Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

σύγκρουση πολιτισμών

Είναι μια σύγκρουση πολιτισμών;


Στη σημερινή ελληνική συγκυρία, δεν συγκρούονται νομίζω διαφορετικές κουλτούρες μεταξύ τους, ούτε ο πολιτισμός με τη βαρβαρότητα. Συγκρούονται δύο αντίπαλες βαρβαρότητες που γεννήθηκαν από τις εκρηκτικές συνθήκες, τις οποίες δημιουργεί η αθρόα και ανεξέλεγκτη εισροή και εγκατάσταση λαθρομεταναστών στη χώρα μας. Στην εκρηκτικότητα δε αυτήν συντελεί καθοριστικά και η παρούσα κατάσταση της ελληνικής οικονομίας που κάνει εντελώς αδύνατη την εργασιακή και κοινωνική ενσωμάτωσή τους. 

 της Αλίκης Νικολού

Η κοινωνία μας έχει -άθελά της- γίνει πολύ/πολιτισμική. Αιτία, η αθρόα -παράνομη ως επί το πλείστον- εισροή μεταναστών και το στοίβαγμά τους σε κεντρικές συνοικίες της Αθήνας ή σε παραγκουπόλεις και καταυλισμούς άλλων μεγάλων πόλεων. Οι συνθήκες ζωής είναι άθλιες, οι μετανάστες επίσημα ανύπαρκτοι (αφού δεν υπάρχουν πουθενά καταχωρημένα τα στοιχεία τους ή αυτά είναι ψεύτικα), και η πλειονότητά τους δεν έχει -ενδεχομένως ούτε καν διανοείται να επιδιώξει- την παραμικρή κοινωνική ένταξη. Προέχει η επιβίωση, με κάθε μέσον -αυτονόητη ανθρώπινη πραγματικότητα στη συγκεκριμένη συνθήκη.

Άμεσα επακόλουθα των παραπάνω: αύξηση της παραβατικότητας ή και της εγκληματικότητας στις συγκεκριμένες συνοικίες και περιοχές. Επίσης,  διάχυσή τους σε ολόκληρη την κοινωνία. Ακόμη, άλλες εξίσου παραβατικές και εγκληματικές συμπεριφορές ως απάντηση/άμυνα απέναντι στους πραγματικούς ή φανταστικούς κινδύνους που εγκυμονεί η δράση των «ξένων».

            Η καθημερινότητα των κατοίκων ολόκληρων πρώην αστικών συνοικιών στο κέντρο της Αθήνας έχει διαταραχτεί και δηλητηριάζεται καθημερινά, όχι μόνον από την πρακτική υποβάθμιση, αλλά και από τον φόβο. Φοβούνται οι ντόπιοι τους εξαθλιωμένους μετανάστες, αλλά και οι μετανάστες τους εξαγριωμένους ντόπιους. Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη. Όμως ποιος είναι ο Γιάννης και ποιο το θεριό; Οι ρόλοι εναλλάσσονται στον δημόσιο διάλογο.

Είναι άραγε «βάρβαροι» οι ξένοι, που απειλούν τον πολιτισμό μας με τις πρωτόγονες συνήθειες, τη βία που γεννάει ο πόλεμος της επιβίωσης και την έλλειψη σεβασμού απέναντι στις στοιχειώδεις αρχές της πολιτισμένης συνύπαρξης; Ή μήπως είμαστε οι βάρβαροι εμείς, που δεν σεβόμαστε την απεγνωσμένη τους δυστυχία και την ανάγκη να εξασφαλίσουν μια έστω και υποτυπώδη διαβίωση;
Τι συνέβη ώστε, μέσα σε λίγα χρόνια, ό,τι παλαιότερα μπορεί και να περνούσε ως γραφικό, συμπαθητικό και ethnik να γίνει απεχθές, μισητό και πάνω απ’ όλα απειλητικό;

Στο ερώτημα υπάρχει μια προφανής απάντηση: Είναι ζήτημα συνθηκών. Ο εποικισμός ολόκληρων συνοικιών από σμήνη εξαθλιωμένων ανθρώπων/σκιών, που μπήκαν στη χώρα παράνομα, γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης από μαφίες και δουλεύουν γι’ αυτές, κατακλύζουν τους δημόσιους χώρους πουλώντας μαϊμούδες, και καταφεύγουν σε μικρές ή μεγάλες παρανομίες, ενώ ζουν στοιβαγμένοι σε τρώγλες ή στο δρόμο, είναι βέβαιο ότι κάνει τις συνοικίες αυτές -και όχι μόνον- ακατοίκητες. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που δεν επιδέχεται νομίζω αντίκρουση και ιδεολογική επεξεργασία. Είναι αυτό -και είναι ανυπόφορο.

Η συζήτηση όμως για το πρόβλημα (αφού το αφήσαμε να διογκωθεί στο έπακρο) δεν παύει να στηρίζεται και σε ιδεολογικές βάσεις και να γεννά ιδεολογικά ερωτήματα:
Υπάρχει μια τεράστια σύγκρουση εδώ. Όμως ποιοι συγκρούονται; Συγκρούονται διαφορετικοί πολιτισμοί; Συγκρούεται ο πολιτισμός με τη βαρβαρότητα;

Θα επιχειρήσω κάποιες σκέψεις, υιοθετώντας τις ενδιαφέρουσες διακρίσεις που διατυπώνει ο φιλόσοφος και θεωρητικός της λογοτεχνίας Τσβετάν Τοντορόφ στο έργο του «Ο φόβος των βαρβάρων/πέρα από τη σύγκρουση των πολιτισμών»:

Πολιτισμένος είναι παντού και πάντα όποιος μπορεί να αναγνωρίζει πλήρως την ανθρώπινη υπόσταση των άλλων. Δύο στάδια πρέπει να διανύσει κάποιος για να γίνει πολιτισμένος: στο πρώτο ανακαλύπτει ότι οι άλλοι έχουν τρόπους ζωής διαφορετικούς από τον δικό του. Στο δεύτερο, δέχεται να τους θεωρεί φορείς της ίδιας ανθρώπινης υπόστασης με τη δική του.

Με την έννοια αυτήν, ο πολιτισμός δεν μπορεί παρά να αποτελεί απόλυτη, διαχρονική και οικουμενική αξία. Ο πολιτισμός αντιτίθεται στη βαρβαρότητα. Η σημασία όμως της πρώτης λέξης αλλάζει σημαντικά αν τη βάλουμε στον πληθυντικό. Οι «πολιτισμοί» (κουλτούρες) δεν αντιστοιχούν σε μια άχρονη ηθική και διανοητική κατηγορία, αλλά σε ιστορικά μορφώματα που εμφανίζονται και εξαφανίζονται. Η κουλτούρα μιας εθνικής ή κοινωνικής ομάδας περιλαμβάνει το σύνολο των χαρακτηριστικών της κοινωνικής ζωής, τους συλλογικούς τρόπους ζωής και σκέψης, τις μορφές και το ύφος της οργάνωσης του χρόνου και του χώρου και περικλείει τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις οικογενειακές δομές, τα εργαλεία και τους τρόπους διατροφής και ενδυμασίας.

Αντίθετα με τους πολιτισμένους ανθρώπους, βάρβαροι είναι εκείνοι που δεν αναγνωρίζουν ότι οι άλλοι είναι ανθρώπινα όντα όπως και οι ίδιοι, αλλά τους θεωρούν μη-ανθρώπους. Αυτό δεν σημαίνει ότι αγνοούν στ’ αλήθεια την ανθρώπινη φύση τους ούτε ότι την ξεχνούν, αλλά ότι συμπεριφέρονται ως εάν οι άλλοι δεν ήταν άνθρωποι ή εντελώς άνθρωποι. Με την έννοια αυτήν, η βαρβαρότητα δεν είναι έξω από τον άνθρωπο, δεν εξορίζει τον βάρβαρο από την ανθρωπότητα. Αντίθετα, αποτελεί στοιχείο τής «ανθρωπινότητας».    

Στη σημερινή ελληνική συγκυρία, δεν συγκρούονται νομίζω διαφορετικές κουλτούρες μεταξύ τους, ούτε ο πολιτισμός με τη βαρβαρότητα. Συγκρούονται δύο αντίπαλες βαρβαρότητες που γεννήθηκαν από τις εκρηκτικές συνθήκες, τις οποίες δημιουργεί η αθρόα και ανεξέλεγκτη εισροή και εγκατάσταση λαθρομεταναστών στη χώρα μας. Στην εκρηκτικότητα δε αυτήν συντελεί καθοριστικά και η παρούσα κατάσταση της ελληνικής οικονομίας που κάνει εντελώς αδύνατη την εργασιακή και κοινωνική ενσωμάτωσή τους. 

Η αντίληψη που κυριάρχησε επί δεκαετίες και ήθελε την ελληνική κοινωνία να μην είναι ξενόφοβη δεν στερείται πιστεύω βάσης. Στο βαθμό που ομάδες ξένων αριθμητικά ανεκτές ακόμη από τη ζωή των πόλεων και κοινωνικά εντάξιμες εγκαταστάθηκαν στη χώρα μας, δεν αντιμετωπίσθηκαν με μίσος, εχθρότητα και άρνηση της ανθρώπινης υπόστασής τους. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα αντιμετωπίσθηκαν με συμπάθεια ή και απλή περιέργεια απέναντι στο διαφορετικό. Οι εικόνες σχεδόν ειδυλλιακής συνύπαρξης με τους ξένους που περιγράφουν κάποιοι παλαιοί Κυψελιώτες συνηγορούν σ’ αυτό.

Όμως οι τραγικές συνέπειες της αθρόας λαθρομετανάστευσης οδήγησαν δύο ουσιαστικά αντίπαλες ομάδες ανθρώπων στην  ανάπτυξη αντιλήψεων και πρακτικών βαρβαρότητας.

Από την μια πλευρά, ο φόβος και η απέχθεια που γεννούν οι χιλιάδες των ανθρώπων/σκιών που κατακλύζουν το κέντρο της Αθήνας -και όχι μόνον- και -εκ των πραγμάτων- καθορίζουν την καθημερινότητα οδήγησε τους ντόπιους σε μεγάλο βαθμό να τους αντιμετωπίζουν ως μη εντελώς ανθρώπινα πλάσματα, γεγονός που εξηγεί και τη σημαντική ανοχή και επικρότηση των κτηνωδών πρακτικών της Χρυσής Αυγής.       

Από την άλλη, η ίδια η ανάγκη τής με κάθε τρόπο άμεσης επιβίωσης που διέπει τη ζωή τής πλειονότητας των λαθρομεταναστών -και αποτελεί απόλυτο και αξεπέραστο ανθρώπινο όριο- τους οδηγεί σε πρακτικές που όχι μόνον δεν έχουν την παραμικρή σχέση με ένταξη (στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι, πιστεύω, σχεδόν δεν ξέρουν πού βρίσκονται), αλλά και αποτελούν πρακτικά αγνόηση τής ανθρώπινης ιδιότητας των μελών της κοινωνίας μέσα στην οποία κινούνται και ζουν: περιληπτικά, θα έλεγα ότι αντιμετωπίζουν πολύ συχνά τους άλλους (και ομοεθνείς τους ακόμη) αποκλειστικά σαν μέσον ή εμπόδιο στην εξασφάλισης της επιβίωσής τους, δεδομένου ότι η αγριότητα της πάλης για άμεση επιβίωση δεν αφήνει άλλα περιθώρια.  

Έχω, λοιπόν, την άποψη ότι η βάρβαρη πλευρά τής ανθρωπινότητας εκφράζεται και κυριαρχεί στη σχέση μας με τα σμήνη των λαθρομεταναστών, και στη δική τους μαζί μας. Είναι δε αναπόφευκτο αποτέλεσμα των πραγματικών συνθηκών συνύπαρξης και δεν υπάρχει τίποτε το παράδοξο σ’ αυτό.

Παράδοξο υπάρχει μόνον αν προϋποθέσουμε τη θεμελιώδη καλοσύνη της ανθρωπότητας. Κάτι τέτοιο όμως αντιβαίνει, κατά τη γνώμη μου, στην ανθρώπινη συνθήκη. Διότι, χαρακτηρίζοντας κάποιον ως άνθρωπο, περιλαμβάνουμε αναγκαστικά και την ικανότητά του να φέρεται βάρβαρα. Ο πολιτισμός και η βαρβαρότητα δεν είναι κατά κανένα τρόπο αλληλο/αποκλειόμενες διαθέσεις του καθενός μας. Η έκφραση της μιας ή της άλλης αυτής ανθρώπινης πλευράς καθορίζεται σε συντριπτικό βαθμό από τις συνθήκες.

Συμπερασματικά, καθόλου δεν πιστεύω ότι η αναγνώριση της πιο πάνω πραγματικότητας σημαίνει ότι πρέπει να απαρνηθούμε τις αρχές του πολιτισμού, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Το αντίθετο! Όμως, η ανοχή προς τους άλλους θα ασκείται ευκολότερα αν βασίζεται σε ένα πυρήνα αδιαλλαξίας προς οτιδήποτε μη ανεκτό.      





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Αναγνώστες