Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Η πραγματική αξία χρήσης μετατρέπει το εμπόρευμα σε απλό τεχνούργημα (gadget)

Ζαν-Κλωντ Μισεά – Το εμπόρευμα που γίνεται κόσμος



3_Mayıs_1968_Renault_fabrikasında_işgal_oylaması2
http://www.respublica.grΑυτή η φυσική τάση της ανταλλακτικής αξίας –ύστερα από έναν ορισμένο βαθμό ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος– να χειραφετείται σιγά-σιγά από κάθε πραγματική αξία χρήσης μετατρέπει το εμπόρευμα σε απλό τεχνούργημα (gadget), η κατανάλωση του οποίου γίνεται καθαρά επιδεικτική και η ψευδής ανάγκη του οφείλεται κατ’ αρχήν στο ότι κατασκευάστηκε από τη βιομηχανία της μόδας, της διαφήμισης και της ψυχαγωγίας – πριν βρει τη βάση της εξάπλωσής του στους αιώνιους νόμους της μιμητικής επιθυμίας. Αυτό εξηγεί, σε μεγάλο βαθμό, και τις αυξανόμενες πολιτικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει σήμερα το παλαιό κίνημα χειραφέτησης των ατόμων και των λαών. Όσο η διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου έβρισκε ακόμα τα πρωταρχικά στηρίγματά της στην παραγωγή στέρεων εμπορευμάτων, επισκευάσιμων και, τις περισσότερες φορές, σχεδιασμένων για να ικανοποιούν αληθινές ανθρώπινες ανάγκες –ή πραγματικές προσωπικές επιθυμίες– (ανάγκες και επιθυμίες των οποίων ο συγκεκριμένος ορισμός απαιτεί, σε κάθε περίπτωση, μια ελάχιστη φιλοσοφική συμφωνία ως προς την έννοια της ευτυχίας και της καλής ζωής), παρέμενε, όντως, δυνατό να δεχτούμε, σε γενικές γραμμές, την υπάρχουσα τεχνολογική πρόοδο και, κυρίως, να συλλάβουμε με όλη την απαιτούμενη ενάργεια το νόημα της συνδικαλιστικής πάλης και του σοσιαλιστικού αγώνα. Για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι που ήταν αποφασισμένοι να αγωνιστούν εναντίον του κλεισίματος μιας επιχείρησης που κατασκεύαζε ποιοτικά έπιπλα, εξαιρετικά συστήματα φωτισμού ή ανθεκτικές συσκευές θέρμανσης, απλές και αποτελεσματικές, δεν είχαν την παραμικρή δυσκολία να πεισθούν ότι υπερασπίζονταν, έτσι, περήφανα, το επάγγελμά τους και τη δεξιότητά τους, καθώς και ότι προάσπιζαν, ταυτόχρονα, το συμφέρον ολόκληρης της κοινότητας (γεγονός για το οποίο είχαν απόλυτο δίκιο). Και στην πλειονότητά τους ήταν απόλυτα ικανοί να φανταστούν έναν κόσμο όπου, κάποια μέρα, θα μπορούσαν να πάρουν τη μοίρα τους στα χέρια τους και να ελέγχουν συλλογικά αυτή την παραγωγή, με τρόπο ώστε να αναπροσανατολίσουν τις μεθόδους της προς το συμφέρον όλων και όχι απλώς για το κέρδος μερικών (δεν είναι τυχαίο που η διεκδίκηση της αυτονομίας από τους πρώτους σοσιαλιστές εργάτες είχε ακριβώς ανακύψει σε μια εποχή όπου η συσσώρευση του κεφαλαίου διατηρούσε ακόμα μια προφανή σχέση με τις έννοιες της τέχνης και της αξίας χρήσης).
Από τη στιγμή, αντίθετα, που το καπιταλιστικό σύστημα –για να μπορέσει να ξεπεράσει την εγγενή του «κρίση αγορών» (καθώς επίσης και για να εκτρέψει τους εργαζόμενους της εποχής από την αυξανόμενη επαναστατική κριτική τους)– αναγκάστηκε να μπει στην εποχή της μαζικής κατανάλωσης και της πίστωσης (που στοχεύει, κυρίως, στο να μεταθέσει στο μέλλον τα προβλήματα που συνδέονται με αυτή τη δομική κρίση των αγορών), τα πολιτικά δεδομένα έπρεπε υποχρεωτικά να μεταβληθούν. Ο καπιταλισμός (έχοντας απελευθερωθεί από όλους τους αρχικούς ηθικούς και θρησκευτικούς του περιορισμούς) κατέληξε να μετασχηματιστεί σε ένα σύστημα αξιολογικά ουδέτερο, όπου ο καθένας –σύμφωνα με τη ρήση του Φρίντριχ Χάγιεκ– πρέπει να είναι «ελεύθερος να παράγει, να πουλάει ή να αγοράζει ό,τι είναι δυνατόν να παράγεται ή να πωλείται» (με άλλα λόγια, να πουλά το οτιδήποτε στον οποιονδήποτε). Αυτή η νέα του μορφή ανάπτυξης καθιστά κάθε μέρα και πιο απατηλή την ιδέα (πάντα το ίδιο ελκυστική, στις μέρες μας, στον Αντόνιο Νέγκρι και τον Αλέν Μπαντιού) σύμφωνα με την οποία η «φυσική» ανάπτυξη της εμπορευματικής κοινωνίας τείνει αφ’ εαυτής να προετοιμάζει την «υλική βάση του σοσιαλισμού».
Πρώτον, επειδή η «πτωτική τάση της αξίας χρήσης» (Γκυ Ντεμπόρ) οδηγεί μοιραία στην οικοδόμηση μιας κοινωνίας που όλο και απομακρύνεται από τις πραγματικές προϋποθέσεις μιας ανθρώπινης ζωής αντάξιας του ονόματός της: Τι είδους χειραφέτηση θα μπορούσε, πράγματι, να γίνει, σε έναν κόσμο εντελώς ρημαγμένο από το μπετόν, τη βιομηχανική γεωργία, τα πυρηνικά απόβλητα, την πανταχού παρουσία του αυτοκινήτου και των αερομεταφορών ή τον αδιάκοπο πολλαπλασιασμό τεχνουργημάτων, τόσο εξεζητημένων όσο και άχρηστων και αλλοτριωτικών;
Δεύτερον, επειδή η αυξανόμενη ανάγκη να επιβληθεί στους ανθρώπους, που έχουν γίνει απλοί «καταναλωτές» –και ιδίως στους πιο νέους–, η χρήση προϊόντων και υπηρεσιών για τις οποίες δεν έχουν την παραμικρή πραγματική ανάγκη (εκτός από το να αντισταθμίζουν το ψυχολογικό κενό μιας ύπαρξης αφιερωμένης στην κατανάλωση), απαιτούσε λογικά τη διαμόρφωση μιας καινούργιας μεσαίας τάξης. Αρκεί να αναλογιστούμε τη φιγούρα του «νεαρού δυναμικού στελέχους» στη λογοτεχνία της δεκαετίας του 60 –από Τα πράγματα (Les Choses) του Ζωρζ Περέκ ως Τις ωραίες εικόνες (Les Belles Images) της Σιμόν ντε Μπουβουάρ–, η θεαματική ανάπτυξη αυτής της νέας μεσαίας τάξης, που –στη Γαλλία– ξεκινά ήδη την επαύριο της Απελευθέρωσης, αντιστοιχεί πάνω απ’ όλα στην «τεράστια επέκταση των τμημάτων της στρατιάς διανομής και εγκωμιασμού των σύγχρονων εμπορευμάτων» (Γκύ Ντεμπόρ). Όμως, οι «μοντέρνες» και «διατέμνουσες» ικανότητες, που χαρακτηρίζουν την πλειοψηφία αυτών που ανήκουν στις καινούργιες μεσαίες τάξεις –αν εξαιρέσουμε τους αληθινούς ερευνητές, τεχνικούς ή καλλιτέχνες–, δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να έχουν οποιαδήποτε πραγματική χρησιμότητα έξω από μια κοινωνία βασισμένη στην υπεροχή της ανταλλακτικής αξίας (όπως είναι, προφανώς, η περίπτωση, όσων εργάζονται σήμερα στη διαφήμιση, στο «νέο μάνατζμεντ» ή στη βιομηχανία των «μέσων μαζικής αποπληροφόρησης» και της mainstream κουλτούρας). Επιπλέον, αυτές οι καινούργιες μεσαίες τάξεις –οι οποίες αναπτύσσονται, σήμερα, σε όλες τις μεγάλες μητροπολιτικές ζώνες του πλανήτη– τείνουν κατ’ ουσίαν να συμπεριλάβουν όλους τους «υποκείμενους στην καπιταλιστική ηγεμονία φορείς της» (Αντρέ Γκορζ). Αναπόφευκτα, λοιπόν, καταλήγουν σταδιακά να μεταβληθούν –υπό την επίδραση της αντιφατικής κοινωνικής τους θέσης και της ένοχης συνείδησης που συνήθως τη συνοδεύει– σε μία από τις προνομιακές εκλογικές βάσεις της νέας φιλελεύθερης αριστεράς. Ως εκ τούτου, αποτέλεσαν το κύριο κοινωνιολογικό στήριγμα αυτού του πολιτισμικού φιλελευθερισμού που υπήρξε το –αδιαφιλονίκητο και αναντίρρητο– πνεύμα της εποχής της Κοινωνίας του Θεάματος.
Το πρόβλημα είναι ότι η καταστατική πίστη της αριστεράς σε ένα «νόημα της ιστορίας» (την αυτόματη, μεγαλειώδη προέλαση του ανθρώπινου είδους, από την εξοργιστική αρχική «βαρβαρότητα» –τους Ντογκόν και τους Γιανομάμι– στη θαυμαστή δυτική νεωτερικότητα – τον Στηβ Τζομπς, τους πυρηνικούς αντιδραστήρες και τις Techno Parade) αυτής της, τόσο λογικής παρά ταύτα, εξέλιξης του καπιταλισμού. Πράγματι, ήταν ήδη ψυχολογικά δύσκολο, για έναν «άνθρωπο της προόδου», να δεχτεί την παλιά σοσιαλιστική ιδέα σύμφωνα με την οποία τα άτομα «υποχρεώθηκαν να θυσιάσουν το καλύτερο κομμάτι της ανθρώπινης ιδιότητάς τους για να επιτελέσουν τα θαύματα του (σύγχρονου βιομηχανικού) πολιτισμού» (Ένγκελς).
Αλλά κανένας «συνεπής» προοδευτικός (δηλαδή, βαθιά πεπεισμένος πως στο παρελθόν τα πάντα ήταν χειρότερα, σε όλους τους τομείς) δεν θα μπορούσε να δεχτεί δίχως τρόμο την –ωστόσο καινούργια– ιδέα ότι, στο εξής, ένα αποφασιστικό και, κυρίως, διαρκώς αυξανόμενο μέρος του υλικού «πλούτου», του παραγόμενου από τον νέο καπιταλισμό της κατανάλωσης (προφανώς δε, και από τον «απελευθερωμένο» τρόπο ζωής, που αποτελεί την κρυμμένη πολιτισμική όψη του, και η οποία είχε γεννηθεί στις ΗΠΑ μερικές δεκαετίες νωρίτερα), στην πράξη, υπονομεύει καθημερινά όλο και περισσότερο τη δυνατότητα οικοδόμησης μιας αξιοπρεπούς σοσιαλιστικής κοινωνίας. Εξ ου και η ακλόνητη, σήμερα, βεβαιότητα –που βρίσκεται στα θεμέλια κάθε σύγχρονης αριστερής ευαισθησίας– ότι κάθε αρνητική κριτική στις συνέπειες αυτού του μόνιμου οικονομικού, ηθικού και πολιτιστικού εκσυγχρονισμού, τον οποίο προκαλεί αναγκαστικά ο καπιταλισμός της κατανάλωσης –με εναρκτήριο λάκτισμα το σχέδιο Μάρσαλ και την «ένδοξη τριαντακονταετία»– δεν μπορεί παρά να προέρχεται από μια ένοχη «νοσταλγία» για έναν κόσμο «εξαφανισμένο» ή από μια θλιβερή «αντιδραστική» τάση προς την «αναδίπλωση» και τον «φόβο του άλλου». Σα να λέμε ότι ο Ζακ Τατί ή ο Ζαν-Ζακ Σανπε έχουν γίνει σύμβολα όλων αυτών των «εμετικών» ιδεών που θα μπορούσαν, κάποια μέρα, να μας οδηγήσουν στις «πιο σκοτεινές ώρες της ιστορίας μας»! Είναι μάταιο, λοιπόν, υπ’ αυτές τις συνθήκες, να αναζητήσουμε αλλού την κύρια φιλοσοφική αιτία της προσχώρησης, σήμερα οικουμενικής, της μοντέρνας αριστεράς στη λατρεία της ανάπτυξης, της «ανταγωνιστικότητας» και της παγκοσμιοποίησης. Και κατά συνέπεια, να αναζητήσουμε και τον λόγο της συνακόλουθης εγκατάλειψης κάθε κριτικής –έστω και μερικής– στον κόσμο του Εμπορεύματος και του Θεάματος. Αυτή ακριβώς η φιλοσοφική ανικανότητα της ορθόδοξης αριστεράς να αντιληφθεί την επαναστατική φύση της καπιταλιστικής ανάπτυξης (ποτέ, στην ιστορία της ανθρωπότητας, ένα κοινωνικό και πολιτικό σύστημα δεν είχε –σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα– αλλάξει σε τέτοιο βαθμό την όψη ολόκληρη του κόσμου) εξηγεί επίσης το γιατί ο ίδιος ο χρόνος δουλεύει πλέον όλο και περισσότερο (αντίθετα απ’ ό,τι φαντάζονταν οι παλιοί προοδευτικοί) εναντίον της ελευθερίας και της πραγματικής ευημερίας των ατόμων και των λαών.
Έχει καταστεί σαφές ότι όσο καθυστερούμε να αποκαταστήσουμε τις θεωρητικές και πρακτικές συνθήκες μιας επιστροφής στις ιδρυτικές ενοράσεις της πρωταρχικής σοσιαλιστικής κριτικής (φροντίζοντας, εννοείται, να επικαιροποιήσουμε τη μορφή και το περιεχόμενό της), τόσο περισσότερο ο παρακμιακός κόσμος, που δημιουργείται σήμερα μπροστά στα μάτια μας, θα κάνει όλο και πιο δύσκολο, αργό και επίπονο τον απαραίτητο μετασχηματισμό ενός όλο και μεγαλύτερου μέρους των σημερινών «απασχολήσεων» σε ανθρώπινες δραστηριότητες, πραγματικά δημιουργικές και αληθινά χρήσιμες σε όλους (γνωρίζοντας, φυσικά, πως τα πάντα θα πρέπει να γίνουν με τέτοιο τρόπο –όσος χρόνος κι αν απαιτηθεί– ώστε ο απλός κόσμος να μην υποφέρει πολύ από το υλικό και ψυχολογικό κόστος ενός τέτοιου μετασχηματισμού) Με τον επιπρόσθετο κίνδυνο, αν όντως η συνειδητοποίηση των λαών καθυστερήσει υπερβολικά, πως η ίδια η ιδέα μιας αξιοπρεπούς κοινωνίας –με άλλα λόγια, μιας κοινωνίας ταυτόχρονα ελεύθερης, ισόνομης και συμβιωτικής (και μια κοινωνία όπου κάποιοι έχουν τη δύναμη να διαθέτουν κατά βούληση τον χρόνο και τη ζωή των άλλων δεν ανταποκρίνεται βεβαίως σε αυτά τα κριτήρια)– θα καταλήξει, σε βάθος χρόνου, να θεωρείται πλέον αδιανόητη. Έτσι αναλογιζόμαστε το εύρος και την επιτακτικότητα του έργου που περιμένει σήμερα τους φίλους των εργαζομένων και του ανθρώπινου είδους. Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα: η φράση αυτή ποτέ δεν ήταν τόσο επίκαιρη.
* Ζαν-Κλωντ Μισεά, Τα μυστήρια της Αριστεράς: από το ιδεώδες του Διαφωτισμού, στον θρίαμβο του απόλυτου Καπιταλισμού (μτφρ. Στράτος Ιωαννίδης), Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2014, σελ. 97-108.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Αναγνώστες