Παιχνίδια του παππού και της γιαγιάς
Γράφουν: Έφη Νίκου, ερευνήτρια-λαογράφος
Σταύρος Γιωλτζόγλου – ιστορικός
Ένα βιβλίο για το παιχνίδι, και μάλιστα το παραδοσιακό, αποτελεί ταπεινό λύχνο, πλην σωτήριο φάρο, στα πελάγη του παιδαγωγικού σκότους που μας έχει κατακλύσει από παντού κι έχει αφενός συντρίψει τις παιδικές ψυχές αφετέρου αποδομήσει το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον που εξασφάλιζε τις αναγκαίες συνθήκες για μια υγιή ψυχοσωματική ανάπτυξη στα νέα μέλη της κοινωνίας. Χάθηκε η οικογένεια, η αυλή, ο δρόμος, η γειτονιά κι η αλάνα όπου το παιδί σταδιακά ασκούσε τις κινητικές, μιμητικές και γλωσσικές δεξιότητες, ενώ παράλληλα και με το χρόνο αφομοίωνε δημιουργικά το σύστημα αξιών της κοινωνίας των ενηλίκων, ώστε να καταστεί ένα χρήσιμο και δημιουργικό μέλος της. Το παιχνίδι-αντικείμενο και το παιχνίδι-λειτουργία συνιστούσαν την σοφή παιδαγωγική πράξη που αλάνθαστα εξανθρώπιζε κάθε νέα ύπαρξη και την παρέδιδε στην κοινωνία ψυχικά και σωματικά υγιή. Η υγεία αυτή εξασφαλιζόταν από την επαφή με τους ανθρώπους και το περιβάλλον. Ο κοινωνικός βίος των ανθρώπων μέσα στην ποικιλομορφία του με τις δύσκολες συνθήκες ζωής αλλά και τις γιορτές και τα πανηγύρια, από τη μία δημιουργούσε ένα ιδεατό παιδαγωγικό περιβάλλον για τα νέα μέλη του, από την άλλη εξωθούσε αυτά στη δράση και τη δημιουργία φέρνοντάς τα σε άμεση επαφή με την αληθινή ζωή. Έτσι το παιδί γνώριζε τον κόσμο όπως ήταν και δεν είχε γι αυτόν μια πλασματική, φαντασιακή ή εικονική αντίληψη. Τα παιδιά γίνονταν κοινωνικά, εξωστρεφή, δραστήρια, εργατικά, πλούσια συναισθηματικά, επιδέξια και λαλίστατα. Κι αυτό γινόταν με μικρές παραλλαγές επί αιώνες.
Ο μεταπολεμικός άνθρωπος όμως άλλαξε συνήθειες και έθεσε νέες προτεραιότητες στην ζωή του. Η απόλυτη επικράτηση του υλιστικού τρόπου ζωής, η μετατροπή όλων των αξιών σε υλικά αγαθά, καταθέσεις και δύναμη αποσύνθεσε δραστικά το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον, καθώς τόσο οι ανθρώπινες σχέσεις όσο και το ανθρωπογενές περιβάλλον μεταλλάχτηκαν σε μηχανισμούς κατάκτησης οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Οι πολυπληθείς οικογένειες, με τα πολλά παιδιά, τους παππούδες και τις γιαγιάδες, τους συγγενείς και τους γείτονες εξέλιπαν για πάντα κι αντικαταστάθηκαν από άπειρα αντικείμενα –παιχνίδια μιας χρήσης, ηλεκτρονικά παιχνίδια και μέσα ψυχαγωγίας, όπως τηλεόραση και ηλεκτρονικούς υπολογιστές, με τα οποία τα παιδιά πια ανακαλύπτουν τον γύρω τους κόσμο, που χαρακτηρίζεται από ένα απέραντο συναισθηματικό και ψυχικό κενό. Αυτό καταβροχθίζει τις τρυφερές ψυχές των παιδιών και εμφυτεύει στις συνειδήσεις τους επικίνδυνα αξιακά συστήματα με αμφίβολο ηθικό περιεχόμενο. Έτσι το παιδί στερείται τους φυσικούς του παιδαγωγούς, δηλ. τους γονείς και το άμεσο περιβάλλον του, όπως και το φυσικό περιβάλλον, καθώς αυτό έχει μετατραπεί σε πηγή πλούτου μέσω της εμπορικής του εκμετάλλευσης (δρόμοι, πολυκατοικίες, εμπορικά καταστήματα κτλ). Το παιδί δεν γνωρίζει, άρα φοβάται, τους συνανθρώπους του· δεν έρχεται σε επαφή με τη φύση, άρα δεν μπορεί να ακούσει τους ήχους, να δει τα χρώματα και τα σχήματα, να μυρίσει και να γευτεί αλλά και να αγγίξει τον ζωτικό του χώρο. Κι αυτό αποτελεί τον πλέον καθοριστικό παράγοντα για την περαιτέρω ψυχοσωματική ανάπτυξή του. Οι νέες μορφές ψυχαγωγίας μέσω των βιομηχανοποιημένων ηλεκτρονικών παιχνιδιών καθιστούν το παιδί νωχελικό, δυσκίνητο, αδιάφορο, φοβισμένο κι επιθετικό, αντικοινωνικό, εσωστρεφές, αμίλητο αλλά κι εριστικό.
Η μακρόχρονη ενασχόλησή μου με την λαϊκή παράδοση και μάλιστα η έρευνα, καταγραφή κι ανάδειξη του λαογραφικού πλούτου της ιδιαίτερης πατρίδας μου, του Λιβαδερού Κοζάνης, παρουσιάστηκε με τα τρία βιβλία που έχω γράψει: Καμβούνια Τα τραγούδια μιας άλλης εποχής (1989), Λιβαδερό (Μόκρο) η λαϊκή μας παράδοση (1999) και η συλλογή παραμυθιών Όσο σουγλίζιτει η φακή (2009). Είχα σημειώσει τότε τη μεγάλη παιδαγωγική σημασία που είχαν διάφορες εκδηλώσεις της ζωής των προγόνων μας και κρίνοντας τις αρνητικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων τόνιζα: «Το παραμύθι, μαζί με το παιχνίδι, αποτελούσε, τις παλιότερες εποχές, το κύριο παιδαγωγικό αλλά και ψυχαγωγικό υλικό. Μέσα από αυτό οι μεγαλύτεροι μεταλαμπάδευαν στους νεότερους τις αξίες της κοινωνίας τους, για να μπορέσουν κι αυτοί να ενταχτούν δημιουργικά στην κοινωνία των μεγάλων. Το καλό και το κακό, σε όλες τους τις εκφάνσεις, διδάσκονται με απλό και κατανοητό τρόπο, χωρίς αμφιταλαντεύσεις για το «πρέπον» [...] Δυστυχώς οδηγούμαστε σε εποχές και γενιές ανθρώπων που δεν θα μπορούν να διηγηθούν παραμύθια στα παιδιά και στα εγγόνια τους. Ίσως η καταγραφή μου αυτή να είναι και μια αντίσταση στο φαινόμενο αυτό». Σήμερα, με αφορμή το υπέροχο αυτό έργο για το παιχνίδι, θα πρόσθετα στον παραπάνω …φόβο μου «…και γενιές ανθρώπων που δεν θα μπορούν να παίξουν ή να διδάξουν ένα παιχνίδι στα παιδιά και στα εγγόνια τους».
Ο συγχωριανός μου δάσκαλος Γιώργος Τσιώνας με το έργο του αυτό αναδεικνύεται σε έναν μοναδικό ερευνητή του κορυφαίου αυτού παιδαγωγικού στοιχείου που λέγεται παιχνίδι. Έχοντας βιωματική εμπειρία από την πλούσια παράδοση του λαϊκού παιχνιδιού στον γενέθλιο τόπο του διέκρινε αμέσως την αμηχανία των μαθητών του τις ώρες των διαλειμμάτων στο σχολείο. Και προχώρησε παραπέρα· συνέλαβε την ιδέα για μια πειραματική αντιμετώπιση των αδέξιων συμπεριφορών τους. Η παρατηρητικότητά του αλλά κι η πίστη του στον εξυγειαντικό ρόλο του παιχνιδιού είχε άμεσα αποτελέσματα. Πρότεινε στους μαθητές του να παίξουν κάποια παραδοσιακά παιχνίδια και το αποτέλεσμα ήταν μια έκπληξη. Το έντονο ενδιαφέρον των παιδιών παρέσυρε πια και τον δάσκαλο-ερευνητή Γιώργο Τσιώνα και ιδού το αποτέλεσμα: αθρόα συμμετοχή των παιδιών στο παιχνίδι, αργότερα συμμετοχή στην κατασκευή των παιχνιδιών και στην παρουσίασή τους σε σχολικές και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Και το ενδιαφέρον μεγάλωνε και μεταφερόταν από σχολείο σε σχολείο, από γειτονιά σε γειτονιά. Ακολούθησαν προσκλήσεις για ομιλίες σε συνέδρια και σεμινάρια, αλλά και παρουσιάσεις των παιχνιδιών σε σχολεία και άλλους χώρους. Τα ΜΜΕ επίσης ασχολήθηκαν με τις δραστηριότητες του ερευνητή – συγγραφέα που στο μεταξύ αναζήτησε και βρήκε έναν χώρο για τη μόνιμη έκθεση όλων των παιχνιδιών του. Όμως κι εκεί πρωτοτύπησε: μετά τον εκθεσιακό χώρο υπάρχει αίθουσα όπου τα παιδιά θα μπορούν να κατασκευάσουν όποια παιχνίδια τους άρεσαν. Κι έξω από το χώρο αυτό υπάρχει αυλή στην οποία θα μπορούν να παίξουν με τα παιχνίδια που κατασκεύασαν. Τέλειο.
Το περιεχόμενο του βιβλίου είναι εξόχως διαφωτιστικό για τον διαχρονικό ρόλο του παιχνιδιού από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Το κυρίως έργο είναι οργανωμένο βάσει των επιστημονικών κριτηρίων για την κατάταξη των διαφόρων παιχνιδιών που περιγράφονται αρκετά κατατοπιστικά, ώστε κάποιος να μπορεί να τα κατασκευάσει μόνος του πια. Άλλωστε το πλούσιο φωτογραφικό υλικό, έργο του ίδιου του συγγραφέα και της φιλολόγου συζύγου του Χρυσής Τζήκα, διευκολύνουν στην απόλυτη κατανόηση του αντικειμένου. Στο τέλος υπάρχουν κρίσεις μαθητών, γονιών κι άλλων που παρακολούθησαν τις εκθέσεις του, ενημερωτικό γλωσσάρι για πλήθος λέξεων και φράσεων και βιβλιογραφικός οδηγός.
Ο συγγραφέας δεν περιορίζεται στην περιγραφή του παιχνιδιού αλλά επιχειρεί κάθε φορά και μια ανάλυση του σκοπού του. Έτσι μας εντυπωσιάζει η αφοπλιστική ειλικρίνεια με την οποία ένα απλό παιχνίδι μπορούσε να διδάξει με απόλυτα πειστικό και μη αμφισβητήσιμο τρόπο τη δημοκρατική συμμετοχή, τη δίκαιη νίκη ή ήττα, την ρευστότητα των πραγμάτων και το ρόλο του τυχαίου, την μετριοφροσύνη του νικητή και την αξιοπρέπεια του ηττημένου, αλλά και τον ρόλο του κοινά αποδεκτού ηγέτη-αρχηγού της ομάδας, το απαραβίαστο των κανόνων του παιχνιδιού και την σύσσωμη καταδίκη του παραβάτη-ζαβολιάρη. Και καθώς οι κανόνες των παιχνιδιών συνιστούσαν ένα πρωτογενές εθιμικό δίκαιο, τα παιδιά αφομοίωναν το αξιακό σύστημα των μεγάλων χωρίς ποτέ κανείς να τους το διδάξει και προπάντων χωρίς ποτέ κανείς να τους απειλήσει για τις συνέπειες των παραβάσεων. Αυτές τις είχαν ενστερνιστεί μέσα από το παιχνίδι.
Ο ερευνητής – συγγραφέας Γιώργος Τσιώνας είναι σαφής. Οι δυσκολίες της εποχής μας και ιδίως τα ποικίλα προβλήματα των παιδιών μας μπορούν να αντιμετωπιστούν με δοκιμασμένα από τον χρόνο άφθαρτα υλικά. Το παραδοσιακό παιχνίδι κορυφαίο μεταξύ αυτών. Ο ίδιος, μαγεμένος από την αίσθηση αυτή, μετέδωσε το πάθος αυτό και στην οικογένειά του. Έτσι η σύζυγος και συνεργάτης του Χρυσή, αλλά και τα παιδιά του Ωριγένης και Κωνσταντίνα συνθέτουν μια απίστευτη ομάδα ειδικευμένων πια στο χώρο του παραδοσιακού παιχνιδιού, καθώς αναδημιουργούν με απίστευτα και άχρηστα για πολλούς υλικά πανέμορφα παιχνίδια. Σε μια εποχή που όλοι μετράνε την ποιότητα της ζωής τους βάσει των πιστωτικών καρτών τους ο Γιώργος Τσιώνας ασκητεύει αναζητώντας τη σοφία των προγόνων του μέσα στον μαγικό κόσμο του παραδοσιακού παιχνιδιού.
Καιρός είναι οι αρμόδιοι να ασχοληθούν πιο σοβαρά με το έργο του. Ο συγγραφέας συνεχίζει κι εμπλουτίζει τις σχετικές δραστηριότητες κι ετοιμάζει τα επόμενα σχέδιά του. Το βιβλίο αυτό αποτελεί μόνο μία φάση της ενασχόλησής του με το παραδοσιακό παιχνίδι.
Ευχαριστούμε τον φίλο μας Γιώργο για το μοναδικό αυτό δώρο και του ευχόμαστε δύναμη και κουράγιο για να συνεχίσει το όμορφο ταξίδι του στον κόσμο του παραδοσιακού παιχνιδιού· και να γνωρίζει ότι πάρα πολλοί ετοιμάζουν τις αποσκευές τους για να τον ακολουθήσουν.
Έφη Νίκου, ερευνήτρια-λαογράφος
Σταύρος Γιωλτζόγλου – ιστορικός
Θεσσαλονίκη, 5 Σεπτεμβρίου 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου