Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Ο γραφειοκράτης

Προσθήκη λεζάντας
Δημήτρης Κατσορίδας 
Μεγάλη εντύπωση μου προκάλεσε ένα παλαιό άρθρο, που είχε γραφτεί στις 20 Μαΐου 1964, στην εφημερίδα Ο Διανοούμενος, από το Μ. Βλαβιανό (ψευδώνυμο του ιστορικού Δ. Λιβιεράτου), με τίτλο, «Το πορτραίτο ενός μικρού γραφειοκράτη». Εντύπωση, όχι μόνο για τη διεισδυτικότητά του, αλλά κυρίως, για την επικαιρότητά του.

Ξεκινώντας, ο συγγραφέας του άρθρου, με τη διαπίστωση ότι η γραφειοκρατία δεν είναι ένα φαινόμενο που συναντάται μόνο στη σφαίρα της θεωρίας ή κάτι έξω από εμάς, επισημαίνει καταρχήν ότι «Η γραφειοκρατία είναι κοντά μας, δίπλα μας, σέρνεται στα πόδια μας, βρίσκεται μέσα μας».
Υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να πούμε ότι όλοι εν δυνάμει είμαστε γραφειοκράτες, επειδή μαθαίνουμε από την παιδική μας ηλικία να αναπαράγουμε την γραφειοκρατική αντίληψη, λόγω των ιεραρχικών δομών της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας χωρισμένης σε τάξεις, όπου η λειτουργία της γραφειοκρατίας, ουσιαστικά, νομιμοποιεί την κυριαρχία της ιθύνουσας κοινωνικής ομάδας.
Η γραφειοκρατία συνεπάγεται τη συγκέντρωση και τη λατρεία της εξουσίας, το κυνήγι της θέσης, την ανάγκη της καριέρας. Είναι η πεμπτουσία της αναρμοδιότητας, της ανάθεσης και της μετάθεσης ευθυνών. Είναι η λατρεία και ο φόβος της ιεραρχίας και της πειθαρχίας, καθώς επίσης ο συντηρητισμός που γεννιέται μέσα από τέτοιου είδους πειθαρχία. Είναι η υπερβολική προσήλωση στους τύπους, αλλά και η αυταρχική πολλές φορές συμπεριφορά των διευθυνόντων διαφόρων οργανισμών, είτε πρόκειται για δημόσιους είτε για ιδιωτικούς είτε για κοινωνικούς, όπως για παράδειγμα ενός κόμματος ή ενός συνδικάτου κλπ. Όλα αυτά και άλλα ακόμη που μπορούμε να απαριθμήσουμε, καταλήγουν σε άκαμπτους κανόνες, που με τη σειρά τους οδηγούν στη δυσλειτουργία, την αναποτελεσματικότητα και την βραδύτητα στην διεκπεραίωση των υποθέσεων που προκύπτουν.
Το πρόβλημα της γραφειοκρατίας γίνεται ακόμη μεγαλύτερο όταν μιλάμε για τα κόμματα αρχών ή ακόμα για τα συνδικάτα. Ειδικά στα κόμματα αρχών το πρόβλημα γίνεται ιδιαίτερα έντονο όταν καλλιεργείται η προσωπολατρία και ο αρχηγισμός, ο οποίος ανεξέλεγκτα ρυθμίζει τις κατευθύνσεις του κόμματος.
Διαπιστώνουμε, πολλές φορές ότι η, για μεγάλο χρονικό διάστημα, παραμονή κάποιων προσώπων στις διοικητικές θέσεις των κομμάτων, των συνδικάτων ή των διαφόρων οργανισμών, δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις ώστε τα πρόσωπα αυτά να θέλουν να γίνουν γνωστά και να αποκτούν επιρροή, την οποία χρησιμοποιούν για δικό τους όφελος και όχι για τους οργανισμούς που βρίσκονται. Έτσι, η γραφειοκρατία, προκειμένου να διατηρήσει τα όποια προνόμιά της, είτε αυτά είναι εισοδηματικά είτε είναι θέση εξουσίας, αποσπάται από το κοινωνικό σώμα, έχοντας δικούς της ρυθμούς και κανόνες λειτουργίας, επιβάλλοντας πολλές φορές εσφαλμένη πολιτική στους οργανισμούς αυτούς. Οι κατέχοντες, λοιπόν, τις γραφειοκρατικές θέσεις, οδηγούμενοι από το προσωπικό τους συμφέρον, το οποίο επιβάλλει τη διατήρηση της θέσης τους, οδηγούν τους οργανισμούς σε αδράνεια και παθητικότητα, καλλιεργώντας ταυτόχρονα τη λογική της ανάθεσης.
Συνεπακόλουθα, όπως η γραφειοκρατία είναι μέσα στη ζωή μας και στην καθημερινότητά μας έτσι και ο γραφειοκράτης, ως μέλος της γραφειοκρατίας, είναι δίπλα μας, μέσα στη ζωή και στην καθημερινότητά μας. Όπως λέει το άρθρο, του Λιβιεράτου, «Ο κύριος αυτός βρίσκεται παντού. Στη δουλειά, στην οργάνωση, το συνδικάτο, τη συνοικία. Πολλές φορές είναι αγροίκος του παλαιού σταλινικού τύπου, αλλά πολλές φορές είναι γλυκομίλητος καλός άνθρωπος».
Βασικό χαρακτηριστικό του γραφειοκράτη είναι η ημιμάθεια, έστω και αν μιλάει με μεγάλα λόγια, κατηγορώντας μάλιστα πολλές φορές τους άλλους για «αμάθεια», ενώ το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι «… Θεωρεί τον εαυτό του απαραίτητο». Αλλά κατά βάθος είναι συντηρητικός. Ουσιαστικά, αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η θεσούλα του, η εξουσία του, μικρή ή μεγάλη, γι’ αυτό «…Τον κυριαρχεί συνεχώς ο φόβος να μη χάσει τα κεκτημένα. Η νοοτροπία του μικρομαγαζάτορα και όχι του δημιουργικού επαναστάτη…».
Βέβαια, όταν μιλάμε για γραφειοκρατία έχουμε κατά νου τον γραφειοκράτη ενός μεγάλου μαζικού κόμματος ή οργανισμού (ιδιωτικού ή δημόσιου), ο οποίος στηρίζει τη θέση του σε υλικά προνόμια ή στην εξουσία που του παρέχεται. Όχι πως αυτό τον δικαιολογεί. Κάθε άλλο. Όμως, τι να πει κανείς για τον μικρό γραφειοκράτη, ο οποίος προσπαθεί να περάσει την άποψη της κεντρικής διοίκησης με κάθε μέσο, λειτουργώντας πολλές φορές ως «βασιλικότερος του βασιλέως». Ή τι να πει κανείς για τους γραφειοκρατίσκους των μικρών πολιτικών ομαδοποιήσεων, οι οποίοι προσπαθούν, τις περισσότερες φορές με άκομψο τρόπο, να περάσουν με κάθε μέσο τη «γραμμή» της ομάδας στο συνδικάτο, στη συνοικία, στο χώρο νεολαίας, παντού.
Σε κάθε περίπτωση, ο μικρός γραφειοκράτης, προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι κάτι: διευθυντής, προϊστάμενος, τμηματάρχης, όταν πρόκειται για οργανισμούς (ιδιωτικούς ή δημόσιους) ή πρόεδρος, γραμματέας, καθοδηγητής, όταν πρόκειται για κοινωνική δράση, αλλά οπωσδήποτε πάνω από την κοινωνία. Διότι, φοβάται την αυτενέργεια της κοινωνίας, επειδή ξέρει ότι μπορεί να τον ξεπεράσει.
Το πιο άσχημο είναι στις περιπτώσεις εκείνες, που δεν έχει προέλθει μέσα από κάποιες διεργασίες. Είναι εντελώς αποκομμένος. «Φυτευτός», όπως λέμε. Γι’ αυτό «Δεν ενδιαφέρεται παρά να συγκρατήσει τη θέση του, έστω και αν αυτή δεν του αποδίδει υλικά. Θέλει να είναι πάντα στέλεχος… Πρέπει να κατοχυρώνεται πίσω από ένα τίτλο, οτιδήποτε να είναι. Χωρίς ένα τίτλο, χωρίς ένα μικρό μηχανισμό, χωρίς ένα μικρό λαό, αισθάνεται γυμνός, αισθάνεται τίποτα». Και «Πράγματι δεν είναι τίποτε… Φτιάχνει την κοινωνία και το κίνημα και την οργάνωση στην οποία δουλεύει κατ’ εικόνα και ομοίωσή του. …Κάθε καινούρια πρωτοβουλία τον φοβίζει».
Όμως, αυτό που φοβίζει περισσότερο τον μικρό γραφειοκρατάκο είναι ο ανώτερος γραφειοκράτης, «…γιατί ο φιλαράκος μας σέβεται και φοβάται την ιεραρχία όσο τίποτε άλλο. Από αυτή την κλίμακα που υπάρχει αντλεί και αυτός το κύρος του και αν αυτή η σειρά των πραγμάτων χαλάσει, τότε κι αυτός θα ζημιωθεί. Μόνο ο βούρδουλας του παραπάνω τον συνεφέρνει κι αυτόν τρέμει».
Κλείνοντας, αυτό το μικρό σημείωμα θα λέγαμε ότι μόνο η ευρύτητα των πνευματικών οριζόντων, η μόρφωση και αυτομόρφωση των ανθρώπων, η συμμετοχή τους στα κοινά και όχι η εναπόθεση των όποιων δραστηριοτήτων σε κάποιους αντιπροσώπους, και προπαντός ο έλεγχος, η ανακλητότητα και η εναλλαγή στα όργανα μπορούν να εξασφαλίσουν, όλων των ειδών τις οργανώσεις και οργανισμούς, από τον έλεγχο των, μικρών ή μεγάλων, γραφειοκρατών, αλλά και από τον ίδιο το κακό μας εαυτό.
: rednotebook.grgregordergrieche.blogspot.gr/

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Οι συμπληγάδες της «ευρωπαϊκής προοπτικής»: σύγχρονες έννοιες με ρίζες στο παρελθόν

Ξεκλειδώνοντας κάποιες έννοιες και διερευνώντας την εποχή και τα ιστορικά συμφραζόμενα που τις γέννησαν, είναι πιο εύκολο να αντιληφθούμε τις ιδέες που αποτελούν το σύνθετο παρόν του εξουσιαστικού εφιάλτη που μας έχει κατακλείσει. Το κείμενο αποτελεί μια προσπάθεια, με σύντομο και όσο το δυνατόν απλό τρόπο, να αφαιρέσει τη μεταφυσική χροιά που απέκτησαν πολλές έννοιες, οι οποίες, ενώ σήμερα χρησιμοποιούνται κατά κόρον, δεν γίνονται αντιληπτές στην πληρότητά τους και συχνά παραποιούνται τεχνηέντως. Ιδέες που σχετίζονταν με την ομοσπονδιοποίηση υπήρχαν ήδη απ’ τον 17ο αιώνα: μία ένωση ευρωπαϊκών κρατών, που θα εκπροσωπούνται από ένα ανώτατο χριστιανικό συμβούλιο ή μία διαρκή συνέλευση, που θα στηρίζεται στις αρχές της φιλελεύθερης οικονομίας και θα διασφαλίζει την «ελεύθερη» διακίνηση ανθρώπων και αγαθών.Άλλοι μιλούσαν για μια ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων, που θα διέθετε ισχυρή στρατιωτική δύναμη και θα στηριζόταν στην αρχή της πλειοψηφίας ή ένα διεθνές δικαστήριο. Η ευρωπαϊκή ομοσπονδία ενέπνευσε προφανώς και την αμερικανική, που γεννήθηκε στο λυκόφως του 18ου αι. και στο λυκαυγές του 19ου.
Στον 19ο αι. ανακύπτει η έννοια του κοσμοπολιτισμού, που υπήρξε μια αισθητική κατασκευή της ανερχόμενης οικονομικής δύναμης των αστών, αλλά μεταλαμπαδεύτηκε στους προκατόχους τους αριστοκράτες. Ακολουθεί ουσιαστικά τις αρχές του εκλεκτικισμού∙ δηλαδή αντλεί επιλεκτικά διάφορα πολιτιστικά στοιχεία από διαφορετικά έθνη, ώστε να κατασκευάσει μια ευρωπαϊκή συνείδηση. Ο πολίτης του έθνους γίνεται πολίτης του κόσμου. Ο κοσμοπολιτισμός, λοιπόν, τρέφει το «ευρωπαϊκό πνεύμα». Σε συνδυασμό με τον ρομαντισμό, που τρεφόταν εν μέρει από το «μεγαλείο» του παρελθόντος, ενδυναμώθηκε αυτή ακριβώς η ευρωπαϊκή ιδέα, καθώς συνδέθηκε με τη νοσταλγία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από τα τέλη του 20ου μέχρι σήμερα, ο σύγχρονος κοσμοπολιτισμός έκανε ακριβώς το ίδιο∙ τα ταξίδια για την γνώση του κόσμου, ακόμη και οι σπουδές σε άλλες χώρες τόνωσαν και ανανέωσαν την ταυτότητα του ευρωπαίου πολίτη. Θεωρήθηκε εκτός μόδας να είναι κανείς προσηλωμένος στα εθνικά όρια και να μην ζει τον ευρωπαϊκό κοσμοπολιτισμό με κάθε τρόπο, ο οποίος πια μοιάζει σαν η μόνη διέξοδος.
Μεταξύ 18ου και 20ου αιώνα καλλιεργήθηκε και η ιδέα της νεωτερικότητας, που εκφράζεται πολιτικά μέσα από την κυριαρχία λαϊκών μορφών εξουσίας και τη νομιμότητα στα πλαίσια των εθνικών κρατών.Οικονομικά στηρίζεται στην χρηματική συναλλαγή, η οποία βασίζεται στην παραγωγή και την κατανάλωση προϊόντων, την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τη συσσώρευση κεφαλαίου. Σε κοινωνικό επίπεδο εξετάζει τα πάντα με βάση τις κοινωνικές τάξεις. Σε πολιτισμικό επίπεδο, κυριαρχεί η άνοδος της κοσμικής και υλιστικής αντίληψης του κόσμου, που ναι μεν επισκίασαν κατά τα φαινόμενα την θρησκευτική κοσμοαντίληψη, στην ουσία όμως λειτούργησαν αλληλοσυμπληρωματικά. Τρεις παράγοντες θεωρείται ότι συνέβαλαν στην εμφάνιση των νεωτερικών κοινωνιών: το έθνος-κράτος, η «βιομηχανική επανάσταση» και ο λεγόμενος Διαφωτισμός.
Από τον 19ο αιώνα, όταν τα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη εμφανίζονται ως οι μόνοι δικαιούχοι της πολιτισμικής κληρονομιάς της Ευρώπης, δομούνται σταδιακά οι αφηγήσεις των εθνικών ιστοριών, υπό ένα ευρωπαϊκό φως. Έτσι, ο ευρωπαϊσμός δίνει μια άλλη χροιά στις εθνικές συνέχειες, που τεχνητά καλλιεργούνται από τότε και μετά. Αναδρομικά, ο ευρωπαϊσμός ενώνει τις εθνικές ιστορίες. Στηρίχθηκε στον μύθο της γεωγραφικής και ιστορικής συνέχειας της Ευρώπης, που υποτίθεται ότι αποτελεί αδιατάρακτη εξέλιξη του αρχαίου ελληνισμού, στον μύθο της διάκρισης απ’ το Ισλάμ, στην αντιμετώπιση της ανθρώπινης παρουσίας ως μιας διαδοχής ιστορικών φάσεων, που συγκροτούν την έννοια της προόδου με κορύφωση το ευρωπαϊκό πρότυπο, όπου όλοι οι υπόλοιποι πρέπει να φτάσουν. Φυσικά, αφού καλλιεργήθηκε αυτή η… ευρωπαϊκή ανωτερότητα, έπρεπε να επιβληθεί κιόλας, για να φωτιστούν οι απολίτιστοι. Έτσι, οι αποικιακοί πόλεμοι νομιμοποιήθηκαν και εξέθρεψαν την πεινασμένη κακομαθημένη γηραιά ήπειρο του πλανήτη. Οι ρίζες του ευρωπαϊκού δέντρου βουτούσαν βαθιά στα νερά του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και της χριστιανικής αυθεντίας.
Ο 19ος αιώνας έφερε όμως και τον διεθνισμό, ως απάντηση στον ευρωπαϊσμό και τις συμφωνίες των λεγόμενων Μεγάλων Δυνάμεων. Ο όρος διεθνής, εμπεριείχε ριζοσπαστική σημασία. Οι διεθνιστές ασπάζονταν την ύπαρξη του έθνους[1], που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή στον μετασχηματισμό του κόσμου και πίστευαν ότι οι δύο έννοιες θα μπορούσαν να συμβαδίσουν για ένα καλύτερο μέλλον. Το ερώτημα είναι∙ καλύτερο για ποιους; Τον διεθνισμό τον επικαλούνταν από τον Μαρξ και τον Μαντσίνι, μέχρι τους προτεστάντες ιεροκήρυκες, τους εμπόρους, τους δημοσιογράφους, τους επιστήμονες, τους νομικούς και τις μυστικές υπηρεσίες που οργάνωναν διεθνή συνέδρια για την πάταξη της τρομοκρατίας. Δεν παραβλέπουμε και την πρώτη και βραχύβια παραμονή των αναρχικών της εποχής στη Διεθνή, αντιτασσόμενοι όμως στο κράτος και την εξουσία. Ωστόσο, ο διεθνισμός ως στόχευση συνδέθηκε με την επιδίωξη της εξουσίας, είτε αριστερής είτε δεξιάς κοπής. Άλλωστε, η ίδια η λέξη διεθνής εμπεριέχει την έννοια του έθνους, την οποία αποδέχεται και αναγνωρίζει ως βάση, διατρέχοντάς την και όχι ξεπερνώντας την. Με την ίδια λογική, δεν είναι δυνατόν μια διυπουργική απόφαση να μην έχει ληφθεί από ένα υπουργικό συμβούλιο. Το εθνικό κράτος, λοιπόν, αποδείχθηκε χρήσιμο εργαλείο για κάθε είδους πολιτική ένωση.

Στον 20ο αιώνα, εμφανίστηκαν τα θέλγητρα της παγκοσμιοποίησης, η οποία έγινε αντιληπτή ως διαδικασία και ως φαινόμενο και όχι ως παγιωμένη κατάσταση∙ συνδέθηκε με την αντίληψη της κοινωνίας ως ολοποιημένης οντότητας. Επιδιώκει την παγκόσμια κοινωνία, κατανοώντας κάθε πτυχή του τόπου και του χρόνου ως μέρος μιας γνώσης της ανθρωπότητας. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι στοχεύει στην κατάργηση των κρατών και κάθε εξουσίας. Κάθε άλλο∙ μέσα από τις «νέες τεχνολογίες», που έκαναν τον πλανήτη ένα «παγκόσμιο χωριό», όπου η πληροφορία ρέει άφθονη, προωθεί την παγκοσμιοποίηση των αγορών, μέσα από την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών στην παραγωγή και την ευελιξία σε όλα τα επίπεδα. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις απευθύνουν τις υπηρεσίες και τα προϊόντα τους σ’ όλο τον κόσμο, δημιουργώντας μια νέα ιεραρχία και γραφειοκρατία. Ανέδειξε μια νέα παγκόσμια ελίτ τεχνοκρατών, η οποία κρατάει στα χέρια της τη γνώση και την πληροφόρηση, παγκοσμιοποιώντας τις κοινωνικές σχέσεις, με στόχο την αποδόμηση τους. Ο χρόνος και ο χώρος σχετικοποιούνται και δημιουργείται ο κυβερνοχώρος. Βέβαια, η ασυμμετρία είναι δεδομένη, καθώς δεν αναπτύσσεται ομοιόμορφα ούτε σε γεωγραφικό επίπεδο ούτε σε πολιτισμικό, οικονομικό, κοινωνικό και τεχνολογικό παντού. Ωστόσο, η πειθαρχία και ο παγκόσμιος έλεγχος φαίνεται να εξελίσσονται ταχύτερα και πιο ομοιόμορφα.
Η παγκοσμιοποίηση, βεβαίως, ξεπέρασε τα όρια της Ευρώπης, όπως θα ταίριαζε στα χαρακτηριστικά της. Σε ομιλία του το 2000, ο Μπιλ Κλίντον είχε χαρακτηρίσει την παγκοσμιοποίηση ως την επανάσταση που γκρεμίζει φραγμούς και οικοδομεί νέα δίκτυα ανάμεσα σε έθνη και άτομα, σε οικονομίες και κουλτούρες. Η νέα «μόδα» δεν περιέγραφε απλώς μια νέα κατάσταση, αλλά δημιουργούσε και επέβαλλε το νέο κόσμο, βασιζόμενη στους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης και εξαναγκάζοντας όλο τον πλανήτη να τους δεχτεί, με όπλα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Παγκόσμια Τράπεζα και άλλους ευαγείς υπερ-κρατικούς οργανισμούς, που συχνά αποδείχτηκαν ισχυρότεροι από τα μαχητικά αεροσκάφη και τους πυραύλους.
Η παγκόσμια κυριαρχία δεν θεμελιώθηκε σε μια νύχτα, αλλά ως ιδέα διέτρεξε την σύγχρονη ιστορία, προσπαθώντας να εφαρμόσει τα σκοτεινά της οράματά. Ο κάθε ένας μας γεύεται τους πικρούς καρπούς αυτών των ιδεολογημάτων, που δηλητηριάζουν την καθημερινότητά μας, όπου κι αν βρισκόμαστε. Ακόμη και τα πιο απομακρυσμένα μέρη του πλανήτη από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων επηρεάζονται, είτε το θέλουν είτε όχι, χωρίς συχνά να γνωρίζουν τις βαθύτερες αιτίες. Η πολιτική αποφασίζει για εμάς χωρίς εμάς. Εμείς, όμως μπορούμε να επιλέγουμε και να δρούμε –ακόμη και τώρα– πέρα απ’ τα όρια που μας θέτει. Μόνο ως άνθρωποι αξίζει ν’ ατενίζουμε την ελευθερία, υψώνοντας το κεφάλι πάνω απ’ τα ψηλά κτίρια που στήνουν οι κυρίαρχοι, για να μας τρομάξουν. Εκεί φωλιάζει ο απέραντος ουρανός, που δεν είναι διεθνής ούτε παγκοσμιοποιημένος∙ εκεί γεννιέται ο ορίζοντας, που δεν είναι ούτε κοσμοπολίτικος ούτε νεωτερικός. Είναι η ίδια η φύση μας.
Σχετικά βιβλία:
Σταμάτης Παντίδης & Γιώργος Κων. Πασιάς. Ευρωπαϊκή διάσταση στην εκπαίδευση- όψεις, θεωρήσεις, προβληματισμοί.
MarkMazower, Κυβερνώντας τον κόσμο, η ιστορία μιας ιδέας

[1]Το έθνος-εθνότητα προσδιοριζόταν από τους διεθνιστές του 19ου αι. ως λαός, προλεταριάτο κτλ. Θεωρούσαν πως οι σκλάβοι τον τότε επικρατειών, θα απελευθερώνονταν με το να βρουν μια «ταυτότητα» ναι μεν πέρα από το έθνος (διεθνές προλεταριάτο), αλλά κατασκευασμένη με «υλικά» ίδιας κοπής και ουσίας.


Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Τι είναι κίνημα;

του Τζόρτζιο Αγκάμπεν
Οι σκέψεις που ακολουθούν πηγάζουν από μια δυσφορία και προέκυψαν από μια σειρά ερωτήματα που μου δημιουργήθηκαν πρόσφατα όταν βρέθηκα σε μία συνάντηση στη Βενετία με τον Tόνι [Νέγκρι], τον Καζαρίνι κ.λπ. Μια λέξη επανερχόταν διαρκώς σε αυτή τη συνάντηση: κίνημα. Πρόκειται για μια λέξη με μακρά ιστορία στην παράδοσή μας. Στο βιβλίο του Tόνι για παράδειγμα αυτή η λέξη ξεπηδά στρατηγικά κάθε φορά που το πλήθος χρειάζεται έναν ορισμό, για παράδειγμα όταν η έννοια του πλήθους πρέπει να αποσυνδεθεί από το ψευδοδίλημμα μεταξύ κυριαρχίας και αναρχίας.

Η δυσφορία μου οφειλόταν στο ότι πρώτη φορά συνειδητοποίησα πως, όσοι χρησιμοποιούν αυτή η λέξη, δεν την ορίζουν ποτέ.
Θα μπορούσα να μην την ορίσω ούτε εγώ. Στο παρελθόν χρησιμοποίησα ως άρρητο κανόνα της πρακτικής σκέψης μου τη φόρμουλα: «όταν το κίνημα υπάρχει, κάνε σαν να μην υπάρχει, και όταν δεν υπάρχει κάνε σαν να υπάρχει». Δεν ήξερα όμως τι σήμαινε αυτή η λέξη. Όλοι μοιάζουν να την κατανοούν, αλλά κανένας δεν την ορίζει.
Για παράδειγμα, από πού προέρχεται αυτή η λέξη; Γιατί μια αποφασιστική πολιτική βαθμίδα ονομάστηκε «κίνημα»; Τα ερωτήματά μου προκύπτουν από αυτή τη συνειδητοποίηση, ότι δεν είναι δυνατό να αφεθεί αυτή η έννοια χωρίς ορισμό, πρέπει να σκεφτούμε πάνω στο κίνημα επειδή αυτή η έννοια είναι το «αδιανόητό» μας, και εφ’ όσον παραμένει τέτοιο μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τις επιλογές και τις στρατηγικές μας. Δεν πρόκειται απλώς για ένα φιλολογικό ενδοιασμό λόγω του ότι η ορολογία είναι η ποιητική, άρα η παραγωγική στιγμή της σκέψης, ούτε θέλω να το κάνω επειδή δουλειά μου είναι να ορίζω έννοιες, από συνήθεια. Πραγματικά θεωρώ ότι η άκριτη χρήση των εννοιών μπορεί να ευθύνεται για πολλές ήττες. Προτίθεμαι λοιπόν να αρχίσω μια έρευνα με στόχο να ορίσουμε αυτή την λέξη. Θα αρχίσω με μερικές βασικές θεωρήσεις, ως προσανατολισμό για τη μελλοντική έρευνα.
Πρώτα, μερικά πεζά ιστορικά στοιχεία: η έννοια του κινήματος, η οποία στις επιστήμες και τη φιλοσοφία έχει μια μακροχρόνια ιστορία στην πολιτική αποκτά μια ειδική τεχνική σημασία μόλις το 19ο αιώνα. Μια από τις πρώτες εμφανίσεις του ανατρέχει στη γαλλική επανάσταση του Ιουλίου του 1830, όταν οι φορείς της αλλαγής ονομάστηκαν partie du mouvement [μερίδα της κίνησης] και οι αντίπαλοί τους partie de l’ordre [μερίδα της τάξης]. Μόνο με τον Lorenz von Stein, ένα συγγραφέα που επηρέασε τόσο τον Μαρξ όσο και τον Σμιτ, η έννοια αυτή γίνεται ακριβέστερη και αρχίζει να ορίζει ένα στρατηγικό πεδίο εφαρμογής. Στο έργο του Η ιστορία του κοινωνικού κινήματος στη Γαλλία (1850), ο φον Στάιν θέτει την έννοια του κινήματος σε διαλεκτική αντιπαράθεση προς την έννοια του κράτους. Το κράτος είναι το στατικό και νομικό στοιχείο, ενώ το κίνημα είναι η έκφραση των δυναμικών τάσεων της κοινωνίας. Έτσι, το κίνημα είναι πάντα κοινωνικό και σε ανταγωνισμό με το κράτος, εκφράζει τη δυναμική προτεραιότητα της κοινωνίας επί των δικαστικών και κρατικών θεσμών. Ωστόσο, ο φον Στάιν δεν δίνει ορισμό για το κίνημα, ούτε του αποδίδει κάποιο συγκεκριμένο τόπο [στο πρωτότυπο: topos].
Κάποιες ενδιαφέρουσες ιστορικές ενδείξεις για την ιστορία των κινημάτων μπορούμε να βρούμε στο βιβλίο της Arendt για τον ολοκληρωτισμό. Η Άρεντ δεν ορίζει το κίνημα, δείχνει όμως ότι γύρω από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αμέσως πριν και αμέσως μετά, τα κινήματα στην Ευρώπη γνωρίζουν εξαιρετική ανάπτυξη σε στρατηγική αντιδιαστολή προς τα κόμματα, όταν τα τελευταία εισέρχονται σε περίοδο κρίσης. Σε αυτή την περίοδο υπάρχει μια έκρηξη της έννοιας και του φαινομένου του κινήματος, μια ορολογία που χρησιμοποιείται τόσο από τη δεξιά όσο και από την αριστερά: ο φασισμός και ο ναζισμός ορίζονται πάντα ως κινήματα πρώτα και μόνο δευτερευόντως ως κόμματα.
Ωστόσο,  ο όρος υπερβαίνει την πολιτική σφαίρα: όταν ο Φρόιντ θέλει να γράψει ένα βιβλίο το 1914 για να περιγράψει αυτό του οποίου αποτελεί μέρος, το αποκαλεί «ψυχαναλυτικό κίνημα». Προφανώς σε ορισμένες ιστορικές στιγμές, ορισμένες λέξεις-κλειδιά επιβάλλονται ακαταμάχητα και υιοθετούνται από ανταγωνιστικές τοποθετήσεις, χωρίς να χρειάζεται να οριστούν.
Το αμήχανο σημείο της έρευνάς μου ήταν όταν διαπίστωσα ότι ο μόνος που προσπάθησε να ορίσει  τον όρο ήταν ένας ναζιστής νομικός: ο Καρλ Σμιτ.
Το 1933, σε ένα δοκίμιο με τίτλο Κράτος, Κίνημα, Λαός και με υπότιτλο Η τριμερής διάκριση της πολιτικής ενότητας, προσπαθεί να ορίσει την πολιτική-συνταγματική λειτουργία της έννοιας του κινήματος. Σε αυτό το δοκίμιο ο Σμιτ προσπαθεί να ορίσει τη συνταγματική δομή του ναζιστικού Ράιχ. Θα συνοψίσω τη θέση του, διότι αυτοί οι χαριεντισμοί με έναν φιλόσοφο του ναζισμού απαιτούν σαφήνεια. Για τον Σμιτ, η πολιτική ενότητα του ναζιστικού Ράιχ θεμελιώνεται σε τρία στοιχεία ή μέλη: το κράτος, το κίνημα και το λαό. Η συνταγματική άρθρωση του Ράιχ προκύπτει από την άρθρωση και τη διάκριση αυτών των τριών στοιχείων. Το πρώτο στοιχείο είναι το κράτος, που είναι η στατική πολιτική πλευρά: ο μηχανισμός των δημόσιων λειτουργιών. Ο λαός, από την άλλη, προσέξτε εδώ, είναι το απολιτικό στοιχείο που αυξάνεται υπό τη σκιά και υπό την προστασία του κινήματος. Το κίνημα είναι το πραγματικό, το δυναμικό πολιτικό στοιχείο, που βρίσκει την ειδική μορφή του στη σχέση με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και την ηγεσία του –αλλά για τον Σμιτ ο Φύρερ είναι απλώς προσωποποίηση του κινήματος. Ο Σμιτ επίσης υπονοεί ότι αυτή η τριμερής διάκριση είναι επίσης παρούσα στο συνταγματικό μηχανισμό του σοβιετικού κράτους.
Η πρώτη εκτίμησή μου είναι ότι η πρωτοκαθεδρία της έννοιας του κινήματος συνίσταται στο ότι αποπολιτικοποιεί την έννοια του λαού. Έτσι το κίνημα γίνεται η αποφασιστική πολιτική έννοια όταν η δημοκρατική έννοια του λαού, ως πολιτικού σώματος, τελεί υπό κατάρρευση. Η δημοκρατία τελειώνει όταν προκύπτουν κινήματα. Ουσιαστικά δεν υπάρχει δημοκρατικό κίνημα (εάν δημοκρατία παραδοσιακά σημαίνει να θεωρούμε το λαό ως πολιτικό σώμα). Σε αυτή την προκείμενη, οι επαναστατικές παραδόσεις της αριστεράς συμφωνούν με το ναζισμό και το φασισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι σύγχρονοι φιλόσοφοι που προσπαθούν να σκεφθούν νέα πολιτικά σώματα, όπως ο Tόνι, παίρνουν απόσταση από το λαό. Για μένα είναι σημαντικό ότι γύρω από τον Ιησού δεν υπάρχει ποτέ λαόςδήμος* αλλά μόνο όχλος* (μια μάζα, πλήθος). Η έννοια του κινήματος προϋποθέτει την έκλειψη της έννοιας του λαού ως συντακτικού πολιτικού σώματος.
Η δεύτερη συνεπαγωγή είναι ότι ο λαός είναι ένα απολιτικό στοιχείο, την ανάπτυξη του οποίου το κίνημα πρέπει να προστατεύσει και να στηρίξει (ο Σμιτ χρησιμοποιεί τον όρο wachsen=βιολογική αύξηση). Σε αυτό τον απολιτικό λαό αντιστοιχεί η απολιτική σφαίρα της διοίκησης –ο Σμιτ επικαλείται εδώ και το συντεχνιακό κράτος του φασισμού.
Κοιτάζοντας σήμερα αυτό τον ορισμό του λαού ως απολιτικού, δεν μπορούμε να μη δούμε μια έμμεση αναγνώριση, την οποία ο Σμιτ δεν τολμά ποτέ να αρθρώσει, του βιοπολιτικού χαρακτήρα του. Ο λαός μετατρέπεται τώρα από συντακτικό πολιτικό σώμα σε πληθυσμό: μια δημογραφική βιολογική οντότητα, απολιτική καθεαυτή. Μια οντότητα που χρήζει προστασίας, στήριξης. Όταν κατά το 19ο αιώνα ο λαός έπαψε να είναι πολιτική οντότητα και μετατράπηκε σε δημογραφικούς και βιολογικούς πληθυσμούς, το κίνημα έγινε αναγκαιότητα. Εμείς ζούμε σε μια εποχή όπου ο μετασχηματισμός του λαού σε πληθυσμό είναι τετελεσμένο γεγονός. Ο λαός είναι μια βιοπολιτική οντότητα με την έννοια του Φουκώ, και αυτό καθιστά την έννοια του κινήματος απαραίτητη. Εάν θέλουμε να σκεφτούμε την έννοια της βιοπολιτικής διαφορετικά, όπως κάνει ο Tόνι, εάν σκεφτόμαστε την εκ των έσω πολιτικοποίηση του βιοπολιτικού, το οποίο είναι ήδη εξ ολοκλήρου πολιτικό και δεν χρειάζεται να πολιτικοποιηθεί μέσω του κινήματος, τότε πρέπει να ξανασκεφτούμε και την έννοια του κινήματος.
Αυτή η εργασία ορισμού είναι απαραίτητη επειδή, εάν συνεχίσουμε να διαβάζουμε τον Σμιτ, βλέπουμε να μας απειλούν διάφορες απορίες: εφ’ όσον το καθοριστικό πολιτικό στοιχείο, το αυτόνομο στοιχείο, είναι το κίνημα, ενώ ο λαός το απολιτικό, τότε το κίνημα μπορεί να βρει την πολιτική του ύπαρξη μόνο αν εισαγάγει στο απολιτικό σώμα του λαού ένα εσωτερικό ρήγμα που να επιτρέπει την πολιτικοποίησή του. Αυτό το ρήγμα για τον Σμιτ είναι αυτό που αποκαλεί ταυτότητα του βιολογικού είδους [specie], δηλ. ο ρατσισμός. Εδώ ο Σμιτ φθάνει στον υψηλότερο βαθμό ταύτισης με το ρατσισμό και τη μέγιστη συνυπευθυνότητα με το ναζισμό. Αυτό είναι γεγονός, αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η επιλογή, η ανάγκη να εντοπίσουμε ένα ρήγμα στο απολιτικό σώμα του λαού, είναι άμεση συνέπεια της σύλληψής του για τη λειτουργία του κινήματος. Εάν το κίνημα είναι το πολιτικό στοιχείο ως αυτόνομη οντότητα, από πού μπορεί να αντλεί την πολιτική του; Η πολιτική του μπορεί μόνο να θεμελιωθεί στην ικανότητά τoυ να εντοπίζει έναν εχθρό στο εσωτερικό του λαού –στην περίπτωση του Σμιτ, ένα φυλετικά ξένο στοιχείο. Όπου υπάρχει κίνημα, υπάρχει πάντα μια ρωγμή που τέμνει εγκάρσια και διαιρεί το λαό· εν προκειμένω, εντοπίζοντας έναν εχθρό. Γι’ αυτό νομίζω ότι πρέπει να ξανασκεφτούμε την έννοια του κινήματος και τη σχέση του με το λαό και το πλήθος. Στον Σμιτ βλέπουμε ότι τα στοιχεία που έχουν αποκλειστεί από το κίνημα επιστρέφουν ως «αυτό για το οποίο πρέπει να αποφασίσουμε»· το πολιτικό πρέπει να αποφασίσει για το απολιτικό. Το κίνημα αποφασίζει πολιτικά για το απολιτικό. Μπορεί να είναι φυλετικό ζήτημα, αλλά μπορεί και να είναι μια διαχείριση-διακυβέρνηση των πληθυσμών, όπως σήμερα.
Τα ερωτήματά μου είναι τα εξής:
Πρέπει άραγε να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε την έννοια του κινήματος; Εάν δηλώνει ένα κατώφλι πολιτικοποίησης του απολιτικού, μπορεί να υπάρξει ένα κίνημα που να είναι διαφορετικό από τον εμφύλιο πόλεμο;
ή
Σε ποια κατεύθυνση μπορούμε να ξανασκεφτούμε την έννοια του κινήματος και της σχέσης του με τη βιοπολιτική;
Εδώ δεν θα σας δώσω απαντήσεις· πρόκειται για ένα μακροπρόθεσμο ερευνητικό πρόγραμμα. Έχω όμως μερικές ενδείξεις:

  • Η έννοια της κινήσεως είναι κεντρική στον Αριστοτέλη, ως σχέση μεταξύ δυνάμεως και πράξεως. Ο Αριστοτέλης ορίζει την κίνηση ως πράξη της δυνάμεως ως δυνάμεως, όχι ως «πέρασμα στην πράξη». Κατά δεύτερον, λέει ότι η κίνηση είναι ατελής, πράξη χωρίς σκοπό (ή χωρίς τελειότητα). Εδώ θα πρότεινα μια τροποποίηση στην άποψή του, και σ’ αυτό ίσως ο Tόνι συμφωνήσει για μια φορά μαζί μου: ότι η κίνηση [/το κίνημα] είναι η συγκρότηση της δυνάμεως ως δυνάμεως. Αν όμως αυτό ισχύει, τότε δεν μπορούμε να σκεφτούμε το κίνημα ως εξωτερικό ή αυτόνομο σε σχέση με το πλήθος. Δεν μπορεί ποτέ να υπάγεται σε μια απόφαση, οργάνωση, κατεύθυνση του λαού, ή να αποτελεί στοιχείο πολιτικοποίησης του πλήθους ή του λαού.
  • Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή στον Αριστοτέλη είναι ότι η κίνηση είναι μια πράξη ατελής, χωρίς τέλος, πράγμα που σημαίνει ότι η κίνηση διατηρεί ουσιαστική σχέση με μια στέρηση, μια απουσία τέλους. Η κίνηση είναι πάντοτε, συστατικά, η σχέση με την έλλειψή της, την απουσία τέλους ή έργου. Αυτό στο οποίο διαφωνώ πάντα με τον Tόνι είναι αυτή η έμφαση που δίνει στην παραγωγικότητα. Εδώ πρέπει να ξαναδιεκδικήσουμε την απουσία έργου ως κεντρική. Είναι αδύνατο να υπάρξει τέλος και έργον για την πολιτική: η κίνηση είναι η απροσδιοριστία και η ατέλεια κάθε πολιτικής, αφήνει πάντα ένα υπόλειμμα.
Σε αυτή την οπτική, το ρητό που ανέφερα στην αρχή ως κανόνα μου θα μπορούσε να αναδιατυπωθεί οντολογικά ως εξής: η κίνηση είναι αυτή που, όταν υπάρχει, είναι σαν να μην υπάρχει, υπολείπεται του εαυτού της, ενώ, όταν δεν υπάρχει, είναι σαν να υπάρχει, περισσεύει από τον εαυτό της. Είναι ένα κατώφλι απροσδιοριστίας ανάμεσα σε μια υπερβολή και μια έλλειψη που χαράζει το όριο κάθε πολιτικής στη συστατική της ατέλεια.

  Υπενθυμίζεται ότι ο όρος movimento που χρησιμοποιείται εδώ, όπως και οι αντίστοιχοί του σε όλες τις λατινογενείς γλώσσες, σημαίνει ταυτόχρονα κίνημα και κίνηση (σ.τ.μ.).
Στο πρωτότυπο οι ελληνικές λέξεις με λατινικά στοιχεία (σ.τ.μ.).
To παραπάνω κείμενο προέρχεται από διάλεξη του Αγκάμπεν με τίτλο Che cos’è un movimento, στο πλαίσιο σεμιναρίου του δικτύου Uni.Nomade, στις 29 Ιανουαρίου 2005 στην Πάντοβα, με τίτλο Democrazia e Guerra (Δημοκρατία και πόλεμος).
Μετάφραση: Άκης Γαβριηλίδης, με βάση τη μεταγραφή και μετάφραση στα αγγλικά από την Arianna Bovehttp://gregordergrieche.blogspot.gr/2014/06/blog-post_8.html

Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Η άλλη πλευρά της μπάλας



Πηγή: Του Στέλιου Ελληνιάδη – «Δρόμος της Αριστεράς»
image002Μαζί με τις αλάνες που έγιναν πολυκατοικίες και γκαράζ χάθηκε και η αθωότητα στο ποδόσφαιρο. Σήμερα, το ποδόσφαιρο είναι μπίζνες. Και κάτι χειρότερο. Είναι μέρος του μηχανισμού χειραγώγησης της κοινωνίας, διάβρωσης των δημοκρατικών θεσμών και στήριξης του πολιτικού συστήματος στην πιο εκφυλισμένη του μορφή. Χρησιμοποιείται, δια του αποπροσανατολισμού και της βίας, σαν φυτώριο ιδεολογίας και αναπαραγωγής των πιο αντιδραστικών κοινωνικών τάσεων, αντιλήψεων και συμπεριφορών. Γιατί το ποδόσφαιρο αλώθηκε από την νεοπαγή κάστα των νεόπλουτων, τωναρπαχτικών που λυμαίνονται τον τόπο και οδήγησαν την Ελλάδα άμεσα και έμμεσα στη χρεοκοπία και την ταπείνωση. Των νεόπλουτων που αποκτούν ή αυξάνουν τη δύναμή τους  μέσα από το ποδόσφαιρο αντλώντας το κύρος τους όχι από κάποια αστική παράδοση, κοσμοπολίτικη κουλτούρα ή καθαρό φίλαθλο πνεύμα, αλλά από την ισχύ που επαυξάνεται με τον έλεγχο των οπαδών και την αξιοποίηση του συμβολισμού που έχει η κάθε ομάδα. Και μ” αυτή την ομάδα κρούσης προωθούν τα συμφέροντά τους, σε σύγκρουση με τους ανταγωνιστές τους και σε βάρος της  κοινωνίας, του αθλήματος και του πολιτεύματος.
Το ποδοσφαιρικό κατεστημένο συνδέεται πλέον αναπόσπαστα με την αλιγαρχία, την  πολιτική εξουσία, τον τζόγο, τα στημένα παιχνίδια, το ξέπλυμα μαύρου χρήματοε και το νεοφασιστικό κίνημα. Δηλαδή, έξι από τις μεγαλύτερεε πληγές της κοινωνίας. Και σαν τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί από τους πολίτες που δεν έχουν ισοπεδωθεί, από της  προοδευτικές δυνάμεις που αγωνίζονται για την ανατροπή του σάπιου ουστήματος και από τους φιλάθλους που αγαπούν το ποδόσφαιρο σαν άθλημα και σαν μέσο συνύπαρξης και συλλογικής έκφρασης αρνούμενοι να υποταχθούν στη νέα κατάσταση πραγμάτων.
Η Αριστερά γνωρίζει το πρόβλημα, αλλά δεν ασχολήθηκε με την αντιμετώπιση του. Το βάρος έπεσε εξ ολοκλήρου στους νεαρούς φιλάθλους που μαγεύονται από το ίδιο το παιχνίδι και ταυτίζουν τιε ομάδες με κάποιες ευγενείς ιδέες. Το αντιφασιστικό κίνημα που δημιουργήθηκε από φιλάθλους πολλών ομάδων είναι πολύ σπουδαίο. Αλλά κι αυτοί οι φίλαθλοι υπέστησαν πολλές ήττες τα τελευταία χρόνια. Οι μεγαλοπαράγαντες έστησαν με χρήματα και τρομοκρατικές μεθόδους μηχανισμούς διάβρωσης και ελέγχου της φίλαθλης νεολαίας, με πολιτικούς, δημοσιογράφους, μεσάζοντες και εξαγορασμένους οπαδούς που δουλεύουν συστηματικά προκειμένου η αγάπη και το πάθος των φιλάθλων για την ομάδα να διοχετεύεται σε ελεγχόμενα κανάλια.
Ο Νίκος Μάλλιαρης, ποδοσφαιριστής πρώην γ.γ. του ΠΣΑΠ, συνιδρυτής του σωματείου Αστέρας2004 Καισαριανής, «Μπαρτσελονίστας» και μέλος της Hasta La Victoria Siempre, μιας σημαντικής «παρέας» παλαίμαχων ποδοσφαιριστών και φίλων του αθλήματος, περιγράφει τη ζοφερή πραγματικότητα στο ελληνικό ποδόσφαιρο και καλεί σε κινητοποίηση.
Ελληνιάδης: Ακούγεται σαν παραδοξότητα, να μιλάει κανείς για αγνές ιδέες του αθλητισμού. Ακόμα πιστεύεις ότι κάτω απ” αυτή τη φθορά, την παρακμή και τη διαφθορά, υπάρχει ελπίδα; Είναι αυτό ρεαλιστικό ή ουτοπικό;
Μάλλιαρης: Είναι ρεαλιστικό εάν έχουμε γνώση του ιστορικού παρελθόντος. Δυστυχώς, μέσα στην τελευταία τριακονταετία, γενικώς με τη νεότερη ιστορία μας, σαν λαός, έχουμε μεγάλη τρύπα, μεγάλο κενό. Παραδοξολογούμε για χίλια-δυο πράγματα. Δεν έχουμε μια ιστορική συνέχεια των γεγονότων που διαμόρφωσαν τη σημερινή κοινωνικοπολιτική ζωή μας. Κι αυτό είναι ένα στοιχείο που μου δίνει πίστη ότι αν γνωρίσουμε πώς τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια αυτοοργανώθηκαν οι ποδοσφαιριστές, οι επαγγελματίες της εποχής, και συμμετείχαν στο τότε όραμα της ανασύνταξης της ελληνικής κοινωνίας μετά την κατάρρευση της χούντας, όπως γινότανε και στο συνδικαλισμό, την παιδεία, την τοπική αυτοδιοίκηση, και γενικά στο πολιτικό γίγνεσθαι, με τη νομιμοποίηση του κομμουνιστικού κόμματος και μια τάση ν” αλλάξουμε τον τόπο, τότε θα καταλάβουμε ότι έχουμε αφήσει το χώρο του αθλητισμού και του ποδοσφαίρου να το λυμαίνονται αυτοί , που σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο το έχουνε οδηγήσει στην εμπορευματοποίηση και τη διαφθορά.
Ελληνιάδης: Εσύ είσαι και μέλος της Μπαρτσελόνα…
Μάλλιαρης: Είμαι μέλος, διότι η Μπαρτσελόνα είναι σωματείο, δεν είναι ανώνυμη εταιρία όπως είναι το μοντέλο στην Ελλάδα. Έχει 150 χιλιάδες μέλη, που ανά χρόνο συμμετέχουμε σε γενικές συνελεύσεις, και ανά τετραετία ψηφίζουμε για τη διοίκηση της ομάδας. Μπορεί, λοιπόν, η Μπαρτσελόνα ως σωματείο να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο μέσα στο παγκοσμιοποιημένο, εμπορευματοποιημένο ποδόσφαιρο, αλλά δεν έχει χάσει το στοιχείο της λαϊκής συμμετοχής, που αυτό είναι έλλειμμα στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Εδώ έχουμε επιλέξει το μοντέλο της  ΠΑΕ, το μοντέλο του μεγαλομετόχου προέδρου, ο οποίος ανεξέλεγκτος από κρατικούς μηχανισμούς ελέγχου, αλλά και από τον κόσμο και τους οπαδούς της ομάδας του, λειτουργεί επιχειρηματικά και μόνο για το προσωπικό του συμφέρον.
Ελληνιάδης: Μήπως και τα ερασιτεχνικά σωματεία υπηρετούν τις  ΠΑΕ; Είναι τόσο κλειστά, τόσο δύσκολο να εγγραφεί κανείς εάν δεν είναι αρεστός. Η ΑΕΚ, με μεγάλη απήχηση στην κοινωνία, πόσα μέλη έχει στο σωματείο;
Μάλλιαρης: Στις τελευταίες εκλογές ψήφισαν 250 μέλη. Η πρώτη μορφή εμπορευματοποίησης έγινε το 1979, επί κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας, όταν ήταν υπεύθυνος αθλητισμού και νεολαίας ο Αχιλλέας Καραμανλής. Επέβαλε δια νόμου τη μετατροπή των ποδοσφαιρικών σωματείων της Α”  Εθνικής σε ανώνυμες εταιρίες. Μέσα στο πνεύμα της φιλελευθεροποίησης της Θάτσερ, εκχώρησε η Ν. Δ. το πιο λαϊκό κομμάτι του αθλητισμού σε ανώνυμες εταιρίες, να το διαχειρίζονται οι επιχειρηματίες.
Ελληνιάδης: Και τι επιχειρηματίες! Οι μισοί έχουνε περάσει από τη φυλακή και οι άλλοι, για λόγους που αντιλαμβανόμαστε, δεν έχουν περάσει ακόμα. Ψωμιάδης, Μπατατούδης, Μπέος…
Μάλλιαρης: Όλα αυτά έγιναν γιατί το πολιτικό σύστημα ανέχθηκε αυτή την κατάσταση. Τους αφησε ανεξέλεγκτους. Και το ΠΑΣΟΚ, ενώ το ’79 στην ψήφιση του νομοσχεδίου, έλεγε ότι θα καταργήσει αυτό το νόμο, όχι μόνο τον διατήρησε, αλλά έκανε το εξής τρομερό για εκείνη την εποχή: να χρηματοδοτεί ανώνυμες εταιρίες με λεφτά του δημοσίου! Να τους καλύπτει τα παθητικά που παρουσίαζαν οι ΠΑΕ από τις κομπίνες που έκαναν οι παράγοντες, με τις υπερτιμολογήσεις των μεταγραφόμενων ποδοσφαιριστών! Δηλαδή, μια ομάδα παρουσίαζε στο τέλος της χρονιάς 100 εκατομμύρια παθητικό με το να παίρνει ένα παίχτη απ” την Αφρική για 500 χιλιάδες δραχμές και να τον χρεώνει στην ομάδα 30 εκατομμύρια! Αυτά τα 29,5 εκατ. πηγαίνανε στην τσέπη του επιχειρηματία. Γνωστά πράγματα…
Ελληνιάδης: Σαν Αριστερά, επειδή τα παραμελήσαμε αυτά, πρέπει να έχουμε μία ξεκάθαρη θέση. Εσύ τώρα, είσαι υπεύθυνος του ποδοσφαίρου στο τμήμα αθλητισμού του ΣΥΡΙΖΑ. Και είσαι πολύ μέσα στο χώρο, μιλάς με εγκυρότητα. Κι αυτοί που δεν τους αρέσουν αυτά που λες, σιωπούν επειδή δεν μπορούν να σε αντικρούσουν, για να μην δίνουν μεγαλύτερη έκταση στα θέματα που θέλουν να περνούν απαρατήρητα. Αύριο, λοιπόν, γινόμαστε κυβέρνηση. Τι κάνουμε; Ο νέος δήμαρχος, ο Άρης Βασιλόπουλος, στη Νέα Φιλαδέλφεια-Χαλκηδόνα, εκλέχτηκε ενώ του κάνανε πόλεμο οι τάχαμου ΑΕΚτζήδες. Κάνανε προεκλογικά αντισυγκέντρωση και μετά τις εκλογές εμπόδισαν να πραγματοποιηθεί η συνέλευση της δημοτικής κίνησης που θα συζητούσε το θέμα του γηπέδου, ενόψει της ψήφισης του νομοσχεδίου. Νομίζω δε, ότι η κοινωνία της Νέας Φιλαδέλφειας τον ψήφισε και για τη στάση του στο ζήτημα. Που θέλει να γίνει το γήπεδο, αλλά με όρους που δεν θα είναι σε βάρος της Φιλαδέλφειας και του πάρκου.
Μάλλιαρης:: Εδώ βγαίνει το έλλειμμα, το πρόβλημα που έχουμε. Το 1976-77 δημιουργήθηκε ο σύνδεσμος των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών.Ήταν κατι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα, ότι κορυφαίοι ποδοσφαιριστές, όπως οι Παπαϊωάννου, Κούδας, Δομάζος, Νικολάου, Καμόρας, Χρηστίδης, Αποστολίδης, Αντωνιάδης… συνδεθηκανε με μικρά ονόματα του ποδοσφαίρου αλλά και με κομμουνιστές, τον Λεβέντη, εμένα, τον Μπαλάφα κ.ά., κάνοντας μια αρμονική συνδικαλιστική ομάδα η οποία όχι μόνο αγωνίστηκε για να κατοχυρώσει τον Έλληνα ποδοσφαιριστή, αλλά και για να συμμετάσχει στη διαμόρφωση ενός οράματος για την εξυγίανση, τον εκδημοκρατισμό και την πρόοδο του ελληνικού ποδοσφαίρου. Εκείνη την εποχή, την Κυριακή το πρωί οΈλληνας ήτανε για την εκκλησία και το απόγευμα για το γήπεδο! Με δύο απεργίες που κάναμε το 1977 και 1979, έγινε επανάστάση! Δεν λειτούργησαν τα γήπεδα! Αυτοί οι κορυφαίοι παίχτες απεργούσαν καταγγέλλοντας τις αυθαιρεσίες των τότε παραγόντων, τις αυθαιρεσίες του Αχιλλέα Καραμανλή. Δεν μας διέκρινε συντεχνιακό πνεύμα, όπως μετεξελίχθηκε το συνδικάτο, αλλά κοινωνικό πνεύμα. Και πήραμε θέσεις για τον ελεύθερο επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων, μιας και τριάντα νεαροί ποδοσφαιριστές, μεταξύ των οποίων οι Κωφίδης και Χατζηπαναγής, έρχονταν από τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, χάρη στα ρουσφέτια που έκανε η κυβέρνηση στους μεγαλοπαράγοντες, αλλά δεν επέτρεπε να έρθουν και οι γονείς τους!
Ελληνιάδης: Στο ποδόσφαιρο, η κατάσταση χειροτερεύει και ο αγώνας εντείνεται.Ένας αγώνας που δεν πρέπει να τον κάνουν μόνο οι παλαίμαχοι ποδοσφαιριστές, αλλά να τον κάνουν οι φίλαθλοι και όλοι οι πολίτες, γιατί ό,τι γίνεται στο ποδόσφαιρο επηρεάζει τη ζωή όλων μας. Δεν επηρεάζει τη ζωή μόνο στη Νέα Φιλαδέλφεια ή στη Νέα Σμύρνη, ή οπουδήποτε αλλού υπάρχει γπεδο, επηρεάζει το αν θα έχουμε άλση, αν θα έχουμε ποιοτική ζωή, επηρεάζει τις συμπεριφορές, την εγκληματικότητα, τους δημοκρατικούς θεσμούς κ.ά., και η μετατροπή των σωματείων σε ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρίες, η παράδοση του ποδοσφαίρου σε μερικούς ιδιώτες επιχειρηματίες, έφερε μαζί μεγαλύτερη διαφθορά, μεγαλύτερη διαπλοκή και είναι μέρος αυτής της σάπιας πολυπλόκαμης εξουσίας. Όταν θέλει, λοιπόν, κανείς να ανατρέψει αυτό το σύστημα που έχει φέρει και τη χώρα στην απόλυτη καταστροφή, δεν μπορεί παρά να αγωνίζεται και ενάντια σ” αυτή την κατάσταση που επικρατεί στο χώρο του ποδοσφαίρου. Και μέσα από το ποδόσφαιρο, δεν είναι μόνο τα φράγκα που διακινούνται και τα παιχνίδια εξουσίας που παίζονται, χειραγωγούνται οι νέοι, που είναι ένα από τα χειρότερα πράγματα που συμβαίνουν στην κοινωνία και από τα πιο απειλητικά.
Μάλλιαρης: Μέσα από το ποδόσφαιρο διαμορφώνεται η συνείδηση στον άνθρωπο από πολύ μικρή ηλικία. Η μεγάλη πληγή στην κοινωνία μας είναι ο οπαδισμός. Η τύφλωση. Με πολιτικούς όρους, ο φασισμός. Ο οπαδός δεν ανέχεται το διαφορετικό. Δεν ανέχεται ο Παναθηναϊκός τον Ολυμπιακό, ο ΑΕΚτζής τους άλλους δύο, ο Αριανός τον ΠΑΟΚτζή κοκ. Αυτό, τα τελευταία χρόνια, έχει οξυνθεί σε τέτοιο βαθμό, που έχουνε καεί τα μυαλά των νέων ανθρώπων. Δεν υπάρχει πολιτική σκέψη. Δεν υπάρχει κοινωνική συμπεριφορά…
Ελληνιάδης: Ανατριχιαστική επισήμανση! Και τα αντιφασιστικά κινήματα σε μερικές ομάδες;
Μάλλιαρης: Ναι, υπάρχουν, αλλά αργήσαμε πολύ! Μέσα από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών, αγωνιζόμασταν να αλλάξουμε το ποδόσφαιρο από τον ήπιας μορφής τότε οπαδισμό, και καταγγέλλαμε τις ναζιστικές ομάδες που αναρτούσαν πανό μέσα στα γήπεδα με σβάστικες! Κάτι που ερχότανε από την Ιταλία εκείνης της εποχής που οι νεοναζί βάζανε βόμβες στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, σκοτώνοντας  κόσμο…
Ελληνιάδης: Για την αποσταθεροποίηση του καθεστώτος και το χτύπημα της Αριστεράς…
Μάλλιαρης: Εμείς τα καταγγέλλαμε και τα αναδεικνύαμε με σκοπό να κινηθεί η πολιτεία να ξεριζώσει αυτά τα φαινόμενα. Και τότε βρήκε πρόσχημα ο υπουργός Δημόσιας Τάξης, ένας στρατηγός, ο Μπάλκος, το ’77-’78, να καταθέσει στη Βουλή νομοσχέδιο για τη δημιουργία υπηρεσίας αστυνομικών σκύλων που θα αστυνόμευαν τα γήπεδα. Που στην ουσία το γήπεδο ήταν ένα προπέτασμα καπνού, για να τα φέρει στις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις, τις πορείες που γίνονταν στην Αθήνα, όχι με τη μορφή τη σημερινή των 1000-1500 ανθρώπων, αλλά εκατοντάδων χιλιάδων. Πριν φτιαχτούν τα ΜΑΤ ήθελαν να φέρουν τους σκύλους. Και χάρη στις προσπάθειες του ΠΣΑΠ, αναγκάστηκε να το αποσύρει από τη Βουλή. Αυτό δείχνει ότι εάν είσαι μέσα στο χώρο μπορείς πιο εύκολα να αντιμετωπίσεις το πολιτικό σύστημα και το επιχειρηματικό κύκλωμα. Όταν, όμως, βρίσκεσαι απ” έξω, και χάσαμε ήδη πάρα πολλά χρόνια, δημιουργείται η νοοτροπία ότι τις ομάδες  μπορεί να τις διαχειρίζεται ένας, ο προεδράρας, κι εμείς ως θεατές να ακολουθούμε.
Ελληνιάδης: Και να δημιουργούνται ιδιωτικοί στρατοί.
Μάλλιαρης: Ενδιάμεσα, οι επαγγελματίες οπαδοί που διαχειρίζονται κάποιους συνδέσμους, είχαν φτάσει να διαχειρίζονται και
τα ερασιτεχνικά σωματεία, όπως στην ΑΕΚ και τον Αρη…

Ελληνιάδης: Δηλαδή, δύο ομάδες που υποβιβάστηκαν…
Μάλλιαρης: Βέβαια, μέσα σ” αυτό το ανώμαλο καθεστώς, της ανεξέλεγκτης από τις κρατικές αρχές διαχείρισης της ομάδας.
Ελληνιάδης: Μερικές γκρίνιες από τους οπαδούς, αλλά υποταγή…
image004Μάλλιαρης: Πλήρης! Πολλοί οπαδοί είναι έμμισθοι των μεγαλοπροέδρων, όπως είναι έμμισθοι και πολλοί του πολιτικού συστήματος. Γιατί δεν είναι τυχαία τα πρόσωπα που μπήκαν και διαχειρίστηκαν το ποδόσφαιρο. Κορυφαίοι οικονομικοί παράγοντες που επηρεάζουν καθοριστικά το πολιτικό σύστημα. Βαρδινογιάννης, Κόκκαλης, Αγγελοπουλαίοι, Μυτιληναίος, Μαρινάκης, Μελισσανίδης, ο Φιλίππου της ΦΑΓΕ, Κοντομηνάς, Βωβός… Όλοι αυτοί που διαχειρίζονται και τα Μέσα Ενημέρωσης και διαπλέκονται με τα κόμματα της εξουσίας, ιδίως τη Ν.Δ. Εμείς δεν μπήκαμε σαν Αριστερά, οργανωμένα, να τους αντιμετωπίσουμε. Τους αφήσαμε να χορεύουν μόνοι τους. Και αυτό είναι που χρειάζεται αυτή τη στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ και κατ” επέκταση η Αριστερά. Τα όποια μέλη έχει, φίλαθλους, οπαδούς, παίκτες, προπονητές, παράγοντες, δημοσιογράφους κ.ά. που ασχολούνται και ζουν με το ποδόσφαιρο, που καταλαβαίνουν τη σημασία του, να μας ενισχύσουν και πολιτικά, να δοθεί κατεύθυνση, να δούμε και το χώρο του αθλητισμού και του ποδοσφαίρου σαν πολιτική και ιδεολογική παρέμβασή μας, παράλληλα μ” αυτή που γίνεται μέχρι τώρα στην παιδεία, την υγεία, το συνδικαλισμό, όπου, όμως, έχουμε φάει τις σάρκες μας μέσα από την αντιπαλότητα των αριστερών δυνάμεων. Όπως έλεγε κι ο Τσίπρας ότι πρέπει να ηγεμονεύσει ο ΣΥΡΙΖΑ κάποια στιγμή στην κοινωνία. Στο ποδόσφαιρο, που υπάρχουν τεσσεράμισι χιλιάδες ερασιτεχνικά σωματεία, συγκεντρώνονται μισό εκατομμύριο νέοι άνθρωποι, με τους γονείς τους που ασχολούνται, με τους φίλους, δηλαδή, ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού ασχολείται με το ποδόσφαιρο.
Εμείς έχουμε χάσει τη λαϊκότητά μας παραδίδοντας το ποδόσφαιρο σ” αυτούς που προαναφέραμε. Είναι επιτακτική ανάγκη να ξαναγυρίσουμε, και το έχουμε μέσα μας. Όλο το πολιτικό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ και όλης της Αριστεράς είναι φίλαθλοι, όμως, δεν λειτουργούν πολιτικά στο χώρο! Να γίνουν μέλη των ομάδων και να λειτουργήσουν με δημοκρατική παρέμβαση μέσα στα σωματεία για να ανακόψουν αυτό το εκφυλιστικό ρεύμα.
Ελληνιάδης: Με βάση αυτά που λες, και το ζήτημα του γηπέδου, π.χ. της ΑΕΚ, όπως νωρίτερα του ΠΑΟ στο Βοτανικό, δεν είναι ένα τόσο στενό ζήτημα, πόσα θα είναι τα τετραγωνικά, και πόσο θα φάει από το άλσος. Πρέπει να δούμε το θέμα του ποδοσφαίρου μέσα σε ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο. Να το δούμε σε σχέση με το πολίτευμα και σε σχέση με τις τοπικές κοινωνίες. Αφού είμαστε υπέρ των δημοψηφισμάτων, γιατί να μην γίνονται δημοψηφίσματα στις τοπικές κοινωνίες για το εάν θέλουν ένα γήπεδο ή δεν το θέλουν. Και σε σχέση με τον ερασιτεχνικό αθλητισμό, γιατί διαβάζω ότι στο γήπεδο της ΑΕΚ που θα χτιστεί δεν προβλέπεται να συνεχίσουν να λειτουργούν διάφορα τμήματα που έχει η ερασιτεχνική ΑΕΚ.
Μάλλιαρης: Αυτό που πάει να εφαρμοστεί στην ΑΕΚ είναι η πατέντα με μικρές παραλλαγές που εφάρμοσε ο Κόκκαλης, το 2004, με το Καραϊσκάκη. Εκεί είχε συναινέσει ο Βενιζέλος, σαν υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, να γίνει η μεταβίβαση του Σταδίου Καραϊσκάκη που ανήκε στην Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων, να μεταφερθεί στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, αυτή με τη σειρά της να το δώσει στον ερασιτέχνη Ολυμπιακό και ο ερασιτέχνης Ολυμπιακός ελεγχόμενος από τον Κόκκαλη, να το δώσει στη θυγατρική εταιρία, την προσωπική του, τη «Γεώργιος Καραϊσκάκης», για να φτιάξει το γήπεδο- από στάδιο που ήταν και το χρησιμοποιούσαμε και για κλασικό αθλητισμό, να μετατραπεί σε γήπεδο. Με τη συγκυρία που εκμεταλλεύτηκε ο Κόκκαλης να το εντάξει στα Ολυμπιακά έργα. Ο Κόκκαλης, που μας έχει αλυσοδέσει όλους, δεν ήτανε τυχαία περίπτωση. Και τον οποίο βλέπεις πάλι να εμφανίζεται για να δώσει οντότητα στη δημοτική παράταξη Μαρινάκη-Μώραλη. Παρών και ο γιος του στο ψηφοδέλτιο. Αυτός είχε συλλάβει από νωρίς τη σημασία που έχει η δυναμική του ποδοσφαίρου και όχι μόνο για να βάζει λεφτά, αλλά και για να παίρνει λεφτά. Εχει ήδη το γήπεδο για 49 χρόνια, να το εκμεταλλεύεται. Ανέδειξε δικά του στελέχη, σαν τον Γιάννη Μώραλη, τον Πατρίκ Κομνηνό, τον Θόδωρο Θεοδωρίδη και τον Σοφοκλή Πιλάβιο• μερικοί τοποθετήθηκαν και στην ΟΥΕΦΑ, δίπλα στον Πλατινί, για να κάνει άμεσα τις δουλειές του, χωρίς τη μεσολάβηση πολιτικών.
Ελληνιάδης: Λένε, λοιπόν, στους οπαδούς, κοιτάξτε αυτά δεν έχουνε σημασία. Ο Ολυμπιακός είναι ιδέα, η ΑΕΚ είναι ιδέα, ο Παναθηναϊκός είναι ιδέα, ο ΠΑΟΚ είναι ιδέα, μην δίνετε σημασία στα υπόλοιπα. Και η χώρα διαλύεται. Οδηγείται στην πλήρη αποδημοκρατικοποίηση, στην πλήρη διαφθορά, στην απεριόριστη διαπλοκή, στην κατάλυση ουσιαστικά του πολιτεύματος. Αυτού του έστω αστικοδημοκρατικού πολιτεύματος που ήταν ένα επίτευγμα σε σχέση με τα δικτατορικά καθεστώτα που προηγήθηκαν. Μιλάμε για κατάλυση του πολιτεύματος που περνάει πολύ έντονα και μέσα από το χώρο του αθλητισμού.
Μάλλιαρης: Κυρίως μέσα από το χώρο του αθλητισμού. Και να μην ξεχνάμε, σήμερα, ότι ανακαλύψαμε εδώ και δύο-τρία χρόνια τον φασισμό, το φαινόμενο του ανθρώπου που λατρεύει τη δύναμη των ισχυρών. Μα, αυτός είχε ήδη προετοιμαστεί με το να λατρεύει τον Κόκκαλη που του έφερε 14 πρωταθλήματα! Να λατρεύει τον Μελισσανίδη, που πριν είκοσι χρόνια επί προεδρίας του είχε πάρει ένα πρωτάθλημα ή δύο. Από τότε έκανε τη δουλειά του στην ομάδα, επεκτάθηκε και σε άλλα επιχειρηματικά πράγματα και, μέσα στην κρίση που είναι η ΑΕΚ με τη χρεοκοπία, από τους παράγοντες που τη διοικούσανε και τον υποβιβασμό της στη Γάμα κατηγορία, έτρεξαν στο φωστήρα, στο θεό Μελισσανίδη , αυτόν που τους είχε δώσει πρωτάθλημα. Και χωρίς ο ίδιος να μιλάει, ικανοποιούνται όλες οι επιθυμίες του με «μπροστινούς»! Να πέσει η ομάδα στην τρίτη κατηγορία! Κάτι που ήταν αδιανόητο για τους ΑΕΚτζήδες! Ανθρωποι που λέγανε να αυξηθούν οι ομάδες στην Α” Εθνική για να μην πέσει η ΑΕΚ στη Β’, αποδέχτηκαν αδιαμαρτύρητα, επειδή ο Μελισσανίδης θα εμπλακεί στην ΑΕΚ, να πέσουν στην τρίτη κατηγορία! Και επανέρχεται ο Μελισσανίδης, χωρίς να εμφανίζεται πουθενά!, χωρίς να έχει δικαίωμα να μπει στο ψηφοδέλτιο, ούτε στην εταιρία που στήνει, τώρα, τη θυγατρική για το γήπεδο και να μην κουνιέται κανένας!
Πού είμαστε εμείς; Η Αριστερά έχει μεγάλη παράδοση μέσα στην ΑΕΚ, λόγω προσφυγιάς. Να αντιτάξει ένα νέο όραμα μέσα από την ΑΕΚ. Αφού έγινε σωματείο πέφτοντας στην τρίτη κατηγορία, ήταν μια καταπληκτική ευκαιρία να πει ο ΣΥΡΙΖΑ με δυναμικό επικοινωνιακό τρόπο, όλοι να γίνουμε μέλη της ΑΕΚ!
Από 300 ή 200 ή 100, που ήταν μισθοσυντήρητοι οι περισσότεροι Οριτζιναλαίοι, να γίνουμε 5.000, να γίνουμε 1ο.οοο! Και να επιβάλλουμε σιγά-σιγά τον εκδημοκρατισμό για την εξυγίανση του χώρου ώστε να φτάσουμε να διοικούν τα μέλη! Να γίνει σωματείο μελών. Με δημοκρατικές διαδικασίες πλέον. Και, παράλληλα, να επιδιώκαμε να τροποποιήσουμε νομοθετικά το νόμο 879 ώστε, φέτος που ανεβαίνει η ΑΕΚ, να ανέβαινε με τη μορφή σωματείου που θα είχε τμήμα επαγγελματιών ποδοσφαιριστών. Και να έφτανε στην Α” Εθνική με το μοντέλο των μελών. Όχι με τη μορφή της ΠΑΕ.

Ελληνιάδης: Επειδή δεν ξέρει ο κόσμος, υπάρχει το μοντέλο της Μπαρτσελόνα, που δεν είναι το μοναδικό.
Μάλλιαρης: Και η Ρεάλτο ίδιο είναι! Η ΟΥΕΦΑ, η Ομοσπονδία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, προωθεί την ιδέα να αναπτυχθούν τα ποδοσφαιρικά σωματεία με τη συσπείρωση μελών, διότι οι διαχειριστές του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου φοβούνται τη διείσδυση Αμερικάνων επιχειρηματιών στο ποδόσφαιρο, ή ολιγαρχών, όπως ο Αμπράμοβιτς στην Τσέλσι ή οι άλλοι από το Κατάρ που μπαίνουνε στην Παρί Σεν Ζερμέν, στη Μάντσεστερ Σίτι…
Ελληνιάδης: Χρειάζεται άμυνα και επίθεση, δηλαδή, η Αριστερά, στο ποδόσφαιρο!
Μάλλιαρης: Μπράβο! Για να κρατήσει κάποια κοινωνικά χαρακτηριστικά το ποδόσφαιρο που θα του επιτρέψει να είναι αυτοδύναμο. Αυτό συμβαίνει και στη Γερμανία.
Ελληνιάδης: Νίκο, έχεις μελετήσει πώς είναι το ποδόσφαιρο στην Ουγκάντα; Κάποιο μοντέλο από εκεί θα έχουνε φέρει. Έτσι μας βλέπουνε.
Μάλλιαρης:: Όχι, είναι πατέντα ελληνική!
Ελληνιάδης: Όπως το Μνημόνιο, δηλαδή. Εδώ βρίσκουν, εδώ τα κάνουνε, ε;!http://vathikokkino.gr/archives/82797

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Αγαπητοί συμπολίτες, μην κλαίτε για τους πλούσιους! -

Στη μεταπολεμική Ευρώπη, τόσο η κοινωνική Αριστερά όσο και η χριστιανική Δεξιά, από κοινού και η κάθε μία με τον τρόπο της, υποσχέθηκαν στους Ευρωπαίους πολίτες ένα κράτος δικαίου, ίσων ευκαιριών, ποιότητας ζωής, ασφάλειας, ειρήνης και ελευθερίας. Με αντιπροσώπευση και συμμετοχή στη διακυβέρνηση και με εξομάλυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Πολλοί παράγοντες συνέβαλαν στο να εκπληρωθούν -εν μέρει αλλά σε σημαντικό βαθμό- οι περισσότερες από τις υποσχέσεις αυτές, δημιουργώντας μια νέα ευρωπαϊκή αναγέννηση μετά από μια μεγάλη περίοδο με αυταρχικά καθεστώτα και καταστροφικούς πολέμους. Η αποικιοκρατία έπνεε τα λοίσθια και στην Αμερική καταργούνταν τα τελευταία θεσμικά δεσμά της δουλείας. Σ’ αυτές τις συνθήκες, οι πολίτες στη Δύση σταδιακά παραδόθηκαν και ενσωματώθηκαν άνευ όρων στη νέα πρωτόγνωρη για τον καπιταλισμό «άνοιξη».
Η Ευρώπη είχε ανοικοδομήσει με αξιοθαύμαστο τρόπο τις πόλεις της, οι ανέσεις για τους εργαζόμενους είχαν πολλαπλασιαστεί, οι δρόμοι είχαν γεμίσει νέας τεχνολογίας αυτοκίνητα, η πρόσβαση στο σχολείο και το νοσοκομείο ήταν δωρεάν, διακοπές έκαναν όλοι και η ψυχαγωγία δεν ήταν πλέον προνόμιο των ολίγων. Οι αναφορές των μαρξιστών σε μισθωτούς δούλους, στην κλοπή της υπεραξίας και σε εργατικά κάτεργα, ακούγονταν όλο και πιο αναχρονιστικές, σε αναντιστοιχία με την πραγματικότητα. Στο σύνθημα «Είμαστε όλοι μεσαία τάξη» θα μπορούσε να συνοψιστεί το μεταπολεμικό κοινωνικό επίτευγμα. Ακόμα κι εκείνοι που βρίσκονταν στις παρυφές της νέας πραγματικότητας, άνεργοι, ημιάνεργοι ή χαμηλόμισθοι, αισθάνονταν μέρος του όλου, πολύ κοντά στους τακτοποιημένους συμπολίτες τους, με εξασφαλισμένα τα στοιχειώδη από το κράτος και ελπίδα για δική τους αναβάθμιση. Η κατάρρευση και απομυθοποίηση του σοσιαλιστικού μπλοκ εξάλειψε ή αποδυνάμωσε κάθε αμφιβολία που εμφιλοχωρούσε για την αξία και τη μακροζωία του καπιταλισμού.
Αυτές οι κοινωνίες εναπόθεσαν τα πάντα στους εκπροσώπους τους. Και εφησύχασαν ευημερούσες. Αλλά δεν εφησύχασαν και οι καπιταλιστές. Γιατί και να θέλουν δεν μπορούν. Ο κορεσμός από τον πλούτο είναι αντίθετος στη φύση του καπιταλισμού. Η μεταπολεμική προσαρμογή των κεφαλαιούχων στο κοινωνικό κράτος στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς ήταν περιστασιακή. Η αφθονία του παραγόμενου πλούτου λόγω της ραγδαίας ανοικοδόμησης, της τεχνολογικής προόδου κ.λπ., και η βαθιά ανάγκη των κοινωνιών για σταθερό καθεστώς ειρήνης, επέτρεψε και επέβαλε ένα κοινωνικό συμβόλαιο με στοιχεία εξισωτικά και αναδιανεμητικά. Αλλά αυτό δεν μπορούσε παρά να είναι πρόσκαιρο. Το κεφάλαιο δεν μπορεί παρά να είναι επεκτατικό, επιθετικό και, εν τέλει, ανθρωποφαγικό. Η ύπαρξή του ταυτίζεται με τη συνεχή μεγέθυνση, μεγέθυνση χωρίς όρια, χωρίς οροφή. Και με διαρκή υπερσυγκέντρωση. Για να επιτευχθεί αυτό, αργά ή γρήγορα, υφαρπάζει οτιδήποτε σωρεύεται γύρω του και οπουδήποτε. Αλλιώς πεθαίνει από στασιμότητα. Υφαρπάζει ακόμα κι αν αυτό διαλύει τα κράτη και τις κοινωνίες. Ακόμα κι αν αυτό καταστρέφει τη φύση και τον πολιτισμό. Ακόμα κι αν αυτό διασφαλίζεται με πολέμους και γενοκτονίες. Ακόμα κι αν αυτό αναπόφευκτα οδηγεί στην καταστροφή του ίδιου του κεφαλαίου. Αυτά δεν είναι θεωρητικές ερμηνείες. Από το «Κεφάλαιο» του Μαρξ μέχρι σήμερα, υπάρχει συσσωρευμένη εμπειρία και γνώση για τη φύση και τη λειτουργία του καπιταλισμού. Κι αυτό συνάγεται και από το καινούργιο «Κεφάλαιο», όχι του Μαρξ, αλλά του Γάλλου οικονομολόγου Τομά Πικετί, που ταράζει τα νερά των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών με τις στατιστικά ωμές και εξαιρετικά τεκμηριωμένες διαπιστώσεις του. Το βιβλίο του εκτός από μπεστσέλερ, έχει προκαλέσει μια εντονότατη συζήτηση στην Αμερική και την Ευρώπη, με ευμενέστατα σχόλια από διακεκριμένους οικονομολόγους και εκτενή άρθρα στα πιο έγκυρα έντυπα του δυτικού κόσμου, μεταξύ των οποίων οι New York Times, Economist, Time, Financial Times κ.ά. Η εντεινόμενη ανισότητα στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο και τα αίτιά της είναι το βασικό θέμα του βιβλίου.

Από το Κεφάλαιο στο Κεφάλαιο
Ο Τομά Πικετί δεν δηλώνει μαρξιστής. Ούτε αντικαπιταλιστής. Αντιθέτως, διατείνεται ότι με την πολύχρονη μελέτη του εντοπίζει το βαθύτερο πρόβλημα του καπιταλισμού και προτείνει λύση για τη σωτηρία του. Ποιο είναι, όμως, το πρόβλημα;
Μελετώντας όλα τα διαθέσιμα αρχεία, σε πάρα πολλές χώρες, ο Πικετί καταλήγει χωρίς επιφυλάξεις στο συμπέρασμα ότι η ανισότητα εκτινάσσεται, ιδίως τα τελευταία σαράντα χρόνια, σε επίπεδα που προοιωνίζονται πολύ μεγάλες κοινωνικές αναταράξεις. Ο Πικετί, εννοείται, δεν είναι ο πρώτος που επισημαίνει την αυξανόμενη ανισότητα. Είναι ο πρώτος, όμως, που την παρακολουθεί από κοντά και την αποδεικνύει με ατράνταχτα στοιχεία πηγαίνοντας πολύ πίσω και σε πολλές χώρες παράλληλα.
«Δεν συμβαίνει συχνά ένας τόμος οικονομικών 685 σελίδων σχεδόν από τη μια στιγμή στην άλλη να σαγηνεύει τους πάντες, τη Wall Street και την αφρόκρεμα των δεξαμενών σκέψης και των ευαίσθητων στα νέα ρεύματα πολιτικών αναλυτών της Ουάσινγκτον. Αλλά αυτό συνέβη με το «Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα» και τον 43 ετών συγγραφέα του, Τομά Πικετί… Μόλις λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του, αυτή η μαζική μελέτη της παγκόσμιας ανισότητας έφτασε στην πρώτη θέση των πωλήσεων του Amazon. Με πάνω από 200.000 πουλημένα αντίτυπα –τα περισσότερα από κάθε άλλο βιβλίο στο πρώτο έτος κυκλοφορίας του στην ιστορία των εκδόσεων Harvard University Press… Μπορεί με σιγουριά να πει κανείς ότι ο Γάλλος ακαδημαϊκός είναι τώρα ο πιο πολυσυζητημένος οικονομολόγος στον κόσμο», γράφει η Rana Foroohar στο Time. «Ο φιλελεύθερος οικονομολόγος Paul Krugman αμέσως χαιρέτισε το βιβλίο σαν την οικονομικό έργο της δεκαετίας, και πολλοί άλλοι οικονομολόγοι με επιρροή συμφωνούν μαζί του.»
Ο Τομά Πικετί ξόδεψε δεκαπέντε χρόνια για να βρει, να μελετήσει, να συγκρίνει και να ταξινομήσει τα στοιχεία από τα φορολογικά αρχεία εκατοντάδων χρόνων από δεκάδες χώρες, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Ιαπωνία, η Βρετανία, η Σουηδία, η Γαλλία κ.ά. «για να αποδείξει μια απλή ιδέα: οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι. Αντί να μεταφέρεται πλούτος από τους πλούσιους στους φτωχούς, μεταφέρεται από τους φτωχούς στους πλούσιους… Οι σούπερ-μάνατζερ, διευθύνοντες σύμβουλοι, τραπεζίτες, λογιστές, ατζέντιδες, σύμβουλοι και δικηγόροι, όλοι αυτοί εναντίον των οποίων στράφηκε το κίνημα Occupy Wall Street, υποφορολογούνται γιατί ένα μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους είναι σε μετοχές».
Ο Τομά Πικετί εντοπίζει τη σοβαρότητα του προβλήματος που έχει ο καπιταλισμός και την τεκμηριώνει με αδιάσειστα στοιχεία. Προσπαθεί, όμως, να βρει μία λύση για το πρόβλημα φιλική στον καπιταλισμό. Φιλική αλλά ανεφάρμοστη. Ανεφάρμοστη, γιατί είναι αδύνατο να υπάρξει μια τέτοια συμφωνία σε ένα κόσμο τόσο ανταγωνιστικό, σε ένα κόσμο που οι ολιγάρχες δεν έχουν καμία διάθεση να μειώσουν την κερδοφορία τους και, σε τελευταία ανάλυση, με μία πρόταση που αν εφαρμοζόταν θα προκαλούσε τεράστια παγκόσμια αναδιάταξη με απρόβλεπτες συνέπειες. Έχει δίκιο ο Σλάβοϊ Ζίζεκ. Τα στοιχεία που παραθέτει ο Τομά Πικετί είναι σωστά και αντικατοπτρίζουν το βασικό ρεύμα του καπιταλισμού, αλλά η λύση που προτείνει, να υπάρξει ένας παγκόσμιος φόρος για τον πλούτο, είναι ουτοπικός.
Αλλά, έχει άδικο ο Πικετί που πιστεύει ότι «υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να πλησιάζει ένα είδος παγκόσμιας επανάστασης»;… «Το μισθολογικό χάσμα διευρύνεται, η λειτουργία των μεγάλων εταιριών γίνεται όλο και πιο αδιαφανής και οι φορολογικοί κώδικες παραμένουν αδιαπέραστοι για όλους εκτός απ’ αυτούς που διαθέτουν λογιστές και δικηγόρους… Το 1% των πλουσίων στην Αμερική, σήμερα, βρίσκεται κοντά στη θέση που ήταν το 1% των πλουσίων στη Γαλλία λίγο πριν από τη Γαλλική Επανάσταση. Στην ίδια θέση μ’ αυτούς που μετά από λίγο έχασαν τα κεφάλια τους», υπογραμμίζει η Foroohar.

Η ανισότητα στην Αμερική και την Ευρώπη
Στην Αμερική, οι τιμές των μετοχών στο χρηματιστήριο είναι στα ύψη, τα κέρδη των μεγάλων εταιριών σε επίπεδα ρεκόρ, η μέση αμοιβή που πήραν το 2013 οι διευθύνοντες σύμβουλοι των αμερικάνικων εταιριών ανέρχεται στο ποσό των 10,5 εκατομμυρίων δολαρίων (αυξημένο κατά 8,8% σε σχέση με το 2012) και ο αριθμός των εκατομμυριούχων αυξήθηκε κατά 11,5%, με συνολική περιουσία 12,7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων (WWR 2013)! Από το 1976 ως το 2007, το 1% των πλουσίων καρπώθηκε το 46% της συνολικής εισοδηματικής ανάπτυξης! (ΟΟΣΑ)
Ταυτόχρονα, «δέκα εκατομμύρια εργαζόμενοι δεν μπορούν να βρουν δουλειά, αλλά και το 97% αυτών που βρίσκουν κάποια δουλειά είναι μερικής απασχόλησης. 47 εκατομμύρια άνθρωποι τρέφονται με κουπόνια που δίνει το κράτος, πέντε εκατ. άνθρωποι δεν μπορούν να πληρώσουν τις δόσεις των στεγαστικών τους δανείων, 4 στους 5 ενήλικες θα εξαρτηθούν για κάποιο χρονικό διάστημα από την πρόνοια, οι αξίες των σπιτιών έχουν πέσει κατά μέσο όρο 42% και το οικογενειακό εισόδημα της μεσαίας τάξης από το 2007 ως το 2010 έχει μειωθεί κατά 38,9%», σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που παρουσιάζει ο Mike Whitney στο άρθρο του με τίτλο «Ο Ομπάμα καταστρέφει τη Μεσαία Τάξη», στο Counterpunch.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ, το μέσο χρέος των αποφοίτων των πανεπιστημίων φέτος είναι 33 χιλιάδες δολάρια, υψηλότερο κατά 10% σε σχέση με πέρσι. Το 36% των νέων μεταξύ 18 και 31 ετών ζουν στα σπίτια των γονιών τους, αριθμός ρεκόρ για την Αμερική, λόγω αδυναμίας συντήρησης ξεχωριστού σπιτιού. Σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Συνταξιοδοτικής Ασφάλειας, το 45% των νοικοκυριών δεν έχει συνταξιοδοτική αποταμίευση. Μεγάλες κατηγορίες του πληθυσμού ζουν σε συνθήκες κατώτερες απ’ αυτές που ζουν οι φτωχοί σε υπανάπτυκτες χώρες, όπως επισημαίνει με αριθμούς, σε σχέση με την υγεία, την εκπαίδευση, τη δικαιοσύνη, τη βία, την ανισότητα και τις υποδομές που καταρρέουν σε ολόκληρη τη χώρα, ο Sean McElwee στο περιοδικό Rolling Stone. 1.168.354 είναι οι άστεγοι μαθητές παρουσιάζοντας αύξηση από 10 έως 20% ετησίως σε όλες τις πολιτείες (Αμερικάνικο Υπουργείο Παιδείας). «Οι ΗΠΑ πάνε να γίνουν η νεότερη χώρα του Τρίτου Κόσμου», γράφει Kerry Anne, αναφερόμενη στις συνέπειες της συγκέντρωσης του πλούτου στο 1% της κοινωνίας. Ακόμα και στη βιτρίνα της Αμερικής, τη Νέα Υόρκη, το 21% των κατοίκων της ζει κάτω από το όριο της φτώχειας (New York Times).
Στην Ευρώπη, σε εποχή παρατεταμένης κρίσης και φτωχοποίησης, ο αριθμός των σούπερ-πλουσίων αυξήθηκε κατά 7,5%, από το 2011. Κορυφαία στις ανισότητες η Βρετανία, με τους περισσότερους δισεκατομμυριούχους στον κόσμο με βάση τον πληθυσμό, με συνολική περιουσία που από 65 δισ. το 2004 και 201 δισ. το 2008, έφτασε τα 245 δισεκατομμύρια στερλίνες! (The Guardian) Οι πέντε πλουσιότερες οικογένειες έχουν πλούτο αξίας 46,9 δισ. δολαρίων, όσο έχει το 20% των φτωχότερων Βρετανών. Δηλαδή, υπάρχουν «δύο Βρετανίες»! (Oxfam) «Οι πλούσιοι της Βρετανίας κατέχουν το 1/3 του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, έχοντας στο σύνολό τους περιουσία 874 δισ. δολαρίων, η οποία αυξήθηκε μέσα στον τελευταίο χρόνο κατά 15,4%! Ποτέ δεν έχω ξαναδεί τέτοια τρομερή αύξηση ατομικού πλούτου», δήλωσε φανερά εντυπωσιασμένος ο υπεύθυνος για την ετήσια συγκρότηση της λίστας των πλουσίων της εφημερίδας Sunday Times. Δυστυχώς, με διαβαθμίσεις, παρόμοια είναι η εξέλιξη σε όλη την Ευρώπη, ακόμα και στη χρεοκοπημένη Ελλάδα!

Ανισότητα και Αριστερά
Το θέμα της ανισότητας που αποτελεί κεντρικό ζήτημα των κινημάτων που αναπτύσσονται στις μητροπόλεις κατά της παγκοσμιοποίησης, της απορρύθμισης, της αναδιανομής του πλούτου και της φτώχειας, δεν έχει ακόμα απασχολήσει με την ίδια ιεράρχηση και την ίδια ένταση τα κόμματα και τις οργανώσεις της παραδοσιακής Αριστεράς στην Ευρώπη. Όπως δεν είχε απασχολήσει εγκαίρως την Αριστερά το «Δόγμα του Σοκ» που εφαρμόστηκε συστηματικά από την εποχή της χιλιανής χούντας σε αναπτυσσόμενες χώρες. Η Αριστερά, εγκλωβισμένη στα στερεότυπά της, δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να διατυπώσει πρωτοπόρα μια ριζοσπαστική ατζέντα που να αντιστοιχεί στις επικρατούσες συνθήκες. Γι’ αυτό είτε βρέθηκε στο περιθώριο, π.χ. Ιταλία, είτε επέμεινε στην κλασική φόρμουλα καπιταλισμός-αντικαπιταλισμός, ρεφορμισμός-επανάσταση, είτε, στην καλύτερη περίπτωση, ακολούθησε τα αυτοδημιούργητα κινήματα που είναι μάλλον βραχύβια, αλλά εκφράζουν με άμεσο τρόπο το σφυγμό της εποχής τους, από το Σιάτλ μέχρι το Occupy Wall Street και από τη Γιένοβα μέχρι τις πλατείες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σημαντικές πρωτοβουλίες εύστοχης κριτικής του συστήματος και ξεκλειδώματος των αδυναμιών του εκπορεύονται από ανεξάρτητους διανοητές, ακόμα και πολιτικούς που ανήκουν στην κυρίαρχη ιδεολογία. Ο Αμερικάνος γερουσιαστής Bernie Sanders, στην επιτροπή που ερευνά την επιρροή των μεγάλων εταιριών στα πολιτικά πράγματα σε βάρος της κοινωνίας, ρώτησε δημόσια τη νέα πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας Janet Yellen εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες, με τις σημερινές ανισότητες και την πολιτική ισχύ των μεγάλων χρηματοοικονομικών τραστ, παραμένουν μία δημοκρατία ή έχουν εξελιχθεί σε ολιγαρχία! Είναι χαρακτηριστικό ότι η Yellen, που έχει διατελέσει στέλεχος μεγάλων εταιριών και τώρα είναι ο υπ’ αριθμόν ένα παράγοντας της οικονομικής πολιτικής της αμερικανικής κυβέρνησης, δεν απέρριψε το ερώτημα ως εξωφρενικό, αλλά απάντησε ότι πράγματι υπάρχει μία τάση προς την ανισότητα που πρέπει να απασχολήσει τους διαμορφωτές της εθνικής πολιτικής.
Στην Ελλάδα, μία χώρα που κατατάσσεται στις χώρες με τις μεγαλύτερες ανισότητες, το θέμα της ανισότητας δεν θίγεται με σαφή προτεραιότητα από τα επίσημα χείλη της Αριστεράς κάθε απόχρωσης. Η παραδοσιακή Αριστερά στην Ευρώπη αποφεύγει να θίξει ζητήματα που παραπέμπουν ευθέως στον πυρήνα του καπιταλιστικού συστήματος και τον διεμβολίζουν ή επιμένει σε μαξιμαλιστικούς στόχους ανατροπής του καπιταλισμού υπερπηδώντας τις πραγματικές συνθήκες, αλλά και τις πραγματικές δυνατότητες της ίδιας της Αριστεράς. Η ανάγκη για την ανεύρεση και χάραξη ενός ρεαλιστικού και ταυτόχρονα ριζοσπαστικού δρόμου διαχείρισης των συνεπειών της παρατεταμένης κρίσης που θα οδηγήσει στην αλλαγή του συστήματος μέσα από τη συνειδητοποίηση των κοινωνικών στρωμάτων που πλήττονται θανάσιμα και στη μαζική αμφισβήτηση του συστήματος, δεν ικανοποιείται από τις μέχρι σήμερα πολιτικές πλατφόρμες της Αριστεράς. Η όποια εκλογική άνοδος της Αριστεράς, πολύ σημαντική στην Ελλάδα, οφείλεται περισσότερο στην ίδια την κρίση, η οποία εξωθεί σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας και προς την άκρα Δεξιά, και λιγότερο στην απήχηση των πολιτικών προγραμμάτων και πολιτικών πρακτικών της Αριστεράς, που, αλλού περισσότερο κι αλλού λιγότερο, δυσκολεύεται να βρει το βηματισμό της στις νέες συνθήκες, που έχουν την ίδια ρίζα με τις συνθήκες του 19ου αιώνα, αλλά σε εντελώς διαφορετικό επίπεδο, οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό, πολιτισμικό και περιβαλλοντικό. Έχοντας υποστεί μέσα σε μια τριακονταετία μεγάλη απώλεια –μεταξύ άλλων- στον τομέα της παραγωγής σύγχρονης πολιτικής σκέψης, η Αριστερά χρειάζεται –μεταξύ άλλων- και ένα νέο ευρύ και ισχυρό μέτωπο διανοουμένων που θα εκσυγχρονίσουν τις αναλύσεις, θα διευκολύνουν την κατανόηση του σύγχρονου κόσμου και θα καλλιεργήσουν το έδαφος, σε άμεση σχέση με τα κοινωνικά κινήματα και τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών, για μια Αριστερά του 21ου αιώνα.

Γιατί χάνεται η μπάλα;
Εμείς πρέπει να εξηγήσουμε στον κόσμο πώς γίνεται αυτό. Με στοιχεία. Πώς πλουτίζουν μερικοί φτωχαίνοντας τόσους πολλούς; Πώς μεγαλώνει η ανισότητα; Ποιοι ωφελούνται από τη λεηλασία, τη διάλυση, τη φτωχοποίηση και το ξεπούλημα; Δεν είναι καθαρό αυτό στην κοινωνία. Πιο διαδεδομένη είναι η αίσθηση ότι η κρίση δεν κάνει διακρίσεις, και ότι όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, χάνουν και ζημιώνονται. Δεν μπορεί να καταλάβει πολύς κόσμος ότι δεν χάνεται γενικώς ο πλούτος, με ό,τι αναλογεί στον καθένα, αλλά μεταφέρεται από τους πολλούς στους λίγους. Η Αριστερά οφείλει να το εξηγήσει αυτό με πολλά χειροπιαστά στοιχεία, με αριθμούς, με ονομαστά παραδείγματα. Όχι μια φορά ούτε σκόρπια ούτε πρόχειρα. Επίμονα, τεκμηριωμένα, απλά, κατανοητά και συνεχώς. Μεγάλο μέρος της κοινωνίας δεν μπορεί να καταλάβει, όχι μόνο από προκατάληψη, αλλά και από άγνοια, κακή ενημέρωση, τεχνητή θολούρα και καθημερινό αποπροσανατολισμό από τα κύρια στα δευτερεύοντα, τι ακριβώς γίνεται με την κρίση. Δυσκολεύεται να χωνέψει ότι μπορεί όλο αυτό να είναι ένα τόσο μεγάλο κόλπο για να μας ληστέψουν. Και ότι τα λεφτά μας δεν εξατμίζονται με τις περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις ούτε τα σπίτια μας θα εξαϋλωθούν επειδή τα χάνουμε εμείς. Λεφτά, σπίτια και δημόσιος πλούτος αλλάζουν ιδιοκτήτες. Από τους πολλούς μεταφέρονται στους λίγους, που κρύβονται πίσω από λογαριασμούς στη Ζυρίχη, το Λονδίνο, τη Φραγκφούρτη, τη Σιγκαπούρη ή τα νησιά Φίτζι. Πίσω από μετοχές και αμοιβαία κεφάλαια των διεθνών χρηματοπιστωτικών εταιριών που κάνουν παιχνίδι στη χώρα μας. Πίσω από επενδύσεις με χαριστικούς όρους. Μερικές χιλιάδες ξένοι και Έλληνες συγκεντρώνουν όλο τον πλούτο που μας ανήκει. Τον υφαρπάζουν καταστρέφοντάς μας, διαλύοντας κάθε θεσμό και μηχανισμό προστασίας της κοινωνίας. Και κατοχυρώνουν την αρπαγή όχι μόνο του πλούτου που έχουμε και αυτού που συνεχίζουμε να παράγουμε, αλλά κι αυτού που πρόκειται να παραχθεί στο μέλλον από τα παιδιά και από τα εγγόνια μας.
Η Αριστερά δεν κατάφερε μέχρι σήμερα να εξηγήσει με συστηματικό και κατανοητό τρόπο πώς ακριβώς γίνεται αυτή η λεηλασία και πώς και ποιοι επωφελούνται. Με γενικόλογες καταγγελίες, η κοινωνία δεν καταλαβαίνει και δεν πείθεται. Γι’ αυτό, πιο εύκολα πιστεύει, ελλείψει πειστικού λόγου και επιχειρηματολογίας, ότι η κρίση είναι γενική και ότι όλοι θα υποστούν εξίσου και ανάλογα με τον πλούτο τους τις συνέπειες. Και ότι, στη συνέχεια, αυτός ο πλούτος, που τώρα χάνεται, θα επιστρέψει κάποια στιγμή και θα αναδιανεμηθεί στους ίδιους. Πρέπει να κάνουμε μεγάλο αγώνα ενημέρωσης, με αδιάσειστα ντοκουμέντα, για να καταλάβει η κοινωνία ότι συντελείται μια τεράστια ληστεία που δεν έχει επιστροφή. Ότι οι κοστουμαρισμένοι ληστές παίρνουν τη λεία και εξαφανίζονται. Ότι όλα τα στοιχεία αποκαλύπτουν και επιβεβαιώνουν ότι η κρίση κάνει τους φτωχούς φτωχότερους και τους πλούσιους πλουσιότερους!
Εάν η κοινωνία κατανοούσε τον πραγματικό χαρακτήρα της κρίσης, όλα θα ήταν διαφορετικά.

Στέλιος Ελληνιάδης

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

φόβος

Όσο πιο πολύ φοβάσαι


Όσο πιο πολύ φοβάσαι, τόσο πιο πολύ δουλεύεις
Όσο πιο πολύ φοβάσαι, τόσο πιο πολύ κουφαίνεσαι
Ο φόβος είναι ένας τρόπος να μην βλέπεις
ή μάλλον είναι ένας τρόπος να κάνεις πως δεν είδες
ή μάλλον δουλεύεις και κάνεις πως δεν είδες
ή μάλλον δουλεύεις και δεν φαίνεσαι
Ο φόβος είναι ένας τρόπος να γίνεις αόρατος
Η δουλειά είναι ένας τρόπος να μην μιλάς
Για όσα έγιναν
Και όσα θα γίνουν
Εσένα τα χέρια σου είναι για να δουλεύουν
κι όχι για να σφίγγουν γροθιά το δίκιο

Όσο πιο πολύ φοβάσαι, τόσο πιο πολύ δουλεύεις

Γι’ αυτούς που σε δυναστεύουν

***
ο πίνακας είναι του Εδουάρδου Σακαγιάνο βιβλιοθηκαριος

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

"Εμείς είμαστε εσείς. Εγώ είμαι εσύ."

http://themotorcycleboy.blogspot.gr/2014/05/blog-post.html

Κυρίως ήταν πρόβλημα διάθεσης –αυτό ήταν. Αν έχεις κάτι όμορφο να πεις, δε βλέπεις την ώρα να το κάνεις. Αν έχεις κάτι ενδιαφέρον, σε τρώει μέχρι να το μοιραστείς με άλλους –ξέρεις τώρα, σκέφτεσαι τις εκφράσεις που θα πάρουν όταν το διαβάσουν (ή το ακούσουν) και σκέφτεσαι τις εκφράσεις που θα χρησιμοποιήσουν για να το σχολιάσουν.. Αλλά δεν υπάρχουν πλέον όμορφα πράγματα εδώ πέρα, ούτε ενδιαφέροντα. Μόνο ενοχλητικά, εκνευριστικά κι ακόμα χειρότερα… Μια αποκτήνωση τόσο πυκνή που δεν κόβεται ούτε με μπαλτά (εδώ υπάρχει μια ατυχής προσπάθεια χιούμορ μέσω της υπόθεσης Μπαλτάκου, αλλά μη δίνεις σημασία).

Όπως και να’χει, ζω σε μια χώρα η οποία γουστάρει τη μεταφορά ευθυνών και την απραξία. Κάποιοι θέλουν να καθαρίζουν για πάρτη τους τα τάγματα εφόδου των φασιστών και κάποιοι άλλοι βολεύονται με το οτι υπάρχουν τα τάγματα εφόδου των φασιστών, άρα δεν μπορούν να κάνουν τίποτα οι ίδιοι –κάτσε μέχρι να πέσουν (από μόνοι τους) οι φασίστες και μετά βλέπουμε… Κοντολογίς η επανάσταση κοντοζυγώνει από μόνη της –τώρα, αν είναι κι «εθνοσωτήριος» τι να γίνει; Εμείς ήμασταν ανέκαθεν με την επανάσταση…
Να –αυτά είναι που δε γουστάρω να γράφω. Να λέω ή να αναλύω. Με αηδιάζουν ρε παιδί μου. Γι΄αυτό και δεν τα πολυγράφω, πλέον.
Αλλά τώρα βρήκα κάτι όμορφο και ενδιαφέρον. Το οποίο βέβαια δεν συμβαίνει σε αυτή την κωλοχώρα που ζω, ούτε και πρόκειται να συμβεί για όσο ζω –και το στηρίζω αυτό σε προσωπική εμπειρία.
Το γεγονός είναι οτι στις 26 Μαϊου 2014 διαβάσαμε τα τελευταία λόγια του Υποδιοικητή Μάρκος, ξέρουμε όλοι ποιος είναι (ή μάλλον ήταν) αυτός –έτσι; Βοηθάω –λευκός, αγνώστου ταυτότητας (μέχρι πριν κάποια χρόνια τουλάχιστον) ο οποίος πέρασε μεγάλο διάστημα της ζωής του στην Τσιάπας και ειδικά στη Ζούγκλα Λακαντόνα μαζί με τους ιθαγενείς μέχρι να ξεκινήσει το Κίνημα των Ζαπατίστας. Στον στρατό των Ζαπατίστας ο ανώτερος βαθμός ήταν αυτός του Υποδιοικητή επειδή Διοικητής ήταν η Γενική Συνέλευση.
Κάνοντας έναν μικρό απολογισμό της δράσης των Ζαπατίστας ο Μάρκος λέει:
«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι κάποιοι πιστεύουν πως κάναμε λάθος με την επιλογή μας αυτή – ότι δηλαδή ένας στρατός δεν μπορεί και δεν πρέπει να προσπαθεί να επιβάλλει την ειρήνη. Με πολλούς τρόπους η σκέψη αυτή είναι σωστή αλλά ο κύριος λόγος για την επιλογή μας ήταν και είναι, το γεγονός ότι με μάχες, θα καταλήγαμε να εξαφανιστούμε. Ίσως κάναμε λάθος με την επιλογή να καλλιεργήσουμε τη ζωή αντί να υμνούμε τον θάνατο.
Αλλά κάναμε αυτή την επιλογή κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο και ακούγοντας ο ένας τον άλλο – βάση της συλλογικότητας που είμαστε. Εμείς επιλέξαμε εξέγερση. Με άλλα λόγια, εμείς επιλέξαμε τη ζωή.
Γνωρίζαμε και γνωρίζουμε ότι ο θάνατος είναι απαραίτητος ώστε να υπάρξει η ζωή και ότι για να ζήσουμε πρέπει να πεθάνουμε.
Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι είκοσι χρόνια μετά ότι το ‘τίποτα για μας’ (σ.σ. ολόκληρο το σύνθημα ήταν: «όλα για όλους, τίποτα για μας») , η φράση αυτή αποδείχθηκε όχι απλώς μια καλή φράση για πανό και τραγούδια, αλλά μια πραγματικότητα.
Αν η συνέπεια είναι αποτυχία, τότε η ασυνέπεια είναι ο δρόμος προς την επιτυχία – η διαδρομή προς την εξουσία. Αλλά δεν θέλουμε να πάμε εκεί. Δεν μας ενδιαφέρει. Μέσα σε αυτές τις παραμέτρους, προτιμούμε να αποτύχουμε παρά να νικήσουμε».
Η αντίστιξη των εννοιών υπήρξε αγαπημένο εκφραστικό μέσο των Ζαπατίστας. Έλεγε ο Μάρκος σε μια παλιότερη ομιλία του, περιγράφοντας το ξεκίνημα της εξέγερσης:
«…Όμως, καθώς είχαμε πάει στην πόλη, μας είδε εκεί πολύς κόσμος. Και η ανησυχία μας ήταν τι θα απογίνουν οι οικογένειες των συντρόφων, ότι θα τους κάνανε κακό, γιατί όλοι γνωρίζονται στις κοινότητες … Έτσι μας ήρθε η ιδέα να καλύψουμε τα πρόσωπά μας: άλλοι τα κάλυψαν απλώς με ένα μαντήλι και άλλοι με κουκούλες. Και πήραμε την πόλη υπό τον έλεγχό μας. Και έφτασαν δημοσιογράφοι απ΄ όλα τα μέρη, άρχισαν να τραβάνε φωτογραφίες και τότε έγινε σύμβολό μας η κουκούλα, που ήταν μαύρη γιατί έχουμε το χρώμα της γης, και έτσι αρχίζει να γίνεται γνωστό σε όλο τον κόσμο αυτό που συμβαίνει…
Όταν λοιπόν ξεσηκωθήκαμε, άρχισαν να έρχονται οι ειδήσεις του πώς είναι οι ιθαγενικές κοινότητες στην Τσιάπας και αρχίζουν όλοι να μας κοιτάνε και να ακούνε τη φωνή μας. Γι’ αυτό εμείς λέμε ότι όταν κρύψαμε τα πρόσωπά μας μάς είδαν, ενώ όταν κυκλοφορούσαμε έτσι, ‘φυσιολογικοί’, κανείς δεν μας έδινε σημασία.»
Όλα αυτά είναι όμορφα κι ο τρόπος έκφρασης του Μάρκος είναι κάμποσο ποιητικός –θα αρκούσε αυτό μόνο για να αναχθεί σε επαναστατικό λόγο σε μια εποχή που κυριαρχείται από την ανιστόρητη αποκτήνωση. Αλλά η αποχώρηση του Μάρκος συνοδεύεται από τη σημαντικότερη έκφραση του αντιεξουσιαστικού προτάγματος που έχει καταγραφεί εδώ και αιώνες.
Πρόσεξε λίγο:
«Το πρωί της 1ης Ιανουαρίου του 1994, ένας στρατός γιγάντων – ή αυτόχθονων ανταρτών – συγκλόνισαν τον κόσμο με τα βήματα τους, όταν κατέβηκαν στις πόλεις [της Τσιάπας]. Λίγες μέρες αργότερα, με το αίμα των νεκρών μας ακόμα στους δρόμους, συνειδητοποιήσαμε ότι εκείνοι στο εξωτερικό δεν μας βλέπουν. Έχοντας συνηθίσει να κοιτούν αφ’υψηλού τις κοινότητες των ιθαγενών, δεν κοίταξαν πάνω για να μας δουν, έχοντας συνηθίσει να μας βλέπουν να ταπεινωνόμαστε, οι καρδιές τους δεν καταλάβαιναν την αξιοπρεπή εξέγερση μας. Αντ’ αυτού, επικεντρώνονταν μόνο στα πρόσωπα μας ως μιγάδες, το πρόσωπο του μιγά που θα μπορούσαν να δουν όταν φοράει κουκούλα. Οι αρχηγοί μας τότε είπαν: ‘Βλέπουν μόνο τα πράγματα που είναι σύμφωνα με το δικό τους επίπεδο, όσο ασήμαντα κι αν είναι. Ας βάλουμε κάποιον στο επίπεδο τους, έτσι ώστε να μπορούν να τον δουν και, μέσω αυτού, να μπορούν να δουν και μας’.
Και έτσι ξεκίνησε ένας σύνθετος ελιγμός της απόσπασης της προσοχής: ένα μαγικό τέχνασμα που ήταν φοβερό και θαυμάσιο, μια κατεργάρικη κίνηση που ταιριάζει στην ιθαγένικη καρδιά μας. Η εγχώρια σοφία των ιθαγενών προκάλεσε τον μοντέρνο κόσμο, σε ένα από τα προπύργια της – τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η κατασκευή της προσωπικότητας που ονομάζεται Μάρκος είχε αρχίσει».
Και για όσους δεν το κατάλαβαν –συνεχίζει:
«… Σας είπα ότι τότε ξεκίνησε η κατασκευή της προσωπικότητας. Αν μου επιτρέπετε να καθορίσω την προσωπικότητα Marcos, θα ήθελα να πω χωρίς δισταγμό ότι ήταν μια μεγάλη μεταμφίεση.
Μέσα στο κίνημα, η πρόοδος των ανθρώπων ήταν εντυπωσιακή. Και αυτός είναι ο λόγος που ξεκινήσαμε το μάθημα ‘Ελευθερία Σύμφωνα με τους Ζαπατίστας’. Συνειδητοποιήσαμε ότι υπήρχε τώρα μια γενιά που θα μας κοιτάξει στα μάτια και ήταν ικανή να μας ακούει και να μιλάει για εμάς, χωρίς να περιμένει την ηγεσία ή κάποια καθοδήγηση – χωρίς να σκοπεύει να διατάξει ή να υπακούσει. Η προσωπικότητα του Μάρκος δεν ήταν πλέον αναγκαία. Το επόμενο στάδιο του αγώνα των Ζαπατίστας ήταν έτοιμο.
Σύμφωνα με τις πεποιθήσεις μας και την πρακτική μας, η εξέγερση δεν χρειάζεται ηγέτες και προσωπικότητες, μεσσίες ή σωτήρες. Για να αγωνιστείς χρειάζεται μόνο να έχεις μια αίσθηση ντροπής, έναν βαθμό αξιοπρέπειας, και πολλή οργάνωση. Τα υπόλοιπα είτε εξυπηρετούν την συλλογικότητα είτε δεν εξυπηρετούν καθόλου.»
Κουβέντες, βαθυστόχαστες αναλύσεις, μπόλικη ψυχανάλυση για το ρόλο του ηγέτη –για την ανάγκη της αναφοράς του λαού σε κάτι «πέρα, πάνω και έξω» από αυτόν, παραμύθια για την «επαναστατική ωρίμανση του λαού», οδηγίες χρήσης για την «ανάπτυξη ταξικής συνείδησης» -κολοκύθια με τη ρίγανη…
Χρειάζονταν οι άνθρωποι εκεί πέρα κάποιον να βγαίνει και να τους εκπροσωπεί, κάποιον που να «μιλάει τη γλώσσα» των δυτικών Μ.Μ.Ε. κάποιον «ορατό» κι έτσι γεννήθηκε ο Μάρκος. Κι ο «Αρχηγός», ο «Φωτισμένος», ο «Ηγέτης» ήταν απλώς η βιτρίνα, το φερέφωνο του κινήματος –σκέψου κάτι πιο κοντά στον κολεκτιβισμό και την αναρχία αν μπορείς!
Αυτά δεν είναι καινούργια πράγματα για τον Μάρκος, τα έλεγε και παλιότερα προετοιμάζοντάς μας οτι κάποια στιγμή θα τα πράξει:
«Ο Μάρκος δεν υπάρχει, δεν είναι -είναι μία σκιά, είναι η κορνίζα ενός παραθύρου. Αν πίσω μου βλέπετε τους συντρόφους μου διοικητές, τους αρχηγούς μου, πρέπει να σταθείτε από την άλλη μεριά, τη μεριά των κοινοτήτων και να καταλάβετε πολύ καλά πως όταν τους βλέπουμε είναι ακριβώς ανάποδα, εκείνοι είναι μπροστά από εμάς. Αυτό το παράθυρο θα θέλαμε να χρησιμέψει για να σκύψετε πάνω σ’ αυτό που είμαστε, αυτό που υπάρχει πίσω από μένα, και πίσω από τους διοικητές μας: στους ιθαγενικούς λαούς και σ’ όλη την κατάσταση της αδικίας, της φτώχειας, της εξαθλίωσης.
Είναι επίσης ένα παράθυρο για να δουν από την άλλη πλευρά οι ιθαγενικές κοινότητες, να σκύψουν και να δουν εσάς. Για να δουν ότι η καλοσύνη και η κακία δεν έχει να κάνει με τη γλώσσα ή με το χρώμα των ματιών.
Τόση προσοχή, τόση αγωνία, τόση πίεση για κάτι που σε τελευταία ανάλυση είναι μία κουκούλα αδειανή, είναι απλά μια κακή φωτοχυσία που συγκρατεί τον αγώνα μας. Εμείς, όμως, θέλουμε να σας ζητήσουμε ένα πράγμα. Με τον κατάλληλο φωτισμό μία κορνίζα παραθύρου γίνεται και καθρέφτης. Είμαι σίγουρος ότι αν κοιτάξετε καλά θα καταφέρετε αν δείτε εσάς τους ίδιους. Και αυτό είναι που θέλουμε να σας ζητήσουμε, αυτό είναι που θέλουμε να καταλάβετε. Εμείς είμαστε εσείς. Εγώ είμαι εσύ.»
Κάπου εδώ θα ρωτήσει ο εξυπνάκιας: «δηλαδή ο Μάρκος ήταν απλώς μια μαριονέτα; ένας ηθοποιός που έπαιζε ένα ρόλο;»
Ας αφήσουμε τον ίδιο τον Υποδιοικητή να απαντήσει:
«Η σιωπή του πλήθους είπε: ‘Περίμενε, συντρόφε. Μην φεύγεις’. Αλλά ο Μάρκος δεν είχε ακόμη τελειώσει. Συνέχισε παραθέτοντας μια σειρά από νεκρούς ή εξαφανισμένους συντρόφους, και πολιτικούς και κοινωνικούς κρατούμενους από την Ατένκο, την Ostula, την Oaxaca, την Πόλη του Μεξικού, την Ιταλία, την Τσιάπας, την Ελλάδα, την Παλαιστίνη, την Chéran, την Guerrero, την Morelos, την Puebla, την Chihuahua, την Sonora, την Jalisco, την Sinaloa και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επίσης διάβασε τα ονόματα των μεταναστών και των Mapuches, λέγοντας:
‘Αυτή τη στιγμή, σε άλλα μέρη του Μεξικού και του κόσμου, ένας άνδρας, μια γυναίκα, ένας γκέι, ένα αγόρι, ένα κορίτσι, ένας γέρος, μια ηλικιωμένη γυναίκα, μια μνήμη, έχει πληγεί από κοντινή απόσταση, από ένα σύστημα που προχωρά σε αδηφάγα εγκλήματα, μαχαίρια, νεκρούς, χλευασμούς, εγκατάλειψη…
Η αδικία έχει τόσα πολλά ονόματα και προκαλεί τόσες πολλές κραυγές. Και μην ξεχνάμε ότι, ενώ ένα άτομο ψιθυρίζει, κάποιο άλλο κραυγάζει. Ακούγοντάς τους θα πρέπει να ενεργοποιηθούμε, ώστε να βρούμε μια διαδρομή που μετατρέπει την αδικία σε κάτι γόνιμο. Το μόνο που χρειάζεται είναι να χαμηλώσετε το κεφάλι σας και να ανυψώσετε την καρδιά σας.
Η δικαιοσύνη που θέλουμε είναι η συνεχής και η επίμονη αναζήτηση της αλήθειας.
Πιστεύουμε ότι είναι απαραίτητο κάποιος από μας να πεθάνει, έτσι ώστε ο Γκαλεάνο να μπορεί να ζήσει. Έτσι, έχουμε αποφασίσει ότι σήμερα, ο Marcos πρέπει να πεθάνει.
Και σε αυτές τις πέτρες που έχετε αφήσει στον τάφο του, θα μάθετε να μην πουλήσετε τον εαυτό σας, να μην παραδοθείτε και να μην ενδώσετε.’
Στις 2:08 π.μ., δηλώνω ότι ‘ο Εξεγερμένος Μάρκος – ο αυτοαποκαλούμενος υποδιοικητής από ανοξείδωτο χάλυβα – παύει να υφίσταται’.
***********************************************************
Δύο λεπτά αργότερα, μετά από κάποια χιουμοριστικά υστερόγραφα που χρησιμοποιήθηκαν για να ανυψώσουν λίγο την διάθεση, ο ‘Μάρκος’, αποχώρησε από τη σκηνή για πάντα. Τα φώτα έσβησαν και ένα κύμα χειροκροτημάτων ακολούθησε από το πλήθος των οπαδών του έκτου και από τις βάσεις στήριξης των Ζαπατίστας και των αγωνιστών.
Στιγμές αργότερα η φωνή του πρώην υποδιοικητή ακούστηκε και πάλι, αλλά εκτός σκηνής, λέγοντας: ‘Καλημέρα σύντροφοι. Το όνομά μου είναι Γκαλεάνο. Εξεγερμένος Γκαλεάνο. Μου είπαν ότι, όταν θα ήταν να γεννηθώ και πάλι, θα ήταν συλλογικά’.
***
Εξεγερμένος Γκαλεάνο.
Μεξικό Μάϊος του 2014.»
Αυτά ειπώθηκαν μέσα στ΄άλλα κι εδώ υπάρχει το πλήρες κείμενο, αν θέλεις να το διαβάσεις.
Όταν λοιπόν θα κάθεσαι και θα αναλύεις την άνοδο του φασισμού και τις κάθε λογής κλεπτοκρατίες (ωραίος προσδιορισμός, μα την αλήθεια, για να μην πεις το πραγματικό όνομα του συστήματος!) –τότε, θυμήσου ότι:
«…η εξέγερση δεν χρειάζεται ηγέτες και προσωπικότητες, μεσσίες ή σωτήρες. Για να αγωνιστείς χρειάζεται μόνο να έχεις μια αίσθηση ντροπής, έναν βαθμό αξιοπρέπειας, και πολλή οργάνωση. Τα υπόλοιπα είτε εξυπηρετούν την συλλογικότητα είτε δεν εξυπηρετούν καθόλου».
Και πού ξέρεις…
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Αναγνώστες