Χωριάτης
Όταν ο χωριάτης έρχεται πρώτη φορά στην πόλη, τα πάντα γράφουν "κλειστό" για αυτόν. Οι βαριές πόρτες, τα παράθυρα με τα στόρια τους, οι ατέλειωτοι άνθρωποι στους οποίους δεν μπορεί να μιλήσει αν δεν θέλει να γελοιοποιηθεί, ακόμα και τα καταστήματα, με τα εμπορεύματα που είναι πολύ ακριβά για αυτόν -- τα πάντα τον διώχνουν. [...] Στα μάτια του άρτι αφιχθέντος, τα πάντα μοιάζουν με μπουρδέλο, μυστηριώδες και σαγηνευτικά απαγορευμένο. [...] Στη λογοτεχνία, ο Μπαλζάκ ήταν πιθανόν ο πρώτος τέτοιος χωριάτης στο Παρίσι, και κράτησε τη στάση αυτή ακόμα και αφού γνώριζε πολύ καλά τι ήταν τι. [...] Η απάντησή του στον αίσθημα του αποκλεισμού ήταν αυτή της επινοητικής ευφυίας: "Πολύ καλά, θα καταλάβω μόνος μου τι είναι αυτό που γίνεται πίσω από κλειστές πόρτες, και τότε θα τα ακούσει για τα καλά ο κόσμος!" Η μνησικακία του επαρχιώτη, που, μέσα στην εξοργισμένη του άγνοια αναπτύσσει μια εμμονή με τα πράγματα που θεωρεί ότι λαμβάνουν χώρα ακόμα και ανάμεσα στους καλύτερους κύκλους, εκεί που δεν θα το περίμενε κανείς, γίνεται η δύναμη που οδηγεί την φαντασία που έχει ακρίβεια. [...] Το ίδιο πράγμα που χωρίζει τους ανθρώπους τον ένα απ' τον άλλο και χωρίζει τον συγγραφέα απ' αυτούς είναι αυτό που κρατά την κίνηση της κοινωνίας σε λειτουργία [...] Μέσα από το διανοητικό του αισθητήριο, ο Μπαλζάκ συνειδητοποίησε ότι στον αναπτυγμένο καπιταλισμό, οι άνθρωποι είναι μάσκες χαρακτήρων, για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση που ο Μαρξ επινόησε αργότερα. Η πραγμοποίηση είναι πιο τρομακτικά λαμπρή στην φρεσκάδα της αυγής και στα έντονα χρώματα της νέας ζωής από ότι στην κριτική της πολιτικής οικονομίας καταμεσήμερο. [...] Ο Μπαλζάκ κατέβασε την κοινωνία ως ολότητα, κάτι που η κλασική πολιτική οικονομία και η εγελιανή φιλοσοφία είχαν διατυπώσει με θεωρητικούς όρους, από την αέρινη σφαίρα των ιδεών στη σφαίρα των αισθητηριακών αποδείξεων.
Theodor W. Adorno, "Διαβάζοντας τον Μπαλζάκ"
Πάντα θεωρούσα ότι ο τρόπος του να περάσεις πέρα από την αστική κουλτούρα, του να πετύχεις στο να μειώσεις τόσο δραστικά την μεγάλη έλξη του μαγνητικού της πεδίου ώστε να σε αφήσει να απαγκιστρωθείς από αυτή, είναι να ενσωματώνεις αυτό το οποίο η αστική κουλτούρα θεώρησε ότι ξεπέρασε πρώτον από όλους: τον άξεστο χωριάτη. Ο Αντόρνο, που έγραψε τις παραπάνω γραμμές παραδειγματικής κατανόησης του μυστικού της κριτικής ευφυίας του Μπαλζάκ, όχι απλά δεν κατάφερε κάτι τέτοιο για τον εαυτό του, αλλά δεν το αποπειράθηκε καν. Αλλά ο Μπρεχτ, με τον οποίο ο Αντόρνο αισθανόταν πάντα άβολα, αν όχι εχθρικά, ήταν αυτό ακριβώς το πράγμα: ένας ευφυής άξεστος χωριάτης, ή, για να το θέσουμε αρκετά ακριβέστερα, κάποιος που έκανε την χοντροκοπιά του χωριάτη βάση διαλεκτικής διαπαιδαγώγησης και απομαγευτικής ευφυίας.
Ως υπόλειμμα της προκαπιταλιστικής κοινωνίας, ο χωριάτης --και αυτό το δείχνει πεντακάθαρα η ανάλυση του Αντόρνο στον Μπαλζάκ-- έχει ένα πολύ βασικό χαρακτηρολογικό πλεονέκτημα, το οποίο είναι θεμελιακής αξίας για κάθε υλιστική απομυθοποίηση του καπιταλιστικού κόσμου: είναι καχύποπτος, και μάλιστα ισοπεδωτικά καχύποπτος, για ό,τι δεν νιώθει ότι γνωρίζει ήδη καλά. Επειδή ο καπιταλιστικός κόσμος είναι μια τεράστια απάτη, ο χωριάτης έχει πάντα δίκαιο όταν εμπιστεύεται την καχυποψία του. Πέφτει σε παγίδες μόνον όταν επηρεάζεται αρκετά από την τάξη εκείνη παγαπόντηδων που βγάζει το βιός της εκμεταλλευόμενη χωριάτες. Ο "μπαρμπα-Γιώργος" στον Καραγκιόζη είναι ακριβώς μια τέτοια φιγούρα, πάντα νικητής όσο παραμένει άξεστα καχύποπτος, πάντα ηττημένος όταν πειστεί από κάποιον γλυκομίλητο παγαπόντη να αλλάξει τρόπο σκέψης και αντιμετώπισης των πραγμάτων.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο χωριάτης που έρχεται αντιμέτωπος με την απάτη ως τρόπο λειτουργίας της αστικής κοινωνίας ως τα τρίσβαθά της ενσωματώνει μια ολοκληρωμένη κριτική συνείδηση. Ο Αντόρνο είναι πολύ ακριβής όταν ιχνηλατεί την έκθεση του Μπαλζάκ στην αστική απάτη, την συνύπαρξή του μ' αυτή, ως βασικό κομμάτι μιας εκπαίδευσης που απομακρύνει κάποιον αρκετά από τις επαρχιακές ρίζες του ώστε να του επιτρέψει να μετατρέψει την πεισματική μνησικακία για ό,τι δεν καταλαβαίνει σε κριτικό όπλο, λεπτό και διεισδυτικό.
Όμως ένας χωριάτης που παραμένει σε ένα βασικό επίπεδο αναφομοίωτος απ' το μεγάλο και απατηλό καρναβάλι των αετονύχηδων της αστικής τάξης --όπου πράγματι, καμία περιουσία δεν είναι αθώα, καμία λάμψη δεν είναι αληθινή-- συνηθίζοντας ταυτόχρονα την ζωή μέσα στο αστικό περιβάλλον, αναπτύσσοντας τις δεξιότητες εκείνες που θα του επιτρέψουν να κινείται σ' αυτό χωρίς να απορροφάται απ' αυτό, χωρίς να "αγοράζει" όλα αυτά που οι ίδιοι οι αστοί, εδραιωμένοι και επίδοξοι, θεωρούν τόσο συναρπαστικά ώστε να δαγκώσουν οι ίδιοι το δόλωμα που προορίζουν για άλλους -- ένας τέτοιος χωριάτης δεν είναι πια χωριάτης. Είναι είτε δυνητικά επικίνδυνος για την τάξη στοχαστής είτε κριτικά εκπαιδευμένος και ενσυνείδητος προλετάριος. Η αστική τάξη, φυσικά, αποπειράθηκε να μειώσει την επαφή μεταξύ αυτών των δύο ειδών ανεπίδεκτων χωριατών, στοιβάζοντας τους εργάτες σε συγκεκριμένες συνοικίες, αποθαρρύνοντας με κάθε έμπρακτο τρόπο τη μόρφωσή τους, εμποδίζοντας με χίλιους δυο τρόπους την ουσιαστική τους διείσδυση στα μυστικά της πόλης, και κατ' επέκταση της κοινωνίας, ως ολότητας.
Διαψεύστηκε όμως για δυο λόγους: ο ένας ήταν η ύπαρξη αμετανόητα καχύποπτων χωριατών στους δικούς της, ημιτελώς αστικούς και μικροαστικούς κόλπους, χωριατών που πήραν τα κλειδιά των αστικών σπιτιών πίσω στις εργατικές συνοικίες, που άνοιξαν τα βρώμικα μυστικά της πολιτικής οικονομίας μπροστά στα μάτια των κολασμένων. Ο άλλος ήταν ότι αυτοί οι κολασμένοι είχαν παραμείνει αρκετά χωριάτες για να κουβαλούν την καχυποψία εκείνη χωρίς την οποία δεν μπορείς να καταλήξεις στο έμπρακτα χρήσιμο και συνεπώς αληθινό, αυτό το οποίο εμπιστεύεσαι ως συλλογικότητα γιατί μόνο ως συλλογικότητα γνωρίζεις πως μπορείς να επιβιώσεις πια: ο άξεστος άνθρωπος, όταν δεχόταν ένα σακούλι νομίσματα ως πληρωμή για κάποια εργασία, τα δάγκωνε ένα-ένα πριν τα δεχτεί, αφήνοντας τα δόντια του, όχι τις εικασίες του νου του, να κάνουν τη δουλειά της ανάγνωσης των σημείων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου