Κυριακή 1 Αυγούστου 2010

Λιβαδερό

Ορεινή κοινότητα του Νομού Κοζάνης.
Links:
http://www.mokro.gr http://www.livadero.ch http://www.pslivaderou.gr

Ένα σύντομο Ιστορικό για το Λιβαδερό

Η παλαιά, ίσως και η αρχική ονομασία του χωριού ήταν ¨Μόκρο¨που βουλγαριστί σημαίνει ¨υγρόν¨και μετονομάσθηκε μετά την απελευθέρωση σε Λιβαδερό. Ο Κ. Γουναρόπουλος σε δημοσίευμα το1872 αναφέρει : « .... Μόκρον βουλγαριστί υγρόν .... τα ονόματα κατέλιπον οι βούλγαροι απο του 6ος αιώνος ...» Εφόσον δεχθούμε τούτο, είναι αυτονόητο ότι ο οικισμός υπήρχε απο του 6ου ή 7ου αιώνος και μάλιστα η κατοίκηση του χωριού είναι συνεχής και αδιάκοπη απο τους χρόνους εκείνους μέχρι και σήμερα, αφού διατηρεί την ιδια ονομασία. Από διάφορα ευρύματα στο εξωκκλήσι της Αναλήψεως πιθανολογείται ότι υπήρχε στη θέση αυτή κάποιο μοναστήρι, για το οποίο όμως δεν υπάρχουν άλλες μαρτυρίες ή αναφορές σε γραπτά κείμενα των αρχείων της Ι. Μητροπόλεως ή της επαρχίας, ούτε και η παράδοση φέρνει τέτοιες μνήμες.

Απο όσο θυμάται ο σημερινός κόσμος της επαρχίας και απο όσες μνήμες και παραδόσεις φέρνει ο χρόνος, ήταν πάντοτε απο τα πολυπληθέστερα χωριά της περιοχής των Καμβουνίων, απο τα πιό ορεινά, παλαιότερα δε και μέχρι τη δεκαετία του 1960 απο τα πλέον δυσπρόσιτα και απομακρυσμένα, αφού απο τα Σέρβια που ήταν το Αστικό κέντρο της περιοχής απέχει περί τα 20 χλμ και οι δρόμοι ήταν οικτροί και δύσβατοι, όπου αν διασταυρώνονταν δύο φορτωμένα ζώα δεν μπορούσαν να προσπερασθούν, ιδίως στην περιοχή Τριγωνικό – Λιβαδερό τμήμα της ¨Σκάλας¨. Η ματάβαση των κατοίκων στην αγορά των Σερβίων και η επιστροφή ήταν προβληματική, ιδιαίτερα δε κατα τους χειμερινούς μήνες με τις βροχές, τα χιόνια και τις λάσπες. Μετά το 1950 έγινα κάποιος αμαξητός χωματόδρομος και και άρχισε κάποια συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση με αυτοκίνητα φορτηγά της λεγόμενης άγονης γραμμής, και απο το 1963 έγινε η παρακαμπτήρια εθνική οδός Κοζάνης – Λαρίσης μέσω Μεταξά και εντεύθεν του χρόνου αυτού αποκαταστάθηκε τακτική συγκοινωνία, αφού επεκτάθηκε λίγο αργότερα ασφαλτοστρωμένος δρόμος μέχρι το Λιβαδερό. Έσπασε έτσι η απομόνωση και το χωριό πήρε άλλη κίνηση και άλλη μορφή.

Στο μεγαλύτερο διάστημα της Τουρκοκρατίας ήταν ελεύθερο κεφαλοχώρι με αμιγή Ελληνικό πληθυσμό. Ζούσε και κινούνταν με το δικό του κόσμο και με τους δικούς του τρόπους. Χωριό ορεινό και άγονο σε γεωργική παραγωγή που περιοριζόταν στην καλλιέργεια και παραγωγή βρίζας κυρίως που πάντα κι΄αυτή ήταν λιψή και δεν επαρκούσε για τη διατροφή του πληθυσμού. Ο βιοπορισμός τους στηριζόταν περισσότερο στην κτηνοτροφία απο γιδοπρόβατα, αγελαδικά και χοιρινά. Διατηρούσαν καπάδια απο χοιρινά που τα εμπορεύονταν και προμήθευαν με μικρά χοιρίδια όλη την επαρχία Σερβίων. Στο πανηγύρι του Αηθόδωρου στα Σέρβια η κάθε οικογένεια της επαρχίας θα προμηθεύοταν ένα με δύο χοιρίδια Μοκριώτικα για να παχύνουν ως τα επόμενα Χριστούγεννα. Ο Χαρίσιος Μιγδάνης παρί τα 1820 αναφερόμενος στην επαρχία Σερβίων μεταξύ άλλων σημειώνει: « Τα πεδινά χωριά κάμνουν αρκετά γεννήματα, λινάριον, κανάβιον, καπνόν. Τα ορεινά τα οποία είναι και τα περισσότερα είναι ολιγώτερον γεννηματοφόρα, οι κάτοικοι των αναπληρούσι την έλλειψιν μόνο με περίσσευσιν της κτηνοτροφίας απο πρόβατα, αιγίδια, αγελάδια και χοίρους όπου γίνεται βαλάνιον.» Και το Λιβαδερό με τα απέραντα δάση δρυόδενδρων έχει άφθονο βαλάνιον και γι’αυτό και τα χοιρίδια αποτελούσαν απο τα χρόνια εκείνα βασική πηγή προσόδων.

Όταν ο Αλή πασάς λίγο πρίν απο το 1800 απέκτησε κάποιες αρμοδιότητες στο χώρο της Μακεδονίας, με τις επεκτατικές του επιδρομές και με διάφορους δόλιους και δυναστικούς τρόπους, άρπαζε το ένα μετά το άλλο τα χωριά και τα τσιφλικοποιούσε, τότε κατέστησε και το Λιβαδερό τσιφλίκη μαζί με τα άλλα χωριά των Καμβουνίων. Με επιστολές τους προς τον Μητροπολίτη οι ιερείς των χωρίων γράφουν : «.....Σας είναι γνωστόν Άγιε Δεσπότη μας ότι τα χωριά μας Τρανόβαλτον, Λαζαράδες και Μόκρον τα έκαμεν τσιφλίκια ο τύρανος με δυναστείαν και τζέρμπι ( με το ζόρι) χωρίς να δώσει ούτε οβολό περι τούτο και έλαβε σινέτια ( συμβόλαια ) ότι του τα επωλήσαμεν με ευχαρίστηση μας. Τι ημπορούσαμε να κάμωμεν ένα τοιούτον απάνθρωποιν και αιμοβόρον, θέλοντας και μή θέλοντες τα εδώκαμεν» Ελπίζομεν να βάλει μεν ογλήγορα τον παντελή αξολοθρευμόν του τυράνος μεν την ησυχίαν και ραχάτι ημών ... και άμποτε εισακούσαμεν τη δέηση ημών...» Παπανίκος και Παπαντώνης από Τρανόβαλτο, Παπαλιώλιος και Παπαπαναγιώτης απο Λαζαράδες και Παπαγιάννης, Παπαφώτης απο Μόκρο Ιούνη 1820»

Με την επιστολή αυτή παρακαλούσαν τον Επίσκοπο να μεσολαβήσει ώστε να τους επιστραφεί το κτήμα ή να τους καταβληθεί ή αξία. Με την εξίντωση του Αλή Πασά που συνέβη το Δεκέμβριο του 1820 τα κτήματα περιήλθαν στην ιδιοκτησία της Σουλτανικής αρχής, ώς ιμπλιάκια, δηλαδή ώς εθνικά κτήματα που τα καλιεργούσαν οι χωρικοί με την υποχρέωση να τους παραδίνουν το ένα τρίτο της παραγωγής σε χρήμα στους νέους σουμπασήδες που εγκαταστάθηκαν στα χωριά.

Κατά τον Ιούλιο του 1820 ο ληστής Γεώργιος Σουλιώτης μαζί με άλλους 40, έδεσαν τον αδερφό του Παπαγιάννη και άλλους δύο και πήραν 600 πρόβατα. Αυτά γράφει σε επιστολή του προς τον επίσκοπο Βενιαμίν ο Χατζή Χαλίλ Αγάς, γενικός φρούραρχος των περιοχών Χασίων, Σερβίων, Ελασώνος και Καϊλαρίου. Το σχετικό απόσπασμα της επιστολής έχει ως εξής : « ....Δια τον εις αυτόθι ερχομόν μου σοι λέγω τούτο, ότι κατά το παρόν εμποδίζομαι, διότι είμαι προσταγμένος απο τον υψηλότατον Ρούμελη Βελεσή δια να κυβερνήσω εδώ ανθρώπους εις φύλαξιν απο την ημέραν που ήλθον εδώ, εύρον τον βελέση πεφοβισμένον και ταραγμένον, επειδή ο Γιώργης ο Σουλιώτης , ομού με άλλους σαράντα ανθρώπους εμβήκαν εις το Μόκρον και έδεσαν τον αδερφό του Παπαγιάννη και άλλους δύο νοικοκυραίους και πήραν και εξακόσια πρόβατα και καθώς μανθάνομεν ότι τα χωριά των Τρικάλων και Χασίων είναι γεμάτα απο αρβανιτιά και πάντα φίλαξιν ευρυσκόμεθα....» Όπως φαίνεται απο το γράμμα του φρούραρχου ο Γεώργιος Σουλιώτης πρέπει να ήταν απο τους γνωστούς αρχηγούς των συμμοριών. Τον καιρό αυτό οι Σουλτανικές δυνάμεις βρίσκονταν σε πλήρη και δυναμική σύγκρουση με τις δυνάμεις του Αλή Πασά και επικρατούσε γενική σύγχιση και αναρχία στην ύπαιθρο της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Είχαν αναπτυχθεί οργανωμένες συμμορίες και αλώνιζαν και ταλαιπωρούσαν την ύπαιθρο. Σε μια τέτοια συμμορία αρχηγός πρέπει να ήταν ο Σουλιώτης, που ίσως βρισκόταν και σε συνεργασία με συμμορίες της αρβανιτιάς του Αλή Πασά. Αυτές οι συμμορίες δεν υπηρετούσαν κανένα εθνικό ή άλλο σκοπό, ούτε κινούνταν με κάποια ιδεολογία. Δρούσαν απλώς με την ψυχολογία, τη νοοτροπία και την αντίληψη του ληστού.

Κατα την επανάσταση του 1854 το Λιβαδερό ήταν μεταξύ των επαναστατημένων χωριών, γι’αυτό και οι Τούρκοι παρά τις υποσχέσεις τους κατα τη συμφωνία που έγινε με την αποχώρηση των επαναστατών, ότι δεν θα προχωρούσαν σε αντίποινα, βγήκαν στο χωριό, επιδόθηκαν σε λεηλασίες και έκαψαν και την εκκλησία της Παναγίας ( η οποία κατα την επανάσταση του 1854 βρισκόταν σε άλλη θέση ). Ο Κ. Γουναρόπουλος το 1872 σημειώνει « ...Μόκρον 80 οικιών επαναστάντων το 1854 οι δε Τούρκοι έκαυσαν τον αυτόθι ναόν της Παναγίας ως αν αυτός επανέστη...»

Απο το έγγραφο της 2-6-1891 καταχωρημένο στον εκκλησιαστικό κώδικα 48 Ιστ. Αρχ. Φαίνεται ότι ο ιερέας Μόκρου Παπαδημήτριος κλήθηκε στα Σέρβια και φυλακίσθηκε χωρίς αιτία. Για πόσο χρόνο έμεινε φυλακισμένος και με ποιές συνθήκες και πότε απολύθηκε ή κάποια άλλα σχετικά δεν υπάρχουν πληροφορίες.

Απο διάφορα έγγραφα που βρίσκονται στα αρχεία φαίνεται ότι ο Μητροπολίτης Κωνστάντιος, ενδιαφερόμενος για τα σχολεία όλης της Επαρχίας, ιδιαίτερη αγάπη είχε για το Λιβαδερό και ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειχνε. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του της 15/8/1904 οπου μεταξύ άλλων σημειώνει : « ....Όλα τα χωριά και τους χριστιανούς μας αγαπώμεν, αλλά το Μόκρον και τους Μοκριώτες περισσότερον, δια τούτο και θέλομεν το σχολείον χρόνον με το χρόνον να πηγαίνει εμπρός... Σας συμβουλεύω να ζητήσωμεν καλό δάσκαλον απο την Μητρόπολιν...»

Μετά την απελευθέρωση απο τους Τούρκους το 1912, και για αρκετά χρόνια όπως όλα τα χωριά των Χασίων ταλαιπωρήθηκε απο τη δράση των ληστών και το κυνηγητό των Αστυνομικών Αρχών.

Κατα τη διάρκεια του Μεσοπολέμου 1912-1940 δέν υπήρχε στην περιοχή και στο χωριό καμιά ιδιαίτερη έξαρση. Οι άνθρωποι προσπαθούν να επιβιώσουν, τα οικομομικά τους είναι πενιχρά, οι δυσκολίες πολλές, η επικοινωνία δύσκολη. Λειτούργησε βέβαια σχολείο, οργανώθηκε η κοινότητα, μπήκαν τα πράγματα σε κάποια σειρά αλλά η ζωή ήταν σκληρή. Γιατροί δεν υπήρχαν, συγκοινωνία δεν υπήρχε, προστασία απο το κράτος δεν υπήρχε εκτός απο ένα μικρό Αστυνομικό σταθμό. Δεν μπορούμε να πούμε ότι στα χρόνια αυτά προωθήθηκε ιδιαίτερα η αξιόλογα η οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή. Υπήρχαν μερικά τσελιγκάτα με μεγάλα κοπάδια, αλλά ο πολύς κόσμος ζούσε μέσα στην ανέχεια και σε άλλες δυσκολίες.

Κατα τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής 1941-1944 είχαν εγκατασταθεί αρχηγεία και στρατιωτικές ομάδες των αντάρτικών σωμάτων του ΕΛΑΣ και η πολιτική ηγεσία του ΕΑΜ. Λειτουργούσαν εκεί Λαϊκά Δικαστήρια και ασκούνταν όλες οι εξουσίες. Το Λιβαδερό είχε γίνει η πρωτεύουσα της επαναστατημένης περιοχής. Οι Λιβαδεριώτες όπως φάνηκε και απο τα μεταγενέστερα χρόνια δε συμμετείχαν και πολύ στο επαναστατικο αυτό κίνημα. Όχι ότι τους έλειπε η φιλοπατρία, αλλά διαφωνούσαν με τα πολιτικά, κοινωνικά και ιδεολογικά συνθήματα του κινήματος και με τους τρόπους που ενεργούσε. Γι΄αυτό και μεταγενέστερα κατα τον ανταρτοπόλεμο ή εμφύλιο 1946-1949, αντιτάχθηκαν ενεργά κατά των ανταρτών συγκροτήσαντες ένοπλες ομάδες κατά των επαναστατών. Έτσι κατα τη διάρκεια απο το 1943 ως το 1950 το χωριό ήταν κέντρο πολεμικού ενδιαφέροντος και συνέβησαν πολλά, καλά και άσχημα που δεν είναι όμως στις προθέσεις μας να ασχοληθούμε γιατί τα περισσότερα απο αυτά δεν είναι προς έπαινον.

Απο τη λήξη του ανταρτοπόλεμου και μετά, από τη 10ετία του 1950 δηλαδή και εδώθε το Λιβαδερό παρουσιάζει μια εκρηκτική αποτίναξη. Εκτινάσονται οι κάτοικοι προς κάθε κατεύθυνση, σαν μέτοικοι, σα μετανάστες, σαν ταξιδευτές και αναζητητές καινούργιων ορων ζωής. Περισσότερα απο 1500 άτομα έφυγαν προς Αυστραλία, Ελβετία, Δυτική Γερμανία, Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Αθήνα και Σέρβια. Και όλοι εργάστηκαν και πρόκοψαν και με κάθε τρόπο βοήθησαν και τους δικούς τους που παρέμειναν πίσω και το χωριό γενικότερα.

Αρκετοί που μετακόμισαν στα Σέρβια άνοιξαν καταστήματα και δημιούργησαν επιχειρήσεις. Άλλοι ασχολήθηκαν με αυτοκίνητα και μεταφορές, άλλοι διάφορες άλλες επιχειρήσεις και εργασίες, αλλά και όσοι έμειναν στο χωριό δεν έμειναν ενενεργοί. Ανέπτυξαν όλλες τις δραστηριότητες. Το χωριό ζωντάνεψε, ανοικοδομήθηκε εξ ολοκλήρου, κτίσθηκαν σπίτια και κοινοτικά κτίσματα, σχολεία, διαμορφώθηκαν πλατείες και άλλοι κοινόχρηστοι χώροι, έγινε ασφαλτοστρωμένος αυτοκινητόδρομος και απέκτησε τακτική και άνετη συγκοινωνία, καθώς και κάθε τηλεπικοινωνιακό μέσο. Απο το 1969 το χωριό ηλεκτροδοτήθηκε και απόκτησε όλα τα μέσα σε σκεύη και μηχανήματα που υπηρετεί ο ηλεκτρισμός. Το Λιβαδερό άλλαξε δεν είναι δυσπρόσιτο, απόμακρο και απομονωμένο φτωχοχώρι. Μεταμορφώθηκε οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά και πορεύεται ανοδικά.

Όσοι και να έφυγαν στα ξένα σο χωριό είναι ακόμα μεγάλο και φαίνεται πως θα επιζήσει γιατί και όσοι έφυγαν ακόμη δεν το ξεχνούν, το επισκέπτονται κατα καιρούς και το βοηθούν. Μένουν μόνιμα 1700 άτομα και ασχολούνται επαγγελματικά κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία και με άλλα διάφορα βοηθητικά επαγγέλματα.


Πηγή : Τα παρα του Αλιάκμονα Εκκλησιαστικά ( Από το http://www.mokro.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Αναγνώστες