Τρίτη 28 Μαΐου 2013

η ληστοσυμμορία του Θωμά Γκαντάρα ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΠΤΥΧΗ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΖΑΒΟΡΔΑΣ Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΤΟΥ 1923


 http://www.mikrovalto.gr
agn_ptΤα μοναστήρια της περιοχής μας αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του τόπου και η ιστορία τους πλέκεται με την ιστορία των χωριών με μοναδικό τρόπο. Στην περιοχή των Καμβουνίων,  είχαμε δύο μεγάλα  μοναστήρια. Το μοναστήρι Ζιδανίου και το μοναστήρι της Ζάβορδας. Και παρ’ όλο που η Ελάτη και το Μικρόβαλτο δεν απέχουν παρά καμιά δεκαριά χιλιόμετρα, η Ελάτη προσανατολίζονταν περισσότερο στη «Ζάμπορτα», όπως και πολλά χωριά των Γρεβενών, ενώ το Μικρόβαλτο στο «δικό του» μοναστήρι, το «Ζντιάνι», όπως πολλά χωριά προς την Κοζάνη και η ίδια η πόλη της Κοζάνης.
Το μοναστήρι τη Ζάβορδας, Ζάμπουρντα την έλεγαν οι παλιοί, βρίσκεται σε πρόβουνο της Βουνάσιας, σε ορεινή και απόκεντρη τοποθεσία, στην απέναντι όχθη του ποταμού από την Ελάτη. Χτίστηκε το 1534 από τον Θεσσαλονικέα άγιο Νικάνορα και με το πέρασμα του χρόνου απόχτησε τεράστια κινητή και ακίνητη περιουσία, κειμήλια και πλούσια βιβλιοθήκη.
Τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας το Πατριαρχείο σχεδίαζε την ίδρυση ιερατικής σχολής εκεί, θεωρώντας πως η μονή βρίσκεται στο κέντρο περίπου των Μητροπόλεων Κοζάνης, Γρεβενών, Σισανίου και Σιατίστης και Ελασσόνας. Η σχολή αυτή δεν λειτούργησε ποτέ.
Η μονή χρησίμευε ως πρώτος σταθμός και ορμητήριο των ανταρτικών σωμάτων που εισέρχονταν από την ελεύθερη Ελλάδα τους τελευταίους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Το ότι απείχε περίπου 12ωρη πορεία από τα Γρεβενά, Κοζάνη και Ελασσόνα βρίσκονταν δηλαδή αρκετά μακριά, και απόμερα, σε δύσβατη περιοχή, την καθιστούσε εύκολο στόχο των ληστών, Ελλήνων και Τούρκων, που μαίνονταν στην περιοχή.
Έχουμε ξανααναφερθεί στη ληστεία στην περιοχή μας στην αρχή του περασμένου αιώνα. Ήταν μια κατάσταση δύσκολη, απ’ την οποία δεν ήταν εύκολο να ξεφύγουν ούτε ο λαός, ούτε τα μοναστήρια.  «Οι μεγαλοκτηνοτρόφοι βρίσκονταν ανάμεσα σε δύο πυρά. Από τη μια οι ληστές που τους χαράτσωναν και τους ανάγκαζαν να συνεργάζονται μαζί τους, από την άλλη τα αποσπάσματα, που κυνηγούσαν εκτός από τους ληστές και τους τροφοδότες τους», αναφέρει ο Η. Λαμπρέτσας. «Αλλά τις θα είχε την τόλμην να καταδώση τον ληστήν, όταν ήτο πεπεισμένος ότι διαφεύγων ούτος θα κατέφερεν είτα  αμειλίκτως το φάσγανον κατά της κεφαλής του; Και πώς θα ετόλμα να πράξη τοιούτον τι άνθρωπός τις ών διαρκώς εν υπαίθρω, δασώδει μάλιστα και αποκέντρω, μετά των ποιμνίων ή άλλων εργασιώντου, όταν εγνώριζεν ότι και εν μόνον μέλος της συμμορίας διαφεύγον ήτο εις θέσιν να κατακόψη αυτόν τε και τους ποιμένας και τα ποίμνιά του, πράγματα τα οποία συχνά συνέβησαν καθ’ όλον το τριετές διάστημα της ληστοεπικρατείας; Διό και πάντες εσιώπων εν αναμονή ευνοϊκωτέρας εποχής», αναφέρει ο Νικηφόρος ο Ζαβορδινός.
«Πες τους καλογήρους να προσέξουν καλά, να μην ειδοποιήσουν τα αποσπάσματα, διότι τα μεν αποσπάσματα δέρνουν, αλλ’ ημείς κόβουμε κεφάλια» ήταν το μήνυμα του ληστή Γκαντάρα το 1923 προς τη Μονή της Ζάβορδας, με εντολή να δοθούν τρόφιμα για τους ληστές.
Tο  Μάρτιο του 1923 , η ληστοσυμμορία του Θωμά Γκαντάρα πήγε στο χωριό Τόρστα (σημ. Ποντινή)  Γρεβενών, πήρε 730 γιδοπρόβατα και 6 άλογα, σκότωσε τέσσερες ποιμένες, μαζί με τα ζωντανά πέρασαν το ποτάμι από το πέρασμα της Ζάβορδας (4.03.23)  (τα πούλησαν στη συνέχεια σε ζωεμπόρους των Τρικάλων). Το περιστατικό περιγράφεται σε εφημερίδες της εποχής. Η συμμορία σκότωσε και τον Αθανάσιο Λιόλιο, ποιμένα του μοναστηριού της Ζάβορδας. Στη συνέχεια πήγαν στη Λουζιανή όπου και φιλοξενήθηκαν. Η αστυνομία έσπευσε εναντίον τους, στη συμπλοκή σκοτώθηκαν οι ενωμοτάρχης Καραβέλης, και χωροφύλακες Η. Κουρετάκος, Ι. Γρανίκας και Ι. Κουταράκος. Ήλθαν αμέσως (δύο ώρες μετά) στη Λουζιανή για ενίσχυση ο ανθυπομοίραρχος Αποστόλου και ο ενωματάρχης Ξυπολίτης και επτά ακόμα χωροφύλακες κα συγκρούστηκαν με τους ληστές, αλλά αυτοί κατόρθωσαν να διαφύγουν προς τη δασώδη περιοχή της Δεσκάτης.
Τα γεγονότα αυτά δεν έμειναν χωρίς περαιτέρω συνέπειες. Έγιναν συλλήψεις των φιλήσυχων εμπλεκομένων και τον Αύγουστο του 1923 ακολούθησε η πολύκροτη τριήμερη δίκη στο Έκτακτο Στρατοδικείο Κοζάνης  πολλών χωρικών από την Ελάτη  (Λουζιανή) «διά τον εκεί επισυμβάντα φόνον των χωροφυλάκων» και έξι αδελφών της Μονής και δύο αγροφυλάκων της  «δια τον εις τα  μεθόρια περιφερείας Μονής Τορίστης φόνον των Τοριστηνών». Υπήρχε ανέκαθεν μια διαφορά της Μονής με το χωριό Τόριστα για βοσκοτόπια κι αυτό καθιστούσε τους μοναχούς ύποπτους, πως αυτοί κατεύθυναν προς την Τόρστα τους ληστές. Οι μοναχοί θεωρήθηκαν συνεργοί των ληστών. Συγκεκριμένα οι Γεννάδιος Γκανόπουλος, ηγούμενος, Διονύσιος Ντινόπουλος, προηγούμενος, θεωρήθηκαν από το δικαστήριο ηθικοί αυτουργοί και καταδικάστηκαν σε εξαετή φυλάκιση. Οι μοναχοί Κοσμάς Καραπατάκης, Θεοφάνης Νταγκόπουλος, Κύριλλος Μητράγκας και Χρύσανθος Θεοδωρόπουλος καταδικάστηκαν σε διετή φυλάκιση. Ανάμεσα στους κατηγορούμενους ληστές και μοναχούς και  οι απλοί πολίτες Ζήσης Παπαστάμος, αγροφύλακας, Κων. Κόγιος, κάτοικος Δεσκάτης, Δημ. Αθαν. Γρίβας, Παν. Τσιμπούκας, Ι.Ευθ.Γρίβας, Αθαν. Λ. Κατσέλης, Ι. Δ. Δήμου, Δάφνη Π. Μάρκου, Αικ. Συζ. Παν. Τσιμπούκα, Γιάννου, συζ. Αθ. Κατσέλη, Μαρία συζ. Δ. Γρίβα, Τριανταφυλλιά Στάθη, κάτοικοι Λουζιανής, πολλοί από τους οποίους αθωώθηκαν.
Τα γεγονότα περιγράφει ζωντανά ο Πατριαρχικός Έξαρχος της Μονής Ζάβορδας Νικηφόρος : «Κακή τη μοίρα κατά τα τελευταία τρία έτη, ενέσκυψεν εις τα μέρη μας φοβερά ληστοσυμμορία υπό την αρχηγίαν Θωμά τινος Γκαντάρα εκ Μπισιρτσάς επαρχίας Ελασσώνος καταγομένου και διαπράξαντος ανήκουστα κακουργήματα καθ’ άπασαν σχεδόν την Δυτ. Μακεδονίαν.
Αφ’ ου κατελήστευσεν άπασαν την πέραν του ποταμού Αλιάκμονος χώραν, απεφάσισε κατά παρελθόντα Μάρτιον να διέλθη και εντεύθεν του ποταμού, αρχήν ποιούμενος από της πεντάωρον της Μονής απεχούσης Τορίστης. Επειδή δε ο ποταμός ήτο πλημμυρισμένος την εποχήν εκείνην, δεν ήτο δυνατόν να διέλθη αλλαχόθεν ει μη δια του εις ημίωρον από της Μονής τοποθετημένου σύρματος, χρησιμεύοντος ως πρόχειρος γέφυρα της δια του ποταμού διαβάσεως τω τε ποιμνίων της Μονής και των εκ Λουζιανής υπαλλήλων της Μονής, καθ’ ον χρόνον ο ποταμός ήτο αδιάβατος. Δια του σύρματος τούτου ο Γκαντάρας, ορμηθείς εκ των παρά την Λουζιανήν δασών, διήλθε και μετέβη εις τα ποιμνιοστάσια των Τοριστηνών, ένθα, διαπράξας φρικαλέα κακουργήματα, επανήλθε και αύθις δια του αυτού σύρματος μετά 700 αιγοπροβάτων, συμπαρασύρας δια της σπάθης και του υποκοπάνου όσους εύρεν έξωθεν της Μονής υπαλλήλους και μοναχούς αυτής, ίνα βοηθήσωσιν αυτώ εις το πέραμα των αιγοπροβάτων. Εντεύθεν και απήχθησαν εις τας φυλακάς εξ των Πατέρων της Μονής…»(Απόσπασμα  επιστολής Νικηφόρου προς Μητροπολίτην Κορυτσάς).
Το ότι η επίσημη Πολιτεία στράφηκε έντονα και καταδικαστικά κατά μιας ιστορικής Μονής της περιοχής, που συνέβαλε ενεργά στο Μακεδονικό Αγώνα και στην απελευθέρωση, δείχνει το αδιέξοδό της στο να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της ληστείας και την απόστασή της από τις τοπικές κοινωνίες.
Το Στρατοδικείο ήταν περισσότερο από αυστηρό, ο βασιλικός επίτροπος ζήτησε την καταδίκη σε θάνατο του ηγουμένου και προηγουμένου και ισόβια κάθειρξη των υπολοίπων. Η πρόθεση για εκφοβισμό του ευρύτερου πληθυσμού για τιμωρία τους σε περίπτωση που θα βοηθούσαν τους ληστές, ήταν ολοφάνερη. Τους κατηγορούμενους υπερασπίστηκαν οι δικηγόροι: Γεώργιος Πολυζούλης,  Ιωάννης Τσιριμώκος, Ιωάννης Λαβίδας, Ιωάννης Νάτσινας, Γεώργιος Κατσέλης, Ευστάθιος Χριστοδούλου, Γεώργιος Βαρβούτης. Ο Ιωάννης Τσιριμώκος, διακεκριμένος δικηγόρος Αθηνών, βουλευτής και πρώην υπουργός, υπεράσπισε τους κατηγορουμένους αφιλοκερδώς, λέγεται δε πως η αγόρευσή του ήταν μεγαλειώδης .
Η δίκη και καταδίκη των μοναχών αλλά και αρκετών συγκατηγορουμένων τους πολιτών, συγκλόνισε την τοπική κοινωνία και τόσο τα πρακτικά της όσο και οι μετέπειτα αντιδράσεις σώζονται στο αρχείο της Ι.Μητρόπολης Γρεβενών. Οι καταθέσεις των μαρτύρων ζωντανές, δίνουν την εικόνα των γεγονότων. Μάρτυρας κατηγορίας από την Τόριστα, αναφέρει :«…όταν επέστρεψε εις το χωριό έμαθε τα καθέκαστα από τον συγχώριόν του Μπεζάτ, όστις εγλύτωσεν, ότι δηλαδή οι λησταί του εφόνευσαν τους αδελφούς και του πήραν τα αιγοπρόβατα, τα οποία ως έμαθεν οι λησταί επέρασαν από το σχοινί (καρούλι), τη βοηθεία των καλογήρων. Οι φονευθέντες ήσαν οκτώ, εξ ων οι τέσσαρες αδελφοί του, ήσαν δε χτυπημένοι με μαχαίρια. Όταν πήγε, τους βρήκε με πεταγμένα τα κεφάλια… Η συμμορία του Γκαντάρα δεν πήγε άλλοτε στα μέρη των, ούτε δε κανείς από το χωριό τους είχε έχθραν με τους ληστάς. Μερικά εκ των αρπαγέντων αιγοπροβάτων τα εύρον εις τα Τρίκαλα. Ποία πρόσωπα ήσαν εις την ληστείαν δεν γνωρίζει. Το χωρίον Λουζιανή είναι πέραν του ποταμού, η δε Τόριστα εντεύθεν. Ως έμαθαν οι λησταί έμασαν τους υπαλλήλους και καλογήρους της Μονής και πέρασαν τα πρόβατα. Οι καλόγηροι δε θρέφουν τους ληστάς. Ο αδελφός του ήταν υπάλληλος της Μονής, εφονεύθη δε την Δευτέραν μετά των άλλων…»
Μάρτυρας υπεράσπισης από τη Σιάτιστα αναφέρει: «…τους Μοναχούς τους γνωρίζει από το 1914, ότι ήτο μέλος της επιτροπής ήτις υπεδέχετο και εξέπεμπεν τα διάφορα ανταρτικά σώματα και πήγαινε προς τον σκοπόν τούτον εις την Μονήν, οπόθεν διήρχοντο όλα τα σώματα. Η Τόριστα συνεκέντρωνε τα πλέον κακοποιά στοιχεία, ο δε ληστοσυμμορίτης Γκρόζιος όστις ήτο από εκεί έλαβε μέρος εις την δολοφονίαν του Αιμιλιανού. Η ενεργητική δράση των καλογήρων έσωσε την Τόρισταν κατά το 1912, θεωρεί δε τους Μοναχούς ως ανικάνους δια τοιούτον έγκλημα». Άλλος: «..ως επληροφορήθην οι λησταί συνέλαβον τον Λιόλιον και επειδή ηρνήθη να τους οδηγήση εις τα πρόβατα των Τορστινών τον εφόνευσαν και έφυγαν…»
Άλλος μάρτυρας. «οδηγός των διαφόρων ανταρτικών σωμάτων α έδρων εν Μακεδονία»: «Κάποτε το Σώμα του Μάλλη και του Γκούντα ηθέλησαν να κάψουν την Τόρισταν και τους ημπόδισαν οι καλόγηροι.»
Το δικαστήριο τελειώνει στις 10  Αυγούστου. Ο Κοζάνης Ιωακείμ στέλνει αμέσως στις 11 Αυγούστου επιστολή διαμαρτυρίας προς τον Στρατιωτικό Διοικητή Δυτικής Μακεδονίας, ζητώντας μη εφαρμογή της απόφασης. Το Πατριαρχείο όρισε πατριαρχικό έξαρχο στη Μονή τον ιεροδιάκονο Νικηφόρο Παπασιδέρη, που απέστειλε πλήθος ενημερωτικών επιστολών, σε διάφορους μητροπολίτες καθώς και προς τον Αθηνών Χρυσόστομον, ζητώντας τη συμπαράστασή και μεσολάβησή τους με όποιο τρόπο για την αθώωση των κατηγορουμένων και άρση της ποινής. Η εκτενής και λεπτομερειακή έκθεσή του  προς το Πατριαρχείο «περί της ληστρικής επιδρομής του Θωμά Γκαντάρα εις την περιφέρειαν της Μονής κατά Τοριστηνών Τούρκων και της συνεπεία ταύτης φυλακίσεως εξ των πατέρων της Μονής εις τας φυλακάς Κοζάνης» διαφωτίζει όποιον την αναγνώσει όχι μόνον στα θέματα της δίκης, αλλά και της ληστείας γενικότερα.
Το θέμα όμως δε μένει μόνο εκεί. Η επιστολή 51 επιφανών πολιτών της Κοζάνης προς «την Στρατιωτικήν Διοίκησην», τονίζει τον ρόλο της Μονής και των Μοναχών κατά το Μακεδονικό Αγώνα και διπλωματικά, λέγοντας πως δεν προτίθενται να κρίνουν και επικρίνουν μια δικαστική απόφαση δηλώνουν πως «εις ανθρώπους εργασθέντας και εργαζομένους ως ανωτέρω αναφέραμεν, δεν δυνάμεθα να εύρωμεν ελατήριον και βουλήσεις εγκληματικάς» και ζητούν «όπως ενεργήσετε ότι δεί ίνα ανασταλή η εκτέλεσις της επιβληθείσης εις τους άνω Πατέρας ποινή ή χαρισθή αύτη». Υπογράφουν μεταξύ άλλων Αλκιβιάδης Οικονομίδης, απόστρατος υποστράτηγος, Νικόλαος Ρεπανάς, ιατρός, Νικόλαος Γκιουλέκας, ιατρός, Νικόλαος Μουμουζιάς, ιατρός, Αστέριος Τέρπου, φαρμακοποιός και τέως δήμαρχος, Κων/νος και Ιωάννης Γκοβεδάρου, Νικόλαος Κανδήλης, Μιλτιάδης Τζώνος, διευθυντής εφημερίδας, Στέργιος Παπαργυρούδης , Δημήτριος Πράπας, συμβολαιογράφος και άλλοι, όλοι σημαντικά ονόματα της πόλης της Κοζάνης, πολλοί δε απ’ αυτούς αναφέρεται σε άλλες πηγές πως είχαν λάβει οι ίδιοι μέρος φανερά ή κρυφά στο Μακεδονικό Αγώνα.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των ενεργειών ήταν η αναστολή της ποινής των μοναχών και η απόδοση των ατόμων στην κοινωνία χωρίς τη μομφή της εγκληματικότητας.
Ο απόηχος ωστόσο των γεγονότων αυτών φτάνει ως τις μέρες μας.
Υπάρχουν πολλά γεγονότα, που μένουν στη μνήμη του κόσμου, που τα διηγούνται οι γονείς στα παιδιά σαν παραμύθι, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Λίγο καιρό πριν, ο Χρίστος Χριστόδουλος από την Ελάτη, μου ανέφερε το περιστατικό αυτό, μου υπέδειξε άτομα από το χωριό του, απογόνους και συγγενείς  των προσαχθέντων στη δίκη που θυμούνται το περιστατικό,  μου παρέδωσε επίσης  κι ένα βιβλίο της Μητρόπολης Γρεβενών σχετικό, που περιγράφει τα γεγονότα και συμπίπτει με όσα έλεγαν οι παλιοί. Η δική του διήγηση μου έδωσε το ερέθισμα για το σημερινό δημοσίευμα και τον ευχαριστώ για τη συμβολή του.

Πηγές
-Η. Λαμπρέτσα, Μικρόβαλτο σελ.152.
-Μητροπ. Γρεβενών Σεργίου Σιγάλα,  «Μια άγνωστη πτυχή της Νεότερης Ιστορίας της Ιεράς Μονής Ζάβορδας- Η ληστεία του 1923», Γρεβενά 2006..
Έλλη Λαμπρέτσα
labretsa@otenet.gr
«Πολλαί ληστοσυμμορίαι ανεφάνησαν κατά το διάστημα τούτο, τουρκικαί και ελληνικαί, ών αι διασημότεραι αι του Καρά Αλή και Πατσιούρα (τουρκικαί εξοντωθείσαι ήδη) και αι του Φώτη Γιανκούλα και Θωμά Γκαντάρα (ελληνικαί). Αλλ’ εκ τούτων η μάλλον διαβόητος υπήρξεν η του Θ. Γκαντάρα.
Ούτος, εκ Μπισιριτσάς επαρχίας Ελασσώνος καταγόμενος μετήλθεν μεν και άλλοτε τον ληστρικόν βίον, αλλά το 1919 προσκυνήσας, συνελήφθη και αύθις υπό των Αρχών και κατεδικάσθη εις ισόβια δεσμά εγκλεισθείς εις τας φυλακάς Λαρίσης. Δυστυχώς όμως αποδράς των φυλακών μετ’ ου πολύ, ετράπη ακολούθως ανά τα όρη και τα δάση ένθα συναθροίσας περί εαυτόν 5-10 ομοϊδεάτας εκ των περί την πατρίδα του χωρίων και δη του Λουτρού και της Λουζιανής, εσχημάτισε την φοβερωτέραν ληστοσυμμορίαν, απειλών τους πάντας και τα πάντα και αυτοτιτλοφορούμενος «βασιλεύς των ορέων», τουθ’ όπερ επανελάμωανε μετά της υπογραφής του εις όλας τας οπουδήποτε στελλομένας επιστολάς του προς φορολογίαν: «Θωμάς Γκαντάρας, βασιλεύς των ορέων».
Φοβερός ιδίως ήτο κατά των τυχόν προδιδόντων ή τολμώντων ν’ αντισταθώσιν αυτώ οπωσδήποτε…
…Ο   διαληφθείς λήσταρχος Γκαντάρας, παρά την άλλην αυτού αγριότητα, είχέ τι το εξαιρετικόν δι’ ένα ληστήν: ελήστευε μόνον τους λίαν πλουσίους και δι’ αυτών ευηργέτει τους πτωχούς. Επροίκιζε λέγουσι και πτωχά κοράσια. Επίσης εξηνάγκαζε τους έχοντας τας αποθήκας πλήρεις σίτου να δίδωσι και εις τους μη έχοντας, ως και τους έχοντας άφθονα αιγοπρόβατα να δίδωσι και εις τους μηδέν έχοντας και τοιουτοτρόπως είχεν εξησφαλισμένην την εύνοιαν του πλείστου των λαϊκών τάξεων της περιοχής του…» (απόσπασμα επιστολής Νικηφόρου Ζαβορδινού προς Πατριαρχείο).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Αναγνώστες