Σάββατο 27 Μαΐου 2017

η συμπλήρωση ενός χρόνου από τις καταστροφικές επεμβάσεις, στις 14/15/16 Μαΐου 2016, στο Ιστορικό διατηρητέο Μνημείο της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδας Γιαννωτών]

ενα κειμενο που βρηκα μες στο αχανη διαδικτυο
Γιαννωτά Ελασσόνας
‘’Πάρθηκεν από Μάγους το σώμα του Μαγιού
Το 'χουνε θάψει σ' ένα μνήμα του πέλαγου
Σ' ένα βαθύ πηγάδι το 'χουνε κλειστό
Μύρισε το σκοτάδι κι όλη η Άβυσσο.
Θέ μου Πρωτομάστορα μ' έχτισες μέσα στα βουνά
Θέ μου Πρωτομάστορα μ' έκλεισες μες στη θάλασσα!’’
Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης.

Οι Μάγοι ορίζουν τον χαρακτήρα των καιροσκόπων, των φαινομενικά ισχυρών, αυτών
που κατέχουν την υποτιθέμενη γνώση. Οι δράσεις τους, και οι πράξεις τους έχουν
πάντα σκοπό τον εντυπωσιασμό και τον ευδαιμονισμό των πολλών, αλλά και
την παραπλάνηση τους.
Αυτά που προτάσσουν και επιβάλουν, λειτουργούν ως εμπόδια και αναχώματα, εμποδίζουν στο φως να λάμψει, να διαλύσει το σκοτάδι και αυτά που κρύβει.
Οι πολλοί όμως δεν είναι μόνο θιασώτες και χειροκροτητές αυτών, αποτελούν
και το προκάλυμμα τους.
Προτάσσουν δήθεν το κοινό καλό και την υποτιθέμενη ισχύ της πλειοψηφίας ,
τα άλλοθι αυτών που αυθαιρετούν , ενάντια στην επιχειρηματολογία και την διαλεκτική των ανοικτών χώρων.
Υπάρχουν όμως και αυτοί που θαρραλέα στέκονται στην αντίπερα όχθη.
Το χρέος εδώ είναι αιτία αντίδρασης και δράσης και η αλήθεια είναι ο μόνος
υπαρκτός λόγος .
Η ατομική πορεία είναι στίγμα και σημείο που δεν αναιρείται και οι πράξεις
είναι απόρροια αυτών, όλα απαραίτητα στοιχεία για τον προσδιορισμό, την αυτογνωσία.
Η ειλικρίνεια και η αλήθεια είναι έννοιες ταυτόσημες και σκληρές , απαιτούν
αντίληψη και καθαρότητα.
Οι πέτρες όμως ακόμα στον σωρό σιωπούν και η μνήμη αναπλάθει γρήγορα
αυτά που γκρεμίστηκαν, η πραγματικότητα όμως είναι εκεί, διαφορετική πολύ
πιο σκληρή.
Είναι δύσκολο ή και αδύνατο να βρεθούν αιτίες και δικαιολογίες για μια τέτοια
πράξη, πόσο μάλιστα να γίνει κατανοητή η μετέπειτα στάση και πορεία των μετεχόντων, οι πρακτικές όμως γνωστές από τον χρόνο.
Η ευκολία και η ελαφρότητα με την οποία πάρθηκαν αποφάσεις αιφνιδιάζουν.
Η άνεση και η απλότητα με την οποία σβήστηκαν ίχνη αιώνων και βεβηλώθηκε
το ιστορικό αποτύπωμα τρομάζουν.
Η εισαγωγή εννοιών όπως νέο, παλιό δεν αναδιοργανώνουν αλλά ισοπεδώνουν , γκρεμίζουν , καταστρέφουν.
Όλες όμως οι ατέρμονες προτάσεις, οι μετέωρες θεωρήσεις καταδεικνύουν το μέγεθος της ανικανότητας , της ανεπάρκειας, της ασχετοσύνης.
Όλοι αυτοί που προασπίζουν τα ιδανικά και το κοινό καλό, ίσως πρέπει να κοιτάξουν πίσω τους . Η απόσταση από τον χώρο μακραίνει, τα σημεία αναφοράς χάνονται σιγά – σιγά, μαζί και τα άλλοθι.
Η ψευδεπίγραφη λάμψη και η πρόσκαιρη αίγλη, μαζί και το χειροκρότημα, που τους είναι τόσο απαραίτητα, σβήνουν εύκολα. Η πραγματικότητα στέκεται
απέναντι τους, αποκρυσταλλωμένη, τραχιά, αμείλικτη.
Όσο οι φωνές των άλλων σιωπούν στην βουή, γίνονται συμμέτοχοι σε αυτά που έπονται.
Όλοι όμως θέλουν το καλό μας, για αυτό κοπιάζουν και αγωνιούν, το ζητούμενο είναι να μην επιτρέψουμε να το πάρουν εύκολα…
[Αφορμή για το παρόν η συμπλήρωση ενός χρόνου από τις καταστροφικές επεμβάσεις, στις 14/15/16 Μαΐου 2016, στο Ιστορικό διατηρητέο Μνημείο της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδας Γιαννωτών]    Οταν γκρεμισαν τα ερειπια του περιβολου [κελια μπουχαρι]  για να  κανουν την πλατεια[ ομορφη μου φαινεται.].............. Αλλα .........διαγραψαν  την ιστορια του χωριου μου του πατερα μου του παππου μου του γειτονα του κοντοχωριανου του τοπου που με τις ιστοριες του μεγαλωσα Με ποναει που τοσο ευκολα το κανουν καποιοι ξενοι ως προς τον τοπο μας στον βωμο της αναπτυξης και οτι αλλο σκεφτουν  
Φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα.

Παρασκευή 26 Μαΐου 2017

Δικαιοσύνη, γ@μώ τον Χριστό σας!


Η άγρια χαρά που προκάλεσε σε μεγάλο μέρος των Ελλήνων η επίθεση στον Λουκά Παπαδήμο, δεν μου προκάλεσε έκπληξη.
Το μίσος είναι πια ο μόνος δρόμος για πολλούς Έλληνες.
Η μόνη χαρά που θα βρίσκουν πια οι Έλληνες είναι να χορεύουν πάνω στους τάφους αυτών που θεωρούν πως διέλυσαν τις ζωές τους και τη χώρα τους.
Θα πεθαίνει ο πολιτικός και θα γίνεται πάρτι.
Οπωσδήποτε, δεν είναι όμορφο και υγιές να χαίρεσαι με τον τραυματισμό ή τον θάνατο του άλλου.
Είναι η ζωή που οφείλεις να χαίρεσαι και να γιορτάζεις.
Αλλά για πολλούς Έλληνες ισχύει το «Στην Ελλάδα πια δεν έχουμε ζωή».
Ζωή στην Ελλάδα έχουν αυτοί που διέλυσαν, ξέσκισαν και ξεπούλησαν τη χώρα.
Μια χαρά την περνάνε οι πρώην πρωθυπουργοί, οι πρώην Παπαδήμοι. Ζωή και κότα.
Είναι σοκαριστικό να βλέπεις τις οικογένειες των πολιτικών και των ολιγαρχών που ξέσκισαν τη χώρα και τη ζωή σου να την περνάνε φίνα και πλουσιοπάροχα, ενώ ξέρεις πως εσύ δεν θα σηκώσεις κεφάλι ποτέ.
Όποιος νομίζει πως αυτό δεν προκαλεί άγρια οργή και ανωμαλία, είναι στην καρακοσμάρα του.
Η Ελλάδα είναι η χώρα που χρεοκόπησε και κανείς υπεύθυνος δεν οδηγήθηκε στην Δικαιοσύνη.
Η Ελλάδα είναι η χώρα που ένας εκλεγμένος πρωθυπουργός ανατράπηκε και στην θέση του τοποθετήθηκε ένας τραπεζίτης, ο δοτός πρωθυπουργός Παπαδήμος.
Η Ελλάδα είναι η χώρα στην οποία ανατράπηκε το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος.
Και αυτοί που κατέλυσαν το Σύνταγμα και την Δημοκρατία -μετατρέποντας και επίσημα την Ελλάδα σε προτεκτοράτο και φέρνοντας την απόλυτη ανωμαλία-, μιλάνε σήμερα για Δημοκρατία που δέχεται πλήγμα από την επίθεση στον τραπεζίτη και δοτό πρωθυπουργό Παπαδήμο.
Την Δημοκρατία σας να την βάλετε στον κώλo σας.
Δηλαδή εκεί που βάλατε και την Δικαιοσύνη.
Ο αυταρχισμός σας έγινε τυραννία.
Και η τυραννία στην Ελλάδα γεννήθηκε.
Ο μόνος δρόμος για να υπάρξει ξανά η Ελλάδα είναι η Δικαιοσύνη.
Δικαιοσύνη, γ@μώ τον Χριστό σας! (Τον δικό σας Χριστό, όχι τον δικό μου.)
(Μην πυροβολείτε τον αγγελιοφόρο. Από την πρώτη ημέρα της χρεοκοπίας της Ελλάδας, γράφω πως η Ελλάδα δεν έχει καμία ελπίδα αν δεν αποδοθεί Δικαιοσύνη. Γράφω πως με λιγότερα χρήματα μπορούμε να ζήσουμε αλλά χωρίς Δικαιοσύνη είμαστε τελειωμένοι. Δεν σκοτώνουν οι λέξεις. Η απουσία Δικαιοσύνης σκοτώνει. Η βία αντιμετωπίζεται με Δικαιοσύνη. Ο καθένας ας αναλάβει τις ευθύνες του.)

Σάββατο 13 Μαΐου 2017

Το μυστικό του βλάκα

Μπρεχτ:

Το μεγάλο μυστικό του βλάκα

«Πάντα υπάρχουν αρκετοί βλάκες για να σχηματίσουν μια πλειοψηφία. Αυτό είναι το μυστικό όπλο του βλάκα»
«Ποιο είναι το μεγάλο μυστικό του βλάκα;» ρώτησαν κάποτε τον κ. Κόινερ «Αυτό που τον κάνει ακατανίκητο, ανυπέρβλητα κακό και πάντα νικητή;»
«Το μεγάλο μυστικό του βλάκα, για να σκεφτώ λίγο. Ε, μάλλον ότι δεν του περνά καν από το μυαλό, δεν διανοείται ότι μπορεί για μια στιγμή να ‘χει άδικο. Κι αν του περάσει μια στάλα υποψίας από το μυαλό, γρήγορα τη διώχνει. Αυτός βλαξ; Ποτέ των ποτών. Οι άλλοι είναι πάντα. Έτσι γίνεται αδίσταχτα θρασύς, υπέροχα επικίνδυνος, ανυπέρβλητα αλαζονικός. Και πείθει. Γιατί πάντα υπάρχουν αρκετοί βλάκες για να σχηματίσουν μια πλειοψηφία. Αυτό είναι το μυστικό όπλο του βλάκα. Μα γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να εξολοθρεύουμε τη βλακεία, γιατί κάνει βλάκες αυτούς που τη συναντούν».
«Άραγε η βλακεία οδηγεί στην κακία ή η κακία οδηγεί στην βλακεία;»
«Ούτε το ένα ούτε το άλλο» απάντησε ο κ Κόινερ. «Και τα δυο δεν είναι παρά συμπτώματα. Η βαθύτερη αιτία είναι η δυσανεξία απέναντι σε ένα Απύθμενο εσωτερικό κενό. Ο Βλάξ το Υποψιάζεται, αλλά καθώς αδυνατεί να το παραδεχτεί, το Απωθεί. Το παραγεμίζει είτε σωματικά -λαιμαργία- είτε στρεφόμενος προς τον εξωτερικό κόσμο: με κακία. Προσπαθώντας να επιβάλλει την εξουσία του ελπίζει να ξεχάσει την εσωτερική του κενότητα, αλλά εκείνη επιστρέφει τα βραδιά καθώς ετοιμάζεται να κοιμηθεί ή τα πρωινά λίγα δευτερόλεπτα πριν ανοίξει τα ματιά του. Φαύλος κύκλος».
«Ποιες δραστηριότητες επιλέγει συνήθως ο Βλάκας;»
«Επειδή είναι ανασφαλής επιλεγεί δραστηριότητες που του δίνουν μια Ψευδαίσθηση παντοδυναμίας. Καθώς είναι περιορισμένος στην Βλακεία του διαθέτει και ορισμένα πλεονεκτήματα: Οργανωτικότητα, επιμονή και υπομονή, Τα καταφέρνει συνήθως να οικειοποιείται δουλειές άλλων. Εξάλλου διαθέτει και ένα σπάνιο χάρισμα: δεν έχει καθόλου την αίσθηση της Ευγνωμοσύνης. Καθώς επίσης είναι και βλάκας δεν μπορεί να διανοηθεί ότι κάνει κάτι το κακό, όταν καρπώνεται τον πνευματικό ή μη μόχθο, άλλων.»
«Ποια Ύπαρξη ενοχλεί περισσότερο τον Βλάκα;»
«Η αλογόμυγα. Γιατί τον βάζει σε υποψίες αυτογνωσίας».
«Ναι κύριε Κόινερ. Αλλά γιατί από την άλλη η αλογόμυγα πάει και κολλάει στα μούτρα του Βλάκα;»
«Διότι δεν μπορεί να ανεχτεί την Βλακεία. Αυτή είναι η μοίρα της αλογόμυγας».
«Και γιατί ο Βλάκας παρόλο που είναι πιο δυνατός δεν εξοντώνει την Αλογόμυγα;»
«Γιατί είναι βλάκας και υπερβολικός. Προσπαθεί να την εξοντώσει με κανονιές. Μονό ένας βλάκας θα προσπαθούσε να εξοντώσει μια Αλογόμυγα με κανόνι».
«Και ποια θα ήταν η λύση;»
«Η λύση θα ήταν να έπαυε να είναι Βλάκας. Αλλά καθώς αυτό είναι αδύνατον δυστυχώς δεν υπάρχει λύση: Ούτε για τον βλάκα αλλά και ούτε για την Αλογόμυγα».
«Και δεν είναι Τραγικό για τον Βλάκα να πρέπει να υποφέρει διαρκώς την ενοχλητική του Αλογόμυγα;»
«Ε όχι και τόσο. Τι να πούνε και όσοι θα πρέπει να υποφέρουνε τον βλάκα;»
«Πως είναι δυνατόν ο Βλάξ να μην έχει καθόλου την αίσθηση του χιούμορ;»
«Στην ουσία η έκλειψη Χιούμορ προστατεύει τον βλάκα. Διότι αν είχε στοιχειώδη αίσθηση του Χιούμορ δεν θα έπαιρνε και τον εαυτό του τόσο σοβαρά, οπότε θα έπαυε να’ ναι και βλάκας».
«Και ποια είναι τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της Βλακείας;»
«Ας τα πάρουμε ένα-ένα. Πρώτα απ όλα ο Βλάξ δεν έχει καμιά ικανότητα μεταφορικής σκέψης. Τα παίρνει όλα κυριολεκτικά. Έτσι αδυνατεί να καταλάβει πότε ο συνομιλητής του μεταφέρει μια άποψη άλλων από την άποψη του ιδίου του συνομιλητή του. Δεν μπορεί να αντιληφθεί την εντός εισαγωγικών φράση. Παράδειγμα, λέει η Βίβλος “Ο Άφρων είπε: Δεν υπάρχει Θεός” και λέει ο Άφρων (δηλαδή ο Βλάξ) «Είδατε; Το λέει και η Βίβλος. Δεν υπάρχει θεός».
«Δηλαδή τι θέλετε να μας πείτε κ Κόινερ; Ότι υπάρχει Θεός;»
«Αγαπητό μου παιδί. Δεν ξέρω αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός. Εκείνο για το οποίο είμαι Βέβαιος είναι ότι η Ανθρώπινη Βλακεία είναι Ακατανίκητη, κυριολεκτικά».
Ιστορίες του κ. Κοϊνερ του Μπέρτολτ Μπρέχτ, εκδ. Πατάκη. O Μπέρτολτ Μπρεχτ (10 Φεβρουαρίου 1898-14 Αυγούστου 1956) ήταν Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε ως Eugen Berthold Friedrich Brecht. Θεωρείται ο πατέρας του «επικού θεάτρου» (Episches Theater) στη Γερμανία. Κάποια από τα έργα του είναι η Όπερα της Πεντάρας, Ο καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία και Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν.

Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

Ο νέος βολεμένος άνθρωπος


Ενας τύπος ανθρώπου που ευδοκιμεί σήμερα, ανάμεσα σε πολλούς άλλους που έχει διαμορφώσει η εφταετία των μνημονίων, είναι αυτός του βολεμένου, δεξιού ή αριστερού πλέον δεν έχει καμία σημασία. Εχει τη δουλίτσα του, το σπιτάκι του, το αυτοκινητάκι του και λέει ότι καλά είναι εκεί, αδιαφορεί πά' να πει για τους πάσχοντες και τους απεγνωσμένους, για τους χιλιάδες επαίτες που συναντούμε σε κάθε βήμα μας.
Εχει πάψει πια να αναζητεί νέες μορφές πολιτικής δράσης, που πιθανώς θα έβγαζαν από το αδιέξοδο τη χώρα. Αρκείται στο κλασικό μοτίβο τού ποιος κατέχει την εξουσία· ε, με αυτόν θα πορευτεί και ας είναι ο εξουσιάζων ένας μικρός τύραννος.
Οχυρωμένος συνήθως πίσω από την ιδεολογία του, η οποία έχει συγκροτήσει την κοσμοεικόνα του, έχει πάψει να ακούει ή να συνομιλεί ή να νοιάζεται για τις δυσμενείς για τους πολλούς εξελίξεις γύρω του. Αρνείται εναλλακτικές λύσεις και τη βαθιά υπαρξιακή - φιλοσοφική - πολιτική έννοια της αλληλεγγύης και σχεδόν ειρωνεύεται όσους προσπαθούν να ζήσουν «εκ των ενόντων» ή αναζητούν κάτι πιο ίσο, πιο ανθρώπινο για τις κοινωνίες.
Δεν ταράσσεται. Δεν του περισσεύουν δάκρυα. Δεν συμπάσχει. Εύκολα απαξιώνει «ιερά πρόσωπα» που εκφράζουν διαφορετική από τη δική του άποψη. Δεν γνωρίζει το μέτρον. Αγνοεί την ευγένεια. Πηγαίνει σε πολιτιστικές εκδηλώσεις, βάρβαρον, όμως, έχων ψυχή. Είναι ενήμερος περί τα «κοσμικά» (και τα αθλητικά βεβαίως - φτωχέ Ξενοφάνη...)
Ομιλεί χυδαία, θεωρώντας ο καψερός ότι μιλάει λαϊκά (μπορεί να σου πετάξει και στα μούτρα ότι «δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα, υπάρχουν χυδαίοι άνθρωποι»).
Εύκολα μετατρέπει μια συλλογική «επιτυχία» σε προσωπική (του)· κοκορεύεται και αυτοεπαινείται χωρίς ενδοιασμό. Α, πλειστάκις (πάντοτε, εννοείται) αυτοχαρακτηρίζεται αριστερός. Τον μπαγάσα· αδυνατεί να κατανοήσει ότι εξευτελίζει την ίδια την Αριστερά και όσους έχουν πραγματικά πονέσει γι' αυτήν. (Ποια Αριστερά, και μ.... Την εξουσία να διατηρήσουμε πάση θυσία - όσοι διαφωνούν είναι πολύ αριστεροί, άρα ανεδαφικοί ή, ακόμη ακόμη, δεξιοί).
Ο βολεμένος απαντά σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, σε όλες, μάλλον, τις πολιτικές φατρίες - ακόμη κι ένας αχθοφόρος ονειρεύεται έναν ή πολλούς υφισταμένους του. Εντάξει, δεν είναι γέννημα θρέμμα της κρίσης (πάντοτε υπήρχε), απλώς τώρα οράται και μέσα στην Αριστερά - κι έτσι μάθαμε ότι το ηθικό της πλεονέκτημα ήταν ένας συγκεκαλυμμένος τρόπος της μνησικακίας και της αδυναμίας για κατάληψη της εξουσίας.
Θα πει κανείς, λειψή είναι η παιδεία μας, έτσι είναι οι άνθρωποι - μπα; Και η γλώσσα; Ο πολιτισμός; Η αλληλεγγύη; Καλά, τώρα. Ρομαντισμοί παλιάς κοπής, θα πει ο επικρατών νέος τύπος του βολεμένου, πιο επικίνδυνος ίσως τύπος και από τον κόλακα και τον ρουφιάνο. (Μην ταυτίσουμε τις τρεις έννοιες - θα αδικηθούν μερικοί «αφελείς» που δεν ξέρουν πού πάν' τα τέσσερα).

Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

Ταξίδι στον Άδη (ένα κείμενο για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο)

Βασίλης Ραφαηλίδης
Το παρακάτω κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.eranistis.net/wordpress
Σκηνή από το ‘Ταξίδι στα Κήθυρα’
Ταξίδι στον Άδη
του Βασίλη Ραφαηλίδη
Το Ταξίδι στα Κύθηρα είναι ένα ταξίδι που δεν γίνεται· γιατί τα Κύθηρα δεν υπάρχουν. Περισσότερο από γεωγραφικός, τα Κύθηρα είναι ο μυθικός χώρος της «άφατης ευτυχίας» του Antoine Watteau και της «δύσκολης επιτυχίας» του Charles Baudelaire Η «Επιβίβαση για τα Κύθηρα», το πιο διάσημο ζωγραφιστό πλοίο που «ναυπήγησε» με το χρωστήρα του ο Watteau για τις ανάγκες των «ερωτικών γιορτών» του, τούτη την πιο ψηλή κορφή του ροκοκό, δεν ήταν κι αυτή παρά μία απ’ τις πολλές γιορτές της καλπαστικά ανερχόμενης γαλλικής αστικής τάξης των αρχών του 18ου αιώνα. Από το 1717 που εκτέθηκε για πρώτη φορά τούτος ο -κυριολεκτικά και μεταφορικά- μυθικός πίνακας, μέχρι το 1789, μας χωρίζουν μόλις 72 χρόνια. Είναι τα χρόνια που οι fetes galantes του Watteau θ’ αρχίσουν να γίνονται μονότονες, έτσι όπως επαναλαμβάνονται μονότονα στους κήπους και τα πάρκα, και θα ετοιμαστούν να εκτοπίσουν απ’ τα ανάκτορα του Κεραμεικού, περνώντας από τη Βαστίλη, τις βασιλικές «ερωτικές γιορτές». O Watteau είχε όλο το δικαίωμα να είναι κωμικά αισιόδοξος: η αστική τάξη δεν έχει καταλάβει ακόμα την εξουσία κι είναι ζωηρή και ευδιάθετη, γιατί ονειρεύεται από τώρα την επιβίβασή της για τα Κύθηρα.
Όμως, στα μέσα του 19ου αιώνα, ο Baudelaire, που πόθησε όσο κανείς το ονειρεμένο ταξίδι, θα διαπιστώσει πως όλα τα πλοία για τα Κύθηρα έχουν βουλιάξει. Το «Κάλεσμα σε ταξίδι» δεν είναι παρά το ειρωνικό ποιητικό «διάβασμα» του διάσημου πίνακα του Watteau, που τον γνώριζε καλά τούτος ο σπουδαίος τεχνοκρίτης και ποιητής, ο πρώτος που κατάλαβε πως τα Κύθηρα δεν υπάρχουν παρά μόνον ως συνώνυμο της ουτοπίας. Και γι’ αυτό συνιστούσε, για αντιστάθμισμα, «να είμαστε συνεχώς μεθυσμένοι από κρασί, από ποίηση ή από αρετή, κατά την προτίμησή μας», χωρίς, παρ’ όλα αυτά, να ξεκολλάει απ’ το ταραγμένο μυαλό του το μεγάλο όνειρο που επέβαλε ο Watteau και που γρήγορα ξεθώριασε: «Όλα εκεί τάξη και ηδονή – χλιδή, γαλήνη, καλλονή» O «παρακμίας» Baudelaire θα επιχειρήσει το δικό του ταξίδι στα Κύθηρα μέσα απ’ το όπιο, εγκαινιάζοντας έτσι μια καινούργια εποχή στα ποιητικά «ταξίδια», που συνεχίζεται. Βρισκόμαστε ήδη πολύ μακριά απ’ το 1789, κι ακόμα πιο μακριά απ’ το 1717, τη χρονιά που ο Watteau έφερε στα Κύθηρα, με το περίφημο καράβι του, πάνω από σαράντα Έρωτες, οι οποίοι περιβάλλουν από παντού τους πανευτυχείς ταξιδευτές. (Οι μελετητές απέδειξαν πως η «Επιβίβαση για τα Κύθηρα» έχει λανθασμένο τίτλο· γιατί πρόκειται σίγουρα για αποβίβαση κι όχι για επιβίβαση. Κάπου τα μπέρδεψε ο Watteau μέσα στον ενθουσιασμό του, αλλά αυτό έχει πολύ μικρή σημασία: είτε πρόκειται για ταξίδι που θα γίνει, είτε για ταξίδι που έγινε, το σημαντικό είναι πως ο Watteau δεν αμφιβάλλει για τη σκοπιμότητα και την επιτυχία του ταξιδιού.)

Watteau, Προσκύνημα στα Κήθυρα (1717)

Το ταξίδι στα Κύθηρα το επιχείρησαν δύο Γάλλοι – καθένας με τον τρόπο του και τα μέσα της δικής του τέχνης. Το ίδιο ταξίδι, αλλά, αυτή τη φορά, απ’ την Ελλάδα στην Ελλάδα, θα το σχεδιάσει, αλλά δεν θα το κάνει, γιατί, όπως είπαμε, τα Κύθηρα δεν υπάρχουν, ένας έλληνας κινηματογραφιστής, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, που γνωρίζει τους Γάλλους καλά και τους Έλληνες καλύτερα.
Τώρα πια, αυτοί που ονειρεύτηκαν ένα ταξίδι στην Ελλάδα, είναι οι Έλληνες, που αναρωτιούνται πού βρίσκεται αυτή η μυθική χώρα: Είναι σίγουρο πως η χώρα στην οποία ζούμε είναι η Ελλάδα; Κι αν είναι η Ζουλουλάνδη με ψευδώνυμο; Αν τα Κύθηρα, κατά τους γεωγράφους, είναι νήσος ελληνική, κι αν τα Κύθηρα, κατά τους ποιητές, είναι μόνο μύθος, τότε μια Ελλάδα με μυθικά Κύθηρα είναι κι αυτή, κατά πάσα πιθανότητα, μια χώρα μυθική· δηλαδή ανύπαρκτη.
Κι έτσι, εντελώς ξαφνικά, στον Watteau και στον Baudelaire έρχεται να κάνει παρέα ο Borges, με τους αντιστρέψιμους, λαβυρινθώδεις χώρους του, όπου ποτέ δεν μπορείς να διακρίνεις τα όρια του πραγματικού και του φανταστικού. (Άλλωστε, δεν έχουν καμιά σοβαρή σημασία αυτά τα όρια…) Μήπως, λοιπόν, στην ταινία του Αγγελόπουλου, τα Κύθηρα είναι υπαρκτά, ακριβώς γιατί είναι μυθικά; Η ελληνική Ιστορία είναι τόσο σπαρακτικά υπαρκτή εδώ, τόσο απίστευτα υπαρκτή, ώστε ακριβώς τούτο το απίστευτο είναι που τη μεταθέτει αυτόματα στην περιοχή του μύθου.
Λοιπόν, ένα ταξίδι στα Κύθηρα είναι τώρα πια ένα ταξίδι στον Άδη, που την είσοδό του συνεχίζουν να τη φυλάν οι Κέρβεροι. Το Ταξίδι στα Κύθηρα του Αγγελόπουλου σε καλεί σε μια κάθοδο στον Άδη της Ελληνικής Ιστορίας, όπου βρίσκονται ενταφιασμένα όλα τα «ελληνικά ιδανικά». Βέβαια, κανείς δεν είναι υποχρεωμένος ν’ ακολουθήσει την ποιητική περιήγηση σε τούτο τον «ου- τόπο». Ωστόσο, αυτό το ταξίδι στο μύθο διά της Ιστορίας και στην Ιστορία διά του μύθου μπορεί να έχει ένα πολύ πρακτικό αποτέλεσμα: να σου μάθει να διακρίνεις το μυθικό από το πραγματικό, έτσι ώστε, όταν λες: «Ζήτω η Ελλάς!», να ξέρεις, τουλάχιστον, περί ποίου πράγματος ομιλείς, διότι παρά πολύ συχνά συμβαίνει να απευθύνουμε την ευχή «να ζήσει» σ’ ένα πτώμα. Είπαμε πως στο Ταξίδι στα Κύθηρα δεν γίνεται κανένα ταξίδι στα Κύθηρα. Γίνεται, όμως, ένα φοβερό ταξίδι στην ελληνική Ιστορία. Και πριν αντιμετωπίσουμε τούτη την ιστορική ταινία (ιστορική, με τη διπλή έννοια: αναφέρεται στην Ιστορία και εγγράφεται από τώρα στην ιστορία του κινηματογράφου), πρέπει να δούμε τους γεωπολιτικούς όρους που κάνουν τούτο το ταξίδι ιστορικά ανέφικτο και κινηματογραφικά παράδοξο. Φυσικά, τα λίγα που θα πούμε παρακάτω, δεν αποτελούν προϋπόθεση για να κατανοήσει κανείς την ταινία· γιατί, όπως πάντα στον Αγγελόπουλο, η Ιστορία δεν υπάρχει ως παράθεση περιστατικών, αλλά ως στοχασμός πάνω σε ιστορικά γεγονότα, τα οποία έχουν γίνει μυθικά για τις ανάγκες μιας μυθοπλασίας που βρίσκεται πολύ μακριά απ’ το ρεαλισμό, αλλά όχι κι απ’ την πραγματικότητα. Ο Αγγελόπουλος δεν ήταν ποτέ ρεαλιστής με την τρέχουσα έννοια – ούτε καν στην Αναπαράσταση.

Watteau, Αναχώρηση για τα Κήθυρα (1717)

Το Ταξίδι στα Κύθηρα, λοιπόν, είναι ένα ταξίδι στην πίσω μεριά της ελληνικής Ιστορίας, τη συνήθως αόρατη για τους ιστοριοδίφες που συλλέγουν ιστορικά γεγονότα, με την ίδια (περίπου) έννοια που άλλοι συλλέγουν γραμματόσημα. O Αγγελόπουλος δεν είναι συλλέκτης γραμματοσήμων, κολλημένων πάνω στο σελιλόιντ. Είναι ένας άνθρωπος που ζει βαθιά την ιστορία του τόπου του. Γι’ αυτό και οι «ιστορικές» ταινίες του (Μέρες του ’36, Ο θίασος, Οι κυνηγοί, O Μεγαλέξαντρος, Ταξίδι στα Κύθηρα) φαίνονται τόσο απομακρυσμένες απ’ τη μεθοδολογία των ιστορικών εγχειριδίων και των επιστημονικών ιστορικών συγγραμμάτων, παρ’ όλο που δεν τους λείπει (κάθε άλλο, μάλιστα) η αυστηρή ιστορική τεκμηρίωση που λανθάνει πίσω απ’ το αισθητικό γεγονός και το υποβαστάζει με σιγουριά, χωρίς να το διαβρώνει. Οι ταινίες του Αγγελόπουλου είναι το πληρέστερο υπόδειγμα που γνωρίζουμε για την προσέγγιση της Ιστορίας από μια τέχνη που αρνείται (γιατί είναι εμπαιγμός) την αναπαράσταση παρωχημένων γεγονότων τα οποία δεν κατέγραψε «εν τω γίγνεσθαι» μια εκεί παρούσα κάμερα.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως, στην Αναπαράσταση, δε γίνεται τελικά η δικαστική αναπαράσταση του εγκλήματος – κι αυτό, για να μην μπει η κάμερα απατηλά στη θέση του αυτόπτη μάρτυρα. Άλλωστε, εκτός απ’ την περίπτωση της αυτοκτονίας του Μισίμα μπροστά στην τηλεοπτική κάμερα, ποτέ κανείς αυτόχειρας ή εγκληματίας δεν κάλεσε το κινηματογραφικό συνεργείο να παραστεί αδιάψευστος μάρτυρας στην πράξη του. Αυτό, το συνηθίζουν μόνο οι «επίσημοι». Η Ιστορία, ωστόσο, συνεχίζει να γράφεται πίσω απ’ τις δεξιώσεις, πίσω απ’ τα επιβεβλημένα διπλωματικά χαμόγελα. Αυτή την πίσω μεριά τής Ιστορίας προσπαθεί να «πιάσει» ο Αγγελόπουλος, και γι’ αυτή την πίσω μεριά της Ιστορίας δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν αδιάψευστα τεκμήρια. Το γεγονός, όμως, πως δεν έχουμε δει την πίσω μεριά της Σελήνης, δε σημαίνει και πως δεν υπάρχει. Πριν ακολουθήσουμε τον Αγγελόπουλο στο ταξίδι του στην πίσω μεριά της Ιστορίας της Ελλάδας των 35 τελευταίων ετών, καλό θα ήταν να ρίξουμε μια βιαστική ματιά στη συνοψίζουσα συμβολικά την ιστορία της Ελλάδας ιστορία της νήσου Κύθηρα, γνωστής και με το λαϊκό της όνομα Τσιρίγο. Τα Κύθηρα βρίσκονται στο νοτιότατο άκρο της Πελοποννήσου, Ν.Δ. του ακρωτηρίου Μαλέα. Κι ωστόσο, διοικητικά ανήκουν στην Αττική! Τούτο το γαιοδιοικητικό παράδοξο έρχεται να μπολιαστεί σ’ ένα δεύτερο: τα Κύθηρα, ως μορφολογία, ανήκουν στις Κυκλάδες. Κι ωστόσο, είναι το έκτο νησί των Ιονίων νήσων (το έβδομο είναι τα ακόμα πιο μακρινά Αντικύθηρα). Λοιπόν; Τα Κύθηρα ανήκουν στα Ιόνια νησιά; Ή ανήκουν στην Λακωνία; Τα Κύθηρα ανήκουν όπου τα τοποθετήσεις με μια απόφαση ή μια διοικητική πράξη. Τα Κύθηρα ανήκουν παντού… εκτός από τον εαυτό τους – όπως και η Ελλάδα. Τα Κύθηρα είναι ένας ου-τόπος (μια ουτοπία) με τόσο μπερδεμένη ιστορία, που κανείς ιστορικός δεν τα κατάφερε να την ξεμπερδέψει με επάρκεια, όπως και την «κυθήρεια» ελληνική Ιστορία.

Watteau, Αναχωρώντας για τα Κήθυρα (1709-1710)

Τα Κύθηρα υπήρξαν φοινικική αποικία, μινωική αποικία, μυκηναϊκή αποικία, σπαρτιατική αποικία, αθηναϊκή αποικία. Κι αργότερα, φράγκικη αποικία, βενετσιάνικη αποικία, τουρκική αποικία, γαλλική αποικία και, τέλος, αγγλική αποικία. Νεοελληνική αποικία γίνονται το 1863. Μ’ άλλα λόγια, τα Κύθηρα είναι η Αποικία, η σχεδόν πλατωνική Ιδέα της Αποικίας. Να γιατί πάντα ονειρεύονταν τα Κύθηρα Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι: ήταν ένας τόπος βολικός, καθότι αδέσποτος – όπως η Ελλάδα. Μάλιστα, από τότε που οι Φοίνικες έφεραν στα Κύθηρα τη Θεά Αστάρτη, που εκεί πολιτογραφήθηκε Ελληνίδα και βαφτίστηκε Αφροδίτη, και κυρίως από τότε που κτίστηκε εκεί ο περιλάλητος ναός της Ουράνιας Αφροδίτης, όλος ο κόσμος έμαθε πως στα Κύθηρα προσφέρονται ηδονές σε μια ατελείωτη ποικιλία. Συνεπώς, ένα ταξίδι στα Κύθηρα ήταν ένα ταξίδι στο πιο πυκνό κέντρο της ηδονικής ευδαιμονίας που το ονειρεύονταν επίμονα οι ποιητές, τουλάχιστον οι πριν απ’ τον 19ο αιώνα, γιατί, αργότερα, τα πράγματα δυσκόλεψαν, ακόμα και για τους ποιητές.
Για τους Αδελφούς Goncourt, η «Επιβίβαση για τα Κύθηρα» του Antoine Watteau «είναι ο έρωτας, αλλά ένας έρωτας ποιητικός, ένας έρωτας που ονειρεύεται και στοχάζεται, ένας έρωτας μοντέρνος, με τις νοσταλγίες του και τη γιρλάντα της μελαγχολίας του». Περίπου το ίδιο είναι και το Ταξίδι στα Κύθηρα του Αγγελόπουλου: ένας περιπλεγμένος με την Ιστορία και από την Ιστορία έρωτας δύο γέρων -ονειρικός, στοχαστικός, νοσταλγικός, μελαγχολικός. Τούτος ο έρωτας έχει ανάγκη από έναν τόπο για να σταθεί. Και η Ελλάδα δεν είναι πια τόπος ούτε να στέκεσαι, ούτε να ονειρεύεσαι, ούτε να ερωτεύεσαι. Η Ελλάδα, όπως και τα Κύθηρα, είναι ένας τόπος όπου οι μύθοι ευδοκιμούν πάντα, και οι άνθρωποι δυστυχούν πάντα.
Η Ελλάδα είναι σαν ένας κύκλος με πολλές περιμέτρους και κανένα κέντρο. Ένας τέτοιος κύκλος λέγεται φαύλος. Οι κυρίως ειπείν Έλληνες κατοικούσαν ή κατοικούν στην περίμετρο: Ιωνία (είναι συνεχείς οι αναφορές του Αγγελόπουλου στην Ιωνία), Πόντος, Παραδουνάβιες, Κύπρος, Οδησσός, Αίγυπτος, Τασκένδη, και σήμερα Γερμανία, ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδάς κ.λπ. Η «μητρόπολη» είναι ένας φανταστικός χώρος, και οι κατοικούντες σ’ αυτήν Έλληνες αισθάνονται οι μισοί μέτοικοι και οι άλλοι μισοί άποικοι στην ίδια τους την πατρίδα, που είναι σε κατάσταση μόνιμης εσωτερικής κατοχής απ’ τα όρνια.
Δεν είναι μόνο το ταξικό μίσος που χωρίζει τους ιθαγενείς Έλληνες σε «στρατόπεδα», είναι και η αταβιστική αίσθηση πως αυτό το χώμα δεν είναι καθόλου «δικό τους και δικό μας», όπως επιμένει να λέει αφελέστατα και ανιστόρητα το νεοπατριωτικόν ασμάτιον· είναι χώμα που ανήκει σε μια ξένη γη προς κατάκτηση: το κάθε άλλο παρά δίκαιο μοίρασμα των τούρκικων τσιφλικιών, που άρχισε το 1830, δεν ολοκληρώθηκε ακόμα, και το «πνεύμα του ουέστ», στη νοτιοβαλκανική του παραλλαγή, είναι πάντα ζωντανό εδώ. Οι Κλέφτες, που ήρθαν απ’ αλλού, έγιναν Ληστές από το 1840 μέχρι το 1940, συνεχίζοντας έτσι έναν απελευθερωτικό αγώνα που δεν τελείωσε. Βρισκόμαστε πάντα υπό την εσωτερική κατοχή των Κοτζαμπάσηδων. (Για τους Ληστές, τους Κοτζαμπάσηδες και το μεγάλο ελληνικό όραμα μιας αποτελεσματικής απελευθέρωσης, βλ. Μεγαλέξαντρο).
Οι παλιοί Κλέφτες (που νομιμοποιήθηκαν χάρη στην αίσια έκβαση του αγώνα τους) και οι κατοπινοί Ληστές (που νομιμοποιήθηκαν μόνο στη λαϊκή συνείδηση και τη λαϊκή παραφιλολογία) μετεξελίχθηκαν ιστορικά σε «ληστοσυμμορίτες» ή «κομμουνιστοσυμμορίτες» ή, απλά, «συμμορίτες» που συνεχίζουν και σήμερα να δρουν τρομοκρατικά, καθώς ήρθαν και σφηνώθηκαν άκρως ενοχλητικά μέσα στα όνειρα για ευδαιμονία που δημιούργησε στους Κοτζαμπάσηδες το Σχέδιο Μarshall, οικονομική συνέπεια του πολιτικού Σχεδίου Τruman (βλ. και Κυνηγούς).

Σκηνή από το ‘Ταξίδι στα Κήθυρα’, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος

Το πόσο αναίσχυντοι ήταν οι Κοτζαμπάσηδες με παπιγιόν ή χωρίς, μας το έδειξε ο Αγγελόπουλος με εκπληκτική ενάργεια και σαφήνεια στις Μέρες του ’36, όπου οι πραγματικοί συμμορίτες (χωρίς εισαγωγικά) προετοιμάζουν την «ευταξία» του Μεταξά, με αφορμή τις «αταξίες» του Ευταξία, που δεν είχε καταλάβει πως άλλο πράγμα είναι το αγγουράκι κι άλλο το κολοκυθάκι, με συνέπεια να μπερδευτούν πρόωρα τα λαχανικά στη ρώσικη (δηλαδή εγγλέζικη) σαλάτα που ήδη ετοίμαζαν οι Κοτζαμπάσηδες στην κουζίνα τους, γνωστή και με το ψευδώνυμο «Κοινοβούλιο».
Στο Θίασο, όλος ο θίασος της ελληνικής Ιστορίας βρίσκεται επί σκηνής. Τελικά, όμως, την παράσταση κλέβουν στην κυριολεξία οι Κοτζαμπάσηδες, κυρίως χάρη στην καλή σκηνοθεσία τού Scobie. Εδώ, δυστυχώς, οι «συμμορίτες» αυτοπεριορίζονται σε έξοχα σατιρικά άσματα, του τύπου «Το βρακί του Σκόμπι / είναι κόμποι κόμποι.», «επαναστατική» διασκευή ενός μπούγκι-μπούγκι του Glenn Miller. Αν, λοιπόν, το Δεκέμβρη τραγουδούσαν λιγότερο και πολεμούσαν περισσότερο (με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ που κρατήθηκαν εκτός Αθηνών), σίγουρα ο Αγγελόπουλος δε θα γύριζε το Ταξίδι στα Κύθηρα. Κι εκείνο το ιστορικό κέρδος θα ήταν μια μεγάλη απώλεια για τον κινηματογράφο. Λοιπόν, ουδέν κακόν αμιγές καλού – αν και, εδώ, το «καλόν» είναι τάξεως αισθητικής και όχι πολιτικής, πράγμα που θα το προτιμούσαμε, φυσικά. Γι’ αυτό, όμως, είναι η τέχνη: να μας παρηγορεί για μια απώλεια μ’ ένα κέρδος. Και οι κερδισμένοι, κατά κανόνα, δεν κάνουν τέχνη. Περιορίζονται στο να τρώνε τα κέρδη τους και, στην περίπτωση που μας απασχολεί, τα κονδύλια του Σχεδίου Marshall.
Λοιπόν, τούτη η χώρα κατοικείται μονίμως από «Έλληνες» και Έλληνες: για τη Δεξιά, Έλληνες είναι όσοι δήλωσαν τέτοιοι και όσοι έκαναν μια «δήλωση μετανοίας» για τον πρότερο αμαρτωλό ανθελληνικό τους βίο. Για την Αριστερά, Έλληνες είναι όσοι κατοικούν σ’ αυτή τη χώρα κι όσοι έχουν δικαίωμα να κατοικήσουν στο κράτος που έφτιαξαν οι Κλέφτες (και οι Αρματωλοί, που κι αυτοί επίσης ήταν Κλέφτες, αλλά αρχικά υπό την προστασία των Τούρκων, οι οποίοι αργότερα την απέσυραν, γιατί οι Αρματωλοί αποδείχθηκαν τελικά «μη νομιμόφρονες», καλή ώρα σαν κάποιους στρατιώτες του λεγόμενου «εθνικού στρατού», που βαρέθηκαν τη διατεταγμένη εθνικοφροσύνη και πέρασαν στο απέναντι χαράκωμα, όπου δεν πολεμούσες γιατί σε διέταζαν, αλλά γιατί το ήθελες).
O γερο-Σπύρος (Μάνος Κατράκης) είναι ένας (με «δεξιά» ορολογία) μη Έλληνας που ζει στην Τασκένδη απ’ το 1949· δηλαδή, ένας Έλληνας της περιφέρειας (ή του περιθωρίου, αν προτιμάτε έναν όρο με ασαφές νόημα), ο οποίος, όταν έρχεται με άδεια στην Ελλάδα, διαπιστώνει ότι η Ελλάδα δεν υπάρχει· υπάρχουν μόνο τα ουδέτερα διεθνή ύδατα και, πάνω σ’ αυτά, μια σχεδία που φέρει (είναι γι’ αυτόν φέρετρο) το σαρκίο του και τ’ όνειρό του σ’ έναν ου-τόπο που, κάτω από ομαλές συνθήκες, θα μπορούσε να είναι η πατρίδα του.

Σκηνή από το ‘Ταξίδι στα Κήθυρα’

O Σπύρος είναι ένας Βασιλιάς Ληρ που έχει χάσει το βασίλειό του στον εμφύλιο πόλεμο, ένας Δον Κιχώτης που πίστεψε πως το δόρυ είναι όπλο αποτελεσματικό στη μάχη με τον ανεμόμυλο της Ιστορίας, κι ένας Οδυσσέας που γυρίζει σπίτι του μετά από τριάντα τόσα χρόνια, για να βρει μια ονειροπόλα Πηνελόπη (Ντόρα Βολανάκη) κι έναν συγχυσμένο Τηλέμαχο (Giulio Brogi). Όμως, οι μνηστήρες έχουν ξεπουλήσει προ πολλού την Ιθάκη του, με συνέπεια, ένα ταξίδι που θα μπορούσε να είναι ταξίδι επιστροφής στην Ιθάκη, να καταλήξει σε ταξίδι στα Κύθηρα· δηλαδή, στον Μεγάλο Μύθο μιας πεθαμένης «ευτυχίας για όλους» που ενταφιάστηκε το 1949 στο κοιμητήρι του χωριού του – κι όλων των χωριών της Ελλάδας. Η Ιθάκη δεν υπάρχει πια – όπως στην Οδύσσεια του Καζαντζάκη.
Όμως, στο Ταξίδι στα Κύθηρα, τούτη την αντι-Οδύσσεια, ο Οδυσσέας δε φεύγει γιατί το θέλει· τον διώχνουν. Το έπος είναι ανέφικτο στον καιρό μας. Όλοι οι ήρωες έχουν πεθάνει, κι όσοι ζουν ακόμα, είναι ανεπιθύμητοι στον τόπο απ’ όπου αντλούσαν τη δύναμή τους. Το Ταξίδι στα Κύθηρα είναι μια ελεγεία για τον χαμένο στον ωκεανό Οδυσσέα, που δεν πρόκειται να ξαναβγεί στη στεριά, γιατί δεν υπάρχει πια η στεριά. Υπάρχουν μόνο τα Κύθηρα· δηλαδή ο μύθος της ευτυχίας που ονειρεύτηκε ο Watteau σε μια περίοδο μεγάλης ακμής της αστικής τάξης, η οποία εδώ, στην Ελλάδα, γνώρισε τις fetes galantes όψιμα και χάρη σε «δάνεια» που συνεχίζονται.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι μια ξένη χώρα για όλους: για τους «δεξιούς», γιατί δεν τα κατάφεραν ποτέ ν’ αποκτήσουν «εθνική» συνείδηση (δεν απέκτησαν καν συνείδηση), αφού εθνική συνείδηση δεν δημιουργείται με Σχέδια Marshall· και για τους «αριστερούς», γιατί μόνο τα δύο τελευταία χρόνια άρχισαν να μη νιώθουν μέτοικοι με προσωρινό διαβατήριο (όποιος ήθελε, μπορούσε να τους πάρει) στην ίδια τους την πατρίδα. Η Ελλάδα συνεχίζει να είναι «μια χώρα για εγκατάσταση», όπου, προς το παρόν, όλα είναι προσωρινά και αβέβαια. Πρέπει, συνεπώς, κάποτε να κατακτήσουμε την Ελλάδα, για να βρούμε μια πατρίδα εμείς οι Έλληνες. Αποκλείεται να ζούμε και να πεθαίνουμε μονίμως πάνω σε μια σχεδία που πλέει στα διεθνή ύδατα. Το ταξίδι στα Κύθηρα πρέπει να γίνει οπωσδήποτε, όσα πλοία κι αν βουλιάξουν καθ’ οδόν. Η ουτοπία είναι για να τη ζούμε. Και τα Κύθηρα υπάρχουν στο χάρτη· πρέπει, λοιπόν, να υπάρξουν και στη ζωή μας.
Το Ταξίδι στα Κύθηρα, όπως και οι άλλες ταινίες του Αγγελόπουλου, είναι μια ταινία που ψάχνει για τις εθνικές μας ρίζες, αλλά όχι στο Βυζάντιο (ο Αγγελόπουλος δεν είναι αστείο πρόσωπο). Ψάχνει για τις εθνικές μας ρίζες σε χάρτη πρόσφατης χαρτογράφησης όπου σημειώνεται η λέξη «Ελλάς» όχι όπως αρμόζει σε «σωστούς» χάρτες, και η λέξη «Έλλην», το ιδεολογικό και εννοιολογικό περιεχόμενο της οποίας πρέπει να προσδιοριστεί με σαφήνεια. Πριν, λοιπόν, μάθουμε τι σημαίνει «Ελλάς» (τα θούρια δεν έχουν να μας μάθουν τίποτα επί του προκειμένου), πρέπει να μάθουμε τι σημαίνει «Έλλην».
Ο γερο-Σπύρος ο αντάρτης, ο εξόριστος, ο πεισματάρης, ο ρομαντικός, ο απούλητος, ο γερο-Σπύρος που συνεχίζει ν’ αντιστέκεται σε μια εποχή γενικευμένης παθητικότητας, ο γερο-Σπύρος που αρνείται να «πουλήσει το χιόνι» για να γίνει χιονοδρομικό κέντρο στο χωριό του, ο γερο-Σπύρος που συνεχίζει να είναι «επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη» (διάβαζε: για το ιδιωτικό πορτοφόλι), ο γερο-Σπύρος που ξαναβρίσκει στα παλιά λημέρια του τις παλιές συνθήκες παρανομίας (δεν ξέχασε τη «γλώσσα των παρανόμων»), ο γερο-Σπύρος που συνεχίζει να χορεύει μέσα στα νεκροταφεία και να λέει μια «καλημέρα» στους πεθαμένους συντρόφους, ο γερο- Σπύρος, ο σπόρος απ’ όπου ίσως κάποτε φυτρώσουν κι άλλα δέντρα στην άκρη του νεκροταφείου, ο γερο-Σπύρος ο ανεπιθύμητος στην πατρίδα του, είναι ο ΕΛΛΗΝΑΣ.

Σκηνή από το ‘Ταξίδι στα Κήθυρα’

Όμως, στην Ελλάδα υπάρχουν πάντα «κυνηγοί» που κυνηγούν στα χιόνια. Τα χιόνια, όμως, δεν είναι για πούλημα – το ξέρουμε ήδη. Είναι για να κρύβουν μέσα τους το όνειρο, που συνεχώς θα το βρίσκουν μπροστά τους οι απόγονοι των Κοτζαμπάσηδων, κάθε φορά που βγαίνουν για κυνήγι. Σε κάθε λακκούβα όπου θα ’λιωνε το χιόνι, θα αποκαλυπτόταν πάντα το μυστηριώδες πτώμα του Αντάρτη, ίσα ίσα για να διατηρείται ο πανικός, αλλά και η Ελπίδα. Το «φάντασμα» του Βελουχιώτη πλανάται παντού. Και τούτο το «φάντασμα» είναι πραγματικό όσο τίποτα.
Οι τωρινοί κυνηγοί (οι «Αρχές») δε βρήκαν κανένα πτώμα στα χιόνια· γιατί στο Ταξίδι στα Κύθηρα δεν υπάρχουν ούτε πτώματα, ούτε χιόνια.
Υπάρχει μόνο νερό· κι ένας ζωντανός άνθρωπος, ο Σπύρος, που έρχεται απ’ τον ωκεανό και ξαναγυρίζει στον ωκεανό. Ο ωκεανός για τον Σπύρο δεν είναι τάφος· είναι λίκνο. Ίσως σε μια άλλη ταινία του Αγγελόπουλου, το πτώμα να το βρουν ψαράδες. Ο Σπύρος της ταινίας Ταξίδι στα Κύθηρα και ο αντάρτης τής ταινίας Οι κυνηγοί είναι δύο εκδοχές του ίδιου μύθου· μόνο που, τώρα, ο μύθος είναι σοβαρός και πένθιμος, όπως ταιριάζει στο θάνατο κάθε παλικαριού.
Και στο θάνατο κάθε «προοπτικής»· γιατί στην ταινία διασταυρώνονται συνεχώς δύο θάνατοι: ένας βιολογικός και ιστορικός, που επίκειται και «βοηθιέται» απ’ τις «Αρχές», κι ένας συμβολικός, που έχει ήδη τελεστεί: ο γιος του Σπύρου, ο Αλέξανδρος, είναι ο Αλέξανδρος του τελευταίου πλάνου του Μεγαλέξαντρου, που έφυγε από κείνη την ταινία για να βρει καταφύγιο σε τούτη. Είναι, ακόμα, το ορφανό παιδάκι της Αναπαράστασης που, καθώς μεγάλωσε, έγινε σκηνοθέτης.
Μα πώς να ’σαι δημιουργός μέσα σε μια χώρα που δεν υπάρχει παρά μόνο για τους Κοτζαμπάσηδες και τους κολαούζους τους; Τι σημαίνει να δημιουργείς για τους Έλληνες, όταν αυτοί, όντας ξένοι οι ίδιοι, σε θεωρούν ξένο στον ίδιο σου τον τόπο, που εσύ, ωστόσο, τον ξέρεις και τον αγαπάς όσο λίγοι; Επί του βαρβαρικού προκειμένου, οι λύσεις είναι δύο: ή παίρνεις των ομματιών σου και γίνεσαι κι εσύ περιφερειακός, όπως τόσοι άξιοι σε τούτον τον ου-τόπο, ή δίνεις εδώ, στον τόπο σου, τον αγώνα σου μέχρι τέλους, έτοιμος να δεχτείς μια μοίρα ανάλογη μ’ αυτήν του Σπύρου.
O Αλέξανδρος (δηλαδή ο Αγγελόπουλος) διάλεξε τη δεύτερη λύση: σε πείσμα όλων των ηλιθίων, θεωρεί τα Κύθηρα υπαρκτά, και το ταξίδι σ’ αυτά, εφικτό. Όλοι οι κυνηγοί (κι ένας διάολος ξέρει πόσοι τον κυνηγούν) δε θα καταφέρουν να στραγγαλίσουν το δικό του όραμα· γιατί ένας «σκηνοθέτης σε κρίση», που καταφέρνει να εντάξει την προσωπική του κρίση στην «εθνική κρίση», σίγουρα είναι ένας μεγάλος σκηνοθέτης. Δεν είναι καθόλου εύκολο να ενώσεις τις δύο συνιστώσες, την ιστορική και την υπαρξιακή, σε μία συνισταμένη. Και δε νομίζουμε πως υπάρχει ανάλογο στην παγκόσμια ιστορία του κινηματογράφου. Να ελπίσουμε πως θα βρεθούν πολλοί σ’ αυτόν τον ου-τόπο, που θα καταλάβουν πως εδώ έχουμε να κάνουμε με την πρώτη εθνική ελληνική ταινία; Θα ’θελα πολύ να είμαι αισιόδοξος· γιατί κι εγώ πιστεύω πως ένα ταξίδι στα Κύθηρα είναι πάντα εφικτό στο μέλλον.
Κινηματογραφικά Θέματα, τόμος 2, Αιγόκερως, Αθήνα 1985

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Αναγνώστες