Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

τιποτα σ αυτην την ζωη δεν ειναι τσαμπα

τελικα τιποτα σ αυτην την ζωη δεν ειναι τσαμπα  η Gmail  ζηταει λεφτα για να συνεχισω να κανω αναρτησεις γιατι λεει εχω καλυψει 1 giga  στις φωτογραφιες του  Picasa του χωρου που παρεχει οποτε θα σκεφτω πολυ αν συνεχισω να κανω αναρτησεις μου στειλαν αυτο το μηνυμα                                             
Ωχ! Ο αποθηκευτικός χώρος εξαντλήθηκε. Αυτή τη στιγμή χρησιμοποιείτε το 100% του ορίου των 1 GB για φωτογραφίες. Αναβάθμιση αποθηκευτικού χώρου
Οι φωτογραφίες αποθηκεύονται στον λογαριασμό σας στα Λευκώματα Ιστού Picasa και συμπεριλαμβάνονται στο δωρεάν χώρο αποθήκευσης 1 GB που διατίθεται για φωτογραφίες. Ο πρόσθετος χώρος αποθήκευσης που αγοράζετε μοιράζεται σε διάφορα προϊόντα Google, μαζί με το δωρεάν χώρο αποθήκευσής σας.                             [[ειναι και μια ευκαιρια για αποτοξινωση  απο το διαδικτυο να διαβασω και τα βιβλια που μαζευτηκαν]]

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

καπνα και καπνοπαραγωγοι

Οι μαζωχτάδες του καπνού, αυτοί οι δουλευτάδες!

http://e-oikodomos.blogspot.gr/

Περίπου δύο μήνες μετά το φύτεμα, έφθανε ο καιρός που ωρίμαζε ο καπνός κι έπρεπε να μαζευτεί. Το μάζεμα έπρεπε να γίνει στην ώρα του κι αυτό το γνώριζαν πολύ καλά οι καπνάδες: «ούτε άγουρα, ούτε πολύ γινωμένα» να ’ναι τα φύλλα του. Έτσι άρχιζαν οι μαζωχτάδες να μαζεύουν με τη σειρά τα καπνόφυλλα, χέρια, χέρια όπως τα ’λεγαν. Εκείνη την εποχή του μαζώματος, όλο το χωριό ήταν στο πόδι!

Οι μαζωχτάδες κινούσαν νύχτα-νύχτα, στις τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυχτα για τα καπνοχώραφα. Φορούσαν τα πιο παλιά ρούχα που είχαν, γιατί καταστρέφονταν από το χώμα και την κόλλα του καπνού, για να πάνε να μαζέψουν. Οι γυναίκες μεταμορφώνονταν σε γύφτισσες με τα μακριά φουστάνια, τις ποδιές ζωσμένες στη μέση, τα τσεμπέρια στο κεφάλι, τις κάλτσες τις «χουλαχού», τα παλιοπάπουτσα στα πόδια και το σακούλι με το ψωμοτύρι και το νερό στον ώμο…

Και οι άντρες με παλιά πουκάμισα και μπλούζες ξεθωριασμένες, με σακάκια στους ώμους για το κρύο, φθαρμένα παντελόνια, χοντροπάπουτσα στα πόδια και καπέλα για τον ήλιο του μεσημεριού, ήταν αγνώριστοι… Σαν έβλεπες αυτές τις φιγούρες μέσα στα παλιόρουχα με τους πιο τρελούς συνδυασμούς σχεδίων και χρωμάτων (σαν τον Ταμτάκο της ταινίας) να γυρνάνε απ’ τα καπνοχώραφα , το γέλιο που μόλις έσκαγε αθέλητα στα χείλη, πάγωνε στη σκέψη, ότι αυτοί είναι οι άνθρωποι του μόχθου, οι ήρωες της καθημερινότητας!...

Φωνές ακούγονταν στις αυλές και στις γειτονιές όταν ξεκινούσαν για δουλειά και ο θόρυβος απ’ τα συμπράγκαλα» που κουβαλούσαν μαζί τους: κοφίνια, σακούλια, τσόλια, φαναράκια…καθώς κι ο ρυθμικός ήχος από τα πέταλα των ζώων στα σοκάκια, απλωνόταν παντού. 

Ήταν πίσσα σκοτάδι όταν δεν είχε φεγγάρι, γι’ αυτό έπαιρναν τα φαναράκια μαζί τους να φωτίζουν. Αν και στα σκοτεινά κι ακόμα και με κλειστά μάτια, ήξεραν οι μαζωχτάδες  να μαζεύουν τα καπνόφυλλα. Άρχιζαν από κάτω και προχωρούσαν μέχρι την κορυφή. Πρώτο, δεύτερο, τρίτο…χέρι. Αχ! αυτό το πεντάφυλλο! Ήταν «χτικιό» αυτό το φύλλο. Τα χέρια σχίζονταν από τις μπλάνες και τις πέτρες, γι’ αυτό φρόντιζαν να τα δένουν με πανιά ή να φοράνε κάλτσες παλιές αντί για γάντια! Υπήρχε κι ο φόβος μην τους τσιμπήσει κανένα φίδι, καμιά αράχνη ή κανένας σκορπιός! Δεν έλειπαν και τέτοια περιστατικά αραιά ευτυχώς…

Μάζευαν τα φύλλα στην ποδιά τους ή στην αγκαλιά τους, αν ήταν μεγάλα. Και τα άδειαζαν στα κοφίνια ή τα πόστιαζαν εδώ κι εκεί ανάμεσα στις αυλακιές όταν μαζεύονταν πολλά. Από κει οι άντρες τα μάζευαν και τα στοίβαζαν με προσοχή μέσα στα μεγάλα κοφίνια, πριν τα δει ο ήλιος και τα μαράνει. Όλοι δούλευαν γρήγορα-γρήγορα σα μηχανές, για να τελειώσουν πριν βγει ο ήλιος, γιατί τότε ο καπνός μαραίνεται και τα φύλλα του δεν σπάζουν εύκολα, αλλά και οι ίδιοι αποκάμνουν από τη ζέστη.

Τέτοια εποχή ο ήλιος «βαράει κατακέφαλα» τους άκουγες να λένε. Στο μάζεμα οι γυναίκες ήταν ασυναγώνιστες! Τακ-τακ έσπαζαν τα φύλλα με τα δάχτυλά τους και προχωρούσαν, τακ-τακ με δεξιοτεχνία κι όλο τακ-τακ…για να τελειώσουν τα αυλάκια του καπνού.

Κι όταν πια είχαν γεμίσει τα κοφίνια ή τα τσόλια κι ο ήλιος τους είχε καλημερίσει για καλά, φόρτωναν στα ζώα τα κοφίνια και γύριζαν σπίτι, εξαντλημένοι από την κούραση…Πρώτα-πρώτα ξεφόρτωναν τα ζώα, άφηναν στον ίσκιο τα κοφίνια κι έπαιρναν νερό και πράσινο σαπούνι για να πλύνουν πολύ καλά τα χέρια τους, που ήταν μαύρα απ’ το χώμα και την κόλλα του καπνού.

Κι ύστερα αφού έτρωγαν λίγο ψωμοτύρι ή κάνα πιάτο γάλα απ’ τη γίδα τους, στρώνονταν στο αρμάθιασμa με την ατσάλινη βελόνα. Τότε δεν υπήρχαν μηχανές. Στο αριστερό τους χέρι κρατούσαν τη βελόνα και με το δεξί έσπρωχναν ένα-ένα τα φύλλα του καπνού. Κι όταν γέμιζε η βελόνα την άδειαζαν στο σπάγγο που είχαν δέσει στο πίσω μέρος της που είχε μια τρύπα. Κι έτσι έκαναν τις αρμάθες. Όταν γέμιζε ο σπάγγος έδεναν στις δύο άκρες του τις αγκλίτσες και τις κρεμούσαν μετά στα κρεβάτια για να λιαστούν. Έπρεπε να ξεραθούν και να πάρουν ένα ωραίο χρώμα για να αρέσει στον έμπορα. Να γίνουν «λίρα», όπως έλεγαν χαρακτηριστικά.


Τα χέρια στο αρμάθιασμα μαυρίζουν πάλι κι οι μπλούζες των ανδρών κι οι ρόμπες των γυναικών στο στήθος αριστερά γίνονταν κατάμαυρες από την κόλλα του καπνού! Κι αυτό το σκύψιμο όλη μέρα να «σουφλάς» τα φύλλα στο κοτσάνι ψηλά, ένα-ένα, μέχρι ν’ αδειάσει η στοίβα ήταν πολύ κουραστικό!

Είχε βέβαια ένα μεγάλο διάλειμμα για φαγητό το μεσημέρι. Συνήθως δροσιστικό και κύριο πιάτο ήταν η ντοματοσαλάτα, με ολόφρεσκες ντομάτες και κρεμμύδια από τον κήπο. Αλλά και κολοκυθοπατάτες και γεμιστά και μπριάμ ήταν τα συνηθισμένα φαγητά της εποχής. Και το καρπούζι που το ‘φερναν οι πλανόδιοι μανάβηδες στο χωριό και το έτρωγαν κρατώντας το με τη φλούδα για να μην πικρίζει απ’ τα χέρια τους, ήταν γλυκύτατο τότε! Φυσικά σε κάποιο άλλο διάλειμμα γεύονταν το εύκολο και φθηνό γλύκισμα: το υπέροχο υποβρύχιο, τη γνωστή μας βανίλια με μπόλικο νεράκι για να δροσιστούν.

Εκτός από τις γλυκές γεύσεις, υπήρχαν κι άλλα καλά τότε: Υπήρχε αυτή η συντροφικότητα, το κουβεντολόι, τα καλαμπούρια, τα παραμύθια και τα τραγούδια!  Παρόλη την κούραση και τα ξενύχτια τους, οι άνθρωποι συζητούσαν, αστειεύονταν, έλεγαν ιστορίες και ανέκδοτα με τις ώρες, εκεί στον ίσκιο κάτω από το τσαρδάκι ή στην αποθήκη αργότερα.
 Ωραίες θύμησες αυτές! Γλυκές και πικρές μαζί, σαν την πίκρα του καπνού που αρμαθιάζαμε τότε και σαν την γλύκα όλης της οικογένειας που ήταν μαζεμένη ολόγυρά του…

Κι όταν τέλειωνε κάποτε η στοίβα του καπνού, σηκώνονταν και πήγαιναν να δώσουν ένα χέρι βοηθείας στο γείτονα, που δεν είχε τελειώσει ακόμα. Υπήρχε βλέπετε η αλληλεγγύη τότε στα χωριά. Ο ένας βοηθούσε τον άλλο, έτσι ήταν κάποτε…  Αργά το βράδυ όταν τελείωναν πια αποκαμωμένοι, οι άνδρες έτρεχαν να περιποιηθούν τα ζώα  και οι γυναίκες να κάμουν τις δουλειές του σπιτιού: να σκουπίσουν, να συγυρίσουν τα δωμάτια, να βάλουν κάτι στην κατσαρόλα να βράσει.

Δύσκολα χρόνια.

Αυτοί οι άνθρωποι δεν δούλευαν οχτάωρο, δε μετρούσαν καν τις ώρες τότε! Από νύχτα σε νύχτα στη δουλειά. Λίγες ώρες ήταν ο ύπνος τους. Κι απορούσε κανείς με τόση κούραση κι αϋπνία πως έβρισκαν τη διάθεση για κουβεντολόι και καλαμπούρια.

Είναι αξιοθαύμαστη αυτή η γενιά, η γενιά των γονιών μας.
Αξίζει το σεβασμό και την αγάπη μας!


Μαρία Αγγέλη, Φιλόλογος (Κατούνα News)
Πηγή: Αγρίνιο Γλυκές Μνήμες

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Εργασία και Ελεύθερος Χρόνος

– Άντον Πάνεκουκ

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Funken 6, Nr 5 (1955)
http://coghnorti.wordpress.com/texts/panekoek-arbeit-und-musse/Ο σύντροφος Rabasseire στο Funken του Φεβρουαρίου του 1955, ως συμπλήρωση στο άρθρο μου “Η Εργασία στο Σοσιαλισμό” (Funken Nr.11, Νοέμβριος 1954), παρέπεμψε στο έργο του Πωλ Λαφάργκ με τον τίτλο “Δικαίωμα στην Τεμπελιά”. Όταν είχε πρωτοεμφανιστεί αυτό το βιβλιαράκι στα πρώτα χρόνια του σοσιαλισμού μας είχε ενθουσιάσει, καθώς φώτιζε το χαρακτήρα της εργασίας με τρόπο διαφορετικό από την υπόλοιπη σοσιαλιστική γραμματεία. Όταν ο σ. Rabasseire παίρνει την τεμπελιά και τονίζει ότι είναι ένα δικαίωμα του ανθρώπου, πρέπει με τη σειρά μας να αναλογιστούμε ότι η αναγκαιότητα της εργασίας δεν επιβάλλεται πάνω μας λόγω μιας “ηθικής της εργασίας”, αλλά από την ίδια τη φύση των πραγμάτων. Μπορεί η εργασία μέσω της εκμετάλλευσης να έχει καταλήξει να είναι μια αφόρητη τυραννία, όμως αρχικά δεν ήταν παρά μια προσταγή της φύσης. Πρέπει να εργαζόμαστε επειδή τρεφόμαστε, και επειδή χρειαζόμαστε ρούχα για την αντιμετώπιση του κρύου. Ας προσπαθήσει όποιος θέλει να διεκδικήσει το δικαίωμά του στη τεμπελιά ενάντια στη φύση! Η τεμπελιά μπορεί να είναι μια απόλαυση· αλλά ως σύστημα ζωής σημαίνει ότι κάποιος άλλος πρέπει να εργάζεται για σένα.
Η σχέση του ανθρώπου με την εργασία εξαρτάται κατά πρώτο λόγο από το κλίμα. Λόγω της κουβανικής του καταγωγής ο Λαφάργκ ήξερε από πρώτο χέρι πόσο δύσκολη και εξαντλητική είναι κάθε δραστηριότητα σε θερμό κλίμα. Επειδή εκεί οι ανάγκες είναι λίγες και η φύση δίνει τα δώρα της πλουσιοπάροχα, ο άνθρωπος μπορεί να ακολουθήσει την ενστικτώδη τάση του για αδράνεια –σε κάθε περίπτωση, αυτά ίσχυαν μέχρι που ήρθαν οι λευκοί κύριοι επιβάλλοντας την καταναγκαστική εργασία. Όταν οι σοσιαλιστές όπως ο Rabasseire, λες και “ξεπήδησαν από τη ρομανική κουλτούρα”, γράφουν λιγότερο για την εργασία και περισσότερο για την τεμπελιά και την ανάπαυση, τούτο συμβαίνει επειδή το εύκρατο κλίμα της νότιας Ευρώπης τους σαγηνεύει με απολαύσεις. Και η βιβλική ρήση “με τον ιδρώτα του μετώπου σου” προήλθε από θερμές περιοχές.
Αντίθετα, στο μετρίως ψυχρό κλίμα της κεντρικής Ευρώπης, μόνο με κοπιώδη εργασία μπορεί να κερδηθούν τα αναγκαία προς το ζην από τη φύση. Εδώ η τεχνική, ο καρπός της πνευματικής εργασίας, εμφανίζεται ως δύναμη απελευθέρωσης. “Η μηχανή είναι η μεγάλη απελευθερώτρια του ανθρώπου από τη σκλαβιά”. “Η μηχανή έχει μια διττή αποστολή: να αυξήσει την παραγωγή, και άρα και τα αγαθά — και ταυτόχρονα να ελαττώσει και να κάνει πιο εύκολη την εργασία. Με την αύξηση της παραγωγής η μηχανή θα συντρίψει την ανέχεια — με την μείωση της εργασίας τη σκλαβιά.” Έτσι εκφράζει ο R. N. Coudenhove Kalergi, ο γνωστός υπέρμαχος της ευρωπαϊκής ενοποίησης, στο αξιόλογο βιβλίο του Επανάσταση μέσω της Τεχνικής τη σημασία της τεχνικής προόδου. Δεν είναι σοσιαλιστής και δεν αναγνωρίζει την πάλη των τάξεων· γι’ αυτό πρέπει να συμπληρώσουμε αυτά που λέει: οι μηχανές στα χέρια του κεφαλαίου έχουν οξύνει τη σκλαβιά της εργασίας, ενώ οι μηχανές στα χέρια των εργατών θα καταργήσουν την ανέχεια μαζί με τη σκλαβιά της εργασίας.
Ο σύντροφος Rabasseire συμπεραίνει από το “Δικαίωμα στην Τεμπελιά” το πρακτικό αίτημα της μείωσης του χρόνου εργασίας. Αυτό που φέρνει η αύξηση της παραγωγικότητας ως προς την εργασία δεν είναι απλώς μια μείωση του χρόνου εργασίας, αλλά ακόμη, και πιο σημαντικά, η δυνατότητα να διαμορφώσουμε τη ζωή μας στη βάση νέων αρχών. Ας μην ξεχνάμε ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα δεν είναι απλά αποτέλεσμα του εξαναγκασμού της πείνας. Αποτελεί την δραστηριοποίηση των λειτουργιών της ζωής ως χρήση των οργάνων του σώματος, ως εξάσκηση των μυών, του νευρικού συστήματος και του εγκεφάλου. Αυτή η δραστηριοποίηση αποτελεί άμεση ανάγκη για τον οργανισμό, τόσο στον άνθρωπο όσο στα ζώα. Η ευλογία της τεχνικής δε συνίσταται στην αύξηση του χρόνου που σπαταλιέται στη μακάρια απραξία, αλλά στον εμπλουτισμό της ζωής με νέες μορφές δραστηριότητας. Για το μεμονωμένο άτομο αύξηση του ελεύθερου χρόνου σημαίνει τη δυνατότητα να τον αφιερώσει κατά τη βούλησή του στην απόλαυση της γαλήνης, στη σοβαρή μελέτη, στα σπορ, στις τέχνες κ.ο.κ. Για την εργατική τάξη ως ολότητα, το πράγμα έχει αλλιώς. Ο καπιταλισμός έχει από καιρό κατανοήσει ότι η μείωση του χρόνου εργασίας γεννά νέες δυνατότητες και νέα καθήκοντα για τον ίδιο. Ο καπιταλισμός δημιούργησε έτσι έναν τεράστιο μηχανισμό εκπαίδευσης, και μια ολόκληρη βιομηχανία διασκέδασης. Η τελευταία πιάνεται από την ανάγκη ανάπαυσης των μαζών, και παρέχοντάς τες ανώφελες και επιπόλαιες τέρψεις τις παρασύρει σε ακίνδυνα για τον καπιταλισμό μονοπάτια. Ακόμη και ο εργάτης που διψά για γνώση θα ικανοποιήσει αυτή τη δίψα με “κουλτούρα”, δηλ. με αστική κουλτούρα, η οποία τον προσδένει στον καπιταλισμό και τον κάνει να μη σκέφτεται την ταξική πάλη. Το κεφάλαιο δεν κυβερνά τους εργάτες μόνο κατά τη διάρκεια της εργασίας, αλλά και κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου. Όλη τους η ζωή, όλη τους η ημέρα, βρίσκεται υπό την εξουσία του κεφαλαίου.
Αυτό θα αλλάξει μόνον όταν οι εργάτες κατακτήσουν την εξουσία, έχοντας άμεσα στα χέρια τους τα μέσα παραγωγής. Περιττό να πούμε ότι αυτή η κατάκτηση δε θα ολοκληρωθεί με μια κίνηση, αλλά θα αφορά σε μια ολόκληρη περίοδο κοινωνικής ανατροπής. Ακόμη, αυτή η κατάκτηση είναι το αντίθετο της κρατικοποίησης της παραγωγής. Μου φαίνεται ότι ο σύντροφος Rabasseire δεν έχει συνειδητοποιήσει επαρκώς τη διαφορά ανάμεσα σε έναν ηπιότερο λόγω μεταρρυθμίσεων (πχ. μείωση του χρόνου εργασίας) καπιταλισμό, και σε μια σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας. Όταν οι εργάτες θα έχουν στα χέρια τους την παραγωγή και θα μπορούν να καθορίζουν τα της εργασίας τους, θα τους φανεί παιχνιδάκι η παραγωγή ενός πλεονάσματος για όλους. Όμως ο πραγματικός τους στόχος θα είναι η οργάνωση της τεχνικής με τέτοιον τρόπο ώστε η ανθρωπότητα να απελευθερωθεί από κάθε καταπίεση. 

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Ο καθρεφτης και ο κλοουν

Κυριακή, 18 Νοεμβρίου 2012

Ο καθρεφτης και ο κλοουν

Το παραδέχομαι. Δεν μπορώ να συνηθίσω την καθημερινή βία που ασκείται συνεχώς πάνω μου. Βία από την σπιτονυκοκοιρά που ζητά επιμόνως το ενοίκιο κάθε πρώτη του μηνός, βία από τον βενζινοπώλη που ζητά μια μικρή περιουσία για να ζεστάνω τα λιγοστά δωμάτια του σπιτιού μου, βία από τον περιπτερά που μου αδειάζει την τσέπη για μια χούφτα καπνό, βία από τον εισπράκτορα που ελέγχει εξονυχιστικά το τσαλακωμένο εισιτήριο αστικού λεωφορείου. Φυσικά, δεν μπορώ να κατηγορήσω κανέναν τους. Όλοι τους μπλεγμένοι, κι εγώ ακόμα, σ΄ αυτό το παιχνίδι με την αλυσίδα της βίας. Μια αλυσίδα που αν τραβήξω εγώ, θα πρέπει να τραβήξει κι ο διπλανός μου για να μην πέσει, κι ο παραδίπλα το ίδιο κι ούτω καθεξής. Και φυσικά, αρχηγός κι εμπνευστής του παιχνιδιού της βίας, με το οποίο λίγοι μόνο διασκεδάζουν, το Κράτος, οι καπιταλιστικοί θεσμοί και τα παιδιά τους, ο πελώριος αυτός κλόουν που δεσπόζει τρομακτικά πάνω απ’ τα κεφάλια ολονών μας και περπατά ανέμελος, άλλες φορές φορώντας την αποκριάτικη στολή της Πρόνοιας, άλλες δείχνοντας το πραγματικό του πρόσωπο, αυτό της Τρομοκρατίας και της καταστολής. Φουσκωμένος με μπόλικες εφημερίδες, από την Καθημερινή έως το Πρώτο Θέμα, αρκετούς πομπούς τηλεοπτικού σήματος, από το Mega έως και το Σκάι, αλλά και server διαδικτυακών ιστοτόπων επαναλαμβάνει ψέμματα, ώστε να ‘πουλήσει’ αλήθειες (ένα επαναλαμβανόμενο ψέμα γίνεται πιστευτό, έλεγε κάποτε ο Γκέμπελς, ο υπουργός προπαγάνδας του μεγαλύτερου τρομοκράτη της ανθρωπότητας, του Αδόλφου Χίτλερ).
 Αυτός ο κλόουν, καταπίνοντας ψυχοφάρμακα, φορτωμένος με ηλεκτρικά ναρκωτικά,
συνωμοσιολογεί, διχάζει, κατηγορεί, σκαρφίζεται νέες τιμωρίες για όποιον πάει να ξεγλιστρήσει απ΄το παιχνίδι της βίας. Καταστέλλει συνειδήσεις, πουλά ελπίδες και εξαγοράζει φόβους, τιμωρεί χωρίς να τιμωρείται, σκοτώνει δίχως αφορμή κι αιτία, μόνο και μόνο για να δαμάσει την σκέψη και την φαντασία, για να με κλείσει στο κουτί δίχως παράθυρα και πόρτα, στην φυλακή μιας καταθλιπτογόνας καταστροφικής μανίας, της κοινωνικής ασημαντότητας.


Βλέπω γύρω μου ανθρώπους να δέχονται αλλεπάλληλα χτυπήματα, να ματώνουν και παρ’ όλ΄ αυτά να φωνάζουν δυνατά «Συνεχίστε το παιχνίδι, ίσως στο τέλος να νικήσω». Βλέπω άλλους να λυγίζουν και να χάνουν το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια τους βουτώντας στο κενό απ’ τον τέταρτο όροφο της γκρίζας πολυκατοικίας. Βλέπω κάποιους σαλτιμπάγκους, που δυσκολεύονται να αρθρώσουν έστω και μία πολιτική σκέψη (πόσο μάλλον να εμπνεύσουν), εκ των οποίων οι περισσότεροι είτε κατάγονται από οικογένειες άλλων πρώην πολιτικών σαλτιμπάγκων είτε έπαιρναν επί χρόνια ανταποδοτικές πίπες σε πολιτικά γραφεία και κομματικές νεολαίες, να υπόσχονται, να ψεύδονται, να συκοφαντούν, να παίζουν ολοφάνερα επικοινωνιακά παιχνιδάκια στις πλάτες εκατομμυρίων ανθρώπων που βυθίζονται στη δυστυχία. Βλέπω αυτο-αποκαλούμενους δημοσιογράφους, να μιλάνε για βία, να καταγγέλουν την «αντι-κοινωνική συμπεριφορά» των φοβισμένων, επιχειρώντας να βαφτίσουν την συμφιλίωση με τον τρόμο και την κατάθλιψη, ως ρεαλισμό. Να ταυτίσουν την συμφιλίωση με την εξαθλίωση ως κοινό νου… Αυτό που αποφεύγω, όμως, να δω, είναι ο καθρέφτης. Διότι είναι εύκολο να δεις τον κλόουν του Κράτους. Είναι απλά ζήτημα λογικής και καθαρής ματιάς να δεις την βαρβαρότητα του Καπιταλισμού. Είναι λυτρωτική η κριτική…στους άλλους. Στον καθρέφτη; Ναι στον καθρέφτη βρίσκονται όλες οι απαντήσεις. Αλλά ο καθρέφτης τρομάζει πιο πολύ από το ίδιο το Κράτος και τον στοιχειωμένο του κλόουν. Γιατί ο καθρέφτης (αντέχεις;) αποκαλύπτει ποιός πραγματικά δημιούργησε αυτό το Κράτος. Είμαι εγώ, εσύ, αυτοί, εμείς, εσείς, όλοι…

Κοιτάζοντας τον, μου ρχεται η πικρή γεύση του τέλους μιας πορείας. Και, ακόμη χειρότερα, η ίδια πικρία που βλέπω στα μάτια των περισσότερων γύρω μου σαν ολοκληρώνεται η εκάστοτε πορεία. Πόσες φορές σκέφτηκα να φωνάξω σε όλους «ας στήσουμε μια συνέλευση εδώ και τώρα», και δεν το έκανα; Είναι δυνατόν να αλλάξουμε κάτι επαναλαμβάνοντας χιλιοειπωμένα συνθήματα, χωρίς καν να κάτσουμε να συζητήσουμε, έξω από κινηματικούς τοίχους και με την ανοιχτή συμμετοχή όλων; Φοβόμαστε να εκτεθούμε ή να εκθέσουμε προς κρίση τις ιδέες μας; Μήπως οι ξερές πορείες αποτελούν μια αυτοϊκανοποίηση πως «έκανα αυτό που περνάει απ΄το χέρι μου»; Μήπως ο ιδεολογικός μας μικρόκοσμος, ως ένα βαθμό, μας έχει παρασύρει στην απραγία, στην ιδιοτέλεια, την ησυχία, την την ριζοσπαστική γκρίνια που τον διακατέχει;

Ρίχνοντας στον καθρέφτη μια δεύτερη ματιά, λιγότερο λοξή, μου ρχεται ξανά στο στόμα αυτή η λέξη, η τόσο συνηθισμένη, τόσο διαφημισμένη, μα τόσο απαγορευμένη στην ουσία της. Η επανάσταση. Μιλάμε γι’ αυτή, συζητάμε γι’ αυτή, γράφουμε γι΄ αυτή, ζωγραφίζουμε γι’ αυτή, στην ουσία όμως…ποτέ δεν αναφερόμαστε σ’ αυτή. Ποτέ δεν την εννοούμε πραγματικά. Συνεπώς, η λέξη αυτή στερείται κάθε νοήματος! Μοιάζει με το ακριβό περιτύλιγμα ενός καλαίσθητου προϊόντος που βρίσκουμε στα supermarket. Ένα απολιθωμένο μνημείο, στο μουσείο της ανθρώπινης σκέψης, δίπλα με την λέξη δημοκρατία, να ποζάρει σαν άγαλμα ξεχασμένων εποχών, τότε που οι άνθρωποι δεν ήξεραν τί πάει να πει τηλεόραση. Την δημοκρατία την συναντάς επίσης και στα λεξικά. Σε κάποιο σκονισμένο εγχειρίδιο μιας αραχνιασμένης βιβλιοθήκης, που κανείς δεν δίνει σημασία πια. Άσε που στην εποχή της ασημαντότητας πολύ αγνοούν και την ύπαρξή της! Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι την επανάσταση την θεωρούμε ως κάτι απροσδιόριστο, αφού ποτέ δεν κάτσαμε να την προσδιορίσουμε… Είχαμε, βλέπεις, πιο σημαντικά πράγματα! Να ξεσπάσουμε μπροστά στο χαζοκούτι βλέποντας τον Λαζόπουλο και τον Λιακόπουλο, τον Μιχαλολιάκο να λέει πως «τα χέρια αυτά μπορεί να χαιρετάνε ναζιστικά αλλά είναι καθαρά χέρια»!!! Κι εδώ είναι που αναρρωτιέται κανείς; Τί είναι προτιμότερο; Ναζιστής ή κλέφτης;


Ο Μαλατέστα είχε πει πως «αν είναι να νικήσουμε στήνοντας κρεμάλες στις πλατείες, τότε θα ήταν καλύτερα να χάσουμε», κάτι που με βρίσκει σύμφωνο. Πολύ αμφιβάλλω για την πλειοψηφία των συμπολιτών μου, που εκφράζουν την ψυχολογία του όχλου, πριν καν αναμιχθούν στον όχλο. Είναι ο εμφύλιος, για τον οποίο πολλοί εν έτη 2012 συνθηματολογούν φωνάζοντας «ΕΑΜ ΕΛΑΣ Μελιγαλάς», κάτι επιθυμητό; Είναι ο εμφύλιος και η αλληλοσφαγή η επανάσταση για την οποία αγωνιζόμαστε; Είναι επανάσταση οι εκτελέσεις στα υπόγεια, οι απαγχονισμοί, οι γραφειοκράτες που ροκανίζουν τα μαχαίρια τους την ώρα που ονειρεύονται νέα γκουλάγκ; Τελικά, τί είναι αυτή η περιβόητη επανάσταση; Θα υιοθετήσουμε τη φασιστική λογική του «αίμα να χυθεί, κι ότι είναι να γίνει ας γίνει;». Αν δεν μιλήσουμε για την επανάσταση ΤΩΡΑ, τότε ίσως παρασυρθούμε στο εμφυλιακό παιχνίδι που στήνει το σύστημα εξουσίας με τη συνεργασία της νεοναζιστικής γκρούπας της Χρυσής Αυγής και των περισσότερων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων και δήθεν ανεξάρτητων ειδησεογραφικών ιστολογίων; Τί πραγματικά σημαίνει εξέγερση; Υπομονή μέχρι την ημέρα που οι «ηγέτες» του κινήματος θα καλέσουν για γενική απεργία, όπου θα συγκρουστούμε για μια ακόμη φορά με τους θύλακες ασφαλείας και προστάτες του αυστηρά ιεραρχημένου τούτου άθλιου πολιτισμού, τον στρατό και την αστυνομία; Και μόλις πέσουν τα πρώτα δακρυγόνα… επιστροφή στους καναπέδες! Στην «ασφάλεια» των τεσσάρων τειχών, στην αδράνεια και την ησυχία μας! Και όλα αυτά την στιγμή που μπορούμε ν΄αποκεντρώσουμε τις δράσεις μας, ν’ αρχίσουμε να δημιουργούμε μικρές αντι-κοινωνίες, συλλογικής αυτοδιαχείρησης, σε γειτονιές και πλατείες, με συνελεύσεις, ανταλλαγές προϊόντων, μέσω της δημιουργίας δικτύων αλληλεγγύης…


Συγγραφή:
Μιχάλης Θ, Efor

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η χούντα γάμησε κόσμο και κοσμάκη.

Είναι περίεργο τρένο η ζωή και πολλές φορές σε αναγκάζει να υπερασπίζεσαι αυτά με τα οποία διαφωνείς. Επειδή –πώς να το κάνουμε -είναι άλλο πράγμα να μη σ΄αρέσει το σάμαλι και διαφορετικό ν΄ακούς οτι το σάμαλι σκοτώνει τα παιδιά μας! Χρέος του ανθρώπου να αντιστέκεται στον παραλογισμό, διαφορετικά θ΄ακούσουμε σε λίγο οτι τα αυτοκίνητα κολυμπάνε και ο γλάρος είναι συστατικό σούπας.
 Αναφέρομαι σ΄αυτόν τον αστικό μύθο που κυκλοφορεί χρόνια (μαζί με τους κροκόδειλους στους υπονόμους και τους Νεφελίμ στις τηλεπωλήσεις) περί του ψέματος για την ύπαρξη νεκρών στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Τέτοιου είδους μύθοι δεν είναι καινούργιο φρούτο –έχει προηγηθεί η αμφισβήτηση των νεκρών Εβραίων του Ολοκαυτώματος, η αμφισβήτηση της γενοκτονίας των Αρμενίων και η αμφισβήτηση των πέναλτι που κερδίζει ο Θρύλος (αν και σε αυτό το τελευταίο, οφείλω να παραδεχτώ οτι υπάρχει μικρή δόση αλήθειας). Κοινό χαρακτηριστικό των παραπάνω, η συνωμοσιολογική (σε βαθμό ψύχωσης) προέλευση η οποία στηρίζεται σε συλλογισμούς τύπου: «ρίχνω σκόνη για να διώχνω τα λιοντάρια από την πλατεία Συντάγματος –μα δεν υπάρχουν λιοντάρια! –είδες τι καλή δουλειά κάνει η σκόνη που ρίχνω;»

Πριν προχωρήσω στην ουσία του θέματος, ας ξεκαθαρίσω τη δική μου θέση: θεωρώ οτι η λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου» μανιπουλάρησε ιδεοληπτικά καταστάσεις, καπέλωσε απόψεις, απέκλεισε πρόσωπα και ιδέες από την πνευματική ζωή του τόπου. Η διαφωνία που έχω με τις μεθόδους της συγκεκριμένης γενιάς είναι λοιπόν σε επίπεδο ιδεών και αντιλήψεων. Δεν συμφωνώ με τις απόψεις τους, δεν μου αρέσει η μουσική τους, δεν γουστάρω τη νοσταλγία τους –μέχρι εκεί. Παρόμοιο θέμα έχω, ας πούμε, και με τη γενιά των Λαμπράκηδων –διαφωνώ με την ιδεολογική τους τοποθέτηση.

Από εκεί και πέρα δεν είμαι διατεθειμένος να φορτώσω στη «γενιά του Πολυτεχνείου» όλα τα κακά που συνέβησαν σ΄αυτόν τον τόπο, ούτε πρόκειται να αμφισβητήσω τα ιστορικά δεδομένα επειδή, ας πούμε, με ενοχλούσαν αισθητικά η μουστάκα και το ζιβάγκο του Χαραλαμπόπουλου!

Η ουσία του θέματος βρίσκεται στην επιλεκτική μνήμη και στον εγκεφαλικό μηχανισμό (μίξερ) πολτοποίησης των ιστορικών γεγονότων –απαραίτητα συστατικά και τα δύο για την δημιουργία μιας ντετερμινιστικής αντίληψης της ιστορίας. Όπου ντετερμινισμός σημαίνει οτι μια δύναμη, πάνω και έξω από την κοινωνία, δημιουργεί τα ιστορικά γεγονότα. Το κάνουν οι οικονομολόγοι προσδίδοντας θεϊκές ιδιότητες στην οικονομία. Το κάνουν οι συνωμοσιολόγοι με την αντίληψη περί Μασόνων, Ναϊτών Ιπποτών ή εξωγήινων από τον πλανήτη Κομπινεζόν οι οποίοι βρίσκονται πίσω απ΄όλα –έχεις δυσκοιλιότητα; Σε ψεκάζουν –γι΄αυτό το έπαθες! Ποιοι; Οι Μυστικοί 7, οι Κρυφοί 13, ο Φικιώρης που πουλάει νερό με όζον! Πώς το τεκμηριώνεις αυτό; Μα, αν δε σε ψέκαζαν θα έχεζες σαν ελβετικό ρολόι! Η αιτία είναι αποτέλεσμα τού αποτελέσματος το οποίο τη δημιουργεί για να δημιουργηθεί!

Πάρε, ας πούμε, αυτή την αντίληψη που πλασάρεται (προσφάτως και από την Χρυσή Αυγή) περί της χούντας των συνταγματαρχών. Επί χούντας (επί Γεωργίου Παπαδοπούλου) μάς λένε, μπορεί να μην υπήρχε ελευθερία έκφρασης αλλά όλα λειτουργούσαν ρολόι. Μπορεί οι συνταγματάρχες να απαγόρευαν ένα σκασμό πράγματα αλλά τουλάχιστον δεν έκλεβαν. Βέβαια –γιατί είναι προτέρημα το οτι κάποιος δεν κλέβει –ακόμα δεν το έχω καταλάβει! Δηλαδή, κι ο Παπαχρόνης δεν έκλεβε ο άνθρωπος –τι θα πει αυτό; Οτι κακώς μπήκε φυλακή ενώ θα έπρεπε να τον κάνουμε πρωθυπουργό;

Βέβαια, ένας λογικός άνθρωπος θα υποστηρίξει οτι –πέραν του παραλογισμού της –η παραπάνω αντίληψη είναι και εντελώς ψεύτικη.
Στη χούντα τίποτα δεν λειτουργούσε ρολόι, εκτός από την Ασφάλεια και την ΕΣΑ. Όντως, δεν προλάβαινες να πεις «Θεοδωράκης» και σε είχαν μπουζουριάσει! Παραπέρα όμως –τι άλλο λειτουργούσε; Μήπως στα νοσοκομεία έκαναν εγχειρήσεις χωρίς φακελάκι; Μήπως οι πολεοδομίες εξέδιδαν άδειες χωρίς λάδωμα; Μήπως δεν υπήρχε φοροκλοπή; Μήπως πλήρωνε κανένας εισφορές σε ασφαλιστικά ταμεία; Μήπως δεν υπήρχε αδήλωτη εργασία; Μήπως τα λεωφορεία έφταναν ποτέ στην ώρα τους; Μήπως οι δημόσιες υπηρεσίες εξυπηρετούσαν το κοινό; Μήπως οι διορισμοί στο δημόσιο δεν γίνονταν με βύσμα; Μήπως τις δημόσιες συμβάσεις δεν τις έδιναν σε γνωστούς με αδιαφανείς διαδικασίες;
Παίρνουν οι κρετίνοι τις δηλώσεις του Παττακού και των υπολοίπων περί «αναγέννησης της Ελλάδος», βλέπουν το φαλάκρα με το μυστρί και πιστεύουν οτι όλα αυτά γίνονταν στην πραγματικότητα! Σε κάμποσα χρόνια δηλαδή θα δείχνουν τον Καραμανλή και τον Σημίτη σε εγκαίνια και θα υποστηρίζουν οτι επί των ημερών τους η χώρα αναπτυσσόταν! Σε κάμποσα χρόνια θα βάζουν τη δήλωση του Γιωργάκη: «λεφτά υπάρχουν» για να αποδείξουν οτι η Ελλάδα το 2009 ήταν πλούσια χώρα!

Κι αυτή η ιστορία με τους τίμιους στρατιωτικούς που προτιμούσαν να τους κοπεί το χέρι παρά να κλέψουν! Δηλαδή όταν υπογράφανε χαριστικές συμβάσεις με επιφανείς Έλληνες της αλλοδαπής (χαρίζοντας εθνικό πλούτο, υπενθυμίζω) γιατί το κάνανε; Για το καλό του τόπου; Όταν χαρίζανε τσουβάλια προνομίων στους εφοπλιστές με φωτογραφικούς νόμους, ενεργούσαν με γνώμονα το εθνικό συμφέρον; Εντάξει –μπορεί να είναι κι έτσι. Αλλά τότε γιατί είναι ο Άκης φυλακή; Κι εκείνος χαριστικές συμβάσεις υπέγραφε! Γιατί κατηγορούμε τον Πάχτα ή τους «Βατοπεδινούς»; Κι αυτοί φωτογραφικές διατάξεις σε νόμους έφτιαξαν! Γιατί το καλό του τόπου το εξασφάλιζε μόνο ο Νιάρχος και η ESSO PAPAS ας πούμε και όχι το Πόρτο Καρράς και η Siemens; Ή έστω ο ηγούμενος Εφραίμ που ήταν και άγιος παύλα άνθρωπος!

Θα αναρωτηθείς –δεν υπήρχε δηλαδή διαφορά στην κρατική διαχείριση μεταξύ χούντας και μεταπολίτευσης; Βεβαίως υπήρχε! Γιατί, επί χούντας, ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού (κοντά στο 40%) ήταν αποκλεισμένο. Οι κομμουνιστές ήταν καταζητούμενοι, οι κεντρώοι ήταν στην απέξω. Έμεναν οι δεξιοί, οι βασιλικοί, οι χουντικοί και οι «κοιτάω τη δουλειά μου» για να μοιραστούν την κρατική πίττα –άρα η πίττα επαρκούσε για όλους τους! Και οι «όλοι» ήταν ευχαριστημένοι. Διότι, πάρε χαμηλότοκα (και στη συνέχεια χαριστικά) δάνεια, πάρε άδειες ταξί, φορτηγών και περιπτέρων, πάρε διορισμούς στο Δημόσιο, βάλε και το παιδί σου στο Πανεπιστήμιο (κι εκεί ο συναγωνισμός ήταν μειωμένος εφόσον χρειαζόταν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων για να δώσεις εξετάσεις) –πάρε να’χεις γενικώς. Γι΄αυτό και τόσοι πολλοί νομιμοποίησαν τη χούντα στο δημοψήφισμα –άσχετο που μετά πήξαμε στους όψιμους αντιστασιακούς και θεωρήθηκε το δημοψήφισμα σικέ.

Θα πεις βέβαια, εντάξει, μπορεί η χούντα να μοίραζε λεφτά (τα οποία φυσικά δανειζόταν και μας έμειναν στη συνέχεια ως χρέος) αλλά σε τελική ανάλυση, στον κόσμο τα μοίραζε –στους φτωχούς! Τι το κακό; Απολύτως τίποτα! Αν συμφωνήσουμε οτι δεν υπήρχε τίποτα κακό στο «Τσοβόλα δώστα όλα» του Παπαντρέα, αν συμφωνήσουμε οτι δεν έτρεχε τίποτα με τους διορισμούς των ημετέρων από τις κυβερνήσεις Πασόκ και ΝΔ –όντως, δεν ήταν κακό ούτε αυτό που έκανε η χούντα. Ενεργούσε με την πάγια τακτική του ελληνικού κράτους από την εποχή της μαϊμούς του Κωλέτη και δώθε –τίποτα το κακό!

Α ναι –να μην το ξεχάσω. Ο Γιώργης ο Παπαδόπουλος ο καραμπουζουκλής έκανε κι έναν αντικειμενικά καλό νόμο, περί του αυτόματου διαζυγίου. Και πήγε κόντρα στην εκκλησία, να το πούμε αυτό! Θ΄αναρωτηθείς, ο θεμελιωτής του «Πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» πήγε κόντρα στη θρησκεία; Ε, τι να κάνει το παιδί; Ήθελε να παντρευτεί τη Δέσποινα και δεν του έδινε διαζύγιο η προηγούμενη! Έτσι για να βλέπουμε πόσο πολύ πιστοί ήταν στις αρχές που διακήρυτταν αυτοί οι τύποι.
Κι αν με το αυτόματο διαζύγιο ο Γιώργης έκανε γαργάρα τη θρησκεία και την οικογένεια (οι παλιότεροι θυμούνται τι στίγμα ήταν το διαζύγιο!) με την κομπίνα της Κύπρου έκανε γαργάρα και την πατρίς (όχι την εφημερίδα –τη χώρα ρε παιδί μου!) Γιατί εκείνος φρόντισε να αφοπλίσει την Κύπρο (αναλαμβάνοντας τον ρόλο της εγγυήτριας δύναμης μαζί με Αγγλία και Τουρκία), το δικό του το παιδί ο Ιωαννίδης στήριξε το πραξικόπημα του Γρίβα που ανέτρεψε τον Μακάριο κι όλα αυτά τα όμορφα νομιμοποίησαν την εισβολή των Τούρκων με το πρόσχημα της προστασίας των Τουρκοκυπρίων. Μπροστά σ΄αυτή την κομπίνα, τα Ίμια μοιάζουν με περήφανη νίκη της Ελλάδας –απορώ πώς το ξεχνάνε οι χουντολάτρεις!

Αλλά το αρχικό θέμα αυτού του κομματιού είναι ο αστικός μύθος περί ψεύτικων νεκρών στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Πάρτη από την άκρη την κλωστή μπας και φτάσουμε κάποτε στην κουβαρίστρα:

Όταν κατέλαβαν την εξουσία οι συνταγματάρχες δεν συνέλαβαν κόσμο; Δεν έκλεισαν ανθρώπους φυλακή; Με ποια κατηγορία; Οτι ήταν επικίνδυνοι για τη χώρα –κάνω λάθος; Μάλιστα! Ας πούμε λοιπόν οτι αυτός ήταν λόγος να δέσουν τους εν ενεργεία πολιτικούς (οι οποίοι ως συνήθως κλέφτες κλπ). Θυμάσαι να δικάστηκε κανένας από αυτούς; Ειδικό δικαστήριο, στρατοδικείο έστω; Μπααα... Άρα; Να΄χαμε να λέγαμε και οι συλλήψεις έγιναν για καθαρά πολιτικούς λόγους όχι για ποινικά αδικήματα!
Συνελήφθησαν όμως και οι κομμουνιστές, οι οργανωμένοι –τόσο στο παράνομο ΚΚΕ, όσο και στην ΕΔΑ. Αυτοί –ποια ακριβώς κατηγορία αντιμετώπιζαν; Τη διασάλευση του καθεστώτος; Το οτι ήταν (από ιδεολογία και όχι λόγω κάποιας πράξης τους) επικίνδυνοι; Εντάξει –θα το δεχτώ. Αν δεχτούν και οι σημερινοί λάτρεις της χούντας (Χρυσαυγίτες κλπ) οτι εφόσον και αυτοί θέλουν να καταλύσουν το σημερινό καθεστώς (σύμφωνα με δηλώσεις τους και σύμφωνα με τις ιδεολογικές τους πλατφόρμες) θα πρέπει να σαπίζουν στις φυλακές και στις εξορίες. Το δέχονται; Μπα –δε νομίζω... Όταν τσούζει ο κώλος μας γινόμαστε αυτομάτως δημοκράτες!

Αναρωτιέμαι τώρα –όλοι αυτοί που συνελήφθησαν επί χούντας, πώς πέρναγαν στα κρατητήρια; Έπεφτε καθόλου ξύλο ή τους είχαν με το καφεδάκι τους, το κρουασανάκι τους και τρία γεύματα ημερησίως; Μάλλον έπεφτε ξύλο –όποιος έχει πάει φαντάρος (επί μεταπολίτευσης) και γνωρίζει τι εστί Στρατιωτική Αστυνομία θα συμφωνήσει. Έπεφτε ξύλο σε ανθρώπους νέους και γέρους, υγιείς και άρρωστους, άντρες και γυναίκες –το να ρίχνεις ξύλο σε κρατούμενο δεν μπορώ να βρω με ποιον ηθικό κώδικα, ποιας ανώτερης φυλής συνάδει –αλλά, τέλος πάντων... ένεκα η ανάγκη! Η οποία ανάγκη εξαντλούταν στο να δέσουν ακόμα έναν κομμουνιστή για να κάνουν κέντα –όχι στο να αποτρέψουν κάποια τρομοκρατική ενέργεια, έτσι; Κράτα την τρομοκρατική ενέργεια –θα αναφερθώ διεξοδικά παρακάτω. Γιατί εδώ μιλάμε για το ξύλο. Δεν πέθαναν άνθρωποι λόγω αυτού και λόγω του εγκλεισμού στα κρατητήρια; Κάποιοι με προβλήματα υγείας; Δεν μπορεί! Όλοι και κάμποσοι θα πέθαναν –διαφωνείς; Μήπως κιόλας κάποιοι αυτοκτόνησαν από τα παράθυρα της Ασφάλειας γιατί, ξέρω ‘γω... ανακάλυψαν το πόσο λάθος ήταν η κομμουνιστική ιδεολογία τους; Ε, όλο και κάποιοι θα αυτοκτόνησαν! Άρα, το καθεστώς της χούντας είχε νεκρούς! Όπως και ο Καραμανλής είχε νεκρούς από τη δράση των αστυνομικών δυνάμεων (Κουμής-Κανελλοπούλου), όπως κι ο Αντρέας είχε νεκρούς (Καλτεζάς, Μαρίνος), όπως κι ο Κωστάκης είχε νεκρό (Γρηγορόπουλος) –έτσι και οι χουντικοί είχαν νεκρούς. Πολλούς, λίγους, περισσότερους από τους άλλους; Έχει σημασία; Δε νομίζω! Αν ο νεκρός από τη χούντα ήταν κάποιος δικός σου, δεν θα σου κάνει μεγάλη διαφορά η ποσόστωση –έτσι δεν είναι;

Ας πάμε τώρα στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και στην καταστολή της από τα τανκ. Πόσοι σκοτώθηκαν εκεί μέσα; Πάτησε κάποιον το τανκ ή όχι; Πυροβολούσαν ελεύθεροι σκοπευτές από τις ταράτσες στους γύρω δρόμους; Εκτέλεσε τον Μυρογιάννη ο Ντερτιλής; Εγώ να δεχτώ οτι όλα όσα αναφέρουν οι αυτόπτες μάρτυρες είναι κατασκευασμένα και προϊόντα μιας συνωμοσίας των Εβραίων, των εξωγήινων και του μπατζανάκη του Στάλιν. Να δεχτώ οτι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που θρηνούσαν τους νεκρούς τους ήταν πληρωμένοι και πράκτορες. Να δεχτώ οτι οι γιατροί που βεβαίωναν ένα σωρό θανάτους στα νοσοκομεία ήταν κι αυτοί πληρωμένοι. Δεν μπορώ βέβαια να δεχτώ τη δικαιολογία που προβάλλουν οι νοσταλγοί της χούντας περί του οτι δεν υπήρχαν νεκροί επειδή δεν δηλώθηκαν από την πρώτη στιγμή τα ονόματά τους ή πώς, επειδή ήταν παραμύθι η ιστορία της Ηλένιας, άρα ήταν παραμύθια και όλες οι υπόλοιπες μαρτυρίες! Ας είμαστε έστω και τυπικά λογικοί! Ούτε το θάνατο του Κουμή και της Κανελλοπούλου παραδέχτηκε αμέσως το κράτος, ούτε το θάνατο του Καλτεζά, ούτε του Γρηγορόπουλου. Αργότερα αναγκάστηκαν να δεχτούν τα συγκεκριμένα περιστατικά –όπως ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση της χούντας. Η διαφορά βρίσκεται στο οτι επί χούντας υπήρχε λογοκρισία (άρα οι σχετικές ειδήσεις δημοσιοποιήθηκαν μήνες αργότερα) καθώς και στο οτι τότε υπήρχε πληρέστερος έλεγχος στις δημόσιες υπηρεσίες.
Αλλά ας εξετάσουμε την άλλη άποψη –ας δούμε τι λένε όλοι αυτοί οτι συνέβη στο Πολυτεχνείο. Προφανώς έγινε εισβολή –μπήκαν οι μαυροσκούφηδες και η αστυνομία. Παρακάτω; Πήραν τους φοιτητές αγκαζέ και τους οδήγησαν για μπρέκφραστ; Δεν τους σάπισαν στο ξύλο; Δεν τους φυλάκισαν; Και ο λόγος όλων αυτών; Οτι οι φοιτητές είχαν καταλάβει το Πολυτεχνείο! Ε, και; Ήταν έγκλημα; Όποτε κάποιος καταλαμβάνει μια σχολή πρέπει να πηγαίνει το κράτος να τον ξεσκίζει στο ξύλο και να τον φυλακίζει; Ποιος νόμος το λέει αυτό; Γιατί, αν δεν το λέει κάποιος νόμος, η εισβολή ήταν παράνομη και καλώς δικάστηκαν όσοι ενεπλάκησαν σε αυτή. Έχω άδικο;

Οι χουντικοί δικάστηκαν για κατάχρηση εξουσίας και βίαια κατάλυση του πολιτεύματος –οι νεκροί ήταν αποτέλεσμα αυτών τους των πράξεων. Αν εσύ αφαιρέσεις τους νεκρούς, αλλάζουν οι κατηγορίες;
Και τελικά πώς μετριέται η κατάχρηση εξουσίας; Με τον αριθμό των νεκρών ή με τον αριθμό των παραβιάσεων των νόμων; Γιατί οι πολιτικοί του Μνημονίου πρέπει να περάσουν από ειδικά δικαστήρια ενώ οι χουντικοί ήταν αθώοι; Όσοι ήταν υπεύθυνοι οι πρώτοι για θανάτους (αυτοκτονίες) πολιτών, άλλο τόσο ήταν και οι δεύτεροι –να είμαστε και λογικοί!

«Η γενιά του Πολυτεχνείου είναι υπεύθυνη για τη δυστυχία μας», λέει η αφίσα της Χρυσής Αυγής Μεσσηνίας. Ωραία! Ο Καραμανλής ήταν δηλαδή υπεύθυνος για την ευτυχία αυτού του τόπου; Ο Αντρέας ήταν υπεύθυνος για τις καλύτερες μέρες; Ο Μητσοτάκης μάς χάρισε κάποιο καλύτερο αύριο; Ο Σημίτης μάς ανέβασε στα ουράνια; Γενιά του Πολυτεχνείου ήταν αυτοί; Ή τα δεινά του τόπου αρχίσανε με τον Κωστάκη, το Γιωργάκη, το Μπένι και τον Σαμαρά και πριν ήμασταν υπέροχοι κι ευτυχισμένοι;
Βάλανε και στην αφίσα τη Δαμανάκη και καθάρισαν –συγνώμη ρε σεις, αλλά για ποια ακριβώς δυστυχία μας είναι υπεύθυνη η Δαμανάκη; Επειδή ψήφισε τα Μνημόνια; Μα και το Πασόκ και η ΝΔ τα ψήφισαν και οι πολίτες τούς επιβράβευσαν για την επιλογή τους ξαναφέρνοντάς τους στην κυβέρνηση! Πόσο περισσότερο φταίει η Δαμανάκη από τον ψηφοφόρο των συγκεκριμένων κομμάτων; Πόσο πιο υπεύθυνος για τη δυστυχία μας είναι ο Λαλιώτης από τον Κυριάκο το Μητσοτάκη ας πούμε, ή από τον Νάσο τον Αλευρά, ή από τον Χατζηδάκη ή την Καϊλή και την Αποστολάκη που έχουν δει τη γενιά του Πολυτεχνείου μόνο σε αφιερώματα της ΕΡΤ; Πόσο υπεύθυνος για τη δυστυχία μας είναι ο Παπαχρήστος, ή ο Βερνίκος ή η Καρυστιάνη –θα μας τρελάνετε;

Μήπως υπεύθυνο για τη δυστυχία μας είναι ένα συγκεκριμένο κοινωνικό σύστημα το οποίο έχει την ικανότητα να παίρνει άσπρα, μαύρα, κίτρινα, κόκκινα και να τα μετατρέπει όλα σε γκρι;

Και για να τελειώνουμε με το χουντικό παραμύθι –ας μας πουν τι ακριβώς συνέβη με τον Μουστακλή. Μόνος του βασανιζόταν ο άνθρωπος; Ή μήπως ήταν κάποιος επικίνδυνος κομμουνιστής; Και τι συνέβη με τον Παναγούλη; Ψυχοπαθής ήταν που πήγε να σκοτώσει τον Παπαδόπουλο; Τι διάολο –ο τιμημένος εθνικός στρατός τρελαίνει τους αξιωματικούς του; Και τι συνέβη με τον Σάκη τον Καράγιωργα; Τρελάθηκε ολόκληρος καθηγητής Πανεπιστημίου κι έτρεχε να βάλει βόμβες; Εντάξει τρελάθηκε ο Καράγιωργας, όποιος δεν είχε την τιμή να παρακολουθήσει μάθημά του μπορεί να το δει κι έτσι. Αλλά ο Σημίτης; Κι αυτός τρελός; Ή πράκτορας των Μασόνων; Τι τον είχε πιάσει τον ανθρωπάκο κι έβαζε και αυτός βόμβες; Τόσο ψυχοπαθείς ή τόσο πράκτορες ήταν όλοι αυτοί; Κι αν ήταν ποιος τους αποκάλυψε; Η Χρυσή Αυγή Μεσσηνίας, ο Πλεύρης και ο Μιχαλολιάκος (γενιά του Πολυτεχνείου κι αυτός, νομίζω); Ελάτε τώρα! Από πότε θεωρούνται έγκυρες οι μαρτυρίες άσχετων ή μισθοδοτούμενων από το δικτατορικό καθεστώς; Αν είναι έτσι να δεχτούμε και τη μαρτυρία του Άκη οτι τον έμπλεξαν τα «σκοτεινά συμφέροντα»!

Τα πράγματα είναι απλά κι όποιος δεν θέλει να τα δει, έχει τις δικές του σκοπιμότητες. Η χούντα γάμησε κόσμο και κοσμάκη. Επί χούντας πέθαναν πολλοί στα χέρια της Ασφάλειας και της ΕΣΑ. Όταν έγινε η εισβολή στο Πολυτεχνείο χύθηκε αίμα. Το να μετράς νεκρούς και να αμφισβητείς ταυτότητες μοιάζει με το να αμφισβητείς ένα έγκλημα βιασμού προβάλλοντας σαν δικαιολογία το οτι ο βιαστής δεν εκσπερμάτωσε. Το μόνο που αποδεικνύεις είναι η ηλιθιότητά σου.

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

Σιχάθηκα τον κόσμο σας

Τον σιχάθηκα τον κόσμο σας (αναδημοσίευση)

από Σχολιαστές χωρίς Σύνορα

Πριν λίγες μέρες ένας άνθρωπος διαφορετικού χρώματος, εθνότητας και θρησκείας· από αυτήν που θεωρείται κοινωνικώς μη αποδεκτή, πενήντα κιλά το πολύ ,αλυσοδέθηκε ,βασανίστηκε και χλευάστηκε σαν ζώο από την Ελλάδα της νοικοκυροσύνης, του ατσαλάκωτου, της ορθοδοξίας και της ματαιόδοξης συσσώρευσης πλούτου. Ενός πλούτου, που σου χαρίζει άφεση αμαρτιών ,σε ανεβάζει στα ανώτερα κλιμάκια,σε κάνει σεβαστό πολίτη στα μάτια του «αθώου κόσμου».

Μερικές στιγμές μετά ….

…. χιλιάδες άνθρωποι ψάχνοντας μια καλύτερη προοπτική από αυτή που μοιράζουν οι σωτήριες βομβιστικές επιθέσεις του ΝΑΤΟ και οι κάθε λογής δυτικής προέλευσης δημοκρατικές διεργασίες, θα πορευτούν ξυπόλητοι,χωρίς κανένα σκοπό και όνειρο, μέχρι να καταλήξουν σε ένα σύγχρονο δυτικό στρατόπεδο αλλοδαπών ψυχών.

Χιλιάδες περιποιημένες χωρίστρες θα πατήσουν επάνω σε γρανιτένια πλακάκια ψάχνοντας την προαγωγή που θα τους οδηγήσει στην πολυπόθητη αύξηση των ήδη παχυλών αποδοχών τους .

Εκατομμύρια τηλεθεατές θα ακούσουν κάποιο τραγούδι να μιλάει για αγάπη και θα ονειρευτούν, ούτε και οι ίδιοι τους ξέροντας ακριβώς τι.

Χιλιάδες κληρικοί και πάστορες θα μιλήσουν για την αγάπη κηρύσσοντας τον θάνατο στους βρώμικους αράπηδες που μολύνουν την καθαρή γειτονιά.

Εκατομμύρια άνθρωποι θα ξεπαγιάσουν για άλλο ένα βράδυ στη μέση του δρόμου.

Χιλιάδες ανήλικοι άνθρωποι σε κάποιες άγνωστες χώρες θα ξυπνήσουν στα άγρια χαράματα για να συλλέξουν καφέ ,να σκάψουν στα ορυχεία χρυσού και να ράψουν παπούτσια και ρούχα.

Χιλιάδες ανήλικοι άνθρωποι θα κλάψουν γιατί οι γονείς τους δεν τους αγόρασαν ένα ακόμα τηλεκατευθυνόμενο παιχνίδι.

Εκατομμύρια άνθρωποι θα ξενυχτήσουν ευχόμενοι να μην γίνει καμιά στραβή στα εργοστάσια της Κίνας και καθυστερήσει το νέο τους πλαστικό γκάτζετ,που θα ομορφύνει την πλαστική τους ζωή.

Χιλιάδες ξυρισμένα κεφάλια θα μαχαιρώσουν ανενόχλητα την σκουρόχρωμη λεία τους.

Εκατομμύρια άνθρωποι θα προσευχηθούν για να αλλάξει ο Θεός τους το νόμο της πάνσοφης νομοτέλειας υπέρ τους.

Χιλιάδες άνθρωποι θα γλεντήσουν μέχρι πρωίας, ανίκανοι να κατανοήσουν ότι τα γλέντια έχουν ημερομηνία λήξης.

Κάποιος εξουσιαστής θα επικαλεστεί τις αρχές της ελευθερίας για να επιβάλει τις αρχές της τυραννίας.

Εκατομμύρια άνθρωποι θα κλάψουν ακούγοντας τον εθνικό τους ύμνο,αγνοώντας τον φριχτό οδοστρωτήρα του εθνικού τους ύμνου επάνω σε εκατομμύρια ανθρώπινα κορμιά .

Χιλιάδες άνθρωποι θα δυσανασχετήσουν για το τι χρώμα πλακάκι θα βάλουν στο τζακούζι.

Εκατομμύρια άνθρωποι θα ξιφουλκήσουν μέχρι πρωίας στο ίντερνετ για το ποιά εταιρία είναι η καλύτερη.

Εκατομμύρια άνθρωποι θα αναθεματίσουν την δικτατορία του ξυπνητηριού.

Εκατοντάδες άνθρωποι θα συνεδριάσουν για να αποφασίσουν για πολλοστή φορά την κυριαρχία του θάνατου επί της ζωής.

Χιλιάδες άνθρωποι θα ψάξουν στους σκουπιδότοπους μήπως βρούνε λίγο πεταμένο φαγητό.

Εκατομμύρια άνθρωποι θα υπερασπιστούν κάποια μυστήρια δημοκρατία φτύνοντας την διαφορετικότητα του γείτονα.

Εκατοντάδες άνθρωποι θα βασανιστούν γιατί επέλεξαν τον δρόμο της ελευθερίας από αυτόν της σαπίλας.

Χιλιάδες άνθρωποι θα κάνουν χρήση κόκας γιατί βαριούνται την χλιδάτη ζωή τους γενικώς.

Χιλιάδες άνθρωποι θα πεθάνουν από την πείνα γιατί έτυχε απλά να γεννηθούν σε λάθος γεωγραφική περιοχή.

Ένα ακόμα πρωινό,εκατομμύρια άνθρωποι θα διασταυρώσουν με φθόνο τα βλέμματά τους στο μετρό μιας τερατούπολης αναθεματίζοντας την βαρετή ζωή τους .

Δεκάδες άνθρωποι θα μεταβούν με τα τζετ τους στο χώρο της συναυλίας για να τραγουδήσουν κατά της φτώχειας και της καταστροφής του περιβάλλοντος.

Εκατοντάδες άνθρωποι θα πολεμήσουν σε μια δημοπρασία για να αποκτήσουν ένα ακόμα καταναλωτικό αντικείμενο αξίας εκατομμυρίων ευρώ.

Τρεις άνθρωποι των τεχνών θα κάνουν λόγο για «παράξενα κοινωνικά φαινόμενα», ποζάροντας στην τεράστια βίλα τους.

Χιλιάδες άνθρωποι θα απλώσουν το χέρι της ζητιανιάς έξω από ένα πολυκατάστημα.

Δεκάδες άνθρωποι θα προαποφασίσουν για το μέλλον δισεκατομμυρίων, βάζοντας μπροστά το πρόθεμα μιας ανύπαρκτης δημοκρατίας.

Η Γη θα σκαφτεί ,θα καεί ,θα μολυνθεί ,θα δηλητηριαστεί,θα ξεσκιστεί στο όνομα μιας «ανάπτυξης» που ελάχιστοι κατανόησαν και ακόμα πιό λίγοι επωφελήθηκαν.

Ο πλανήτης θα πνιγεί στην καταστροφή σε μια ακόμα εργάσιμη-αναπτυξιακή ημέρα, λαβωμένος και ανίκανος να ικανοποιήσει της δίψα του ανθρώπινου γένους στο όνομα της λατρευτής εξέλιξης ,εξέλιξη που χρειάστηκε κάτι χιλιάδες χρόνια αλλά δεν ήταν εξέλιξη, παρά οπισθοδρόμηση στις σκοτεινές σπηλιές μιας αχόρταγης ματαιοδοξίας.

Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για την ανοικοδόμηση, αλλά μόνο κάτι εκατοντάδες για την κατεδάφιση.

Δεν πρόκειται όμως να σας αδειάσω την γωνιά.Όχι δεν είμαι καλά ούτε περνάω καλά με τα σκουπίδια που με ταίζετε. Μπορεί να μου υπόσχεστε παράδεισο αλλά μου ξερνάτε κόλαση κατάμουτρα.Απέναντί σας θα με έχετε μέχρι να με εξαφανίσετε. Για μένα μόνο ένας κόσμος άμορφος ,χωρίς εκμετάλλευση, γεμάτος αγάπη, ελευθερία και σεβασμό στο διαφορετικό έχει αξία. Πριν ανοίξετε τις σαμπάνιες, σκάψτε την τρύπα σας πρώτα.

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Ο ξένος με το βιβλίο και τη φλογέρα


http://aristeroblog.gr
Η μέρα ήταν ιδανική για βόλτα και πικ-νικ, κάτω από τον παχύ ίσκιο των δέντρων στο μεγάλο λιβάδι, στην ανατολική πλαγιά του λόφου.
Στη δυτική πλευρά του λόφου υπήρχε κι άλλο λιβάδι αλλά δεν είχε ούτε ένα δέντρο. Μόνο κάτι χαμηλοί θάμνοι είχαν καταδεχτεί να ριζώσουν που μπορούσαν να δώσουν τη σκιά τους, μετά βίας σε έναν άνθρωπο.
Στην κορυφή του λόφου φαινόταν από μακριά το παλάτι δίπλα σε μία μεγάλη εκκλησία που συναγωνιζόταν σε ύψος και σε αίγλη το διπλανό παλάτι.
Στη νότια πλαγιά του λόφου απλωνόταν η πόλη που ήταν εμπορικό κέντρο της περιοχής.
Είχε μπει ο Ιούνιος, ήταν και Κυριακή, τι άλλο θα μπορούσε να περιμένει κάποιος για να πάρει την οικογένειά του και να πάει στο μεγάλο λιβάδι;
Τα παιδιά, έτρεχαν ξένοιαστα πέρα δώθε, πότε τραγουδώντας, πότε κλαίγοντας και πότε ουρλιάζοντας και παίζοντας γεμάτα χαρά.
Οι γυναίκες έστρωναν με ευλάβεια το σεντόνι που είχαν φέρει για την περίσταση και έβγαζαν σιγά-σιγά τα φαγητά και τους μεζέδες που είχαν μαζί τους από το σπίτι.
Οι άντρες έκοβαν βόλτες πατώντας με σταθερό βήμα στο χαμηλό χορτάρι του λιβαδιού, πηγαίνοντας από το ένα δέντρο στο άλλο, απολαμβάνοντας τον ίσκιο τους και τσιμπολογώντας από τα εδέσματα που βρίσκονταν απλωμένα στα σεντόνια.
Με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, καμάρωναν τα παιδιά τους που έτρεχαν ανέμελα δεξιά κι αριστερά.
«Πρόσεξε παιδί μου. Μην τρέχεις. Θα πέσεις και θα χτυπήσεις. Άσε που θα ιδρώσεις και ποιος ακούει τη μάνα σου», ήταν οι συμβουλές που απηύθυναν πολύ συχνά οι άντρες προς τα παιδιά τους καθώς έκαναν τη βόλτα τους κουτσοπίνοντας, ψιλοτρώγοντας και συζητώντας για τις δουλειές τους και το παιδιά τους. Ο καθένας έλεγε τα δικά του χωρίς να ακούει κουβέντα από όσα έλεγαν οι συνομιλητές τους.
Οι μανάδες, καθισμένες κάτω από τον ίσκιο, σηκώνονταν που και που για να δώσουν τις δικές τους συμβουλές: «Έλα να φας κάτι παιδί μου. Μην τρέχεις, θα ιδρώσεις και θα βήχεις το βράδυ και τότε, αλίμονο τι έχεις να ακούσεις από τον πατέρα σου».
Αρκετά μέτρα πιο πέρα, κάτω από το μοναδικό θάμνο της περιοχής, καθόταν ένας άνθρωπος. Δεν έμοιαζε με τους άλλους, ούτε στο ντύσιμο μα ούτε και στην όψη. Είχε κάπως μακριά μαλλιά, αχτένιστα και ο ίδιος έδινε την εντύπωση του ανθρώπου που δεν λογάριαζε και πολύ την εμφάνισή του.
Κρατούσε στα χέρια του ένα βιβλίο και δίπλα στα πόδια του πάνω σε μια πέτρα ήταν ακουμπισμένη μια παλιά φλογέρα.
Ήταν τόσο απορροφημένος σ’ αυτό που διάβαζε που δεν πήρε χαμπάρι ένα τσούρμο από παιδιά τα οποία τον πλησίασαν σε απόσταση δύο μέτρων και τον περιεργάζονταν.
Κάποια στιγμή, ο άνθρωπος σήκωσε το βλέμμα του και αντικρίζοντας καμιά δεκαριά παιδιά να τον κοιτάζουν, τους χαμογέλασε.
«Γεια σας παιδιά», τους είπε. «Θέλετε κάτι;»
«Ποιος είσαι εσύ;», τον ρώτησε ένα παιδί. «Μένεις στην πόλη μας;»
«Όχι, είμαι ξένος» απάντησε ο περίεργος εκείνος άνθρωπος.
«Τι διαβάζεις;», επέμενε το παιδί.
«Κάτι ιστορίες με ανθρώπους».
« Λένε αλήθεια ή ψέματα, αυτές οι ιστορίες;»
«Ψέματα».
«Και γιατί διαβάζεις αυτά τα ψέματα;»
«Γιατί, μέσα από τα ψέματα ανακαλύπτω τις αλήθειες»
«Για ποιους;»
«Μα για τους ανθρώπους και τα έργα τους. Για τι άλλο;»
Τα παιδιά ξέσπασαν σε γέλια. Ένα από αυτά έτρεξε στη μητέρα του και άρχισε να της εξιστορεί όσα τους είχε πει λίγο νωρίτερα ο ξένος.
Της στάθηκε η μπουκιά στο λαιμό, της μητέρας του. Παραλίγο να πνιγεί. Κοκκίνισε από τα νεύρα της και έβγαλε μια δυνατή κραυγή.
«Παντελήήήήή. Που είσαι μωρέ; Δεν πήρες χαμπάρι τι άκουσε το παιδί μας;»
Έτρεξε ο Παντελής, κατασκοτώθηκε να πάει στη γυναίκα του και σαν έμαθε τα καθέκαστα, μάζεψε και μερικούς άλλους και σε λίγο βρέθηκαν όλοι να έχουν περικυκλώσει το δύστυχο ξένο.
«Ποιος είσαι εσύ; Πώς βρέθηκες στα μέρη μας;», τον ρώτησε κάποιος.
«Γεια σας φίλοι μου. Μην ανησυχείτε, περαστικός είμαι, δεν είμαι από δω».
«Και τι είναι αυτά που είπες στα παιδιά;» πήρε το λόγο κάποιος άλλος.
«Για ποιο πράγμα μιλάς; Δεν καταλαβαίνω!», απάντησε ο ξένος.
«Τους είπες ή όχι ότι διαβάζεις ιστορίες με ψέματα;»
«Τους είπα».
«Και ότι από τα ψέματα αυτά ανακαλύπτεις την αλήθεια;»
«Ναι! Έχω άδικο;»
«Φυσικά και έχεις άδικο. Μέσα από τα ψέματα ανακαλύπτεις το ψέμα και μόνο μέσα από τις αλήθειες ανακαλύπτεις την αλήθεια. Αυτό είναι γνωστό σε όλους. Το διδάσκουν και στα σχολεία οι δάσκαλοι»
«Κι εγώ δάσκαλος είμαι».
«Και γιατί δεν είσαι στο σχολείο;»
«Γιατί, μ’ έδιωξαν εδώ και κάμποσο καιρό».
«Άμα έλεγες τέτοια στα παιδιά, καλά σου έκαναν».
«Εσύ τι δουλειά κάνεις, αν επιτρέπεται;»
«Μεγαλέμπορος φρούτων και λαχανικών. Ο μεγαλύτερος της περιοχής»
«Στέλνεις και στο διπλανό χωριό εμπόρευμα;»
«Ασφαλώς. Το εμπόρευμά μου φημίζεται για την ποιότητά του».
«Τότε γιατί στο διπλανό χωριό τα έχουν βάλει μαζί σου και σε κατηγορούν ότι τους στέλνεις σάπια φρούτα και λαχανικά; Τις προάλλες που πέρασα από κει, οι μισοί κάτοικοι είχαν πάθει τα εντερικά τους και έλεγαν πως τα μήλα που τους πούλησες ήταν για πέταμα»
«Ε! Ας μην τα αγόραζαν. Δεν τους τα πούλησα με το ζόρι».
«Τους είπες ότι από μέσα ήταν χαλασμένα;»
«Όχι βέβαια! Κορόιδο είμαι;»
«Άρα, τους είπες ψέματα»
«Περίπου»
«Βλέπεις;»
«Τι να δώ;»
«Μέσα από το ψέμα που τους είπες, εκείνοι ανακάλυψαν την αλήθεια».
«Ποια αλήθεια;»
«Ότι το εμπόρευμά σου είναι σκάρτο και συ απατεώνας».
Οι υπόλοιποι άρχισαν να μουρμουρίζουν και να συζητούν μεταξύ τους., μέχρι που κάποιος πήρε το λόγο και είπε στον ξένο:
«Αν θες να συνεχίσεις να βρίσκεσαι εδώ, πρέπει να σταματήσεις να διαβάζεις αυτό το βιβλίο και φυσικά να μην τολμήσεις να πλησιάσεις τα παιδιά μας».
«Δεν τα πλησίασα εγώ. Εκείνα με πλησίασαν», απάντησε ο ξένος κλείνοντας το βιβλίο και ακουμπώντας το δίπλα.
Οι κάτοικοι της πόλης απομακρύνθηκαν παίρνοντας και τα παιδιά μαζί τους.
Κάποια στιγμή, ενώ είχαν απομακρυνθεί αρκετά, σταμάτησαν απότομα και κοίταξαν όλοι προς τα πίσω. Αιτία ήταν αυτός ο ήχος που έφτανε στ’ αυτιά τους. Ήταν ήχος φλογέρας που παρόμοιό του δεν είχαν ξανακούσει.
Κοιτώντας προς τον ξένο, τον είδαν να έχει πάρει τη φλογέρα στα χέρια του και να παίζει τόσο γλυκά και τόσο αληθινά που ακόμη και οι ίδιοι ξαφνιάστηκαν και άφησαν τον εαυτό τους να δείξει πως τους άρεσε πολύ ο ήχος που έβγαζε εκείνος ο ξένος με τη φλογέρα του.
Μετά ξαναφόρεσαν το βλοσυρό τους ύφος και κατευθύνθηκαν προς τον ξένο που συνέχιζε να παίζει τη φλογέρα του σαγηνεύοντας τα παιδιά και κάνοντάς τα να γελάνε και να χαίρονται.
«Τι κάνεις εκεί;» του είπε ο μεγαλέμπορος λαχανικών.
Ο ξένος σταμάτησε να παίζει τη φλογέρα του, τον κοίταξε ίσα στα μάτια και του είπε με ήρεμη φωνή:
«Τι εννοείς τι κάνω; Παίζω τη φλογέρα μου»
«Γιατί;»
«Επειδή η μουσική κρύβει αλήθεια»
«Πριν διάβαζες το βιβλίο με τα ψέματα για να βρίσκεις την αλήθεια και τώρα παίζεις μουσική γιατί κρύβει αλήθεια;»
«Ακριβώς!»
«Είσαι τρελός, δεν εξηγείται αλλιώς».
«Είναι απλό. Αν γνωρίζεις τι είναι αληθινό μπορείς να ξεχωρίζεις το ψεύτικο».
«Δηλαδή;»
«Κάθεστε όλη τη μέρα κάτω από τη σκιά των δέντρων νομίζοντας ότι σας προσφέρει ασφάλεια. Αν όμως ξεσπάσει καταιγίδα θα καταλάβετε ότι η ασφάλεια που νομίζετε είναι ψεύτικη. Δεν μπορούν να συγκρατήσουν τον κεραυνό. Θα σας κάνει στάχτη».
«Κάνεις λάθος ξένε. Πάλι θα είμαστε ασφαλείς κάτω από τα δέντρα. Θα γλυτώσουμε από τη βροχή ενώ εσύ θα γίνεις μούσκεμα εδώ στο πουρνάρι που κάθεσαι».
«Γιατί φοβάστε τη βροχή; Μήπως ξεπλυθεί η μπογιά και φανεί το πρόσωπό σας;»
Τα λόγια του ξένου εξαγρίωσαν το μεγαλέμπορο ο οποίος κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος του ξένου όταν οι πρώτες σταγόνες της βροχής έπεσαν στα πρόσωπά τους. Με την ταραχή και τη φασαρία, κανένας τους δεν πήρε είδηση τα μαύρα σύννεφα που μαζεύτηκαν πάνω από το μεγάλο λιβάδι και την καταιγίδα που ερχόταν. Εκτός από τον ξένο.
Σχεδόν αμέσως ο ουρανός άρχισε να σκίζεται από αστραπές και οι βροντές τρόμαζαν τους μικρούς μα και τους μεγάλους.
«Πάμε κάτω από τα δέντρα», ακούστηκε μια φωνή και όλοι έτρεξαν προς τα δέντρα για να προστατευτούν από τη βροχή. Όλοι εκτός από τον ξένο που σηκώθηκε όρθιος και ούρλιαζε απεγνωσμένα:
«Όχι στα δέντρα. Όχι κάτω από τα δέντρα. Θα σας κάψουν οι κεραυνοί. Τουλάχιστον όχι τα παιδιά. Αφήστε τα παιδιά στη βροχή. Καλύτερα να βραχούν παρά να καούν. Καλύτερα να ζήσουν παρά να πεθάνουν».
Μάταια όμως προσπαθούσε. Οι γονείς τραβούσαν τα παιδιά με το ζόρι από τα χέρια και τα κρατούσαν σφιχτά κάτω από τα δέντρα. Κάποια παιδιά γλίστρησαν από τα χέρια των γονιών τους και δεν πρόλαβαν να φτάσουν στα δέντρα. Κάποιες οικογένειες, πάλι, δίστασαν να μπουν κάτω από τα δέντρα επηρεασμένοι από τα λόγια του ξένου και προτίμησαν να υποστούν τη μανία της βροχής που ράπιζε με δύναμη τα πρόσωπά τους.
Αυτό που ακολούθησε δεν περιγράφεται.
Αλλεπάλληλοι κεραυνοί έπεσαν πάνω στα δέντρα προκαλώντας το χαμό όσων βρέθηκαν εκεί για να προστατευτούν.
Όσοι γλύτωσαν, ξέσπασαν σε λυγμούς και θρήνους.
Η καταιγίδα πέρασε μα άφησε πίσω της αποκαΐδια. Το κακό είχε γίνει.
Ο ξένος, βρεγμένος μέχρι το κόκαλο, πιο πολύ από τα δάκρυα, παρά από τη βροχή, μάζεψε τη μουσκεμένη φλογέρα και το σχεδόν κατεστραμμένο βιβλίο του και απομακρύνθηκε με λυγμούς.
Κανείς δεν τον ξαναείδε. Μόνο κάποιοι από τους επιζώντες αφηγούνται πως φεύγοντας τον άκουσαν να λέει:
«Αν γνώριζαν την αλήθεια θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν εύκολα το ψέμα»
 
 
  


Χρήστος Επαμ. Κυργιάκης
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Αναγνώστες