2. Εθνική ταυτότητα: ο κρετίνος του διπλανού θρανίου
Θα επικαλεστώ μια ανάμνηση από τα μαθητικά μας χρόνια. Την ανάμνηση εκείνου του ενοχλητικού συμμαθητή που διέκοπτε μονίμως όλους τους υπόλοιπους για να πει την άποψή του, που δεν ησύχαζε αν η άποψή του δεν γινόταν πλήρως αποδεκτή (ακόμα και με τη βία), δεν άκουγε τους άλλους (απλώς τους υπέμενε), ήξερε τα πάντα καλύτερα από τους πάντες, ισχυριζόταν οτι ήταν ο καλύτερος μαθητής χωρίς ποτέ να διαβάζει αλλά οι καθηγητές συνωμοτούσαν εναντίον του προκειμένου να τον μειώσουν. Εκείνου του συμμαθητή μας που έκανε ενοχλητικές πλάκες σε βάρος των υπολοίπων απαιτώντας να απολαμβάνει την συντροφική ασυλία ενώ, όταν ο ίδιος γινόταν αντικείμενο πλάκας, έτρεχε να το καταγγείλει στον διευθυντή του σχολείου. Ποιος δεν θυμάται τον συγκεκριμένο συμμαθητή του;
Αυτός ο συμμαθητής δεν ήταν απλώς ένα περαστικό φαινόμενο, άρρηκτα συνδεδεμένο με το στρεβλό εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας –αυτός ο συμμαθητής ήταν (και παραμένει) ο εκπρόσωπος της κυρίαρχης κοινωνικής αντίληψης όσον αφορά τη σύγχρονη Ελλάδα.
Αν θελήσουμε να εξετάσουμε τη δόμηση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας θα χρειαστεί να ρίξουμε μια ματιά στα υλικά από τα οποία αυτή συστάθηκε –πιστεύω πως η κυρίαρχη εθνική αντίληψη είναι ένα από αυτά. Γι΄αυτό θα επιχειρήσω μια ανάγνωση του παράγοντα ο οποίος ονομάζεται εθνική ταυτότητα.
Είναι ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη οτι η εθνική ταυτότητα προϋπήρχε της ίδρυσης του ελληνικού κράτους (πρωτόκολλο του Λονδίνου –ή αλλιώς της Ανεξαρτησίας –το 1830). Υποστηρίζεται οτι η εθνική ταυτότητα διατηρήθηκε αναλλοίωτη (αναφορικά με τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της) από την εποχή των Περσικών πολέμων (κάποιοι τερατολόγοι εντοπίζουν την πρώτη εμφάνιση τής εθνικής ταυτότητας στα Ομηρικά έπη) μέχρι τις ημέρες μας. Αυτό, εάν ίσχυε, θα σήμαινε τα παρακάτω:
-Για μια και μοναδική φορά στην παγκόσμια ιστορία, διαφορετικές εθνότητες (Αχαιοί, Δωριείς, Μακεδόνες κλπ) απέκτησαν κοινή ταυτότητα όντας αυστηρά φυλετικά περιχαρακωμένοι. Αυτή δε η κοινή εθνική ταυτότητα θα πρέπει να αποκτήθηκε δι΄ επιφοιτήσεως και όχι μέσα από την κοινωνική συμβίωση.
-Η εθνική ταυτότητα του θεωρούμενου ως ελλαδικού χώρου παρέμεινε μεν αναλλοίωτη αλλά τροποποιήθηκε τόσες φορές, περιλαμβάνοντας τόσες αλληλοσυγκρουόμενες πτυχές, ώστε είναι αδύνατο να την ορίσουμε. Πράγματι, η εθνική ταυτότητα περιελάμβανε τόσο την αθηναϊκή δημοκρατία όσο και την σπαρτιατική τυραννία αλλά ταυτόχρονα και την μακεδονική μοναρχία. Η εθνική ταυτότητα περιελάμβανε τόσο τον μικρασιατικό στωικισμό, όσο και τον αθηναϊκό «ηθικό λόγο» αλλά και τον μετέπειτα αριστοτελικό σχολαστικισμό. Αυτή η εθνική ταυτότητα λοιπόν, διαμορφώθηκε τους προ Χριστού αιώνες περιλαμβάνοντας σχεδόν τα πάντα και ταυτόχρονα αποκλείοντάς τα.
-Η εθνική ταυτότητα (αν παρ΄όλα αυτά δεχτούμε την ύπαρξή της) παρέμεινε αναλλοίωτη (ας πούμε καλύτερα αναγνωρίσιμη) κατά τη μακεδονική κατοχή όπως και κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κατοχής του θεωρούμενου ως ελλαδικού χώρου. Αυτό ήταν συνέπεια της διοικητικής πρακτικής των Μακεδόνων και των Ρωμαίων. Όταν όμως η Βυζαντινή αυτοκρατορία διαδέχτηκε την Ρωμαϊκή, τα πράγματα άλλαξαν ριζικά. Η (ας την δεχτούμε ως) ενιαία εθνική ταυτότητα βρέθηκε στο στόχαστρο του βίαιου εκχριστιανισμού που αποτέλεσε το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του Μεσαίωνα. Το κυνήγι των «εθνικών» υπήρχε λυσσαλέο με αποτέλεσμα να καταστραφεί η πλειονότητα των γραπτών πηγών, να γκρεμιστούν ναοί, με μια κουβέντα να «ισοπεδωθεί ο παλιός κόσμος». Ακόμα κι αν δεχτούμε λοιπόν οτι αυτή η εξ αποκαλύψεως οντότητα η οποία ονομάζεται «εθνική ταυτότητα» επιβίωσε δια μέσου των αιώνων «εκπολιτίζοντας» τους βαρβάρους (Μακεδόνες, Ρωμαίους) δεν μπορούμε να παραβλέψουμε οτι δέχτηκε μοιραίο πλήγμα στα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
-Η Ευρωπαϊκή Αναγέννηση συνέπεσε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον ελλαδικό χώρο. Η, ήδη αποκτηθείσα βυζαντινή (μεσαιωνική) ταυτότητα μεταβλήθηκε για μια ακόμα φορά υπό την επιρροή των Οθωμανών αλλά και με βάση την «παλινόρθωση» των αρχαίων ελληνικών συγγραμμάτων όπως αυτή έγινε μέσω, κυρίως, καθολικών μοναχών.
Συμπερασματικά δικαιούμαστε να υποστηρίξουμε οτι: το συνονθύλευμα διαφορετικών και αντιτιθέμενων αντιλήψεων σε κοινωνικό και θρησκευτικό επίπεδο που ξεκίνησε από τα αρχαϊκά χρόνια για να καταργηθεί κατά τον Βυζαντινό Μεσαίωνα και να επανέλθει, στην κυριολεξία αγνώριστο, μέσω των δραστικών παρεμβάσεων των μοναχών της Αναγέννησης, σαφώς επηρεασμένο από την Βυζαντινή και την Οθωμανική κοσμοθεωρία, διαμόρφωσε την κυρίαρχη εθνική ταυτότητα της Ελλάδας.
Αν έτσι διαμορφώθηκε η εθνική ταυτότητα του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους, η ιστορική του πορεία προς την «εδαφική ολοκλήρωση» ήταν ακόμα πιο συγκεχυμένη. Το ελληνικό κράτος οριοθετήθηκε μέσα από αλλεπάλληλες πολεμικές ήττες (παραθέτω ενδεικτικά):
-Την ήττα του επαναστατικού κινήματος του 1821 η οποία κατέληξε σε επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων και, τελικά, ίδρυση του ελληνικού κράτους.
-Την ήττα στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897.
-Την συμμετοχή με τις νικήτριες δυνάμεις στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η οποία κατέληξε στην Μικρασιατική Καταστροφή.
-Την συμμετοχή με τις νικήτριες δυνάμεις στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η οποία οδήγησε, μέσα από την ήττα και τη γερμανική κατοχή, στον Εμφύλιο πόλεμο.
Η εθνική ταυτότητα (αλλιώς και εθνική συνείδηση) χρησιμοποίησε όλες αυτές τις «πρώτες ύλες» για να παγιωθεί, ιδιαίτερα τις τελευταίες, μεταπολεμικές, δεκαετίες. Συγκεκριμένα:
-Στη δεκαετία του ’50 το κλίμα κρατικής τρομοκρατίας διαμόρφωσε ένα ελληνοχριστιανικό ιδεώδες στα ίχνη των σκοτεινότερων χρόνων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το «αντίπαλο δέος», ο κομουνιστικός παράγοντας, προσπαθούσε να εκπληρώσει τον ακροβατικό του ρόλο (να μην αυξήσει δηλαδή την επιρροή του σε επίπεδα πέραν του διεθνώς επιτρεπτού, αλλά και να παραμείνει εν δυνάμει απειλή) μετά από μια κεφαλαιώδη ήττα και εν μέσω ανηλεών διώξεων.
-Στη δεκαετία του ’60 έγινε μια πρώτη προσπάθεια «εξευρωπαϊσμού» της εθνικής ταυτότητας –η κρατική διαχείριση έκανε απόπειρες εκδημοκρατισμού (μέσα και από την άνοδο των ανεκτικότερων «κεντρώων» στην εξουσία). Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να παρεισφρήσουν ιδέες από το παγκόσμιο αντιπολεμικό καθώς και το φεμινιστικό κίνημα στη διαμόρφωση των νεανικών διεκδικήσεων –για πρώτη φορά διακρίνεται λοιπόν η ύπαρξη αιτημάτων με ισχύ η οποία υπερβαίνει τα στενά όρια της χώρας (και δεν αφορά αλυτρωτικές τάσεις). Συνέπεια αυτού είναι η δημιουργία εναλλακτικών αριστερών κινημάτων και η απώλεια της πρωτοκαθεδρίας του ΚΚΕ στους κοινωνικούς αγώνες. Το κατεστημένο επεμβαίνει, βέβαια, σ΄αυτή την προοπτική δημιουργίας αστάθμητων κοινωνικών παραγόντων με την εγκαθίδρυση της χούντας.
-Στη δεκαετία του ’70 έχουμε για μια ακόμα φορά τη βίαια επιβολή του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους από την χούντα η οποία μεταλλάσσεται μέσα από τη φυγόκεντρο κυριαρχία μιας αριστερίζουσας (αλλά σπανίως αριστερής) ιδεολογικής κατεύθυνσης μετά την κατάρρευση της χούντας. Πρόκειται για τη δεκαετία όπου οι ιδεολογικές τοποθετήσεις χαρακτηρίζονται από την ακραία όξυνση και την (συνεπώς επακόλουθη) αλληλο-ακύρωσή τους.
-Στη δεκαετία του ’80 φαίνεται να κυριαρχεί ένα εξάμβλωμα πατριωτικής αριστερίστικης ιδεοληψίας διάτρητο από εφαρμοστικούς αστερίσκους. Για παράδειγμα, το ποδόσφαιρο παραμένει «το όπιο του λαού» (σε μια βολική παράφραση του σχετικού μαρξιστικού αποφθέγματος, κατάλοιπο της προηγούμενης δεκαετίας) αλλά «το μπάσκετ είναι διαφορετική υπόθεση, άλλωστε και λίγη μπαλίτσα δεν βλάπτει, αρκεί να μην την πάρεις στα σοβαρά». Οι Αμερικάνοι παραμένουν «φονιάδες των λαών», αλλά η εκδίωξή τους αναβάλλεται για «όταν θα σταθούμε στα πόδια μας». Η ΕΟΚ παραμένει «των μονοπωλίων» αλλά «αν δεν υποστηρίξουμε την ένταξή μας θα οδηγηθούμε σε διεθνή απομόνωση». Ο Καντάφι, ο Αραφάτ, ο Τσαουσέσκου μπορεί να είναι ηγέτες ολοκληρωτικού τύπου αλλά είναι «οι δικοί μας άνθρωποι που αγωνίζονται απέναντι στον κοινό εχθρό».
-Στη δεκαετία του ’90, με την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ συμπαρασύρεται το σύνολο σχεδόν της αριστερής θεώρησης του κοινωνικού γίγνεσθαι. Το, όποιο, αριστερό πρόθεμα αφαιρείται από την εθνική ταυτότητα και κυριαρχεί μια μεγαλοϊδεάτικη «επιστροφή στις ρίζες», μια πιο «ελαφριά» προσέγγιση του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους ενδυναμωμένη από ακατάσχετη παρελθοντολαγνεία.
-Στη δεκαετία του ’00 παρακολουθούμε την προσπάθεια εξάλειψης οποιουδήποτε ίχνους διεθνισμού ο οποίος πλέον αναγορεύεται σε εχθρική λαίλαπα και ονομάζεται «παγκοσμιοποίηση». Έτσι, το «πλανητικό χωριό» (ανέκαθεν επιδίωξη της ακηδεμόνευτης αριστεράς) δαιμονοποιείται στα πλαίσια της κυρίαρχης εθνικής ιδεολογίας και η χρησιμοποίησή του εκ μέρους αντιεξουσιαστικών ομάδων καταγγέλλεται σαν «εξυπηρέτηση σκοτεινών συμφερόντων». Το εθνικό ιδεολογικό πεδίο είναι πλέον πρόσφορο για την καλλιέργεια ελληνοχριστιανικών τάσεων επαυξημένης σκοταδιστικής δυναμικής, πράγμα που σημαίνει οτι ο «βυζαντινισμός» πέραν του καθορισμού της ιδεολογικής γραμμής επεκτείνεται και στο πεδίο της διαχείρισης των κοινών, το πεδίο της πολιτικής πρακτικής δηλαδή.
Δυο ακόμα μεταβλητές οι οποίες προσδιορίζουν την σύγχρονη εθνική ταυτότητα είναι:
1.Η οικονομική κρίση η οποία δημιουργεί συνθήκες πολέμου «όλων εναντίον όλων» κονιορτοποιώντας την οποιαδήποτε πρόθεση συλλογικών διεκδικήσεων.
2.Τα μεταναστευτικά ρεύματα που εισρέουν στη χώρα αφυπνίζοντας τον ανανεργό (αλλά πάντα υπάρχοντα) ρατσισμό των Ελλήνων. Εδώ αξίζει να γίνει μια επιγραμματική αναφορά στον ελληνικό ρατσισμό ο οποίος αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της εθνικής ταυτότητας: για λόγους που θα αναλυθούν στη συνέχεια, οι Έλληνες διέπονταν από ακραίες ρατσιστικές αντιλήψεις τουλάχιστον τα τελευταία 50 χρόνια –συγκεκριμένα η πάγια θεώρηση αντιμετώπιζε ως υπανθρώπους τους Τούρκους, βρώμικους τους μαύρους, απατεώνες τους Βαλκάνιους και διανοητικά υποδεέστερους τους Ευρωπαίους και τους Αμερικάνους.
Νομίζω οτι μπορούμε τώρα να προσεγγίσουμε τη σύγχρονη εθνική ταυτότητα αφού ορίσαμε τις ιστορικά διαμορφωμένες συντεταγμένες της. Ας καταγράψουμε τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα:
1.Παρελθοντολαγνεία. Οτιδήποτε προέρχεται από το παρελθόν είναι καθαγιασμένο. Οι προηγούμενες δεκαετίες ήταν «υπέροχες, συναρπαστικές, αληθινές» σε σχέση με τη σημερινή «ψεύτικη, μίζερη, καταθλιπτική» εποχή μας. Η μουσική χειροτερεύει με το πέρασμα των χρόνων. Οι κοινωνικοί αγώνες χάνουν το νόημά τους, επίσης.. Οι άνθρωποι απανθρωποποιούνται όσο περνάνε τα χρόνια. Μέσα από την παρελθοντολαγνεία επιτυγχάνεται η απάλειψη των ευθυνών του σύγχρονου ανθρώπου. Αφού όλα είναι χάλια δεν υπάρχει κανένας λόγος να προσπαθήσει κανείς να κάνει το οτιδήποτε.
2.Φυλετική ανωτερότητα. Η γεωδυναμική θέση της χώρας προσέδωσε στους κατοίκους μνημειώδη χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία καμιά άλλη χώρα δεν μπορεί να προσδώσει (εφόσον μόνο η Ελλάδα εδρεύει στον γεωδυναμικό χώρο της Ελλάδας!!!) Η φιλοσοφία γεννήθηκε σε αυτή τη χώρα (αναληθές βεβαίως –εφόσον τα σημαντικότερα φιλοσοφικά ρεύματα εισήχθησαν στον ελλαδικό χώρο από την Ανατολή), η φιλοξενία εφευρέθηκε εδώ (μόνο σαν αστείο μπορεί να εκληφθεί αυτό), η πολεμική ανδρεία είναι ίδιον των Ελλήνων (αν εξαιρέσουμε το γεγονός οτι ο ελλαδικός χώρος υπήρξε από τους περισσότερο κατακτημένους), οι Έλληνες υπήρξαν ανέκαθεν αδούλωτοι (αν ξεχάσουμε την αγαστή τους συνεργασία με Μακεδόνες, Ρωμαίους, Βυζαντινούς, Οθωμανούς και Γερμανούς κατακτητές), το «ελληνικό δαιμόνιο» μεγαλούργησε παγκοσμίως (σε εφοπλιστικές βυθίσεις πλοίων για την είσπραξη ασφαλειών, στο πεδίο της μαύρης αγοράς κλπ) και γενικότερα η ελληνική φυλή είναι μοναδική (απολύτως αναληθές εφόσον μοναδική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια αμιγής φυλή όπως των Μάο Μάο ή των Ιροκέζε για παράδειγμα). Η φυλετική ανωτερότητα χρησιμεύει στην παράβαση των κανόνων εκ μέρους μας ενόσω, ταυτοχρόνως, απαιτούμε τη συμμόρφωση όλων των άλλων στους κανόνες αυτούς.
3. Προδιάθεση υπακοής σε φωτισμένους ηγέτες. Στα πλαίσια μιας αξιακής ταξινόμησης η οποία προκύπτει «έξωθεν» της κοινωνίας η προσδοκία ύπαρξης «ανώτερων όντων» είναι φυσικό επακόλουθο. Αν το υποκείμενο τοποθετεί τον εαυτό του στο επίπεδο των «εκλεκτών», σίγουρα θα υπάρχει κι ο «εκλεκτός των εκλεκτών», ο «πρώτος μεταξύ ίσων», ο «φωτισμένος». Ο ηγέτης έτσι γεννιέται (δεν γίνεται) με το χάρισμα, προκύπτει σαν, πέραν των κοινωνικών κανόνων, «δώρο των θεών». Οι «εκλεκτοί» είναι λοιπόν ένας «στρατός σε αναμονή», έτοιμοι να μπουν κάτω από τη σημαία του ηγέτη και να αποδείξουν τη μοναδικότητά τους.
4. Άγνοια και επακόλουθη εχθρότητα προς κάθε είδους γνωστική εμπειρία. Όσο κι αν η άγνοια, η έλλειψη κοινωνικοποίησης και πνευματικής καλλιέργειας είναι αποτελέσματα συγκεκριμένων κοινωνικών δομών, η μη παραδοχή τους αποτελεί χαρακτηριστικό κόμπλεξ των πολιτών σε παθογενείς κοινωνίες. Η άγνοια στερεί το δικαίωμα στην παντογνωσία –δικαίωμα το οποίο κατέχεται λόγω φυλετικής ανωτερότητας. Η τυχόν απόδειξη της άγνοιας αυτομάτως δημιουργεί υποχρέωση προσπορισμού γνώσης η οποία όμως ενέχει την αυξημένη επικινδυνότητα να ανατραπεί το προσωπικό αξιακό σύμπαν του καθενός.
5. Κοινωνιοφοβία. Η κοινωνία είναι ένας εχθρικός χώρος, ένας στίβος μάχης ανάλογος της στρεβλής ιδέας η οποία έχει καλλιεργηθεί για την ζούγκλα. Σε αυτόν τον στίβο βγαίνουμε για να επικρατήσουμε συντρίβοντας όλους όσους δεν παραδέχονται την ανωτερότητά μας. Και η επικράτησή μας θα πρέπει να είναι πλήρης –από τη δουλειά όπου θα υπερκεράσουμε τους συναδέλφους μας προκειμένου να εξελιχθούμε, στο σπίτι όπου θα πρέπει να διαμορφώσουμε τα παιδιά μας σύμφωνα με τα σωστά πρότυπα (τα δικά μας πρότυπα δηλαδή), μέχρι την άσφαλτο η οποία ανήκει σε εμάς και το αυτοκίνητό μας, τις υπηρεσίες οι οποίες υπάρχουν για να εξυπηρετούν αποκλειστικά εμάς κλπ.
6. Ανάγκη παραποίησης της πραγματικότητας. Η επίπλαστη ανωτερότητά μας έχει την ανάγκη ενός παράλληλου σύμπαντος προκειμένου να υπάρξει. Τα γεγονότα έχουν πολύ μικρή αξία –ότι ταιριάζει με την ψευδαίσθησή μας είναι αποδεκτό, οτι προσπαθεί να την διαλύσει θα πρέπει να καταγγέλλεται. Η ανάγκη παραποίησης της πραγματικότητας ενδυναμώνεται ανάλογα με την ιδιότητα της πραγματικότητας να είναι αδιάψευστη. Ένας χαμένος ποδοσφαιρικός αγώνας είναι αποτέλεσμα «πουλημένης» διαιτησίας. Μια χαμένη προαγωγή είναι αποτέλεσμα συνωμοσίας. Μια απόρριψη στον ερωτικό τομέα είναι αποτέλεσμα του ανήθικου χαρακτήρα αυτού που μας απέρριψε. Τίποτα δεν είναι δικό μας λάθος.
7. Νόθος μεγαλοαστισμός. Η ανάγκη να αποδείξουμε οτι ανήκουμε στην παραπάνω τάξη σαν σύμπτωμα της αδυναμίας μας να ανέλθουμε κοινωνικά σε αυτή. Η ανάγκη επιδεικτικής κατανάλωσης και κατοχής αγαθών τα οποία δηλώνουν πλούτο.
8. Τάση για ετεροκαθορισμό. Δεν είμαστε αφ΄εαυτού μας –είμαστε δια μέσου των περιουσιακών μας στοιχείων και σε αντιπαράθεση με κάποιους «άλλους». Είμαστε το επάγγελμά μας, η μεζονέτα και το εξοχικό μας, το θηριώδες μας τζιπ, ο ακριβός μας ρουχισμός, οι φωτογραφίες και τα βίντεο από τα ανούσια ταξίδια «αναψυχής» μας, η αγορασμένη συντροφιά με την οποία ξεφαντώνουμε «πρώτο τραπέζι πίστα», τα χόμπι τα οποία πληρώνουμε ακριβά και δεν τα εξασκούμε σχεδόν ποτέ. Είμαστε επίσης «αυτοί που δεν είναι». «Αυτοί που δεν είναι γύφτοι, πακιστανοί, αραπάδες, Αλβανοί, βλάχοι, πούστηδες, άπλυτοι....»
Ας καταλήξουμε λοιπόν οτι η εθνική ταυτότητα της σύγχρονης Ελλάδας είναι αυτό το σύνδρομο ρατσισμού το οποίο αντλεί τις προσλαμβάνουσές του από την παρελθοντολαγνεία, ωθώντας στην προδιάθεση ποδηγέτισης, την αποθέωση της άγνοιας και τελικά την κοινωνιοφοβία ενδυναμωμένη από την έντονη τάση παραποίησης της πραγματικότητας προς όφελος του ατομικού ετεροκαθορισμού.
Ξαναβλέποντας τον ορισμό αναγνωρίζω με φρίκη, όχι μονάχα τον ενοχλητικό συμμαθητή από τα μαθητικά μου χρόνια αλλά και πολλούς ακόμα της αυτής κατηγορίας με τους οποίους δεν είχα την ατυχία να πηγαίνω στο ίδιο σχολείο. Η οικειότητα που νιώθω με τα παραπάνω αναφερθέντα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μού δημιουργεί την αίσθηση οτι δεν έπεσα εντελώς έξω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου