πες ύστερα ότι δε μου τη ζήτησες

Ο Γαβρίλης εύχεται να μπορούσε να ζήσει δυο ζωές και στη δεύτερη να έχει την ανάμνηση της πρώτης. Κι ύστερα και μια τρίτη που να θυμάται τις δύο προηγούμενες και πάει λέγοντας. Ένας άνθρωπος με δυο και τρία παρελθόντα. Μισεί τον Κοέλιο κι αγαπάει τον Γκαλεάνο και την Ουρουγουάη -που ΄χει σημαία που μοιάζει με τη δική μας, αλλά αντί για σταυρό έχει τον ήλιο, έναν ήλιο που χαμογελάει, γιατί είναι ακομπλεξάριστοι οι Ουρουγουανοί. Αλλά κι αυτή η εξυπνάδα του κλεμμένη είναι.

σου ΄χω νέα, μαλάκα κοέλιο, το σύμπαν έχει σοβαρότερες δουλειές να κάνει, γι' αυτό σου λέω γκαλεάνο και πάλι γκαλεάνο 

Τον Γαβρίλη τον πιάνει ο πολιτικός του οίστρος και μονολογεί για την αριστερά, και την πολιτική και τα δημοψηφίσματα και τα ποτάμια και το κορίτσι του χαμογελάει όταν βαριέται και τι πιο όμορφο να ζητήσει κανείς απ' τη ζωή από ένα κορίτσι που χαμογελάει από βαρεμάρα; Μιλάει για τον Ταμπούκι,  για τον Τσβάιχ, για τον Μπουλγκάκοφ, για τον Ελεφάντη, για τον Ηλιού, πολλούς και διάφορους αναφέρει, γιατί όταν ο χρόνος τελειώνει, ε, οι αναφορές είναι μέσα στο παιχνίδι.

άλλωστε τι είμαστε; οι άνθρωποι που αγαπήσαμε, τα βιβλία που διαβάσαμε, οι τόποι που επισκεφτήκαμε, οι μουσικές που ακούσαμε

Ο Γαβρίλης κοιτάει πίσω και βλέπει αυτό το όμορφο κομμάτι της ζωής που τόσο το αδικούμε ονομάζοντάς το "συνήθεια": βλέπει τις βραδιές που τον νικούσε το κορίτσι του στο σκραμπλ, βλέπει τις ταινίες που δεν βλέπανε γιατί τους έπαιρνε ο ύπνος, βλέπει και τους χαμένους ανθρώπους που γνώρισε, τους κερδισμένους χαμένους του.

αυτοί οι άνθρωποι αξίζουν πραγματικά, αυτοί οι περίεργοι τύποι με τους περίεργους τρόπους και τις περίεργες συνήθειες αυτοί μόνο μπορούν να βάλουν το χέρι τους στη φωτιά ξέροντας ότι θα καούν, οι υπόλοιποι ή φεύγουν διακριτικά ή βάζουν το χέρι τους στη φωτιά και δεν καίγονται
Του Γαβρίλη του αρέσει να κοιτάει πίσω και του τη σπάνε όλοι αυτοί που κοιτάνε μόνο μπροστά. Τι πειράζει δηλαδή να κοιτάμε πίσω; Κι ας είναι να δούμε ένα καλοκαιρινό απόγευμα που ξεχάσαμε να ξεβγάλουμε τ' αλάτια και είδαμε αλατισμένοι τον ήλιο να κρύβεται. 

Όταν ο Γαβρίλης πεθάνει, η βιβλιοθήκη του θα γίνει δανειστική και θα μπορούμε να δανειστούμε όποιο βιβλίο θέλουμε για τρεις βδομάδες, δε θα 'ρθει κανένας παπάς να τον διαβάσει, θα τον κάψουμε, το κορίτσι του θα μας κεράσει ένα χόλι μάουντεν στο μπαράκι του Σωτήρη, θα του πούμε μια και καλή ένα αντίο κι ύστερα θα τον θυμόμαστε γελώντας και πίνοντας, εμείς, οι καμένοι του φίλοι. 

και είναι ωραίο πράμα να καίγεσαι για τη φιλία, για τις ιδέες, για τον έρωτα, δεν είναι παράσημο, είναι ομορφιά
***
[1] Νίκος Βεργέτης, χόλι μάουντεν, κέλευθος, Αθήνα 2017.
[2] Στις φωτογραφίες αγαπημένες γωνιές της Αθήνας: το Au Revoir στην Πατησίων, ο Ένοικος στην Καλλιδρομίου, η Καλλιδρομίου χωρίς τον Ένοικο,  το σινεμά Αλφαβίλ στη Μαυρομιχάλη.https://odaimontislogotexnias.blogspot.gr/2018/01/blog-post_7.html?spref=fb

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Αναγνώστες