Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

Ο Δεσκατιώτης ποιητής Χρήστος Μπράβος και οι δεσμοί χώματος και αίματος

Ο Δεσκατιώτης ποιητής Χρήστος Μπράβος και οι δεσμοί χώματος και αίματος


Η Δεσκάτη, πατρίδα του ποιητή Χρήστου Μπράβου και ιδεολογική τοπογραφία στην ποίησή του.
Ήταν μια συγκινητική, αποκαλυπτική και μυσταγωγική βραδιά η παρουσίαση  της συγκεντρωτικής έκδοσης του έργου τού πρόωρα χαμένου ποιητή  Χρήστου Μπράβου ‘’Βραχνός προφήτης, Ποιήματα και Κριτικά κείμενα 1981-1987’’ στο Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο την Παρασκευή (15.2.19). Μίλησαν φιλόλογοι  μελετητές του έργου του (Χρήστος Δανιήλ, Άννα Μπίσμπα), φίλοι και συνοδοιπόροι (Πάρις Παρασχόπουλος, Βασίλης Νιτσιάκος) και νέοι ποιητές (Χρήστος Κολτσίδας, Κυριάκος Συφιλτζόγλου) και  ακούστηκαν τραγούδια των Χρήστου Διαμαντή, Θανάση Παπακωνσταντίνου και Πάρη Παρασχόπουλου σε ποίηση του τιμώμενου. Για μένα, η νέα και καλαίσθητη συνοπτική έκδοση από το  ‘’Μελάνι’’,  με κριτική αποτίμηση και εργογραφία του ποιητή από τον  φιλόλογο Χρήστο Δανιήλ, ήταν  αφορμή για αναζωπύρωση μνημών και συναισθηματικών  δεσμών με το έργο του ποιητή  και τον κοινό ιδεολογικό, κοινωνικό και τοπογραφικό περίγυρο, που αποτελούν τον άξονα και τα βιωματικά  βάθρα της ποίησης του.
ο ποιητής Χρήστος Μπράβος (1948-1987). Πέθανε σε ηλικία 39 χρόνων.
‘Οταν το 1983 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του Χρήστου Μπράβου ‘’Ορεινό καταφύγιο΄΄ με ξάφνιασε η ιδιαίτερη ποιητική γραφή του. Μιλούσε για τα μέρη μου, την περιοχή των Χασίων όπου ανήκει και το χωριό μου, με τη σκληρότητα της γης, τις ανοιχτές πληγές από το Εμφύλιο και τα κοινά  σχεδόν βιώματα από τους μύθους της περιοχής, το δημοτικό τραγούδι και τις αφηγήσεις των πατεράδων και  των γιαγιάδων μας. Το συναισθηματικό και βιωματικό πλαίσιο,  αλλά και το ψυχικό πορτρέτο του ποιητή, συμπληρώθηκε με τη δεύτερη και αρτιότερη συλλογή  του ‘’Με των αλόγων τα φαντάσματα ‘’ δυο χρόνια αργότερα, το 1985. Ρουφούσα τα ποιήματά του, πρόβαλλε  ένας από τους καλύτερους ποιητές  της  γενιάς του ’70, που δεν κλαψούριζε το σύνδρομο του ‘’ηττημένου’’ με τα στερεότυπα των αριστερών ποιητών, αλλά  επιχειρούσε να προσεγγίσει την εμφυλιοπολεμική γάγγραινα μέσα από την αναπόληση της  καθολικής τραυματικής μνήμης.  ΄Ηταν ο   συντοπίτης ποιητής μου, ο ‘’ποιητής της μητριάς πατρίδας’’ και ‘’της ηπειρωτικής ενδοχώρας’’ όπου τον ενέταξαν οι κριτικοί,  με συναγωνιστή και  άγγελο φύλακα της μνήμης του τον Ηπειρώτη ποιητή Μιχάλη Γκανά.
Η Δεσκάτη Γρεβενών, γενέθλιος τόπος του ποιητή  και η Κρανιά Ελασσόνας, η γενέτειρά μου, ανήκουν  στην ίδια γεωφυσική και κοινωνιολογική  ενότητα, τα Χάσια, στο ορεινό ‘’τριεθνές’’  της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Η πείρου. Τα δυο κεφαλοχώρια, που ανήκουν σε διαφορετικές διοικητικές περιφέρειες,  αλλά στην ίδια εκκλησιαστική διοίκηση,  απέχουν μεταξύ τους δεκαοχτώ χιλιόμετρα και  οι κάτοικοί τους έχουν διαχρονικές σχέσεις και  επαφές.  Και γω από μια τυχαία σύμπτωση πήγα στο γυμνάσιο  Ελασσόνας αντί για το ημιγυμνάσιο Δεσκάτης που με προόριζε ο πατέρας μου. Τα βιώματα και οι μνήμες, εξάλλου,  είναι της ίδιας γενιάς, σοδειά του Εμφυλίου και οι δυο, το 1948 ο ποιητής, το 1945 η αφεντιά μου.  Η Δεσκάτη δεν αναφέρεται στα ποιήματα αλλά ο περίγυρός της είναι παρών και  ταυτοποιημενος. Μνήμη και οσμή του θανάτου παντού:
=ΓΕΝΕΘΛΙΟΣ ΤΟΠΟΣ, Πατρίδα των απόντων./ Οι φράχτες και οι φωλιές των βράχων/ κρατούν ακόμη βογκητά./ Ο χρόνος μετριέται/ με τα Ψυχοσάββατα.   
=ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ, Μην περπατήσεις/ τούτα τα βουνά/ η μάνα λέει/ δεν κάνει  να πατάμε/ πεθαμένους.
=Όμως το πιο γλυκό βιολί/ το παίζει ο θάνατος.
=Με κόσκινο εμάζεψαν το αίμα. Άλλοι είπαν τον είδαν νεκρό στο Βίτσι/ άλλοι ζωντανό στην Τασκένδη./Ο πατέρας. Ενθύμιον λύπης…’’  

‘’Ενθύμιον λύπης’’, στίχος του Μπράβου, είναι ο υπότιτλος του αφηγήματός μου ‘’Το ξενάχωμα’’ στην πρώτη έκδοση του 1996. Γράφτηκε με τη συναισθηματική συντροφιά και την ιδεολογική και ποιητική αύρα του ποιητή, καθώς καταγράφονται πεζολογικά  παρόμοια βιώματα και μνήμες με τον  Χασιώτη ποιητή. Ένα  απόσπασμά του αναφέρεται στον περίγυρο, στα βουνά,  τα περάσματα και τα φαντάσματα που έβλεπε ποιητικά ο Μπράβος.
‘’Μασουλώντας με αργές κινήσεις τα κόλλυβα, βαριόθυμοι θωρούσαν τον τόπο ενάγυρο, το πετρόχτιστο χωριό που χάλασε από τις κακουχίες και την εγκατάλειψη, πέρα μακριά  τον συννεφιασμένο Όλυμπο και τον χλομό  Αμάρμπεη. Όσο απομακρύνονταν τα μέρη, τόσο γίνονταν πιο όμορφα και νοσταλγικά, όπως οι άνθρωποι που φεύγουν και δεν βλέπονται, δεν έχουνε την αγριάδα και το ψυχοβγάλσιμο  των κοντινών τόπων. Γύρω τα βουνά των Χασίων μαυρίζουν το μάτι, παντού κριάκουρα, βράχια  και γκρεμοί, σάρες και πέτρινες πλαγιές γεμάτες αγριόπετρες και λιανολίθι, βαθιές νεροσυρμές  και ορμητικοί χείμαρροι που παρασέρνουν μάρμαρα και ασβεστόλιθους, ξεθάβουν ζωγραφιστά θραύσματα αρχαίων κεραμικών , ασπρισμένα κόκαλα και κρανία ανώνυμων αγωνιστών.  Όπου να κοιτάξεις βουβαίνεσαι, σαν να βγαίνουν από το χώμα φαντάσματα και σου κόβουν τη μιλιά….
Καθισμένοι μετά το ξενάχωμα στα σκαλοπάτια του ξωκλησιού και τους  γρανίτες της νεκροπλαγιάς, αναπολώντας με σφιχτά χείλια χαρές και λύπες, γλέντια και γάμους, κηδείες και μοιρολόγια, καημούς ζώντων και τεθνεώτων , ερασιτέχνης  φωτογράφος της οικογένειας τράβηξε τρεις φωτογραφίες με την αυτόματη  μηχανή του ως ενθύμιον λύπης…
Το βιβλίο μου, που ήταν αφιερωμένο ‘’στη μνήμη των αφανών της αδερφοσφαγής’’,  είχε επισέλιδο μότο  ένα απόσπασμα από  τη συλλογή του Μπράβου ‘’Με των αλόγων τα φαντάσματα’’ που είχε να κάνει με τη ζοφερή μνήμη, κοινό κλίμα  της ποίησης του Μπράβου και του ‘’Ξεναχώματος’’:
Όταν χτυπά η βροχή  στους τσίγκους/ και σε τραβούν του ύπνου τα τελώνια/ έρχονται πίσω των σπιτιών οι πεθαμένοι/σε γνώριμους βυθούς να ξεχειμάσουν. 
Εντύπωση μού είχε κάνει ένα ποίημά του  με μακρόσυρτο τίτλο, το μόνο ίσως επώνυμο του Μπράβου – ανάμεσα στους  ανώνυμους ‘’λυπημένους’’ ,  ‘’παράνομους’’ και  ‘’χαροκαμένους’’ – για τον διαβόητο λήσταρχο της περιοχής μας Θωμά Γκαντάρα (είχα ομώνυμο συμμαθητή της οικογένειας) και τον περίφημο φωτογράφο των Τρικάλων Α. Μάνθο, που μελοποιήθηκε από τον μουσικό Θανάση Παπακωνσταντίνου:
Τίτλος: Όπου, στα 1923 ο επικηρυγμένος Θωμάς Γκαντάρας,
ο ληστής, αποφασίζει να φωτογραφηθεί

Ο φωτογράφος των Τρικάλων Α. Μάνθος/ έπαιρνε νύχτα τα στενά για το Βαρούσι./ Τους γάμους θα σκεφτόταν ως το σπίτι του/  και τους θανάτους, που εκράτησε για πάντα./ Μα πιο πολύ στο βράδυ εγυρνούσε του Αυγούστου/ που πόρτες έκλεισε βαριά, έλυσε τα σκυλιά/ κλέφτης μην έρθει κι έπεσε/  για τον δίκαιο τον ύπνο.
Δεν άκουσε σκυλί, πόρτα να τρίξει/ κι απ’ τον φεγγίτη της σκεπής/  τον είδε που γλιστρούσε -/ άγγελος,  με τα δόντια στο μαχαίρι.
Η ποίηση του Μπράβου έγινε γνωστή στο πλατύτερο κοινό με τη μελοποίηση ποιημάτων του με τίτλο ‘’Βραχνός προφήτης’’ (φράση του ποιητή) από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου το 2000, από τη ‘’Λύρα’’. Δεν είναι τυχαίο, γιατί ο συνθέτης έχει βιωματική συγγένεια με τον ποιητή και την περιοχή του, καθώς έχει καταγωγή από την Κρανιά και το γειτονικό χωριό Λουτρό.
Δεν έτυχε να συναντηθούμε από κοντά με τον ποιητή, δεν ταίριαξε, παρόλο που τον αναζήτησα αρκετές φορές. Ήταν όμως ωσεί παρών, με τα βιβλία του μόνιμα στο κομοδίνο μου. ‘’Ξανασυναντήθηκα’’ με τον ‘’Βραχνό προφήτη’’, ύστερα από χρόνια,  τον Φλεβάρη του Δεκαεννιά, συγκινημένος κι ανταριασμένος στην  θερμή παρουσίαση του συγκεντρωμένου έργου του από τις εκδόσεις  ‘’Μελάνι’’ στη Θεσσαλονίκη. Πέρα από τις παλιές συλλογές και τα νέα ποιήματα που περιλαμβάνει η συγκεντρωτική έκδοση, είδα με χαρά και τη βαθιά φιλολογική γνώση και αίσθηση  στις δημοσιευμένες κριτικές του για την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη και του Γιάννη Δάλλα, μεγάλων ποιητών  που είχε ως δασκάλους και πρότυπα στην αρτίωση της ποίησής του.

Όσο για τα βιογραφικά του, παραθέτω ένα δικό του ιδιότυπο αυτοβιογραφικό:        Γεννήθηκα στη Δεσκάτη το 1948. Τις νύχτες του χειμώνα η γιαγιά   μου μού ’λεγε δημοτικά τραγούδια –  ακούω ακόμα τον «Πραματευτή». Ο Πατέρας μού διηγιόταν ιστορίες από το αντάρτικο. Θυμάμαι εξόριστους να γυρίζουν  – με τον X. Ν. λύνουμε σταυρόλεξα τα καλοκαίρια. Ο καλύτερος, ίσως, φίλος μου δεν γνώρισε πατέρα –  σκοτώθηκε στο Βίτσι το ’49. Τα καλοκαιριάτικα βράδια λέγαμε ιστορίες για φαντάσματα – μερικοί τολμηροί κατηφόριζαν ως το νεκροταφείο και γύριζαν με κρανία ή κόκαλα. Από το 1976 ζω στην Αθήνα. Χρήστος Μπράβος, 31 Μαρτίου 1982»
Συμπληρωματικά: Σπούδασε μαθηματικά στην Πάτρα και εργαζόταν στο υπουργείο Οικονομικών. Πέθανε το 1987  σε ηλικία μόλις 39 χρόνων, από ύπουλη και καλπάζουσα ασθένεια, χωρίς να προλάβει να απλώσει το ταλέντο του. Άφησε δυο παιδιά και τη γυναίκα του Ερμιόνη, που κρατάει έμπρακτα τη μνήμη του και παραβρέθηκε συγκινημένη στην εκδήλωση της Θεσσαλονίκης.
Χ.ΖΑΦ.
-Ακούστε τον Χρήστο Μπράβο να απαγγέλλει ποιήματά του.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Αναγνώστες