Ο τσοπάνης στα Ομηρικά Έπη , στη Βίβλο και την Παράδοση

Στα παλιότερα χρόνια (μπορεί και σήμερα) , αν ένας μαθητής «δεν έπαιρνε τα γράμματα» του λέγανε : «Εσύ θα γίνεις τσοπάνης» ή (ακόμα χειρότερα) «εσύ δεν κάνεις ούτε για τσοπάνης» . Αυτός ήταν ο τρόπος μια τάξης δήθεν ανεβασμένων ανθρώπων για να υποβαθμίσουν και να απαξιώσουν τη δουλειά του τσοπάνη , χωρίς να γνωρίζουν , οι δύστυχοι , πως αυτή η δουλειά είναι η πρώτη που έκανε ο προϊστορικός άνθρωπος όταν άρχισε να εξημερώνει ζώα για τις ανάγκες του , πως χάρη σ’ αυτήν τη δουλειά κατάφερε ο άνθρωπος να βγει από τις σπηλιές και να δημιουργήσει πολιτισμό , πως χάρη στη δουλειά του τσοπάνη ο άνθρωπος εξασφαλίζει επί αιώνες τη σημαντικότερη τροφή του που είναι το κρέας και τα γαλακτοκομικά προϊόντα , πως χάρη στο μαλλί των ζώων του τσοπάνη καταφέρνει να έχει ρούχα για να ντύνεται , ρουχισμό για το σπίτι του και ποδήματα για να μην περπατάει ξιπόλητος και πως αυτή είναι μια πολύ δύσκολη , σύνθετη και απαιτητική δουλειά που μόνο έξυπνοι και ικανοί άνθρωποι μπορούν να την κάνουν και να τη βγάλουν πέρα . Στα έπη του Ομήρου , την Ιλιάδα και την Οδύσσεια , η δουλειά του τσοπάνη κατέχει σημαντική θέση και ήταν περηφάνια , ακόμα και για τους βασιλιάδες , να έχουν πολλά κοπάδια . Ας θυμηθούμε , πώς περιγράφει ο χοιροβοσκός του Οδυσσέα , ο Εύμαιος , ένα μέρος από την περιουσία του αφέντη του:

«Κι ήταν το βιος του αμέτρητο . Τόσο κανείς αφέντης

Άλλος δεν το ‘χει στη στεριά τη μαύρη , ούτε στο Θιάκι,…

Θα λογαριάσω να το ιδείς . Στους κάμπους πέρα βόσκουν

Κοπάδια δώδεκα βοδιών , προβάτων άλλα τόσα ,

Κι ως τόσα χοίρων και γιδιών πλατιά κοπάδια ακόμα ,

Που του τα βόσκουν μισθωτοί κι άλλοι βοσκοί δικοί του .

Κι εδώ όλα ως έντεκα γιδιών πλατιά κοπάδια θα ‘χει ,

Που τα προσέχουν πιστικοί να βόσκουν στ’ ακροβούνια.»

Οδύσσεια, ξ, 96 κ.ε.

Στην Π. Διαθήκη , ο Αβραάμ , ο Γενάρχης των Εβραίων κι εκλεκτός του Θεού δεν ήταν παρά ένας τσοπάνης , όπως κατοπινά κι ο ένδοξος Βασιλιάς Δαβίδ , πρόγονος του Χριστού , κι ένα σωρό άλλα βιβλικά πρόσωπα .

Στα Ευαγγέλια , ο ίδιος ο Χριστός επέλεξε για τον εαυτό του τον τίτλο του Ποιμένα , του τσοπάνη δηλαδή.

Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη λέγει ο Χριστός :

«ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός. ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων»·

Το θέλημα του Θεού χάρισε στους τσοπάνηδες το προνόμιο να είναι οι πρώτοι που προσκύνησαν στη φάτνη της Βηθλεέμ το νεογέννητο Χριστό . Πρώτα οι τσοπάνηδες και ύστερα οι Μάγοι με τα δώρα .

Ο Α. Σπυρίδωνας , εκεί στην Κύπρο , πριν γίνει επίσκοπος και Άγιος υπήρξε τσοπάνης .

Ακόμα κι αυτόν τον Αγιο-Βασίλη ο λαός μας τσοπάνη τον θέλησε . Λένε κάποια κάλαντα της πρωτοχρονιάς :

Βασίλης βόσκει πρόβατα,

Βασίλης βόσκει γίδια

στο ’να μαντρί τυροκομά,

στ’ άλλο, στερφοχωρίζει

στ’ άλλο κινεί το τσίρο του, να μην πνιγούν τ’ αρνιά του.

Άρα , λοιπόν , το να είναι κάποιος «τσοπάνης» είναι τίτλος τιμητικός και αξιοζήλευτος , που σέρνει πίσω του μεγάλη και βαριά ιστορία και παράδοση . Οι βοσκοί έχουν το ρόλο του θεματοφύλακα της παράδοσης . Εάν σκύψουμε με σεβασμό και μελετήσουμε τον τρόπο ζωής τους θα μάθουμε πολλά για την ιστορία και την παράδοση μας . Στους βοσκούς και στα βουνά είναι οι ρίζες και τα θεμέλια μας. Ακόμη και σήμερα οι βοσκοί αποτελούν ένα σημαντικό δυναμικό με μεγάλη συμβολή στην κοινωνική , οικονομική , πολιτική και πολιτιστική ζωή της σύγχρονης Ελλάδας . Αν ανατρέξουμε στη ζωή ή στις άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις των τσοπάνηδων περασμένων δεκαετιών , θα διακρίνουμε μουσικές , γλώσσα , λόγο , συνήθειες , χορούς , έθιμα και ήθη που καθόρισαν το πολιτισμό μας.

Η φορεσιά του τσοπάνη

Η Γορτυνία , ως ένας τόπος ορεινός και φτωχός , υπήρξε πραγματικό βασίλειο της ζωής των τσοπαναρέων . Πάνω στα βουνά της Γορτυνίας , χιλιάδες γιδοπρόβατα , έβοσκαν το πουρνάρι , το σφεντάμι , την κουμαριά , τη σμυρτιά , τη θρούμπη και τους άλλους τους θάμνους και τα φρύγανα της γορτυνιακής γης , γεμίζοντας με το τραγούδι από τα τροκάνια και τα βελάσματά τους τη γορτυνιακή φύση . Κοντά τους , άγρυπνος φρουρός , προστάτης και καθοδηγητής , ο τσοπάνης , ντυμένος παλιότερα με τη φουστανέλα ή την πουκαμίσα , το γελέκι , το σιλάχι , τις κάλτσες τις χοντρές τις υφαντές και τα τσαρούχια ή τα γουρνοτσάρουχα . Από κάτω φόραγε ψηλά στο κορμί τη φανέλα και χαμηλά το βρακί μέχρι τους αστραγάλους , και το πανωβράκι που έδενε με τη βρακοζώνα όλα υφαντά στον αργαλειό από το μαλλί των προβάτων του . Για το χειμώνα οι τσοπανηδες είχαν την κάπα που τους προστάτευε από το κρύο και τη βροχή και για τον ύπνο τους είχαν την τραούσα ή καπερώνα , φτιαγμένη από μαλλί γιδιών , πιο χοντρή και πιο μακριά από την κάπα , με κουκούλα για το κεφάλι και χωρίς μανίκια . Το βράδυ που τέλειωναν τις δουλειές τους με τα ζωντανά στο μαντρί , τυλίγονταν με την τραούσα κι έπεφταν στο καλύβι τους και κοιμόντανε . Άλλοτε πάλι , όταν νυχτοβόσκανε έξω στα βοσκοτόπια , κοιμούντανε καταγής πάλι τυλιγμένοι με την τραούσα . Αυτή , δηλαδή , ήτανε και κρεβάτι και σκέπασμα για τον τσοπάνη . Απαραίτητη για τον τσοπάνη ήτανε και μια τσάντα πέτσινη με δύο θήκες και κρεμαστή με λουρί στον ώμο ή ο ντορβάς (ταγάρι) κρεμαστό στον ώμο. Σ’ αυτά έβαζε ο τσοπάνης το ψωμί, το τυρί, σκόρδα ή κάνα ξερό κρεμμύδι, ελιές, κάνα μπουκαλάκι λάδι, αλάτι κ.λ.π. Ακόμα εκεί μέσα είχε ορισμένα εργαλεία ή χρήσιμα αντικείμενα ( Μαχαίρι, σακοβελόνα για να ράβεται, σουβλί, κουβαράκι με νήμα, κλωστή, τσακμακόπετρα για να ανάβει φωτιά, φυτίλι κ.λ.π.) Νερό είχε μαζί του σε νεροκολοκύθα (φλασκί) ή σε νεράσκι, ένα μικρό δερμάτινο σάκο.

Το μαντρί , η στρούγγα , το λεβετοστάσι , η καλύβα και η λόντζα

Τα βράδια , ο τσοπάνης , έπρεπε να έχει ένα μέρος για να βάζει τα ζώα του όταν τα γύριζε από τη βοσκή . Έτσι λοιπόν έφτιαχνε οπωσδήποτε ένα μαντρί . Το μαντρί ήταν συνήθως κυκλικό ή τετράγωνο , φτιαγμένο με μάντρα από πέτρες , ξερολιθιά , με κλαριά και καλάμια . Μια μικρή πόρτα ήταν η είσοδος στο μαντρί που κι αυτή έκλεινε με δέματα κλαριά ή σανίδια . Ακόμα παλιότερα το μαντρί το έφραζαν με κλαριά γκορτσιάς και σπαλαθριών , που είναι αγκαθωτά , και το χειμώνα με δεμάτια από πλατάνες , λίγο γερτά προς τα μέσα για να προστατεύονται τα ζωντανά από το κρύο και τη βροχή .

Κοντά στο μαντρί ήταν φτιαγμένη η στρούγκα , από τα ίδια υλικά , αλλά με δυο πόρτες : Τη μια μεγάλη για να μπαίνει το κοπάδι και την άλλη μικρή και στενή , τόσο που να χωράει μόνο ένα πρόβατο ή γίδι για να περάσει . Στη μικρή αυτή έξοδο , καθόντανε ένας ή και δύο τσοπάνηδες , έπιαναν ένα – ένα ζωντανό που πήγαινε να βγει και το άρμεγαν . Η δουλειά αυτή γινότανε το πρωί και το βράδυ . Τη στρούγκα την έφτιαχναν την άνοιξη , όταν άρχιζε το άρμεγμα .

Το λεβετοστάσι , ήταν ένας μικρός χώρος , απαγγερός , δηλαδή να μην τον πιάνουν οι αέρηδες , λίγο πιο πέρα από τη στρούγγα . Εκεί γινόταν το τυροκομιό και υπήρχαν όλα τα απαραίτητα σκεύη και σύνεργα , όλα τα λεβέτια, γι’ αυτό και είχε το όνομα λεβετοστάσι .

Απαραίτητο συμπλήρωμα της όλης εγκατάστασης ήταν η λεγόμενη καλύβα . Είχε σχήμα κυλινδρικό ή τριγωνικό με ξύλινο σκελετό . Για τη στέγη της καλύβας γύριζαν τα ξύλα ,συνήθως ροδοδάφνες ή ξιφάρες. Η ξιφάρα είναι χόρτο με 1–1,5μ ύψος που φυτρώνει στα βαλτόνερα και κόβει τα χέρια σαν ξυράφι. Το στρώνανε στην οροφή και ήταν αδιαπέραστο από το νερό. Τα κλαδιά που χρησιμοποιούσαν τα λύγιζαν προς τα μέσα κι έτσι η καλύβα έπαιρνε σχήμα κυλινδρικό . Τον σκελετό αυτό τον σκέπαζαν με την τέντα , ένα μεγάλο χοντρό σκέπασμα από γιδίσιο μαλλί που τη λέγανε κοζιά , για να γλιστράει πάνω της το νερό της βροχής . Όμως , όταν έβρεχε δυνατή βροχή , έπεφταν επάνω στους ανθρώπους που ήτανε μέσα στην καλύβα ψιλές – ψιλές σταγόνες (δροσιά) . Τα χαμηλότερα τοιχώματα της καλύβας τα έφτιαχναν με ευλύγιστα κλαριά , συνήθως καλαμιές από αραποσίτι , που τα έπλεκαν μεταξύ τους .

Στη μια μεριά της καλύβας , συνήθως την προσηλιακή , άφηναν μια μικρή πόρτα . Γύρω – γύρω , στο έδαφος , έκαναν ένα μικρό ανάχωμα , για να μην μπαίνουν από κάτω τα νερά της βροχής . Μέσα στην καλύβα έβαζαν τα απαραίτητα πράγματά τους και άφηναν ένα χώρο για να ανάβουν φωτιά να ζεσταίνονται και να μαγερεύουνε στον τέντζερη τραχανά , χυλοπίτες , φασόλια , τριφτιάδες φτιαγμένες με νερό και αλεύρι , που τις έκανε η μάννα τρίμματα και τις έβραζε με νερό. Αραιά και πού μπορεί να μεγερεύανε και λίγο κρέας . Φυσικά η κύρια τροφή τους ήταν το γάλα και το ξινόγαλο . Σε μιαν άκρη της καλύβας έστρωναν για κρεβάτι αφάνες και άλλα ξερά κλαριά , άπλωναν πάνω χοντρόρουχα (σαΐσματα , βελέντζες , παντανίες κ.α). και κοιμούντανε όλοι μαζί , γονείς , παιδιά αλλά και ξένοι πολλές φορές , που περνούσαν από εκεί κι έπρεπε κάπου να ξενυχτήσουν.

Εμείς , οι σημερινοί μαλθακοί και καλοζωισμένοι άνθρωποι , μπορεί να σκεφτόμαστε με φρίκη πώς ήταν δυνατό να κοιμούνται οι παλιοί πάνω σ’ αυτά τα κρεβάτια . Εκείνοι όμως μολόγαγαν , πως τέτοιον ωραίο ύπνο δεν είχαν κάνει ούτε σε κρεβάτια βασιλικά . Τέλος , σε μιαν άκρη της καλύβας είχαν και μια μεγάλη κοφίνα (φτιαγμένη από καλάμια), όπου βάζανε το ψωμί και ό,τι άλλο υπήρχε για φαγώσιμο.

Για μεγαλύτερη εξυπηρέτησή τους και ασφάλεια του κοπαδιού , πολλοί τσοπάνηδες , στα κατοπινά χρόνια , έφτιαξαν ποιμνιοστάσια , τις λεγόμενες λόντζες , που ήταν χαμηλά , μακρόστενα χτίσματα , από πέτρα , ανοιχτά τελείως από τη μια μεριά προς νότο . Ο βορινός τοίχος της λόντζας ήτανε πιο ψηλός από τους άλλους , έτσι ώστε η στέγη να γέρνει προς τα μπροστά και να αδειάζει τα νερά της βροχής . Τη λόντζα τη σκέπαζαν με κεραμίδια ή με τσίγκους . Το μπροστινό ανοιχτό μέρος το έφραζαν με κλαριά ή σύρμα για να μένει εκεί μέσα το κοπάδι . Τη λόντζα , εσωτερικά , τη χώριζαν με φράχτες σε μικρότερα μέρη για να μένουν χωριστά τα γαλάρια , τα στέρφα ή τα αρνιά και τα κατσίκια . Στη μια άκρη της λόντζας , συνήθως στην ανατολική , φτιαχνότανε και η καλύβα του τσοπάνη , από πέτρα κι αυτή , ένα κανονικό ισόγειο δωμάτιο με πόρτα και παράθυρο . Πολλές από τις λόντζες εξελίχθηκαν σε κανονικές και μόνιμες κατοικίες της οικογένειας των τσοπάνηδων , υπάρχουν ακόμα , έρημες πια, σε πολλά μέρη της γορτυνιακής υπαίθρου , και λέγονται ακόμα με τα ονόματα των τσοπάνηδων που τις κατοίκησαν .

Τα τσοπανόσκυλα

Μέσα σ΄ αυτή της σκληρή ερημιά της ζωής του , ο παλιός τσοπάνης , είχε πιστούς , αγαπημένους και αφοσιωμένους φίλους και συντρόφους τα τσοπανόσκυλα , που τα βάφτιζε συνήθως ανάλογα με το χρώμα τους και τα ’λεγε (ας πούμε) Μούργο το σκουρόχρωμο , Τραχήλη το ασπρόμαυρο κ.α.

Τα τσοπανόσκυλα ήταν αχώριστοι σύντροφοι του κοπαδιού και του τσοπάνη , ιδιαίτερα στα παλιότερα χρόνια που υπήρχαν στα βουνά λύκοι , τσακάλια και ζωοκλέφτες . Από τα τσοπανόσκυλα , άλλα έμεναν στο μαντρί για να το φυλάνε κι άλλα ακολουθούσανε το κοπάδι όλη μέρα στη βοσκή του . Οι τσοπάνηδες είχανε τα σκυλιά τους καλύτερα κι από παιδιά και φροντίζανε να τα ταΐζουνε όσο καλύτερα γινότανε με ψωμί , τυρί , κρέας και τυρόγαλο καθώς και με τάραμα , ένα μείγμα που έφτιαχναν με γάλα ή τυρόγαλο και αλεύρι , που τα σκυλιά το έτρωγαν πολύ , μεγάλωναν γρήγορα και γίνονταν δυνατά και ατρόμητα , για να νικάνε τους λύκους και να κυνηγάνε τους ληστές και τους ζωοκλέφτες .

Επειδή τα τσοπανόσκυλα ήταν απόλυτα απαραίτητα για τον τσοπάνη , εκείνος φρόντιζε να βρίσκει σκυλιά από καλή ράτσα και να τα περιποιέται όσο καλύτερα μπόραγε , με όλες τις τροφές , για να γίνουν θεριόσωμα , μεγάλα , πιστά σ’ αυτόν και στη στάνη του και δυνατά για να νικάνε τους λύκους και να διώχνουνε μακριά τους κλέφτες . Κι έβγαιναν , πραγματικά , τέτοια σκυλιά πιστά , που φύλαγαν άξια το κοπάδι . Γιατί το κοπάδι ήταν όλο το βιος , η τιμή και το καμάρι όχι μόνο του τσέλιγκα αλλά και της κόρης του , της βλάχας της έμορφης , η οποία δεν παινευότανε για άλλο τίποτα παρά μόνο για τα πρόβατα και τα γίδια που είχε ο πατέρας της και που θα της έδινε προίκα για να καλοπαντρευτεί .

Η κλίτσα του τσοπάνη

Τσοπάνης χωρίς κλίτσα δε νοείται , ούτε κλίτσα χωρίς τσοπάνη . Η κλίτσα ή γκλίτσα) ήταν το τα απαραίτητο και αχώριστο ραβδί του τσοπάνη . Με την κλίτσα στο χέρι οδηγούσε , ο τσοπάνης , και φύλαγε το κοπάδι του , σ’ αυτή στηριζότανε για να ξεκουραστεί , αυτή τον βοηθούσε για να μην πέφτει στις κακοτοπιές , μ’ αυτήν έπιανε από το πόδι , όταν χρειαζότανε , τ’ αρνιά και τα γίδια και στην ανάγκη αυτήν χρησιμοποιούσε σαν όπλο για άμυνα απέναντι σε ανθρώπους και ζώα που τον απειλούσαν . Για να γίνει η κλίτσα έπρεπε πρώτα να φτιάξουν το ραβδί της από ίσιες βέργες αγριλιάς , λυγαριάς ή αγριοκορομηλιάς. Το ραβδί αυτό το ξεφλούδιζαν , το ζέσταιναν στη φωτιά για να ψηθεί και να σκληρύνει και σε λίγες μέρες ήταν έτοιμο . Στο πάνω μέρος του ραβδιού περνούσαν την κλίτσα . Η κλίτσα γινότανε από χοντρό ξύλο αγριελιάς ή άλλο αγριόξυλο που να είναι γεροντζωπό , δηλαδή ώριμο , ψημένο , όχι νεαρό και τρυφερό . Το ξύλο αυτό το πελεκάγανε με ένα κοφτερό μαχαιράκι ή ένα ειδικό εργαλείο , το ξουράφι , δηλαδή ένα παλιό ξυράφι κουρείου , που το στενεύανε μπροστά και του βάνανε μια ξύλινη λαβή . Με το ξουράφι αυτό ή το κοφτερό μαχαίρι, δίνανε στην κλίτσα το γνωστό σχήμα της και μετά τη σκάλιζαν και τη διακοσμούσανε με λουλούδια , φύλλα , ζώα , πουλιά , φίδια , δράκους κι ό,τι άλλο έβρισκε η φαντασία και το μεράκι του ευαίσθητου λαϊκού τεχνίτη ξυλογλύπτη . Στη βάση της κλίτσας έφτιαχναν μια τρύπα κι εκεί προσάρμοζαν σφιχτά το ραβδί . Για τούτο και το ραβδί μαζί με την κλίτσα στο πάνω μέρος λεγότανε και κλιτσόραβδο. Για την κλίτσα έχει βγει και μια πολύ γνωστή λαϊκή παροιμία : Λέμε για κάποιον : «Ξύνεται στη γκλίτσα του τσοπάνη» , όταν θέλουμε να δείξουμε ότι όταν κάποιος γίνεται ενοχλητικός στο τέλος υφίσταται τις συνέπειες , όπως όταν η γίδα πάει και ξύνεται πάνω στην κλίτσα του τσοπάνη , εκείνος της κοπανάει μια γερή ξυλιά πάνω στη ράχη για να την απομακρύνει .

Ο σκάρος

Ο Σκάρος ήταν το αποκορύφωμα της ομορφιάς της ποιμενικής ζωής . Σκάρο οι τσοπάνηδες λέγανε τη νυχτερινή βοσκή των κοπαδιών κατά την περίοδο του χειμώνα, τότε που η νύχτα είναι μεγάλη και τα ζωντανά, πεινάνε , μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, σε κοντινή απόσταση από τη στάνη και διαρκούσε μια με δυο ώρες. Ήταν μια δύσκολη και σκληρή δουλειά , καθώς ο τσοπάνης ήταν αναγκασμένος να διακόψει τον ύπνο του και μέσα στο σκοτάδι και το κρύο να βγάλει τα ζωντανά για νυχτοβόσκημα. Κατά τη διάρκεια του σκάρου, οι τσοπάνηδες άναβαν φωτιές για να ζεσταίνονται, αλλά και για να μη ζυγώνουν οι λύκοι, και μαζεμένοι γύρω – γύρω από τη φωτιά κουβέντιαζαν κι έλεγαν ιστορίες .

Κάποτε ήταν ένας τσοπάνος και του έλεγε το αφεντικό τα πρόβατα να τα βοσκάει και τη νύχτα. Ο τσοπάνος του απαντούσε, πως δεν βλέπουν να βοσκήσουν. Το αφεντικό επέμενε και του έλεγε ότι τα πρόβατα τη νύχτα ό,τι βρουν μπροστά τους θα το φαν. Αυτός όμως τίποτα.

Την άλλη μέρα το αφεντικό βάζει την κυρά του και ζυμώνει ένα ψωμί. Με το ψαλίδι πήρε κοζιά από γίδια και την έκοψε ψιλή μέσα στο ζυμάρι. Το βράδυ πήγε το ψωμί στον τσοπάνο. Σκοτάδι τώρα και ο τσοπάνος μη βλέποντας τι είχε μέσα το ψωμί, αλλά και από τη μεγάλη του πείνα, το έφαγε μαζί με τις τρίχες. Του έμεινε μόνο ένα κομμάτι. Το πρωί το είδε και το είπε του αφεντικού. Τότε του λέει το αφεντικό. «Γιατί βρε το έτρωγες;» Του απαντάει. «Δεν το έβλεπα».

«Ε, του λέει, το ίδιο και τα πρόβατα. Τη νύχτα ό,τι βρουν το τρώνε».

Από τότε ο τσοπάνος άρχισε να βγάζει τα πρόβατα και τη νύχτα για βοσκή.

Αν κάποιος ήταν μερακλής, έπαιζε με τη φλογέρα του (εκεί , δίπλα στη φωτιά) κανένα σκοπό ή ακόμα τραγουδούσε κλέφτικα τραγούδια. Η μελωδία της φλογέρας, τα κουδουνίσματα , τα βελάσματα των προβάτων , τα αλυχτίσματα των τσοπανόσκυλων και πότε – πότε οι φωνές από τα μαυλίσματα των τσοπάνηδων συνέθεταν μια υπέροχη και ονειρεμένη συναυλία, μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, στις παγερές νύχτες του χειμώνα . Βουνά , λαγκάδια , σούδες , γκρεμοί , ακόμη και τρόχαλα , άκουγαν με δέος τον τσοπάνη που βάραγε το Σκάρο ακόμη και τον τραγουδούσε...

Γράφει ο ποιητής του βουνού και της στάνης Κώστας Κρυστάλλης σε ένα από τα ποιήματά του :

Τι να ’ναι η λαμπερή φωτιά μες στο βουνό το πέρα

που πότε – πότε ανάβεται και πότε – πότε σβιέται;

Αυτή την ώρα οι πιστικοί τα πρόβατα σκαρίζουν,

βόσκουν αυτά με τη δροσιά και με το κρύο της νύχτας,

σε γούπατο, σε λαγκαδιά και σ’ όχθους απλωμένα.

Γλυκός – γλυκός αντίλαλος χύνεται απ’ τα κουδούνια

κάποτε ο νυχτοκόρακας, κάποτε αγρίμι σκούζει,

κάποτε σκύλου βάβισμα βαθιά – βαθιά γρικιέται

μέσ’ τη μαυρίλα την πυκνή. Κι από τις στάνες γύρα

οι πιστικοί συνάζονται, κόβουν κλαριά από κέδρους,

σταίνουν τετράψηλη φωτιά στρώνονται αράδα – αράδα

και μες στην πύρα της φωτιάς, στη μυρωδιά του κέδρου

καθένας λέει τα λόγια του.

Η φλογέρα

Στις ατέλειωτες και μοναχικές περιπλανήσεις του στα βουνά και στους κάμπους ο τσοπάνης είχε περασμένο στο σελάχι του έναν ακόμα αχώριστο και συνάμα γλυκό σύντροφο : Τη φλογέρα .

Η φλογέρα είναι πανάρχαιο μουσικό ελληνικό όργανο . Ο Πάνας, θεός των βοσκότοπων που γύριζε στα αρκαδικά δάση έπαιζε μουσική με τις ξύλινες φλογέρες του …

Η υπάρχουσα εικονογραφία /τοιχογραφία τεκμηριώνει την παρουσία της φλογέρας στον ελλαδικό χώρο από τα αρχαία χρόνια έως και σήμερα.

Η φλογέρα είναι ένα από τα κατεξοχήν ποιμενικά όργανα στην Ελλάδα, το οποίο παίζεται κυρίως από αυτοδίδακτους οργανοπαίκτες . Δεν χρειάζεται να γνωρίζει κανείς νότες για να παίξει φλογέρα , παρά μόνο να διαθέτει μεράκι και θέληση .

Γι’ αυτό οι φλογεροπαίκτες πρέπει να έχουν μουσικό αυτί και να παίζουν τα κομμάτια ο καθένας με το δικό του τρόπο , αφού τα αφομοιώσουν.

Είναι όργανο κυλινδρικό , ένας σωλήνας ανοιχτός και στα δύο του άκρα, που φτιάχνεται από καλάμι ή από ξύλο αχλαδιάς, κέδρου, και σφενταμιού.

Τις περισσότερες φορές η κατασκευή της φλογέρας ήταν υπόθεση του ίδιου του τσοπάνη με μια τεχνική που είχε παραδοθεί πάππου προς πάππου . Αφού κόψουν το κατάλληλο καλάμι ή σκαλίσουν και τρυπήσουν με πυρωμένο σιδερένιο σουβλί το ξύλο δίνοντάς του το κατάλληλο σχήμα , δημιουργούν το επιστόμιο , το σημείο , δηλαδή , στο οποίο ακουμπούν τα χείλη για να φυσήξουν . Ύστερα ανοίγουν τις τρύπες : Την πρώτη τρύπα την ανοίγει ο τσοπάνης με πυρωμένο καρφί στη μέση της φλογέρας . Μετά , αφού κλείσει την τρύπα αυτή με το δείκτη του αριστερού χεριού , αφήνει τα δάχτυλα και των δυο χεριών πάνω στη φλογέρα, σα να παίζει και στα μέρη που ακουμπούν ανοίγει τις υπόλοιπες τρύπες. Η φλογέρα έως περίπου 50 εκατοστά, έχει συνήθως 6 τρύπες μπροστά, σε ίση απόσταση η μία από την άλλη ή 6 μπροστά και 1 πίσω για τον αντίχειρα . Η πίσω τρύπα ανοίγεται συνήθως μεταξύ της πρώτης και δεύτερης ή κάτω από την πρώτη τρύπα.

Η φλογέρα κρατιέται λίγο λοξά, προς τα δεξιά, έτσι ,ώστε όταν ο φλογεροπαίκτης φυσάει , ο αέρας να χτυπάει στην απέναντι κόχη του χείλους της φλογέρας και να δημιουργεί τον ήχο . Με μαλακό φύσημα η φλογέρα δίνει μια σειρά χαμηλούς φθόγγους . Με πιο δυνατό φύσημα και με τους ίδιους δακτυλισμούς, δίνει τους ίδιους φθόγγους μια οκτάβα υψηλότερα . Και με ακόμα πιο δυνατό φύσημα , λίγους επιπλέον φθόγγους ψηλότερα.

Στο παίξιμο της φλογέρας, ο φλογεροπαίκτης ξομπλιάζει διαρκώς τους φθόγγους της μελωδίας του με διάφορα μελωδικά στολίδια . Τα στολίδια αυτά : αποτζατούρες, τρίλιες, τρέμολα , κ.α. χαρίζουν στη μελωδία της φλογέρας νεύρο και έκφραση. Ποιμενικό όργανο , όπως είναι ,η φλογέρα , παίζεται συνήθως μόνη της από τους τσοπάνηδες , όταν βόσκουν τα κοπάδια τους . Παίζεται όμως και μαζί με άλλα όργανα , σε γλέντια ή και πανηγύρια , όταν ο φλογεροπαίκτης είναι καλός.

Παλιότερα , δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε κρεμασμένο στον τοίχο του μια πάντα υφασμένη στον αργαλειό ή ένα κάδρο που παρίστανε μια πράσινη ραχούλα με άσπρα πρόβατα που βοσκάγανε κι έναν τσοπάνη ξαπλωμένο κάτω από ένα δέντρο να παίζει τη φλογέρα του .

Χειμαδιά

Όσο ήταν άνοιξη και καλοκαίρι οι βουνοκορφές ήταν φιλόξενες . Πηγές και γάργαρα νερά πότιζαν το πράσινο χορτάρι και θέριευε η βοσκή , και τα κοπάδια έβοσκαν και δροσίζονταν κάτω από τα πουρνάρια , τα δέντρα , τα έλατα , τα πεύκα και τα πλατάνια.

Το γάλα χύνονταν απ΄ τα καρδάρια , τυριά , κασέρια , μυζήθρες , βαρέλιαζαν οι γυναίκες στο καλύβι , και με το πλούσιο μαλλί υφαίνονταν φλοκάτες για το χειμώνα.

Όταν όμως πέρναγε το καλοκαίρι και άρχιζε να «μυρίζει» χειμώνας , με ορόσημο τη γιορτή του Αγιο-Δημήτρη , οι τσοπάνηδες έπρεπε να πάρουν τα κοπάδια τους από τα βουνά και να τα κατεβάσουν στα χειμαδιά , σε μέρη δηλαδή του κάμπου που ο χειμώνας είναι μαλακός και υπάρχει τροφή . Εκεί , ήδη από νωρίτερα , είχαν εξασφαλίσει λιβάδια για βοσκή και είχαν δώσει το κάπαρο στους ιδιοκτήτες. Ξεσήκωναν , λοιπόν , όλο το νοικοκυριό τους και όλα τα χρειαζούμενα (μπαγάδια τα λέγανε) και τα φόρτωναν στα γαϊδούρια , τα μουλάρια και τα άλογα . Έπρεπε να είναι όλα έτοιμα αποβραδίς. Πολύ πρωί , με τα χαράματα ξεκινούσαν. Προτού πιάσει η ζέστη έπρεπε να έχουν περάσει διάφορες τοποθεσίες που από χρόνια τις είχαν για σημάδι . Με το κίνημα γινόταν μια οχλοβοή ανεπανάληπτη. Τροκάνια , τσιοκάνια , κουδούνια , κυπριά , μπουζούκες να χτυπάνε , σκυλιά να γαυγίζουν, γιδοπρόβατα να βελάζουν , τσοπάνηδες να σαλαγάνε με δυνατές φωνές και να σφυρίζουν κι από κοντά τους οι νέοι και το παιδομάνι να τρέχουν και να φωνάζουν στα τσοπανόσκυλα και να περιμαζεύουν το κοπάδι . Μπροστά πήγαιναν τ’ αλογομούλαρα φορτωμένα τα μπαγάδια (σαϊσματα, μπατανίες, καρδάρια, λεβέτια, σκάφες , τεντζερέδες , κότες κρεμασμένες κατωκέφαλα από τα κολιτσάκια των σαμαριών και μικρά κατσικάκια στα μισογόμια , μπόγοι με ρούχα και κουβέρτες και άλλα χρειαζούμενα ). Ακολουθούσαν τα γίδια με τα γκεσέμια μπροστά και παραπίσω τα πρόβατα. Από κοντά και τα τσοπανόσκυλα. Ένας από τους τσοπάνηδες , ο πιο έμπειρος , ξέκοβε τα γκεσέμια μπροστά που γνώριζαν το δρόμο και ακολουθούσαν τα υπόλοιπα.

Το κατέβασμα από τα βουνά στα χειμαδιά είχε μια μελαγχολία , αφού ΜΟΝΟ στα βουνά ο τσοπάνης νιώθει ζωντανός κι ελεύθερος και αναπνέει . Ο κάμπος τον ψυχοπλακώνει . Γι’ αυτό και βγάλανε και την παροιμία : «Οι κάμποι θρέφουν άλογα και τα βουνά λεβέντες» . Το ταξίδι προς τα χειμαδιά δύσκολο και κοπιαστικό , με διανυκτερεύσεις στην ύπαιθρο και στα χάνια και πεζοπορίες εκατοντάδων χιλιομέτρων , μέσα από βλαχόστρατες αλλά και πάνω στη δημοσιά πολλές φορές . Και σαν έφταναν στα μαντριά των χειμαδιών , ξεκινούσαν το μέτρημα των κοπαδιών, τακτοποιούνταν και ξεκινούσαν τη νέα ζωή τους .

Οι πεδινοί υποδέχονταν με χαρά τους «ορεινούς» και το «καθιερωμένο Σάββατο» που προηγούταν του Αγίου Δημητρίου «συλλειτουργούνταν» προσφέροντας λίγα κόλλυβα από το «νιό σιτάρι»…

Οι τσοπάνηδες της Γορτυνίας διάλεγαν για χειμαδιά κυρίως τη Μεσσηνία(πιο πολύ στην Πυλία και Κυπαρισσία) αλλά και την Ηλεία και την Αχαΐα (κυρίως το Αίγιο).

Καθώς περνούσε ο χειμώνας κι ερχόταν η άνοιξη , οι τσοπάνηδες στα χειμαδιά άρχιζαν να νοσταλγούν τα βουνά. Στους κάμπους η ζέστη δεν υποφέρεται . Ιδιαίτερα τα παλαιότερα χρόνια που υπήρχαν πολλά κουνούπια . Μετά τ’ Αγιωργιού και μέχρι του Αγίου Κωνσταντίνου έφευγαν όλοι από τα χειμαδιά. Ας ακούσουμε τι λέει ένα παλιό δημοτικό τραγούδι της Γορτυνίας :

«Γρήγορα νάρθεις Άνοιξη

κι όμορφο καλοκαίρι.

Να βγουν οι Βλάχοι στα βουνά

να ξεκαλοκαιριάσουν.

Να βγουν τα πρόβατα μ’ αρνιά

τα γίδια με κατσίκια.

Να βγει η Φροσύνη στα βουνά

να ξεκαλοκαιριάσει.

Να πιεί νερό απ’ τον Αγιολιά

Κι απ’ τον Αγιοδημήτρη.

Να της περάσει η αρρωστιά

να της κοπεί κι η θέρμη.

Κι ήπιε νερό απ’ τον Αγιολιά

Κι απ’ τον Αγιοδημήτρη .

Κι η αρρωστιά επέρασε

Κι η θέρμη της εκόπη».

Πριν ξεκινήσουν για την επιστροφή ψώνιζαν από τα μαγαζιά του κάμπου και από τα διάφορα πανηγύρια ό,τι χρειάζονταν και μετά , με τον ίδιο τρόπο που κατέβηκαν , οργάνωναν και το ανέβασμα στα αγαπημένα τους βουνά . Για τούτο και ο κόσμος τους έλεγε : «ανεβοκατεβάτες» .

Τον Μάη, με ορόσημο επιστροφής τη γιορτή του Αγιώργη αφού θυσίαζαν τον «αγιωργίτη» αμνό στον Άγιο, έπαιρναν το δρόμο του «γυρισμού» στα ορεινά λιβάδια .

Τα κουδούνια

Τα κουδούνια φανέρωναν το μεγάλο μεράκι του τσοπάνη για τα ζωντανά του . Από τα παλιά χρόνια συναγωνίζονταν ποιος θα βάλει στο κοπάδι του τα καλύτερα , τα περισσότερα και τα πιο γλυκόηχα κουδούνια . Πολλές φορές πήγαιναν και τα αγόραζαν μακριά , παντού όπου άκουγαν πως είχαν καλά κουδούνια . Τα κουδούνια τα έλεγαν τσιοκάνια , τροκάνια , τροκάκια και τροκάρια . Έβαζαν στα πρόβατα τροκάκια , στα γίδια τσιοκάνια και στα γκεσέμια μεγάλα κουδούνια (κυπριά) και μεγάλα τροκάκια (μπουζούκες) , για να οδηγούν τα γιδοπρόβατα . Ήταν η μόνη διασκέδασή τους ακούγοντας τη μελωδία απ’ όλους αυτούς τους ήχους. Αν και υπήρχε φτώχεια, συναγωνίζονταν μεταξύ τους οι τσελιγκάδες ποιος θα έχει τα περισσότερα και με τους καλύτερους ήχους σιδερικά (έτσι τα έλεγαν) στο μπουλούκι. Όταν πήγαιναν στα πανηγύρια οι τσοπάνηδες , όπως στην Αγία Παρασκευή Λαγκαδίων, στα Λουτρά Ηραίας τη Μεγάλη Πέμπτη και αλλού , πρώτα ψώνιζαν κουδούνια για τα γιδοπρόβατα και μετά τσαρούχια για τα πόδια τους. Και για τα παιδιά των τσοπαναραίων τα τροκανοκούδουνα ήταν το παιχνίδι και η διασκέδασή τους .

Τα κουδούνια αυτά τα κρεμάγανε κυρίως στα νέα , δυνατά , ζωηρά και ζημιάρικα ή μπολιάρικα ζωντανά , που έφευγαν από το κοπάδι , προκειμένου να τα ακούει ο τσοπάνης και να τα μαζεύει . Ο κάθε τσοπάνης από το βάρεμα των τσοκανιών, καταλάβαινε εάν το κοπάδι εκείνη την ώρα βοσκούσε , αν αναχάραζε, αν περπατούσε, αν έτρεχε, αν κυνηγιόταν , αν έπινε νερό , αν ξύνονταν , αν τα τρώγανε μύγες , αν κτυπιόνταν μεταξύ τους , εάν είχε πέσει μέσα λύκος ή ξένα σκυλιά , αν βοσκούσαν , κλπ . Επίσης τον βοηθούσαν στο έργο του όπως στο σάλαγο , στο σκάρο, στη στρούγκα και στο στάλο , τον διευκόλυναν να τα βρει, όταν είχαν ξεκόψει από το υπόλοιπο κοπάδι ή είχαν μείνει πίσω ή είχαν χαθεί, κ.λπ. Ακόμη , από την ακουστική εμπειρία που είχε αποκτήσει , γνώριζε επ’ ακριβώς ακόμη και τον ήχο κάποιου ξένου τσοκανιού, που τυχόν κτυπούσε στο κοπάδι του . Τα τσοκάνια λειτουργούσαν , επίσης , και σαν ένα ειδικό σύστημα συναγερμού για το κοπάδι, σε περίπτωση απόπειρας ζωοκλοπής.

Μερικά κουδούνια ήτανε διπλά , δηλαδή ένα μικρό μέσα σε ένα μεγάλο και τα λέγανε διπλοκούδουνα .

Τα κουδούνια τα κρεμάγανε στο λαιμό των ζωντανών με ένα ξύλινο κρίκο , την κουλούρα ή βεζέ ή γιδοστέφανο ή γιδοζυγό. Τις κουλούρες τις κατασκεύαζαν με ξύλα από μουριά , γάβρο , σκίντο , κουτσουπιά , αγριλιά , αγκλαβουτσά , μελιό , κυδωνιά , κορμό κληματαριάς κ.λπ., . Επίσης χρησιμοποιούσαν και πέτσινα (δερμάτινα) λουριά για να κρεμούν τα μεγάλα και βαριά κύπρια.

Για να μην προδίνονται τα κοπάδια όταν λαθροβόσκανε τη νύχτα σε ξένα ή απαγορευμένα λιβάδια και βοσκοτόπια , οι τσοπάνηδες βούλωναν τα κουδούνια με αγριόχορτα , χαρτιά ή παλιόπανα , ώστε να μην βροντάνε καθόλου και τους πάρουνε χαμπάρι .

Η τέχνη του κουδουνοποιού, γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα Σάλωνα (σημ. Άμφισσα) και έγινε το σήμα κατατεθέν της πόλης από τον 19ο αιώνα . Τα παλιά χρόνια οι κουδουνοποιοί ήταν γνωστοί ως κουδουνάρηδες ή λεράδες.

Παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις από τα κουδούνια:

-Στην καλή προβατίνα κρεμάνε τα κουδούνια.

-Κάθε πράμα και το τσοκάνι του.

-Κατά τα τσοκάνια κι ο τσοπάνης.

-Του φτωχού τσοπάνη τα κουδούνια του φταίνε.

-Του κρεμάσανε κουδούνια.

-Όπου βαρούνε τα κουδούνια είναι και το κοπάδι.

-Το μερακλή τσοπάνη τον ακούς απ’ τα τσοκάνια και τον βλέπεις απ’ τα γκεσέμια.

-Του πήραν τα κοπάδια και του έμειναν τα τσοκάνια.

Επώνυμα από τα κουδούνια:

Καμπανίδης, Καμπανέλλης, Καμπάνης, Καμπάνας, Καμπανάκης, Καμπάνης, Καμπανάρης, Κουδούνας, Κουδούνης, Κουδουνέλης, Κουδουνίδης,Τσοκανάς, Τσοκάνης, Τσοκανίδης, Τσοκανόπουλος, Τσοκανάκης,

Η κλεψιά

Οι τσοπάνηδες , εκεί στην ερημιά των βουνών , πέρα από τις δυσκολίες που είχαν με τα κοπάδια τους , είχαν να αντιμετωπίσουν και τη ζωοκλοπή .

Η κλεψιά γινότανε κυρίως τις φεγγαρόλουστες νύχτες του καλοκαιριού . Οι ζωοκλέφτες πάντοτε οπλοφορούσαν και ήταν επικίνδυνοι για όλα.

Για να κλέψουν τα πρόβατα κάποιου έπρεπε να υπάρχει ο λεγόμενος «δότης» αυτός , δηλαδή , που έδινε τις απαραίτητες πληροφορίες στους ζωοκλέφτες.

Για τη ζωοκλοπή συνήθως δεν γινότανε καταγγελία στην Αστυνομία . Ο καθένας προσπαθούσε με τη βοήθεια συγγενών, γνωστών και φίλων να εντοπίσει όχι τόσο τους δράστες, αλλά τα κλεμμένα πρόβατα και να του επιστρέψουνε όσα περισσότερα γινότανε. Το ζητούμενο δεν ήταν η τιμωρία των δραστών, αλλά η επιστροφή των κλεμμένων.

Επειδή η ζωοκλοπή δεν γινότανε «στα τυφλά» αλλά οι κλέφτες ξέρανε ποιανού είναι τα πρόβατα που κλέβανε, για να αποτρέψει κάποιος τους επίδοξους ζωοκλέφτες, έπρεπε να είναι από μεγάλη οικογένεια, να έχει πολλούς συγγενήδες και κουμπάρους, ώστε και να τον «φοβούνται και να τον σέβονται».

Το άρμεγμα

Αίνιγμα

Κώλος ειν’ στην πέτρα , κώλος στο κεφάλι

Τέσσερις στέκονται , δυο τραβάνε , δυο κερνάνε.

Τι είναι ;

Ο τσοπάνης που αρμέγει

Το άρμεγμα είναι η σπουδαιότερη δουλειά του τσοπάνη.

Όλος ο καυγάς γι' αυτό το πάπλωμα είναι . Για να πάρει ο τσοπάνης το γάλα , παραδέρνει χρονικής πέρα δώθε χωρίς να βρίσκει ανασασμό .

Το άρμεγμα γίνεται δυο φορές την ημέρα , το πρωί και το βράδυ , από έναν , δύο , τρεις ή και περισσότερους αρμεχτάδες . Χρειάζονται κι άλλοι , που θα οδηγούν τα γαλάρια στους αρμεχτάδες , να μην τ' αφήνουν να ξεκόβει το ένα σιαδώ και τ' άλλο σιακεί και να τα βάνουν στη σειρά , για να μπορέσουν οι αρμεχτάδες να τα αρμέξουν.

Καθισμένοι λοιπόν στο λιθάρι , στην στενή έξοδο της στρούγγας , οι αρμεχτάδες ανοίγουν τα πόδια του ζώου , πιάνουν τα ΄΄μαστάρια΄΄ με τα δυο τους χέρια και αρχίζουν το άρμεγμα . Το άρμεγμα με το χέρι συνδέεται λανθασμένα με το τράβηγμα προς τα κάτω των θηλών του ζωντανού . Αυτό θα οδηγήσει σίγουρα σε τραυματισμό. Αντί αυτού , πρέπει να εφαρμοστεί μια κίνηση παγίδευσης και συμπίεσης , συνήθως με τον αντίχειρα και τον δείκτη . Το γάλα χύνεται μέσα στην καρδάρα , γεμίζει μια, δυο , τρείς ώσπου να τελειώσουν όλα.

Στο τέλος το γάλα το στράγγιζαν , γιατί κατά τη διαδικασία του αρμέγματος , πέφτανε μέσα στην καρδάρα , τρίχες, φύλλα , ΄΄τσάχαλα΄΄ κλπ , αλλά κι επειδή τα ζώα δεν είχαν καθόλου καλούς τρόπους και «κερνούσαν» τον τσοπάνη και ΄΄κανένα μεζεδάκι΄΄ , που αν δεν προλάβαινε να αντιδράσει, κατέληγε κι αυτό μέσα στο γάλα του.

Όταν το ζώο ήταν ζωηρό, οι τσοπάνηδες έσκυβαν το κεφάλι τους και το έβαζαν κόντρα στον πισινό του ζώου , για να μπορέσουν να το κουμαντάρουν και να μην τους χύσει το γάλα..

Άντε να έχεις να αρμέξεις, 50 – 100 – 200 ή και περισσότερα ζώα , να δεις τι ιδρώτα έχεις να χύσεις .

Όσο κι αν φαίνεται απλή και εύκολη δουλειά , το άρμεγμα θέλει τέχνη και τεχνική για να γίνει σωστά και γρήγορα . Δεν πρέπει να κάνεις το ζωντανό να πονέσει την ώρα του αρμέγματος , γιατί το ζώο χοροπηδάει και σφίγγεται και το γάλα δεν κατεβαίνει .

Αν δεν το κατέχεις , εσύ βάζεις δύναμη να κατέβει το γάλα και αυτό ανεβαίνει προς τα πάνω . Πολλές φορές άνθρωποι της πόλης που πάνε διακοπές στα χωριά δοκιμάζουν για πλάκα να αρμέξουν . Το αποτέλεσμα είναι να τυραννάνε το δύστυχο το ζώο και να αποχωρούν απογοητευμένοι και μουστρισμένοι από το γάλα που πετάχτηκε στη μουρη και στα ρούχα τους .

Το γάλα το άρμεγαν μέσα σε καρδάρια που χωρούσαν δώδεκα οκάδες και το συγκέντρωναν σε καζάνια των εκατό οκάδων ή και μεγαλύτερα . Για να τυροκομήσουνε βράζανε το γάλα ώσπου να γίνει χλιαρό. Τότε ρίχνανε την πυτιά που έπαιρναν από το στομάχι των μικρών κατσικιών , την οποία αλάτιζαν και την έβαζαν στον ήλιο για να βράσει . Σκεπάζανε αρκετή ώρα το γάλα στο καζάνι για να πήξει. Μετά το βάζανε σε τρυπητά πανιά , τσαντίλες , για να στραγγίξει . Με διαφορετική κατεργασία βγάζανε τη μυζήθρα , το βούτυρο , το ξινόγαλο , τη γιαούρτη κ.λ.π. Το έτοιμο τυρί το βάνανε παλιά σε ασκιά με άλμη (αλατόνερο) , γι’ αυτό λεγότανε τουλουμοτύρι και τουλουμίσιο από το "τουλούμι" που σημαίνει ασκί . Το φυλάγανε όμως και σε πιθάρια, λαγήνες και τενεκέδες, πάλι βουτηγμένο σε αλατόνερο.

Για το πρώτο άρμεγμα μετά τη γέννα χρειαζόταν να πιέσουν πιο πολύ τη θηλή για να ξεβουλώσουν οι πόροι και να βγαίνει πιο εύκολα το γάλα . Το πρώτο γάλα , επειδή είναι κίτρινο και πηχτό σαν κόλλα το λέγανε κολλάστρα . Κι επειδή μπορεί να βλάψει το νεογέννητο , μερικοί τσοπάνηδες το άρμεγαν και το έχυναν . Άλλοι όμως το έβραζαν ή το τηγάνιζαν κι εκείνο έπηζε σαν τυρί ή αυγό και το έτρωγαν πασπαλισμένο με αλάτι ή ζάχαρη . Αυτό ήταν το λεγόμενο κορκοφίγκι . Μερικοί το αραίωναν με νερό και το έβραζαν όπως τη βραστογαλιά , δηλαδή το βραστό γάλα με αλάτι και ψωμί που ήτανε η αγαπημένη λιχουδιά του τσοπάνη.

Ο κούρος

Κατά το Μάρτη μήνα , επειδή αρχίζει το άρμεγμα , οι τσοπάνηδες κολοκουρίζουν , δηλ . κουρεύουν την ουρά και το πίσω μέρος των προβάτων τους για να διευκολύνονται στο άρμεγμα και να μην πέφτουν ακαθαρσίες στο γάλα . Κατά το Μάη μήνα ή και λίγο αργότερα στα πολύ ορεινά (Ιούνιο και Ιούλιο ) γίνεται ο μεγάλος κούρος του κοπαδιού , το κατακούρι , όπως το λένε . Στα γίδια αφήνουν λίγα μαλλιά στη ράχη που τα λένε σέλα ενώ τα πρόβατα τα κουρεύουν τελείως . Τα τραγιά , τα γκεσέμια , τα φτιάχνανε όμορφα. Τους αφήνανε μπροστελίνες , δηλ. μαλλί στα μπροστινά πόδια . Την ορισμένη μέρα μαζεύονται αρκετοί τσοπάνηδες , οι κουρευτάδες , που με τα μεγάλα προβατοψάλιδα κουρεύουν τα ζωντανά . Πρώτα κουρεύουν τα κριάρια , μετά τα λευκόμαλλα και τελευταία τα λάγια (τα μαύρα) για να μην μπερδευτούν τα μαλλιά . Το μαλλί του κάθε προβάτου το τυλίγουν χωριστά , το δένουν με τα λόιδα του , δηλ. τις μακριές τρίχες του , το κάνουν δεματάκι και αυτό το λένε ποκάρι .

Ο νοικοκύρης του κοπαδιού , σφάζει ένα ζωντανό για να φάνε το μεσημέρι και το βράδυ οι κουρευτάδες . Κι όλη μέρα τα αστεία , τα κεράσματα με κρασί και μεζέ δεν λείπουν . Κερνάνε και τους επισκέπτες και τους περαστικούς κι εκείνοι τους εύχονται: «χρόνια πολλά …να τα χιλιάσετε …. του χρόνου στον κούρο χίλια τα ψαλίδια σας ..κ.α .» . Όταν τέλειωναν τον κούρο , οι κουρευτάδες μπούχιζαν , δηλ. ράντιζαν το κοπάδι με λίγο νερό κι εύχονταν στο νοικοκύρη «να τα χιλιάσει …και του χρόνου» . Αν τέλειωναν τον κούρο νωρίς , τότε γινόταν ένα μικρό πανηγύρι με κρασί , μεζέδες , τραγούδια , χορό και τουφεκολόι .

Με τα μαλλιά των προβάτων , στα παλιότερα χρόνια , οι νοικοκυρές , αφού πρώτα έκαναν το πλύσιμο , το λανάρισμα , το ξάσιμο και το γνέσιμο , ύφαιναν στον αργαλειό τα χοντρόρουχα του σπιτιού : σαΐσματα , βελέντζια , παντανίες , χράμια , κιλίμια , αλλά και ρούχα : κάλτσες , φανέλες , βρακιά , μισοφόρια κλπ . Με το μαλλί των γιδιών (κοζιά) αφού πρώτα τη χτυπούσαν (την έκοβαν όπως λέγανε) με τριχιές στο πάτωμα, έκαναν ύστερα τις τουλούπες και με το νήμα ύφαιναν σαΐσματα , τραούσες και κάπες. Αυτά τα κόζινα υφαντά ήταν αδιαπέραστα από το νερό και γι’ αυτό πολύτιμα κατά τον χειμώνα . Τόσα και τόσα χρήσιμα υφαντά και ρούχα που ήταν ζεστά το χειμώνα και προστάτευαν τους τσοπάνηδες και την οικογένειά τους από τα κρύα , τις βροχές και τα χιόνια . Και ήταν πραγματική απόλαυση ο ύπνος μέσα στα ζεστά φλοκωτά βελέντζια που είναι μαλακά , παχιά και αφράτα από τη νεροτριβή. Όταν η νοικοκυρά του τσοπάνη είχε κορίτσια τότε έφτιαχνε στον αργαλειό τρακάδες ολόκληρες από τέτοια ωραία ρούχα για να τα προικίσει όταν θα ’ρχόταν ο καιρός της παντρειάς . Μόνο όσες γυναίκες δούλεψαν στον αργαλειό ξέρουν πόση κούραση , ταλαιπωρία και τυραννία έχει αυτή η δουλειά . Γι’ αυτό λέει ένα 4στιχο παλιό :

Το κέντημα είναι γλέντημα / κι η ρόκα είναι σεργιάνι˙

κι ο αργαλειός είναι σκλαβιά, / σκλαβιά πολύ μεγάλη.

Συνήθειες των τσοπάνηδων

-Οι σμίχτες: Κατά την εποχή του τυροκομιού , από την άνοιξη μέχρι το τέλος του καλοκαιριού , οι τσοπάνηδες που είχαν μικρά κοπάδια κι έπιαναν λίγο γάλα , συμφωνούσαν μεταξύ τους κι έσμιγαν το γάλα και το έπαιρνε ο καθένας με τη σειρά του για ορισμένες μέρες , για να πήξει τυρί , να το πουλήσει κλπ . Αυτοί οι τσοπαναραίοι λεγόντουσαν «σμίχτες» .

-Οι σέμπροι: Όταν κάποιος είχε δικά του ζωντανά αλλά για διάφορους λόγους δεν μπορούσε να τα φυλάξει και να τα συντηρήσει ο ίδιος , τότε τα έδινε σε άλλον τσοπάνη για να τα φυλάξει , με τη συμφωνία να δίνει στον ιδιοκτήτη ένα μέρος του εισοδήματος , τόσο τυρί , τόσα αρνιά ή κατσίκια κλπ κι όταν περάσουν τα ορισμένα χρόνια και λήξει η συμφωνία , τότε ο τσοπάνης να επιστρέψει όλα τα ζωντανά που πήρε από τον ιδιοκτήτη . Η συμφωνία αυτή λεγότανε σεμπριά , οι συνεταίροι σέμπροι και τα ζωντανά σέμπρικα .

-Τα μισιακά: Άλλες φορές οι συνεταίροι έβαζαν εξίσου από έναν ορισμένο αριθμό ζωντανών κι επιπλέον ο ένας έβαζε τα λιβάδια κι ο άλλος τη φύλαξη και την περιποίηση του κοπαδιού . Τότε μοιράζονταν στα ίσα και τη νομή , δηλ . τυρί , αρνιά, κατσίκια , μαλλί κλπ , καθώς και τα ζωντανά στο τέλος , όταν τέλειωνε η συμφωνία . Τα κοπάδια αυτά λέγονταν μισιακά .

-Δωρεές : Στις μεγάλες γιορτές , και κυρίως στα πανηγύρια των χωριών , οι τσοπάνηδες πρόσφεραν δωρεάν διάφορα ζωντανά , αφιερώματα στην εκκλησία , για να την ενισχύσουν οικονομικά , αλλά κι εκείνοι να έχουν τη βοήθεια της Παναγίας και των Αγίων . Τα ζώα αυτά οι επίτροποι της εκκλησίας τα έβγαζαν σε δημοπρασία ή κλήρωση υπέρ της εκκλησίας .

Χίλιασμα των ζωντανών : Στα παλιότερα χρόνια ο μεγάλος πόθος και ο κρυφός καημός των τσοπάνηδων ήταν να φτάσουν χίλια τα ζωντανά τους , να χιλιάσουν τα σφαχτά τους , όπως λέγανε . Γι’ αυτό δεν έσφαζαν ούτε πούλαγαν θηλυκά πρόβατα ή γίδια , μέχρι να φτάσουνε στα χίλια . Κι όταν επιτέλους ερχότανε η μεγάλη στιγμή έβγαινε ο τσοπάνης σε μια κορφή βουνού και φώναζε μ’ όλη τη δύναμή του : « Τα’ ακούτε λαγκάδια και βουνά ; Τα χίλιασα τα πρόβατά μου… ή τα χίλιασα τα γίδια μου !!! Αυτό το φώναζε προς όλες τις κατευθύνσεις και πολλές φορές , για ν’ ακουστεί καλά . Γιατί πίστευαν πως αν δεν το έκαναν αυτό , τότε θα χάνανε τα ζωντανά τους και δεν θα τα είχαν χίλια .

Τσοπάνηδες και θρησκευτική παράδοση

Οι τσοπάνηδες , ζώντας μια ζωή αγνή , κοντά στη φύση , ένιωθαν απόλυτα δεμένοι με το Θείο Θέλημα και γι’ αυτό είχαν αναπτύξει πολλές συνήθειες ζωής προσαρμοσμένες πάνω στη θρησκευτική παράδοση :

-Τη μέρα της βάφτισης του Χριστού ράντιζαν με αγιασμό το κοπάδι και σε μια αρνάδα έβαζαν αντίδωρο από την εκκλησία στο τσοκάνι της .

-Στη γιορτή του Α. Βλασίου (11 Φεβρουαρίου) δεν τυροκομάγανε επειδή ο Α. Βλάσης προστατεύει τα ζωντανά από το λύκο , τα τσακάλια και τα άλλα άγρια ζώα .

-Τη Μεγάλη Πέμπτη , έβαζαν ανάμεσα από τα στρουγκόλιθα της στρούγκας , μέσα στο χώμα , ένα κόκκινο λειτουργημένο αυγό , για να φυλάει τα ζώα από την παρμάρα και το μασταρά , αρρώστιες που κόβουνε το γάλα.

- Τη Μ. Παρασκευή , πάλι , έβαζαν στο τσοκάνι μιας προβατίνας λουλούδια από τον Επιτάφιο για φυλαχτό του κοπαδιού .

-Στη γιορτή του Α. Γεωργίου (23 Απριλίου) επειδή ήταν μέρα σημαδιακή , που άφηναν τα χειμαδιά για να πάνε στα βουνά , πρόσφεραν στη χάρη του Αϊ – Γιώργη, στην εκκλησία , ένα αρνί άσπρο και στη στάνη κάνανε γλέντι τρικούβερτο : Έσφαζαν το πιο καλοθρεμμένο αρνί τους , τον Αϊ-Γιωργίτη όπως το έλεγαν , και καλούσαν σε τραπέζι συγγενείς και φίλους . Να τυριά , να γιαούρτη , να γαλατόπιτες , να τυρόπιτες και τα τέτοια .

-Την Πρωτομαγιά , αν τύχαινε να βρέξει , μάζευαν νερό της βροχής και το χρησιμοποιούσαν αντί για μαγιά προκειμένου να πήξουν το τυρί .

-Στη γιορτή της Αναλήψεως , που πέφτει πάντοτε ημέρα Πέμπτη , οι τσοπάνηδες , σε πολλά μέρη , έκαναν αγιασμό για τα κοπάδια τους κι έφτιαχναν γαλατόπιτες . Γι’ αυτό τη μέρα της Αναλήψεως τη λέγανε και Γαλατοπέφτη .

-Στη γιορτή του Α. Δημητρίου , 26 Οκτωβρίου , ξεκινάγανε για τα χειμαδιά . Για καλό και για κακό κρεμάγανε στα ζώα τους φυλαχτά . Για να τα προφυλάξουν από το κακό το μάτι , μάλιστα , τους έβγαζαν τα μεγάλα κουδούνια και τα τροκάνια και τους έβαζαν μικρά , ώστε να μην ακούγονται πολύ και προκαλούν τη ζήλεια και τον φθόνο.

-Η γιορτή του Α. Μηνά , 11 Νοεμβρίου , ήταν το τελευταίο χρονικό όριο για να κατεβούν και οι τελευταίοι τσοπάνηδες από τα βουνά στα χειμαδιά . Γι’ αυτό βγήκε η παροιμία :

«Ο Αϊ – Μηνάς εμήνυσε , Πούλια μην ξημερώσει ,

Κι ούτε τσοπάνος στο βουνό κι ούτε ζευγάς στους κάμπους»

Επειδή , κατά τη λαϊκή αντίληψη , ο Α. Μηνάς λέγεται έτσι επειδή «μηνάει» , φανερώνει –δηλαδή- ό,τι είναι χαμένο , μαζί και τα χαμένα ζώα , οι τσοπάνηδες ζητούσαν πάντα τη βοήθεια του Α. Μηνά , όταν είχαν χάσει ζώα και πάνω απ’ όλα (επειδή είναι στρατιωτικός άγιος) τον παρακαλούσαν να τα φυλάξει από το στόμα του λύκου . Γι’ αυτό και οι γυναίκες τους τη μέρα αυτή δεν άνοιγαν ψαλίδι - το έδεναν , μάλιστα , με μια κλωστή - και οι τσοπάνηδες δεν άνοιγαν σουγιά , για να είναι το στόμα του λύκου κλειστό .

Παροιμίες των τσοπάνηδων:

Αρνί που βλέπει ο Θεός ο λύκος δεν το τρώει .

Το πρόβατο που φεύγει από το μαντρί… ή του λύκου ή του μαχαιριού .

Εμείς οι βλάχοι , όπως λάχει .

Γυναίκα από σπίτι και σκυλί από μαντρί .

Το καλό αρνί βυζαίνει δυο μανάδες .

Αυτός κοιμάται σαν αρνί .

Βάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα .

Αυτός κόβει των σκυλιών κλαρί .

Φράσεις των τσοπάνηδων :

-Για να πήξει καλά το τυρί βάζανε πάνω στο λεβέτι έναν στούμπο , δηλ. μια στρογγυλή , σφαιρική πέτρα και λέγανε : «Πέτρα να γίνει…»

-Επίσης για να πήξει καλά η γιαούρτη και να είναι νόστιμη , λέγανε το εξής χαριτωμένο :

«Σαν ψωμί , σαν τυρί , σαν της κόρης το βυζί ,

Σαν στέρφης γίδας κόκαλο , σαν χήρας κωλομέρι» .

Ακόμα λέγανε :

«Η κόρμπα (μαύρη) γίδα για μαλλί κι η ρούσα (κοκκινωπή) για το γάλα

Κι η λιάρα (ασπρόμαυρη) και η παλιβή (κάτασπρη) στολίδι μέσα στ’ άλλα»

Η σχέση του τσοπάνη με τα ζωντανά του ήταν σχέση ζωής . Αν κάποιο ζωντανό πάθαινε κάτι κακό τότε υπόφερε κι ο τσοπάνης . Κι αν ο τσοπάνης ήταν που πάθαινε το κακό τότε όλο το κοπάδι θρηνούσε που του ’λειπε ο αφέντης , ο προστάτης και πατέρας του .

Προλήψεις των τσοπάνηδων

Οι τσοπάνηδες , οι νήπιοι του Ευαγγελίου , όπως τους αποκάλεσε ο Κόντογλου , με τις αθώες και άδολες ψυχές τους είχαν δημιουργήσει , από γενιά σε γενιά , διάφορες προλήψεις , σχετικά με το καλό ή το κακό , τις οποίες τηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια : π.χ. :

-Μετά τη δύση του ήλιου δεν δάνειζαν και δεν έβγαζαν από την καλύβα τους αλάτι , σπίρτα και κάθε άλλο πράμα , γιατί θα το έβλεπαν τ’ άστρα και θα πάθαιναν κακό τα ζωντανά στη στάνη .

-Αρχίζοντας στη στρούγκα το άρμεγμα , κι όταν το τελείωναν , έκαναν τον σταυρό τους και σταύρωναν τρεις φορές τη γεμάτη γάλα καρδάρα . Στο άρμεγμα δεν έπρεπε να κοιτάει κανείς ξένος ή περαστικός , γιατί θα μάτιαζε τα ζωντανά και θα ’χαναν το γάλα τους . Κι αν τύχαινε όμως κείνη την ώρα κάποιος , πρέπει να τα φτύσει μην τα ματιάσει .

-Κακό σήμαινε για το βοσκό όταν , χωρίς λόγο , βέλαζαν , φτερνίζονταν ή δέρνονταν τα ζωντανά του . Επίσης , όταν ο τσοπάνης ονειρευτεί ότι τα ζωντανά του βόσκουν σε μεγάλο και πλούσιο λιβάδι , τότε θα δυστυχήσουν …

-Την πρώτη μέρα και στο πρώτο άρμεγμα στη στρούγκα έβαζαν κάτω στην πόρτα ένα τσεκούρι , για να περάσουν από πάνω του τα πρόβατα και τα γίδια και να είναι σιδερένια .

-Όταν άδειαζαν την καρδάρα με το γάλα στο κακάβι , για να συνεχίσουν το άρμεγμα , άφηναν μέσα στην καρδάρα λίγο γάλα , για να μην στερφέψουν τα ζωντανά .

-Τη μυτζήθρα δεν τη βράζανε ποτέ με ξύλα γκορτσιάς , για να μη χαθούνε τα ζωντανά . Επίσης , την Κυριακή ποτέ δε δέρνανε το γάλα , για να βγάλουν βούτυρο .

-Τα κουτάβια που προορίζονταν για τσοπανόσκυλα τα τάιζαν το πρώτο γάλα μέσα από το τσαρούχι του τσοπάνη , για να γίνουν πιστά στο αφεντικό και στο κοπάδι . Επίσης έκοβαν λίγο από την άκρη του αυτιού των σκυλιών , το έψηναν και το έδιναν να το φάνε , για να γίνουν άγρια , ατρόμητα και δυνατά .

-Στη γιορτή της Αναλήψεως έβγαζαν βούτυρο , το φυλάγανε ανάλατο όλο το χρόνο και το χρησιμοποιούσαν για φάρμακο , σαν αλοιφή , για διάφορες αρρώστιες .

-Άμα αρουλιούσανται (ουρλιάζανε) τα σκυλιά τη νύχτα , κάποιο κακό προμηνυόταν για τον τσοπάνη .

Εδώ όμως φτάσαμε στο τέλος της αποψινής παρουσίασης . Για επίλογο δεν μπόρεσα να βρω τίποτε καλύτερο από ένα ποίημα του Κώστα Κρυστάλλη για τους τσοπάνηδες:

«Ἤθελα νἄμουν τσέλιγκας, νἄμουν κ᾿ ἕνας σκουτέρης,

νὰ πάω νὰ ζήσω στὸ μαντρί, στὴν ἐρημιά, στὰ δάσα,

νἄχω κοπάδι πρόβατα, νἄχω κοπάδι γίδια,

κ᾿ ἕνα σωρὸ μαντρόσκυλα, νἄχω καὶ βοσκοτόπια,

τὸ καλοκαίρι στὰ βουνά, καὶ τὸν χειμῶ στοὺς κάμπους.

Νἄχω ἀπὸ πάλιουραν βορὸ καὶ στρούγγα ἀπὸ ροδάμι,

νἄχω καὶ σὲ ψηλὴν κορφὴ καλύβα ἀπὸ ρουπάκια,

νἄχω μὲ τὰ βοσκόπουλα σὲ κάθε σκάρον γλέντι,

νἄχω φλογέρα νὰ λαλῶ, ν᾿ ἀντιλαλοῦν οἱ κάμποι,

νἄχω καὶ κόρην ὄμορφη, στεφανωτήν μου νἄχω,

νὰ μοῦ βοηθάει στὸ σάλαγο, νὰ μοῦ βοηθάει στὰ γρέκια,

κι ὄντας θὰ τὰ σταλίζουμε τὰ δειλινὰ στοὺς ἴσκιους,

στῆς ρεματιᾶς τὴ χλωρασιὰ μαζί της νὰ πλαγιάζω,

νὰ μὲ κοιμίζει μὲ φιλιὰ στοὺς δροσερούς της κόρφους.»

Τ Ε Λ Ο Σ