Ο τεμπέλης της εύφορης κοιλάδας...
Είναι πολύ δύσκολο να συνειδητοποιήσει κανείς ότι πάνε επτά χρόνια από την τελευταία δουλειά του Tom Waits με νέο υλικό. Και αυτό όχι μόνο επειδή τα άλμπουμ του έβρισκαν συχνά πυκνά τη θέση τους στο στερεοφωνικό μας, αλλά και γιατί μία η χορταστική συλλογή "Orphans: Brawlers, Bawlers & Bastards", μία το live "Glitter & Doom" κράτησαν ζωντανό το ενδιαφέρον μας και ικανοποιημένη την ανάγκη μας..Κυριακίδης Ν.
Άραγε, τι δίνει θάρρος σ' έναν 60χρονο να γράφει τραγούδια;
Ποιο είναι το κίνητρό του;
Γιατί επιμένει να κάνει μια δουλειά που όσο "αντί" κι αν είναι - κι όσο κι ίδιος να μην το θέλει - απ' τη μανιέρα της μουσικής βιομηχανίας έχει βγει κι αυτή.
Γιατί ξοδεύει το χρόνο του απομονωμένος σ' ένα στούντιο υποβάλλοντας τον εαυτό του στη δοκιμασία του αντι-σταρ ρόκερ;
Μπροστά στο παμφάγο κοινό που απαιτεί από ένα άτομο της τρίτης ηλικίας να παίζει τα τραγούδια του ντε και καλά, όπως ακριβώς είναι στο CD...
Αφού θα μπορούσε να κάνει την ήσυχη ζωή ενός ηλικιωμένου Αμερικανού μεσοαστού, παρακολουθώντας τις επιδόσεις των παιδιών του στο κολέγιο και πηγαίνοντας κρουαζιέρες στο Key Largo παρέα με τη σιτεμένη σύζυγό του - ή με κάποια πολύ νεότερη ερωμένη του...
Αλλά ο Tom Waits δεν έχει να πει τίποτε σπουδαίο για να βουλώσει τα στόματα όσων τον κατηγορούν ότι γερνάει και επαναλαμβάνεται με τις ίδιες μηχανικές κινήσεις που κάνει κάποιος όταν απλώνει βούτυρο στο ψωμί του. Δεν έχει να πει τίποτε ούτε για το 17ο στούντιο άλμπουμ του, το "Bad as Me", που κυκλοφορεί στις διεθνείς αγορές από τον περασμένο Οκτώβριο.
Ούτε για τις μελωδικές ιδέες του που δεν έχουν σπουδαίο μέλλον πάνω στην παρτιτούρα, ούτε για τις ενορχηστρώσεις που δείχνουν να έχουν προέλθει από κλωνοποίηση και που καταναλώνουν σπάταλα τον μουσικό χρόνο, ούτε για τις μονότονες γκροτέσκο ερμηνείες, την παιδική επιμονή με τον βρόμικο ήχο των μπλουζ τού Σικάγο και τη νοσταλγία -τύπου "πλακιώτικο σαλόνι"- για το χιλιοτραγουδισμένο, καταραμένο Λας Βέγκας...
Αυτός ένα δίσκο ηχογράφησε. Και το "Bad as Me", όπως και το προηγούμενό του με πρωτότυπο υλικό, το "Real Gone", του 2004, δεν χρειάζεται τις συστάσεις των κριτικών για να ακουστεί και να αγαπηθεί. Άλλωστε, όλες οι δυνατές αγάπες ανεξήγητες είναι. Και παρορμητικές.
Η τρομακτική, υποβλητική, αφηγηματική φωνή του δημιουργού του εξισώνει το σοκ που προκαλεί με το οικείο, επίκαιρο αισθητικό "μήνυμά" της. Σε κάθε στροφή των στίχων ανατρέπει τη χαζοχαρούμενη πεποίθηση της μεταπολεμικής γενιάς ότι τα πράγματα πηγαίνουν πάντα καλύτερα. Σίγουρα δεν θα ήταν ποτέ το άλμπουμ που θα επέλεγαν οι χριστιανοί "ταλιμπάν", υποψήφιοι των ρεπουμπλικάνων, για την προεκλογική εκστρατεία τους.
Με φωνή άγγελου της Αποκάλυψης -ή προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης- αφοσιωμένος στην κλαγγή των μεταλλικών διαπεραστικών φθόγγων του honky-tonk πιάνου και της slide κιθάρας, ο ήχος του Tom Waits είναι σήμα κατατεθέν της μοναδικότητάς του. Το ίδιο και η ουσία των τραγουδιών του. Και το "Bad as Me" δεν αποτελεί εξαίρεση σ' αυτόν τον κανόνα. Ένα μείγμα (χωρίς ν' αλλάξουν οι αναλογίες απ' το παρελθόν) θεατρικότητας, cool jazz, σπαραχτικών μπλουζ και μελωδιών που πίσω απ΄ την κουρτίνα τους διακρίνονται οι φιγούρες του Gershwin, του Porter- ίσως και του Irving Berlin- σταθερές αναφορές στο νεοϋορκέζικο μουσικό κατακλυσμό του πρώτου μισού του 20ού αιώνα που είχε την "έδρα" του κάπου ανάμεσα στην 5η Λεωφόρο και το Μπρόντγουεϊ.
Για πάνω από 40 χρόνια τα τραγούδια του Tom είναι καταθέσεις υπεράσπισης για όλες τις χαμένες ψυχές που περιπλανώνται στα σκοτεινά στενά της πόλης αναζητώντας το πουθενά και το τίποτα. Και για το φανατικό κοινό του, ένα γερό παυσίπονο που πιάνει. Γεννήθηκε μέσα σ' ένα κινούμενο ταξί, λέει ο ίδιος. Μεγάλωσε στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας ακούγοντας τις ποπ επιτυχίες του Bing Crosby, λυρικά τραγούδια της εποχής του αμερικανικού εμφυλίου του Stephen Foster (του αποκαλούμενου και "εθνικού μουσουργού" των ΗΠΑ) και τις κλασικές μελωδίες του George Gershwin. Αγάπησε και ταυτίστηκε με τους συγγραφείς της μπίτνικ γενιάς, τον Κέρουακ και τον Μπουκόφσκι. Δούλεψε πορτιέρης στα κλαμπ του Λος Άντζελες. Ήταν τότε που κατάλαβε ότι πάντα ήθελε να γίνει ο τύπος που ανεβαίνει στη σκηνή και παίζει με την μπάντα του.
"Η γνωστή ιστορία. Όταν ήμουν νέος, ήθελα να μεγαλώσω. Τώρα που μεγάλωσα, δεν νιώθω και τόσο σίγουρος μ' αυτό", λέει με αυτοσαρκασμό στη συνέντευξη που έδωσε τον περασμένο Οκτώβριο στον Tim Adams του "Observer", με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του άλμπουμ. Παρακάτω συμπληρώνει: "Ο Jimmy Stewart σταμάτησε να κάνει ταινίες γιατί τον χάλαγε η εικόνα του στην οθόνη. Εγώ είμαι περισσότερο ο τύπος που λέει: Ναι, δείχνω χάλια, αλλά σκοπεύω να μείνω, να δω πού θα με βγάλει..."
Προφανώς, εκεί που βγάζουν πάντα τα τραγούδια: Σε μια εύφορη κοιλάδα όπου το πέσιμο στην ανία διαρκώς αναβάλλεται. Εκεί που διασπούν τον χρόνο η νοσταλγική ατμόσφαιρα του "Pay Me" και η country & western μελιστάλαχτη υπερβολή του "Back in the Crowd". Που το παρελθόν ξετρυπώνει μέσα απ' τα διάκενα του πατώματος κάποιου φτηνού μοτέλ στον αυτοκινητόδρομο "66" και τα βυθισμένα στους καπνούς και το μπέρμπον blues πλάνα του "Kiss Me", στοιχειώνουν τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Εκεί που υπάρχει η rock 'n' roll διάθεση του "Get Lost" σαν κάποιος να θέλει να κάνει πλάκα μιμούμενος τον Έλβις όπως θα τραγουδούσε στα 80 του - αν ζούσε. Κάπου ανάμεσα στον πρωτόγονο ήχο του "Chicago", με το λαχανιασμένο up tempo ρυθμικό μέρος, την πρόζα και θεατρική διάσταση στο "Bad as Me" και στην unpluged αυθεντικότητα του "Last Leaf", παρέα με τον θρυλικό Keith Richards των Stones στις κιθάρες και τα φωνητικά. Για να καταλήξει, χωρίς ν' αλλάξει διόλου το σκηνικό, στις folk αποχρώσεις του Nτίλαν στο "New Year's Eve"... Ποιανού χρόνου άραγε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου