Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Tom Waits Bad As Me Anti (2011)

Ο τεμπέλης της εύφορης κοιλάδας...

Είναι πολύ δύσκολο να συνειδητοποιήσει κανείς ότι πάνε επτά χρόνια από την τελευταία δουλειά του Tom Waits με νέο υλικό. Και αυτό όχι μόνο επειδή τα άλμπουμ του έβρισκαν συχνά πυκνά τη θέση τους στο στερεοφωνικό μας, αλλά και γιατί μία η χορταστική συλλογή "Orphans: Brawlers, Bawlers & Bastards", μία το live "Glitter & Doom" κράτησαν ζωντανό το ενδιαφέρον μας και ικανοποιημένη την ανάγκη μας.



Όπως κάθε νέα συνεισφορά του Waits στο μουσικό πολιτισμό, έτσι και το "Bad As Me" είναι δίσκος που δημιουργεί μόνος του τις συνθήκες για να τον ακούσεις. Πλάθει το περιβάλλον και δεν περιμένει από τον ακροατή να μπει στον κόσμο του, παρά τον πιάνει γλυκά από τη μέση και τον παρασύρει σε μία δίνη ήχων, μουσικών και ιστοριών. Μάστορας των ενορχηστρώσεων ως είναι ο Tom Waits, δημιουργεί μαξιμαλιστικά ηχητικά τοπία, που όμως (μάγια ή ικανότητα άραγε;) δεν ακούγονται ποτέ υπερβολικά ή εξεζητημένα. Το κάθε όργανο έχει τη θέση του και η ξερή παραγωγή καταφέρνει ταυτόχρονα να τα απομονώνει και να τα συνδέει σε ένα ιδιαίτερο wall of sound, που πλέον του έχει καταχωρηθεί ως ο trade mark ήχος του. Με ιδιαίτερη ικανοποίηση, δε, παρατηρούμε την εκ νέου συνεργασία με τον βασικότατο για την επίτευξη των παραπάνω Marc Ribot, ενώ η λίστα των καλεσμένων περιλαμβάνει από τον Keith Richards μέχρι τον Flea και από τον Les Claypol μέχρι τον Charlie Musselwhite (με καταλυτική συνεισφορά στη φυσαρμόνικα όπου συμμετέχει). Άπαντες μουσικοί με προσωπικότητα, αλλά και όλοι τους απλά μέλη του ζωντανού οργανισμού που είναι η αυτόφωτη και ανεξάρτητη προσώπων μουσική του Waits. Κι αν στον Waits πιστώνεται το γεγονός ότι συνεχώς εξελισσόταν, αυτή τη φορά ήρθε η ώρα να του δοθούν τα εύσημα για τον τρόπο που, χωρίς να σταματήσει τη μεγάλη πορεία προς τα μπροστά, ρίχνει μια ματιά προς το παρελθόν του για να αναπολήσει. Είναι γεμάτο μουσικές αναφορές στη σχεδόν 40χρονη πορεία του το "Bad As Me". Έχει από την εποχή του "Heartattack & Vine" να παίξει τα blues τόσο καθαρά και απενοχοποιημένα όσο στο "Chicago". Μας ανάγκασε να βγάλουμε το δωδεκάρι ουίσκι από το ντουλάπι και να γυρίσουμε στην εποχή του "Blue Valentine" με το ανατριχιαστικό "Kiss Me" και τη νέα γιορτινή μελαγχολία "New Years Eve". Μας παραπέμπει κάπου στους δίσκους του στην Island με το "Talking At The Same Time" και σε κάποια φανταστική ταινία του Μπενίνι στο "Pay Me". Αλλά οι καλύτερες στιγμές παραμένουν αυτές που κινούνται στα μονοπάτια που έχει διαμορφώσει τα τελευταία χρόνια. To "Face To The Highway" και το ομώνυμο του δίσκου είναι αυτά που εικάζω ότι μελλοντικά θα συνδέονται με το άλμπουμ αυτό και η ερμηνεία του και στα δύο, για όσους έχουν αγαπήσει τη φωνή του, συγκεντρώνει όλες τις ακροβασίες και ευαισθησίες που επιθυμούν. Κατά πόδας ακολουθεί το "Satisfied" με τη στιχουργική αλλά και μουσική αναφορά στο "Satisfaction" και τους κυρίους Jagger και Richards, με τον τελευταίο, παρεμπιπτόντως, να πετάγεται μια βόλτα για να συνεισφέρει με την κιθάρα του.  
Υποκλινόμαστε ταπεινά και πάλι στο μεγαλείο αυτού του ανθρώπου και την αστείρευτη έμπνευσή του. Ενός καλλιτέχνη που η μουσική του (με έμφαση στο «του») δε μπορεί να χαρακτηριστεί ακριβώς σύγχρονη, αλλά ούτε και η λέξη διαχρονική είναι αρκετή. Θα λέγαμε ότι κάθε νέα του κυκλοφορία απλά... βγάζει νόημα. Εξηγεί τον κόσμο. Ευθυγραμμίζει τα άστρα. Καλώς ήρθατε στην καλύτερη κυκλοφορία του μέχρι την επόμενη.
tom
.Κυριακίδης Ν.
Άραγε, τι δίνει θάρρος σ' έναν 60χρονο να γράφει τραγούδια;
 Ποιο είναι το κίνητρό του;
 Γιατί επιμένει να κάνει μια δουλειά που όσο "αντί" κι αν είναι - κι όσο κι ίδιος να μην το θέλει - απ' τη μανιέρα της μουσικής βιομηχανίας έχει βγει κι αυτή. 
Γιατί ξοδεύει το χρόνο του απομονωμένος σ' ένα στούντιο υποβάλλοντας τον εαυτό του στη δοκιμασία του αντι-σταρ ρόκερ; 
Μπροστά στο παμφάγο κοινό που απαιτεί από ένα άτομο της τρίτης ηλικίας να παίζει τα τραγούδια του ντε και καλά, όπως ακριβώς είναι στο CD... 
Αφού θα μπορούσε να κάνει την ήσυχη ζωή ενός ηλικιωμένου Αμερικανού μεσοαστού, παρακολουθώντας τις επιδόσεις των παιδιών του στο κολέγιο και πηγαίνοντας κρουαζιέρες στο Key Largo παρέα με τη σιτεμένη σύζυγό του - ή με κάποια πολύ νεότερη ερωμένη του...

Αλλά ο Tom Waits δεν έχει να πει τίποτε σπουδαίο για να βουλώσει τα στόματα όσων τον κατηγορούν ότι γερνάει και επαναλαμβάνεται με τις ίδιες μηχανικές κινήσεις που κάνει κάποιος όταν απλώνει βούτυρο στο ψωμί του. Δεν έχει να πει τίποτε ούτε για το 17ο στούντιο άλμπουμ του, το "Bad as Me", που κυκλοφορεί στις διεθνείς αγορές από τον περασμένο Οκτώβριο. 
Ούτε για τις μελωδικές ιδέες του που δεν έχουν σπουδαίο μέλλον πάνω στην παρτιτούρα, ούτε για τις ενορχηστρώσεις που δείχνουν να έχουν προέλθει από κλωνοποίηση και που καταναλώνουν σπάταλα τον μουσικό χρόνο, ούτε για τις μονότονες γκροτέσκο ερμηνείες, την παιδική επιμονή με τον βρόμικο ήχο των μπλουζ τού Σικάγο και τη νοσταλγία -τύπου "πλακιώτικο σαλόνι"- για το χιλιοτραγουδισμένο, καταραμένο Λας Βέγκας...
Αυτός ένα δίσκο ηχογράφησε. Και το "Bad as Me", όπως και το προηγούμενό του με πρωτότυπο υλικό, το "Real Gone", του 2004, δεν χρειάζεται τις συστάσεις των κριτικών για να ακουστεί και να αγαπηθεί. Άλλωστε, όλες οι δυνατές αγάπες ανεξήγητες είναι. Και παρορμητικές.
Η τρομακτική, υποβλητική, αφηγηματική φωνή του δημιουργού του εξισώνει το σοκ που προκαλεί με το οικείο, επίκαιρο αισθητικό "μήνυμά" της. Σε κάθε στροφή των στίχων ανατρέπει τη χαζοχαρούμενη πεποίθηση της μεταπολεμικής γενιάς ότι τα πράγματα πηγαίνουν πάντα καλύτερα. Σίγουρα δεν θα ήταν ποτέ το άλμπουμ που θα επέλεγαν οι χριστιανοί "ταλιμπάν", υποψήφιοι των ρεπουμπλικάνων, για την προεκλογική εκστρατεία τους.
Με φωνή άγγελου της Αποκάλυψης -ή προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης- αφοσιωμένος στην κλαγγή των μεταλλικών διαπεραστικών φθόγγων του honky-tonk πιάνου και της slide κιθάρας, ο ήχος του Tom Waits είναι σήμα κατατεθέν της μοναδικότητάς του. Το ίδιο και η ουσία των τραγουδιών του. Και το "Bad as Me" δεν αποτελεί εξαίρεση σ' αυτόν τον κανόνα. Ένα μείγμα (χωρίς ν' αλλάξουν οι αναλογίες απ' το παρελθόν) θεατρικότητας, cool jazz, σπαραχτικών μπλουζ και μελωδιών που πίσω απ΄ την κουρτίνα τους διακρίνονται οι φιγούρες του Gershwin, του Porter- ίσως και του Irving Berlin- σταθερές αναφορές στο νεοϋορκέζικο μουσικό κατακλυσμό του πρώτου μισού του 20ού αιώνα που είχε την "έδρα" του κάπου ανάμεσα στην 5η Λεωφόρο και το Μπρόντγουεϊ.
Για πάνω από 40 χρόνια τα τραγούδια του Tom είναι καταθέσεις υπεράσπισης για όλες τις χαμένες ψυχές που περιπλανώνται στα σκοτεινά στενά της πόλης αναζητώντας το πουθενά και το τίποτα. Και για το φανατικό κοινό του, ένα γερό παυσίπονο που πιάνει. Γεννήθηκε μέσα σ' ένα κινούμενο ταξί, λέει ο ίδιος. Μεγάλωσε στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας ακούγοντας τις ποπ επιτυχίες του Bing Crosby, λυρικά τραγούδια της εποχής του αμερικανικού εμφυλίου του Stephen Foster (του αποκαλούμενου και "εθνικού μουσουργού" των ΗΠΑ) και τις κλασικές μελωδίες του George Gershwin. Αγάπησε και ταυτίστηκε με τους συγγραφείς της μπίτνικ γενιάς, τον Κέρουακ και τον Μπουκόφσκι. Δούλεψε πορτιέρης στα κλαμπ του Λος Άντζελες. Ήταν τότε που κατάλαβε ότι πάντα ήθελε να γίνει ο τύπος που ανεβαίνει στη σκηνή και παίζει με την μπάντα του.
"Η γνωστή ιστορία. Όταν ήμουν νέος, ήθελα να μεγαλώσω. Τώρα που μεγάλωσα, δεν νιώθω και τόσο σίγουρος μ' αυτό", λέει με αυτοσαρκασμό στη συνέντευξη που έδωσε τον περασμένο Οκτώβριο στον Tim Adams του "Observer", με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του άλμπουμ. Παρακάτω συμπληρώνει: "Ο Jimmy Stewart σταμάτησε να κάνει ταινίες γιατί τον χάλαγε η εικόνα του στην οθόνη. Εγώ είμαι περισσότερο ο τύπος που λέει: Ναι, δείχνω χάλια, αλλά σκοπεύω να μείνω, να δω πού θα με βγάλει..."
Προφανώς, εκεί που βγάζουν πάντα τα τραγούδια: Σε μια εύφορη κοιλάδα όπου το πέσιμο στην ανία διαρκώς αναβάλλεται. Εκεί που διασπούν τον χρόνο η νοσταλγική ατμόσφαιρα του "Pay Me" και η country & western μελιστάλαχτη υπερβολή του "Back in the Crowd". Που το παρελθόν ξετρυπώνει μέσα απ' τα διάκενα του πατώματος κάποιου φτηνού μοτέλ στον αυτοκινητόδρομο "66" και τα βυθισμένα στους καπνούς και το μπέρμπον blues πλάνα του "Kiss Me", στοιχειώνουν τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Εκεί που υπάρχει η rock 'n' roll διάθεση του "Get Lost" σαν κάποιος να θέλει να κάνει πλάκα μιμούμενος τον Έλβις όπως θα τραγουδούσε στα 80 του - αν ζούσε. Κάπου ανάμεσα στον πρωτόγονο ήχο του "Chicago", με το λαχανιασμένο up tempo ρυθμικό μέρος, την πρόζα και θεατρική διάσταση στο "Bad as Me" και στην unpluged αυθεντικότητα του "Last Leaf", παρέα με τον θρυλικό Keith Richards των Stones στις κιθάρες και τα φωνητικά. Για να καταλήξει, χωρίς ν' αλλάξει διόλου το σκηνικό, στις folk αποχρώσεις του Nτίλαν στο "New Year's Eve"... Ποιανού χρόνου άραγε; 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Αναγνώστες