Τελικά η Ελλάδα έγινε Αλβανία (αλλά απο τους Καπιταλιστές)
Ένα νέο τοπίο στις εργασιακές σχέσεις, ριζικά διαφορετικό απ’ ότι ίσχυε μέχρι τώρα στην Ελλάδα και συγκρίσιμο με ό,τι ισχύει στις υπόλοιπες χώρες της Βαλκανικής χερσονήσου, όπως η Αλβανία, εμπεδώνουν οι αλλαγές που αποφάσισε το υπουργικό συμβούλιο την Τρίτη. Οι αλλαγές επιβλήθηκαν με πράξη νομοθετικού πειρεχομένου, χωρίς δηλαδή να μπούν για ψήφιση στη Βουλή. Με αυτό τον τρόπο αποφεύχθησαν νέες διαρροές, όπως αυτές που σημειώθηκαν κατά την ψήφιση του δεύτερου Μνημόνιου την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου. Ταυτόχρονα, οι βουλευτές δεν ανέλαβαν το πολιτικό κόστος από την ψήφιση των νέων μέτρων, που θα σήμαινε νέα ρήγματα στις σχέσεις τους με την εκλογική τους βάση, λίγο καιρό πριν τις αναμενόμενες εκλογές. Η επιλογή της πράξης νομοθετικού περιεχομένου ωστόσο συνοδεύεται και από σημαντικά προβλήματα. Τα κυριότερα απ’ αυτά αφορούν την νομιμότητα και την νομιμοποίηση που χαίρουν οι πολύ σημαντικές αλλαγές που επιβλήθηκαν με το νέο Μνημόνιο όπως ενσωματώθηκαν στο νόμο 4046/2012.
Να θυμίσουμε ότι έγκαιρα κορυφαίοι συνταγματολόγοι της Ελλάδας (Γ. Κασιμάτης, Ανδρ. Δημητρόπουλος, Γ. Κατρούγκαλος, Ηλ. Νικολόπουλος και Κ. Χρυσόγονος) επεσήμαναν ότι ο συγκεκριμένος νόμος «παραβιάζει κατάφωρα θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος και του ευρωπαϊκού και διεθνούς δικαίου». Μεταξύ άλλων επικαλέστηκαν το ότι η παρούσα βουλή εκλέχτηκε με μια λαϊκή εντολή «διαμετρικά αντίθετη απ’ όσα προβλέπει το κατατεθειμένο κείμενο», πως «το περιεχόμενο του κειμένου που καλείται να ψηφίσει η Βουλή είναι προϊόν οικονομικού και πολιτικού εκβιασμού εκ μέρους των εκπροσώπων των δανειστών», πως «το κείμενο που κατατέθηκε για ψήφιση δεν αποτελεί κατά το σύνταγμα ούτε σχέδιο νόμου, δεδομένου ότι δεν περιλαμβάνει διατάξεις νομοθετικού περιεχομένου, ούτε σχέδιο νόμου κυρωτικού διεθνούς σύμβασης, δεδομένου ότι δεν περιέχει το υπογεγραμμένο κείμενο της διεθνούς σύμβασης», και πολλά άλλα. Η πράξη νομοθετικού περιεχομένου αδυνατίζει ακόμη περισσότερο την νομιμοποιητική βάση των αλλαγών.
Σε συντομία ο νέος εργασιακός χάρτης προσδιορίζεται από τις εξής μεταβολές: Πρώτο, αναδρομική μείωση κατά 22% του κατώτερου μισθού που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, με αναδρομική μάλιστα ισχύ. Ως αποτέλεσμα ο κατώτατος μισθός πλέον διαμορφώνεται στα 586 ευρώ. Για τους νέους κάτω των 25 ετών στα 511 και για τους μαθητευόμενους στα 357 ευρώ. Άρση της οιωνεί μονιμότητας των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως ΔΕΚΟ και ΟΤΑ και περιορισμός της (μέχρι …νεωτέρας πάντα) στους εργαζόμενους. Κατάργηση των αυξήσεων που επέβαλαν οι μισθολογικές «ωριμάνσεις», καθώς και της δυνατότητας των εργαζομένων να προσφεύγουν μονομερώς στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), καθώς στο εξής θα απαιτείται η σύμφωνη γνώμη και των δύο μερών, με τα επίμαχα να περιορίζονται στο εξής στα μισθολογικά. Από τον οδοστρωτήρα δεν γλυτώνουν ούτε οι συλλογικές συμβάσεις, καθώς οι παλιές (με διάρκεια μεγαλύτερη των δύο ετών) έληξαν αυτόματα στις 14 Φεβρουαρίου.
Οι μεταβολές που θα επιφέρει η πράξη νομοθετικού πειρεχομένου στο βιοτικό επίπεδο 4 εκατ. εργαζομένων θα είναι άμεσες και δραματικές. Από το μαχαίρι που θα πέσει οριζόντια θα πληγούν όλοι οι εργαζόμενοι, που πλέον θα αδυνατούν να ανταποκριθούν σε στοιχειώδεις βιοποριστικές τους ανάγκες, ακόμη και σε επιχειρήσεις που δεν είχαν δεχθεί τις αρνητικές επιπτώσεις της κρίσης ή το εργατικό κόστος ήταν ούτως ή άλλως υπό έλεγχο. Την ίδια ώρα οι θετικές επιπτώσεις που θα έχει στην μεγέθυνση της οικονομίας και στην τόσο αναγκαία επανεκκίνηση της είναι πολύ αμφίβολες. Ο λόγος είναι πως το μεγάλο ζητούμενο ειδικά τον τελευταίο ένα χρόνο είναι η αύξηση της ζήτησης που βρίσκεται στα Τάρταρα, λόγω των άγριων περικοπών στον δημόσιο τομέα. Η επέκταση της γάγραινας των περικοπών και στον ιδιωτικό θα περιορίσει ασφυκτικά την αγοραστική ικανότητα και τη ρευστότητα από την αγορά. Με άλλα λόγια ένα ακόμη βήμα πιο βαθιά στον φαύλο κύκλο της ύφεσης και της λιτότητας.
Να θυμίσουμε ότι έγκαιρα κορυφαίοι συνταγματολόγοι της Ελλάδας (Γ. Κασιμάτης, Ανδρ. Δημητρόπουλος, Γ. Κατρούγκαλος, Ηλ. Νικολόπουλος και Κ. Χρυσόγονος) επεσήμαναν ότι ο συγκεκριμένος νόμος «παραβιάζει κατάφωρα θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος και του ευρωπαϊκού και διεθνούς δικαίου». Μεταξύ άλλων επικαλέστηκαν το ότι η παρούσα βουλή εκλέχτηκε με μια λαϊκή εντολή «διαμετρικά αντίθετη απ’ όσα προβλέπει το κατατεθειμένο κείμενο», πως «το περιεχόμενο του κειμένου που καλείται να ψηφίσει η Βουλή είναι προϊόν οικονομικού και πολιτικού εκβιασμού εκ μέρους των εκπροσώπων των δανειστών», πως «το κείμενο που κατατέθηκε για ψήφιση δεν αποτελεί κατά το σύνταγμα ούτε σχέδιο νόμου, δεδομένου ότι δεν περιλαμβάνει διατάξεις νομοθετικού περιεχομένου, ούτε σχέδιο νόμου κυρωτικού διεθνούς σύμβασης, δεδομένου ότι δεν περιέχει το υπογεγραμμένο κείμενο της διεθνούς σύμβασης», και πολλά άλλα. Η πράξη νομοθετικού περιεχομένου αδυνατίζει ακόμη περισσότερο την νομιμοποιητική βάση των αλλαγών.
Σε συντομία ο νέος εργασιακός χάρτης προσδιορίζεται από τις εξής μεταβολές: Πρώτο, αναδρομική μείωση κατά 22% του κατώτερου μισθού που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, με αναδρομική μάλιστα ισχύ. Ως αποτέλεσμα ο κατώτατος μισθός πλέον διαμορφώνεται στα 586 ευρώ. Για τους νέους κάτω των 25 ετών στα 511 και για τους μαθητευόμενους στα 357 ευρώ. Άρση της οιωνεί μονιμότητας των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως ΔΕΚΟ και ΟΤΑ και περιορισμός της (μέχρι …νεωτέρας πάντα) στους εργαζόμενους. Κατάργηση των αυξήσεων που επέβαλαν οι μισθολογικές «ωριμάνσεις», καθώς και της δυνατότητας των εργαζομένων να προσφεύγουν μονομερώς στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), καθώς στο εξής θα απαιτείται η σύμφωνη γνώμη και των δύο μερών, με τα επίμαχα να περιορίζονται στο εξής στα μισθολογικά. Από τον οδοστρωτήρα δεν γλυτώνουν ούτε οι συλλογικές συμβάσεις, καθώς οι παλιές (με διάρκεια μεγαλύτερη των δύο ετών) έληξαν αυτόματα στις 14 Φεβρουαρίου.
Οι μεταβολές που θα επιφέρει η πράξη νομοθετικού πειρεχομένου στο βιοτικό επίπεδο 4 εκατ. εργαζομένων θα είναι άμεσες και δραματικές. Από το μαχαίρι που θα πέσει οριζόντια θα πληγούν όλοι οι εργαζόμενοι, που πλέον θα αδυνατούν να ανταποκριθούν σε στοιχειώδεις βιοποριστικές τους ανάγκες, ακόμη και σε επιχειρήσεις που δεν είχαν δεχθεί τις αρνητικές επιπτώσεις της κρίσης ή το εργατικό κόστος ήταν ούτως ή άλλως υπό έλεγχο. Την ίδια ώρα οι θετικές επιπτώσεις που θα έχει στην μεγέθυνση της οικονομίας και στην τόσο αναγκαία επανεκκίνηση της είναι πολύ αμφίβολες. Ο λόγος είναι πως το μεγάλο ζητούμενο ειδικά τον τελευταίο ένα χρόνο είναι η αύξηση της ζήτησης που βρίσκεται στα Τάρταρα, λόγω των άγριων περικοπών στον δημόσιο τομέα. Η επέκταση της γάγραινας των περικοπών και στον ιδιωτικό θα περιορίσει ασφυκτικά την αγοραστική ικανότητα και τη ρευστότητα από την αγορά. Με άλλα λόγια ένα ακόμη βήμα πιο βαθιά στον φαύλο κύκλο της ύφεσης και της λιτότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου