Σάββατο 31 Ιουλίου 2010

Αποσπάσματα απ΄ το βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη «Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν»-Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2002

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
ΤΟΥ ΛΗΣΤΑΡΧΟΥ ΦΩΤΗ ΓΙΑΓΚΟΥΛΑ



Ο Φώτης Γιαγκούλας, σύμφωνα με μια διήγηση του δάσκαλου και επίσης ληστή Ευάγγελου Παπαθεοδώρου, είχε γεννηθεί το 1894 στον Μεταξά Σερβίων Κοζάνης και έδρασε στην περιοχή που περιέκλειαν τα βουνά Χάσια, Καμβούνια και 'Ολυμπος. Ο Παπαθεοδώρου διηγιόταν στους άλλους ληστές πως ο πατέρας του Φώτη Αναστάσιος Γιαγκούλας και η μητέρα του Αικατερίνη ήταν καλοί νοικοκύρηδες και ευκατάστατοι, ενώ ο ίδιος ο Φώτης Γιαγκούλας ήταν καλός στα γράμματα:

- Πήγε εις την δευτέραν Γυμνασίου και αν καμμιά φορά δεν πιάνει την πέννα, το κάνει γιατί δεν θέλει να έχουν γράμματα δικά του οι αρχές. Όταν ο ελληνικός στρατός ελευθέρωσε τα μέρη αυτά ο Φώτης ήταν δεκαεφτά χρονών. Δεν βαστούσε η καρδιά του να βλέπη τα άλλα παιδιά να πολεμάνε κι αυτός να μένη σπίτι του. Πήγε λοιπόν εθελοντής και πολέμησε σαν θεριό στα Γενιτσά και στον Βουλγαρικό πολέμιο. Ο σημερινός ληστής έγινε σε λίγο διάστημα λοχίας. Αυτός ο λοχίας λοιπόν, που δεν φοβήθηκε ποτέ τίποτε στον κόσμο, αυτός έγινε λιποτάκτης εν καιρώ ειρήνης. Έγινε που λέτε ληστής για τα γαλανά μάτια της Μαρίας. Αχ, ανάθεμα την ώρα που του έδωσα άδεια να γυρίση στο χωριό, έλεγεν ο λοχαγός του όταν έμαθε τα συμβάντα. Ο έρωτας τον έκανε τρομερό αντεραστή.
- Τι θα πη αντεραστής, Παπαθεοδώρου;
- Θα πει, Μπλαντέμη, ν αγαπάς κάποια και να την αγαπάη κι άλλος αυτήν την κοπέλλα. Τότε εσύ και ο άλλος είσθε αντερασταί!
- Τον έφαγα μόλις μου το πουν αν είμαι παλληκάρι και συμβαίνει τέτοιο πράγμα.
- Και όπως σκέπτεσαι σκέφθηκε και ο Φώτης.
Πυροβόλησε. Ύστερα πέρασαν οι μέρες της άδειας και είχε περάσει ένας μήνας που τον είχανε κηρύξει λιποτάκτη. Εβγήκε λοιπόν στο κλαρί. Στην αρχή η ληστρική του δράση δεν ήταν σπουδαία. Ήταν ο πιο παλληκαράς, ο πιο ατρόμητος και μ' όλα ταύτα ο πρώτος του καπετάνιος, ο καπετάν Μήτρος, τον έδιωξε. Άντε σύρε, του λέγει, στο καλό! Δεν είσαι για ληστής εσύ. Σ' έβαλα να κάνης ένα έγκλημα και δεν το 'καμες γιατί λυπάσαι. Αφού εσύ παιδί μου κατηγορείσαι για λιποταξία, σύρε να παραδοθείς πριν σ' επικηρύξουνε. Θα φας τρεις τέσσερις μήνες φυλακή και θα σωθής...

Αυτή είναι μια διήγηση του Παπαθεοδώρου, σίγουρα εξωραϊσμένη για τις περιστάσεις της εποχής.
Για το πώς ακριβώς βγήκε στο βουνό ο λήσταρχος υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Η μία λέει πως ο Φώτης Γιαγκούλας θα συλληφθεί πρώτη φορά για ζωοκλοπή και θα καταδικαστεί σε έξι χρόνια φυλακή, για ν' αποδράσει κατά τη μεταγωγή του με αυτοκίνητο από τις φυλακές Κοζάνης στις φυλακές Τρικάλων, να συλληφθεί για δεύτερη φορά από τον ενωμοτάρχη Καλοϊδά και να καταδικαστεί σε δεκαοκτώ χρόνια φυλακή. Όταν το τρένο που τον μετέφερε από τη Λάρισα στο διαβόητο κάτεργο του Γεντί Κουλέ της Θεσσαλονίκης θα φτάσει στη μέση περίπου του θεσσαλικού κάμπου, ο Γιαγκούλας θα δραπετεύσει φορώντας τις χειροπέδες του.
Από το χρονικό αυτό σημείο και ύστερα ο Γιαγκούλας θα μεταβεί στην Αθήνα με το ψευδώνυμο Νίκος Σκλήμπας, όπου και θα συνάψει σχέσεις άλλοι λένε με τη γυναίκα ενός στρατιωτικού κι άλλοι με μια κυρία της αριστοκρατίας. Είναι η εποχή που, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες (μάλλον των «θρυλοθήρων»), ο Γιαγκούλας έπινε τον καφέ του σε κεντρικό καφενείο στο Σύνταγμα.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή (και μάλλον την περισσότερο... ρομαντική και ίσως και αληθινή), ο Φώτης Γιαγκούλας βγήκε στο βουνό το 1920, σχεδόν μόλις συμπλήρωσε την κανονική στρατιωτική του θητεία, για την τιμή μιας πρώτης εξαδέλφης του, της Μαρίας (όμως άγνωστο αν αυτό έγινε και για τα μάτια της), σκοτώνοντας έναν ενωμοτάρχη της χωροφυλακής που υπηρετούσε στον μικρό σταθμό των Μεταξάδων και που την ενοχλούσε επίμονα. Τις έρευνες για το φόνο του ενωμοτάρχη αλλά και τα αίτια που οδήγησαν σ' αυτόν θα κάνει ένας σκληροτράχηλος αξιωματικός της χωροφυλακής, ο Αποστόλου, που, σύμφωνα με τους Χατζή και Τερζόπουλο, αποτελούσε το «φόβο και τον τρόμο της περιοχής». Ο Αποστόλου θα ανακρίνει με ιδιαίτερη σκληρότητα τόσο τη Μαρία όσο και τον πατέρα της μπροστά στους κατοίκους του χωριού και στη συνέχεια θα αναχωρήσει, αφού δώσει τις κατάλληλες οδηγίες στους χωροφύλακες που άφηνε πίσω του σε περίπτωση εμφάνισης του Φώτη Γιαγκούλα.
Είναι η εποχή που ο μετέπειτα διαβόητος λήσταρχος, παίρνοντας την απόφαση να βγει στο κλαρί, θα γνωρίσει το σύντροφο του Γκανάτσιο και μαζί του θ' αρχίσει τις πρώτες του επαφές με τα τσελιγκάτα, τα τσοπανόπουλα και τους αγωγιάτες.
Ο Γιαγκούλας θα συλληφθεί λίγο αργότερα και θα κλειστεί στις φυλακές της Λάρισας για να περάσει από δίκη. Ύστερα θα γίνει προσπάθεια μεταφοράς του στη Θεσσαλονίκη, για να φυλακιστεί στο διαβόητο κάτεργο της, το Γεντί Κουλέ. Ο Φώτης Γιαγκούλας θα επιβιβαστεί με συνοδεία χωροφυλάκων στο τρένο με κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη, αλλά μόλις αυτό φτάσει περίπου στον Πλαταμώνα, ο νεαρός ληστής θα καταφέρει να δραπετεύσει φορώντας τις χειροπέδες του, από τις οποίες τελικά τον απάλλαξε κάποιος τσοπάνος ονόματι Κορώνας. Ο Γιαγκούλας, από το φόβο τυχόν προδοσίας, θα φύγει από τη στάνη του το ίδιο βράδυ, παίρνοντας το όπλο του και μια κάπα.
Πάντως είναι γεγονός πως η ιστορία του, ιδίως εκείνη των αμέσως επόμενων χρόνων, είναι γεμάτη αίματα, αιχμαλωσίες, φόνους -πενήντα τέσσερις τον αριθμό- και ηρωισμούς. Από τα πλέον άγρια εγκλήματα του ήταν ο φόνος του γιατρού Οδυσσέα Νικολαΐδη στο Καταφύγιο των Σερβίων, στις 9 Ιανουαρίου 1924, επειδή είχε πληροφορίες ότι είχε συνεργαστεί με τα καταδιωκτικά αποσπάσματα. Ο Νικόλαος Θ. Μπατσάρας, συνταξιούχος γραμματέας της κοινότητας Αγίας Βαρβάρας Βέροιας, καταθέτοντας τις προσωπικές του αναμνήσεις σχετικά με τη δράση του λήσταρχου Φώτη Γιαγκούλα, θα πει γι' αυτή τη δολοφονία:

Λήστεψαν τον γερο-Νικολαΐδη Θανάση, παντοπώλη του Καταφυγίου, και αφού τον πήραν 23 τενεκεδάκια χρυσές λίρες, βάρος μισής οκάς το καθένα δηλ. 23 Χ ½ = 11, ½ οκάδες, σκότωσαν και το γιο του γιατρό Οδυσσέα Νικολαΐδη. Τότε ο γιατρός ήταν πολύ χρήσιμο επάγγελμα αλλά και σπάνιο. Στα Πιέρια υπήρχαν μόνο τρεις γιατροί, ο Οδυσσέας στο Καταφί, κάποιος Οικονόμου στον Μοσχοπόταμο και ο νεαρός φοιτητής της ιατρικής Βασίλειος Κουτσιαντάς από τα Ριζώματα. Ο Γιαγκούλας δεν ήθελε να σκοτώσει τον Οδυσσέα, ούτε πήρε μέρος στο συμβούλιο της συμμορίας. Λέγανε μάλιστα πως ήταν φίλοι με τον πατέρα του. Οι άλλοι όμως οι 3 της παρέας απεφάσισαν την εκτέλεση του γιατρού, Τσαμήτρος, Παπαγεωργίου και Μακρής.
Το έγκλημα του εκτελεσθέντος γιατρού Οδυσσέα Νικολαΐδη ήταν πολύ μεγάλο συγκεκριμένα, είχε στείλει ο ίδιος μυστικά επιστολή σε κάποιον Διοικητή της Χωροφυλακής (αποσπασματάρχην) της περιοχής Γκαντάραν ονομαζόμενον, με την οποία πρόδιδε το λημέρι της συμμορίας. Και αυτός ο αθεόφοβος την επιστολή αυτή με σύνδεσμο του αυτούσια την έστειλε στο Γιαγκούλα που ήταν φίλος του και του 'δινε συχνά μερίδιο από τα κλεψιμαίικα. Μ' όλα τούτα όμως ο Γιαγκούλας δεν ήθελε να χαλάσει τον γιατρό, γιατί την εποχή εκείνη ήταν ο μοναδικός της περιοχής, αλλά και επειδή ο πατέρας του Θανάσης Νικολαΐδης, καθώς και ο αδελφός του Αριστόδημος ήσαν φίλοι του και πολλές φορές τον φιλοξένησαν στο σπίτι τους. Γι΄ αυτό δεν πήρε μέρος στο συμβούλιο της συμμορίας. Αλλά παμψηφεί, από τα υπόλοιπα τρία μέλη της, απεφασίσθη η εκτέλεση του και εξετελέσθη, μάλιστα μπροστά στα μάτια του πατέρα του και άλλων χωριανών, λίγο έξω από το Καταφί...

Ματωμένος αντιπερισπασμός μέσα στο χιόνι: Αθανάσιος Πάικος, Αποστόλου. Γρηγοράτος και ο άδοξος θάνατος του ληστή Θανάση Σκοτίδα

Στις 12 Φεβρουαρίου 1925 ο λήσταρχος Γιαγκούλας, θέλοντας να τρομοκρατήσει με τη σειρά του κι αυτός τα καταδιωκτικά αποσπάσματα που καταβασάνιζαν τους φίλους και συνεργάτες του στα διάφορα χωριά και στις στάνες, θα θέσει σε εφαρμογή το μεγαλεπήβολο και αιματηρό σχέδιο του, με πρώτο σταθμό μετάβασης την Τσαπουρνιά της Ελασσόνας. Εκεί θα βάλει τον Θανάση Σκοτίδα να σφάξει μπροστά στους έντρομους κατοίκους του χωριού το συμπατριώτη του και πρόεδρο της κοινότητας Τσαπουρνιάς Αθανάσιο Πάικο, αποκαλώντας τον προδότη και χαφιέ της εξουσίας.
Στη συνέχεια ο Φώτης Γιαγκούλας θα μεταβεί στο διπλανό χωριό Γλύγκοβο (σημερινό Σαραντάπορο), για να ξαναγυρίσει σαν τον άνεμο στην Τσαπουρνιά, όπου στις 13 προς 14 Φεβρουαρίου θα δολοφονήσει τον ανθυπομοίραρχο Αποστόλου.
Στο Γλύγκοβο ο λήσταρχος, συνοδευόμενος από τον Σκοτίδα και αφήνοντας πίσω ένα άλλο παλληκάρι του, τον Δελαμήτρο ή Νταλαμήτρο, για να παρακολουθεί την όλη κατάσταση, θα επισκεφθεί το σπίτι του φίλου του Ντάλα, όπου θ' αλλάξει τα ρούχα του, φορώντας καθαρά εσώρουχα και καθαρές κάλτσες. Εκεί θα σχεδιάσει το καινούργιο έγκλημα της Τσαπουρνιάς, που θα έχει ως θύμα του αυτή τη φορά τον ανθυπομοίραρχο που προαναφέραμε.
Στην Τσαπουρνιά ο Φώτης Γιαγκούλας, έχοντας τις πληροφορίες περί επικείμενης άφιξης τριών μεταβατικών αποσπασμάτων υπό τις διαταγές των ανθυπομοιράρχων Αποστόλου, Πετράκη και Πατρινιού, θα κρυφτεί στη στάνη του φίλου του κτηνοτρόφου Αχιλλέα Σουρλή περιμένοντας. Το ίδιο βράδυ θα καταλύσουν εντελώς ανυποψίαστοι στο σπίτι του Σουρλή οι Πετράκης, Πατρινιός και Αποστόλου, για να δειπνήσουν και να ξεκουραστούν. Οι τρεις αξιωματικοί θα κρεμάσουν τα όπλα τους πίσω από την πόρτα της κουζίνας και αμέριμνοι θα καθίσουν στο τραπέζι. Λίγο αργότερα η γριά μητέρα του Σουρλή θα στείλει ειδοποίηση με τον οκταετή εγγονό της Αντώνη Σουρλή στο λήσταρχο Φώτη Γιαγκούλα, που, αφού εισβάλει στο σπίτι των Σουρλήδων απ' τη μισάνοιχτη πόρτα, θα αφαιρέσει πρώτα τα όπλα των έντρομων αξιωματικών και ύστερα θα σκοτώσει μπροστά στα μάτια των φίλων και των νοικοκυραίων του σπιτιού τον ανθυπομοίραρχο Αποστόλου, που καθόταν στο τραπέζι κι έτρωγε.
Όμως ο Φώτης Γιαγκούλας δεν θα σταματήσει την αιματηρή του εκδίκηση. Λίγες μέρες αργότερα, στις 22 Φεβρουαρίου 1925, κι ενώ από τα χαράματα της προηγουμένης η είδηση της αιχμαλωσίας των κυνηγών στον Όλυμπο από τη συμμορία του Πάντου Μπαμπάνη θα τρέχει από τη μια έως την άλλη άκρη της Ελλάδας, θα δολοφονήσει στη Δρυάνιστα Κατερίνης (σημερινό Μοσχοπόταμο) τον ανθυπομοίραρχο Γρηγοράτο και τον «συνοδεύοντα τούτον και εκτελούντα χρέη οδηγού αγροφύλακα Μηλιώτη».

Μικρές λεπτομέρειες σχετικά με τη δράση ληστών και καταδιωκτικών αποσπασμάτων και κάποιες ενδιαφέρουσες επιστολές τον λήσταρχου Φώτη Γιαγκούλα

Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε μερικές λεπτομέρειες σχετικά με τα καταδιωκτικά αποσπάσματα, που άλλοτε αποτελούνταν από χωροφύλακες και άλλοτε από στρατιώτες, ενώ πολλές φορές ήταν ανάμικτα και συμπληρώνονταν από «κυνηγούς» και εθνοφύλακες. Συχνά, και για πολλούς λόγους, χρησιμοποιούνταν στο κυνήγι των ληστών ως οδηγοί και ιχνηλάτες των καταδιωκτικών αποσπασμάτων ντόπιοι επιστρατευμένοι, δραγάτηδες αλλά και εθελοντές κάτοικοι των πιο κοντινών στον τόπο όπου διαδραματίσθηκε το ληστρικό κατόρθωμα χωριών, που ένιωθαν δυσαρεστημένοι ή γιατί είχαν υποφέρει από την παρουσία των ληστών ή γιατί την είχαν πληρώσει με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Οι περισσότεροι απ' αυτούς συμμετείχαν στις οργανωμένες παγάνες των καταδιωκτικών αποσπασμάτων με τον δικό τους οπλισμό (πάλες, δρεπάνια κ.ά.), για να αποδειχθούν εξίσου σκληροί και αμείλικτοι με τους στρατιώτες και τους χωροφύλακες.
Οι ληστές, έχοντας υπόψη τους αυτή την πραγματικότητα, απέφευγαν τη συμπλοκή και την κατά μέτωπο σύγκρουση με τα καταδιωκτικά αποσπάσματα, ιδίως όταν αυτά ήταν πολυάριθμα. Προτιμούσαν να χάνονται στα δάση, στα φαράγγια και στις βουνοκορφές, χρησιμοποιώντας όσο το δυνατόν καλύτερα κρυμμένα μονοπάτια και άγνωστες διόδους διαφυγής. Όταν αυτό δεν ήταν εφικτό, προσπαθούσαν να καθυστερήσουν όσο μπορούσαν τους διώκτες τους, μέχρι να πέσει η νύχτα κι έτσι να εξαφανιστούν με τα πρώτα σκοτάδια, χρησιμοποιώντας την πανουργία της αλεπούς και σβήνοντας καλά τα ίχνη τους. Γι' αυτό πολλές φορές, βλέποντας να ζυγώνει η νύχτα, επιδίωκαν πάση θυσία την καθυστέρηση, δηλαδή το ροκάνισμα του χρόνου, ανοίγοντας διάλογους με τους αντιπάλους τους και ανταλλάσσοντας μαζί τους απειλές και βρισιές γεμάτες χυδαιότητα.
Τα πράγματα δυσκόλευαν ιδιαίτερα όταν στον τόπο της συμπλοκής υπήρχε χιόνι και θα ήταν εύκολο να ανευρεθούν τα ίχνη τους και φυσικά και η κατεύθυνση που πήραν. Το χιόνι δυσκόλευε σε αφάνταστο βαθμό τόσο τους ληστές όσο και τα καταδιωκτικά αποσπάσματα. Όλα αυτά τα γνώριζαν οι ντόπιοι ιχνηλάτες, όπως γνώριζαν πολύ καλά και τα ληστρικά μονοπάτια, γι' αυτό και χρησιμοποιούνταν ανελλιπώς όταν η καταδίωξη ήταν ευρείας κλίμακας, καθώς ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να ανακαλύψουν τον «ντορό» των ληστών, όπως λέγονταν τα ίχνη που άφηναν αυτοί πίσω τους, ιδίως ύστερα από βροχή.

Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται στις έρευνες των εφημερίδων φαίνεται ότι αιχμαλωτίζουν το αναγνωστικό κοινό, αλλά αρέσουν και στους ίδιους τους ληστές, οι οποίοι τροφοδοτούν τους δημοσιογράφους με αυτές μέσω φίλων τους πρακτόρων και ληστοτρόφων. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο των δημοσιογραφικών ερευνών, βλέπει το φως της δημοσιότητας και μια επιστολή του Φώτη Γιαγκούλα, ένα ληστρικό... διάγγελμα, θα λέγαμε, που θα πρέπει να θεωρηθεί ως απάντηση στις ανακοινώσεις του Κονδύλη. Η επιστολή που απευθύνεται στον πρόεδρο της κοινότητας του χωριού Λιβάδι, αλλά και προς κάποιον αξιωματικό του πεζικού για τον οποίο οι ληστές έχουν πληροφορίες ότι βασανίζει και θέτει εκτός... μάχης αρκετούς από τους φίλους τους έχει ως εξής (όπως δημοσιεύτηκε σε εφημερίδα):

Κύριε Πρόεδρε του Λιβαδίου,
την επιστολήν μας την οποίαν θα σου φέρει ο κτηνοτρόφος θα την παραδώσης εις τον Μακαρίτην ή εις τον ανθυπομοίραρχον.
Κύριε Μακαρίτη
Τι πιέζεις τους εργατικούς ανθρώπους και τους κτηνοτρόφους αφού βρε κ... γαλονάδες (ύβρις) τ' αστέρια σας και όλη την οικογένεια σας, αφού σας στέλλω είδηση όπου περνώ και ο κόσμος σάς μαρτυρούν πού βρίσκομαι τι τους δέρετε και δεν έρχεστε να πολεμήσωμε. Τι φταίγει ο κόσμος ο εργατικός και τους κακοπιέζεις; Εάν με προδώσουν πού ευρίσκομαι νομίζεις πως ο καθείς έχει δύο κεφάλια; Έλα εσύ (ύβρις) γίνε τσομπάνος και αν θέλης πρόδωσε με. Την μίαν την βραδυάν θα με προδώσεις, την άλλη την βραδυά θα σε κόψω σαν τ αρνάκι.
Λοιπόν, τώρα δεν ήθελα να σε σκοτώσω ούτε εσένα ούτε και τους άλλους κωρωνάδες. Από σήμερα και εντεύθεν να ξεύρης εάν κακοποιήσεις τους ανθρώπους θα σε κάνωμε στρατοκαρτέρια και θα σε πελεκήσωμε με τα σπαθιά μας. Τ' άντερα σου θα σου τα κάνωμε κοκορέτσι και θα σου τα δώσουμε να τα φας. Κι αυτή τη στιγμή σε καλούμε να έλθης βρε (ύβρις) να έλθης να πολεμήσωμε εδώ απάνω εις τον άγιον Προφήτην Ηλίαν, εγώ ο
ΦΩΤΗΣ ΓΙΑΓΚΟΥΛΑΣ
Ο ΠΑΝΤΟΣ

Την επιστολή έχει γράψει ο ίδιος ο Φώτης Γιαγκούλας, που στη συνέχεια την έχει δώσει για έγκριση και στους υπόλοιπους συντρόφους του, οι οποίοι λόγω αγραμματοσύνης αρκέστηκαν να βάλουν τις σφραγίδες τους και μόνο. Φαίνεται όμως και από τον γραφικό του χαρακτήρα πως ο Φώτης Γιαγκούλας ήταν ο μόνος που ήξερε γράμματα, παρά τα ορθογραφικά του λάθη.
Την ίδια εποχή δημοσιεύονται και άλλες ενδιαφέρουσες επιστολές του βασιλέα των ορέων. Μία από αυτές απευθύνεται στο δάσκαλο του χωριού Λιβάδι Γεωργιάδη, άνθρωπο με πνευματική καλλιέργεια, που κάθε άλλο παρά θα μπορούσε να θεωρηθεί θαυμαστής του Γιαγκούλα:

Βρε αρχι... (ύβρις) Δάσκαλε δήλωσες και συ για παλληκαράς να καταδίωξης τους ληστές και ιδίως τον Γιαγκούλα. Τι σου έκανα εσένα βρε κ... (ύβρις) τα θρανία του σχολείου σου έχω ληστέψη ή τα βιβλία βρε ... (ύβρις) που σε πέταξε. Εάν έλθω καμμίαν βραδυάν και σε πιάσω θα σε περάσω στη σούβλα και θα σε ψήσω ζωντανόν.

Όταν ο δάσκαλος διαβάζει την επιστολή, τρομοκρατείται και ζητάει μετάθεση, την οποία πετυχαίνει προς στιγμήν, αλλά ο επιθεωρητής ύστερα από λίγο τον επαναφέρει στην προηγούμενη του θέση, για να ζήσει στη συνέχεια ο άνθρωπος με τον καθημερινό φόβο των ληστών.
Στο ίδιο χαρτί ο Φώτης Γιαγκούλας γράφει και μια λιγόλογη απειλή, που απευθύνεται σε δύο πλούσιους τσελιγκάδες της περιοχής, τον Τσανούσα και τον Σαλαβάτη:

Κερατά Τσανούσα και Σαλαβάτη, εάν σας πιάσω εις τα χέρια μου θα σας γδάρω ζωντανούς.

Ο Γιαγκούλας θα υπογράψει την απειλή και για λογαριασμό του Πάντου Μπαμπάνη, αλλά αυτός, μένεα πνέων κατά των δύο τσελιγκάδων, θ' αρπάξει την επιστολή από το χέρι του Γιαγκούλα και θα βάλει φαρδιά πλατιά την υπογραφή με το ίδιο του το χέρι.
Ο λήσταρχος Φώτης Γιαγκούλας δεν συνήθιζε να χρησιμοποιεί δική του σφραγίδα, προτιμώντας τις ιδιόχειρες υπογραφές αλλά και κείμενα γραμμένα από το χέρι του.
Μια άλλη επιστολή στέλνεται στον πλούσιο τσέλιγκα Μάντζη, από τον οποίο με τρόπο επιτακτικό, όπως θα ταίριαζε σε έναν πραγματικό... βασιλιά, ο Φώτης Γιαγκούλας ζητάει τα αναγκαία και τα χρειώδη, αποκαλύπτοντας και ορισμένες ιδιαίτερες προτιμήσεις κι αδυναμίες του, όπως τα... τσιγάρα εποχής με τη φίρμα Καραβασίλη:

Κύριε Μάντζη αυτήν την στιγμήν θέλω 30 κάσες τσιγάρα Καραβασίλη, 4 πετσέτες, 4 σαπούνια γλυκερίνης, 1 ντουζίνα σπίρτα, 4 φυτίλια, 1 οκά καραμέλες, 1 οκά σταφίδες, 4 κουτιά λουκούμια, 2 μπουκάλια κονιάκ, 12 μανταλάκια.

Το σημείωμα, εκτός από την υπογραφή «Κ. ΦΩΤΗΣ» (το «Κ.» σήμαινε «καπετάν»), φέρει και τη σφραγίδα του λήσταρχου Μπαμπάνη.
Ο ίδιος αποδέκτης θα πάρει ύστερα από λίγο και μια δεύτερη επιστολή, με την εξής απειλητική παραγγελία:

Κύριος Αθανάσιος Μάντζης
επειδή ενόμισες ότι θα εξοντωθούν οι ληστρικές συμμορίες και κάνετε τέρατα και σημεία σε χαρατσώνω 12 πεντόλιρα τουρκικά. Θα τα πέρασης 4 καδένες από τρία.. Εάν δεν μου τα κάνης θα σου κάψω...
Κ. ΦΩΤΗΣ

Και από το πίσω μέρος του χαρτιού:
Θέλω 40 πήχες χακί πρώτης ποιότης. 40 πήχες πανί χακί χασέ εντός δεκαπέντε ημέρες. Θέλω να μου τάχης έτοιμα.
Αρχηγός της συμμορίας
Φώτιος Γιαγκούλας
Πάντος Μπαμπάνης
Θέλω και τέσσαρες τσάντες αντάρτικες, τέσσαρα κλεφτοφάναρα, τέσσαρα ζευγάρια γάντια πέτσινα.

Ο Φώτης Γιαγκούλας (άγνωστο εάν και πόσο σοβαρά είναι ή όχι τραυματισμένος), ύστερα από τις δολοφονίες των Αποστόλου και Γρηγοράτου, θ' ανηφορίσει για μια ακόμα φορά προς τις κορυφές των βουνών. Όμως λίγο πριν από την Τσαπουρνιά, και συγκεκριμένα όταν φτάσει στη θέση Καμίνια, κοντά στον Άγιο Αθανάσιο, θα πέσει στην παγίδα ενός καταδιωκτικού αποσπάσματος από τσολιάδες, απ' αυτά που είχαν βγει σε καταδίωξη της συμμορίας του Πάντου Μπαμπάνη προκειμένου να πετύχουν την απελευθέρωση του γιατρού Τζαμαλούκα.
Είναι ένα κρύο λαμπερό πρωινό όταν οι τσολιάδες θ' αντιληφθούν τους δύο ληστές, με πρώτο τον Σκοτίδα, να βαδίζουν αμέριμνοι, έχοντας μεταξύ τους τη σχετική απόσταση ασφαλείας των εκατό μέτρων που συνήθιζαν. Και να η συνέχεια από εφημερίδα της εποχής:

Εν τω μεταξύ οι λησταί προχωρούν ανύποπτοι. Προηγείται ο Σκοτίδας κρατών το μάνλιχέρ του υπό μάλης και φέρων την ληστρικήν του κάπαν επ' ώμου. Τα μακρυά του μαλλιά ανεμίζουν από τον δροσερόν αέρα που φυσά. Ο Γιαγκούλας ακολουθεί το παλληκάρι του αλλά αυτός δεν έχει ριγμένα κά¬τω τα μακρυά του μαλλιά. Δεν επιδεικνύει και τόσο την ληστρικήν του ιδιότητα. Τις ξανθές πλεξούδες του τις έχει τυλιγμένες και τις κρύβει κάτω από ένα πολιτικό καπέλλο. Αυτό υπήρξε και η σωτηρία του διότι... Εφτά κάννες γυαλιστερών μάνλιχέρ στρέφονται κατά του Σκοτίδα.
- Παιδιά, μη βιάζεσθε! Μην πυροβολήτε ακόμη! ακούεται η υποτρέμουσα φωνή του ανθυπομοίραρχου Κοκκινάκη. Θα πέσουνε επάνω μας!
Αλλά ποιος ακούει στην ψυχολογική εκείνη κατάσταση; Ο Γιαγκούλας, η προαγωγή, οι εξακόσιες χιλιάδες, ο κίνδυνος του οποίου ο καθένας έχει συναίσθησιν όταν βρίσκεται μπροστά του... Όλα αυτά θα κάνουν τους τσολιάδες να βιαστούν. Και ασυναίσθητα τα δάχτυλα θα πιέσουν τις σκανδάλες των όπλων τους. Επτά πυροβολισμοί ετάραξαν την ησυχίαν και ο αντίλαλος τους ακούσθηκε μακρυά πολύ μακρυά. Ο Σκοτίδας γονατίζει αμέσως. Ο ακολουθών αυτόν Γιαγκούλας αναπηδά σαν λεοντάρι που πέφτει, μέσα σε παγίδα. Στρέφει το βλέμμα του γύρω και, κατόπιν σκύβει. Τώρα σέρνεται στη γη με την κοιλιά. Γύρω του οι σφαίρες σφυρίζουν αλλά αυτός δεν δίδει προσοχήν. Απομακρύνεται έτσι σιγά σιγά και πέφτει πίσω από ένα δέντρο, όπου και κρύβεται. Ο Σκοτίδας, ο σύντροφος του κυλιέται κατά γης, το δε σώμα του εξακολουθεί να είναι ο στόχος των ανδρών του αποσπάσματος.
- Επάνω τους παιδιά! ακούεται και πάλιν η φωνή του ανθυπομοιράρχου Κοκκινάκη.
Οι τσολιάδες πηδούν από την ενέδρα των και τρέχουν πυροβολούντες ακόμη. Η νίκη των τους έδωσε φτερά στα πόδια γιατί είχαν νομίσει πως σκότωσαν τον βασιλιά αυτόν των ορέων... Σε λίγο όλοι ευρίσκοντο γύρω από τον Σκοτίδαν, ο οποίος παρέδιδε την κακούργαν ψυχή του...

Όμως για μια ακόμα φορά θα αποδειχθεί πως ο σκοτωμένος δεν είναι ο Φώτης Γιαγκούλας αλλά το καινούργιο μέλος της συμμορίας, ο Θανάσης Σκοτίδας. Οι τσολιάδες απογοητεύονται και καθυστερούν. Και αυτή η καθυστέρηση είναι που θα δώσει την ευκαιρία στο λήσταρχο Φώ¬τη Γιαγκούλα να γίνει καπνός.
Ύστερα από την πρώτη τους έκπληξη και στενοχώρια, και ενώ η Τσαπουρνιά θα στρατοκρατείται και οι κάτοικοι της θα ανακρίνονται μαντρωμένοι στον περίβολο της εκκλησίας, οι τσολιάδες του καταδιωκτικού αποσπάσματος θα προσπαθήσουν να εντοπίσουν τον Γιαγκούλα, αλλά θα είναι αργά και όλες τους οι ενέργειες θ' αποβούν μάταιες. Το πουλί θα έχει πετάξει για μια ακόμα φορά σχεδόν μέσα από τα χέρια τους.
Εν τω μεταξύ λήγει η. χρονική προθεσμία που έχει θέσει ο Κονδύλης προς τους κατοίκους της περιοχής για να καταδώσουν το κρησφύγετο των ληστών που αιχμαλώτισαν τον Τζαμαλούκα και στα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα δεν παρουσιάζεται κανείς που να μπορεί να ρίξει λίγο φως στο σκοτάδι της όλης υπόθεσης.
Ταυτόχρονα ο Φώτης Γιαγκούλας βρίσκει αυτή την εποχή ως την πιο κατάλληλη για ν' αποσυρθεί από το προσκήνιο της επικαιρότητας και το κάνει. Η απόσυρση του αυτή θα κρατήσει σχεδόν μέχρι τις παραμονές του θανάτου του. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα ο λήσταρχος θα διαμένει άλλοτε στη μονή Πέτρας, στη μέση του Ολύμπου, όπου όμως θα εξακολουθεί να συναντιέται με πράκτορες και συνεργάτες του, και άλλοτε σε απομακρυσμένες στάνες φίλων του, απ' όπου θα μεθοδεύει την επικείμενη συνάντηση του με τον άλλο διαβόητο λήσταρχο, τον Πάντο Μπαμπάνη.
Ο Γιώργος Ζαχαρίου γράφει πως η συνάντηση του Φώτη Γιαγκούλα και του Πάντου Μπαμπάνη θα προγραμματιστεί για το βράδυ της 29ης Αυγούστου 1925, από τους συνεργάτες του Γιαγκούλα Χρ. Αγά, Σωτ. Παπαγιάννη, Στέργιο Καρακούλα και Κ. Κορώνη, που θα μεταβούν στον Κοκκινοπλό, όπου και θα συναντηθούν με τους φίλους και συνεργάτες του Μπαμπάνη Δημ. Μουστάκα, Π. Ντελή και Χ. Ντελή, μεταφέροντας την πρόταση του Γιαγκούλα για συνάντηση των δύο λήσταρχων. Ο Πάντος Μπαμπάνης θα συζητήσει την πρόταση με τον αδελφό του Λεωνίδα και τον εξάδελφο τους Κώστα Τσαμήτα και αφού συμφωνήσουν γι' αυτήν, θα στείλουν μια επιστολή στον Γιαγκούλα όπου «θα ορκίζονται εις την αμνηστίαν των, πως θα τον αγαπούν και θα τον θεωρούν αρχηγό τους».
Η συνάντηση θα πραγματοποιηθεί έναν περίπου μήνα πριν από το οριστικό τέλος της συμμορίας και σ' αυτήν ο Φώτης Γιαγκούλας θα φιλήσει σταυρωτά τους τρεις ληστές και θα ευχηθεί ν' αλλάξει η μοίρα του κοντά τους και έτσι ν' αλαφρύνει κάπως η ψυχή του από τα τόσα κρίματα που τη βαραίνουν.
Ύστερα η συμμορία θ' αποφασίσει για την αιχμαλωσία των δύο εξαδέλφων Ραπταίων, πράγμα που θα βάλει για μια ακόμα φορά στα ίχνη τους πολυάριθμα καταδιωκτικά αποσπάσματα.

ΧΡΟΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ: ΚΥΡΙΑΚΗ 20 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1925
ΦΩΤΗΣ ΓΙΑΓΚΟΥΛΑΣ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΣ ΜΠΑΜΠΑΝΗΣ :
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ «ΑΓΡΙΑ ΣΥΜΜΟΡΙΑ» ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ


Οι Αρβανίτες ήρθανε
να δούνε τον Γιαγκούλα
και χίλια δώρα δώσανε
να δούνε τον Γιαγκούλα
Να μάθουν πώς ληστεύουνε
δίχως να φοβηθούνε
Πώς το χρυσάφι που έχουνε
στη γης θα το χαρούνε.

Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1925, ημέρα Κυριακή, ένα καλά οργανωμένο απόσπασμα από είκοσι επτά σκληροτράχηλους χωροφύλακες και πέντε καλά εκπαιδευμένους αγροφύλακες, με τη βοήθεια ενός ντόπιου καταδότη, του κτηνοτρόφου Γρηγόρη Γκόρτσου ή Γιουλάκη ή Γούλα από τη Βρόντου Πιερίας, θα έχει καταφέρει να εντοπίσει και να περικυκλώσει τους διαβόητους λήσταρχους των χρόνων του Μεσοπολέμου Φώτη Γιαγκούλα, Πάντο Μπαμπάνη, τον αδελφό του Λεωνίδα Μπαμπάνη και τον εξάδελφο τους Κώστα Τσαμήτα, στο απρόσιτο λημέρι τους στη θέση Κόκκαλα του Ολύμπου, πάνω από την Κλεφτόβρυση.
Οι καλά εκπαιδευμένοι χωροφύλακες που επιλέγονται εν σπουδή από το Λιτόχωρο και τα γύρω χωριά θα έχουν για αρχηγό τους αυτή τη φορά έναν σκληροτράχηλο κι αποφασισμένο αξιωματικό της χωροφυλακής, το μοίραρχο Ιωάννη Πετράκη.
Ο Πετράκης είναι ένας ορκισμένος και απηνής διώκτης του λήσταρχου Φώτη Γιαγκούλα. Μέχρι πριν από λίγο χρονικό διάστημα υπηρετούσε στην Έδεσσα και μια μέρα, χωρίς να εξηγήσει τι και πώς, ζήτησε να τοποθετηθεί διοικητής των καταδιωκτικών αποσπασμάτων στην περιοχή του Ολύμπου. Ο λόγος; Είναι κρυφός και τον κρατάει μόνο για τον εαυτό του, αλλά λίγο λίγο και από κάτι μισόλογα αυτός έχει αρχίσει να βγαίνει προς τα έξω. Το συζητάνε όταν βρεθούν μόνοι οι χωροφύλακες και οι συνάδελφοι του και ίσως να το ξέρει και η υπηρεσία. Θέλει, λέει, να εκδικηθεί τον διαβόητο λήσταρχο για το πάθημα ενός συνονόματου πρωτοξαδέλφου και ενός συναδέλφου του, που πριν από λίγο καιρό ο Γιαγκούλας τους είχε αφοπλίσει και τους είχε αφήσει να γυρίσουν άοπλοι και καταντροπιασμένοι στην υπηρεσία τους, σκοτώνοντας κατά τρόπο άγριο τον επικεφαλής τους ανθυπομοίραρχο Αποστόλου. Και τώρα, ένα σχεδόν μήνα από την εθελοντική του τοποθέτηση στην περιοχή του Ολύμπου, ο μοίραρχος της χωροφυλακής Ιωάννης Πετράκης βιάζεται να λογαριαστεί μαζί του. Εξάλλου το έλεγε συνεχώς τριγυρίζοντας από καφενείο σε καφενείο και από πλατεία σε πλατεία, στρίβοντας με νόημα το αρειμάνιο μουστάκι του:
«Πού θα μου πάει, αν δεν τον φάω μια μέρα τον κερατά, να μη με λένε Πετράκη!»
Και για το σκοπό αυτό ολοένα και περισσότερο προετοιμαζόταν, περιμένοντας να βρει την κατάλληλη ευκαιρία.
Και να που οι καλογυμνασμένοι άντρες, κάτω από τη δική του καθοδήγηση, έχουν κιόλας πραγματοποιήσει μέσα στα σκοτάδια της νύχτας μια δύσκολη και ιδιαίτερα επίπονη, σχεδόν ορειβατική αναρρίχηση, χωρίς τα άρβυλα τους, που τα έχουν δεμένα με τα κορδόνια και περασμένα στο λαιμό τους, η οποία θα κρατήσει όλο εκείνο το βράδυ του Σαββάτου.
Πριν το πρώτο ξημέρωμα της Κυριακής 20 Σεπτεμβρίου 1925, κατάκοποι και καταϊδρωμένοι, οι άντρες του καταδιωκτικού αποσπάσματος θα διακρίνουν μέσα στην ησυχία σε απόσταση βολής όπλου την καλά κρυμμένη είσοδο της δυσπρόσιτης σπηλιάς που αποτελούσε το κρησφύγετο των ληστών. Τους βλέπει γύρω του ο μοίραρχος λαχανιασμένους, κουρασμένους, καταϊδρωμένους, αλλά να έχουν φέρει σε πέρας την επίπονη ανάβαση τους, και φτερουγίζει η καρδιά του από την προσμονή του μεγάλου γεγονότος. Οι περισσότεροι είναι νέοι, κάπως ανώριμοι ίσως, αλλά με τη σειρά του κι αυτός τους έχει προετοιμάσει όσο γινόταν καλύτερα. Γι' αυτό και τους καμαρώνει.
Οι άντρες του αποσπάσματος θα φάνε λίγη γαλέτα μέσα σε απόλυτη σιωπή, θα πιουν νερό από τα παγούρια τους και ύστερα, όσοι απ' αυτούς θέλουν, θα καπνίσουν. Ξεθεωμένοι κυριολεκτικά από το ανέβασμα, θ' αλείψουν με μπόλικο λίπος τα πληγιασμένα πόδια τους, πριν ξαναφορέσουν τα σκληρά και φαγωμένα τους άρβυλα. Στη συνέχεια θα χωριστούν σε τρία τμήματα, κυκλώνοντας το ληστρικό λημέρι, και θα ξαπλώσουν τυλιγμένοι στις βρόμικες και σκισμένες χλαίνες τους, περιμένοντας να σκάσουν μύτη οι πρώτες ακτίνες του ήλιου.
Όλα αυτά βέβαια μέχρι τις εννέα το πρωί. Είναι η στιγμή που ο Κώστας Τσαμήτας θα πάει ανυποψίαστος στην πολύ κοντινή βρύση για να γεμίσει με φρέσκο νερό τα παγούρια της συμμορίας και να επιστρέψει στη σπηλιά τους. Ύστερα οι ληστές θα καθίσουν απ' έξω για να φάνε, και τότε είναι που ο τόπος θα αλαφιαστεί από τους απανωτούς πυροβολισμούς των μάουζερ και των μάνλιχερ και η ησυχία του πρωινού θα γίνει χίλια κομμάτια από τις πολλαπλές ριπές των όπλων, τις οιμωγές των τραυματισμένων και γενικότερα τις κραυγές και τις βρισιές της συμπλοκής, που τελικά θα κρατήσει μέχρι τις πέντε το απόγευμα.
Ο Κώστας Τσαμήτας ήταν ο μόνος που είχε μείνει στη σπηλιά από την αρχή της συμπλοκής, πυροβολώντας αδιάκοπα από το άνοιγμα της. Μισή ώρα μετά, και βλέποντας τον άμεσο κίνδυνο εγκλωβισμού του σ' αυτήν, θα πραγματοποιήσει μια απελπισμένη έξοδο, σε μια προσπάθεια να συναντηθεί με τους συντρόφους του. Και τότε θα τραυματιστεί βαρύτατα από τις σφαίρες των χωροφυλάκων και στα δυο του πόδια και θα κυλιστεί στο έδαφος μέσα σε αίματα και βογγητά. Κι από τη θέση αυτή είναι που θα τους δει και θα τους ακούσει να φεύγουν ο ένας στο κατόπι του άλλου, για να πεθάνει κι ο ίδιος ύστερα από λίγο απ' τα τραύματα του, που θα αιμορραγούν συνέχεια.
Ο χώρος που θα επιλέξουν οι ληστές για να ταμπουρωθούν με τους πρώτους πυροβολισμούς δεν θα είναι η σπηλιά αλλά το βάθος του ρέματος, που θα μεταβληθεί σε λίγο σε κόλαση φωτιάς, σίδερου και καπνού, με τους δύο νεαρούς ομήρους, τα εξαδέλφια Ράπτη, του κάκου να προσπαθούν, τρέμοντας από το φόβο τους σε όλη τη διάρκεια της συμπλοκής, να λουφάξουν πίσω από τα παρακείμενα βράχια.
Στις δύο το μεσημέρι, μέσα στον ορυμαγδό της μάχης, θα σκοτωθεί από φονική σφαίρα ο θρυλικός λήσταρχος του Μεσοπολέμου Φώτης Γιαγκούλας. Μία περίπου ώρα αργότερα θα τον ακολουθήσει στο αχερούσιο ταξίδι του ο επίσης διαβόητος σύντροφος του Πάντος Μπαμπάνης.
Ο Φώτης Γιαγκούλας σε όλη τη διάρκεια της μάχης θ' αναπηδά αλαφιασμένος από το ένα μέρος στο άλλο, απειλώντας θεούς και δαίμονες, άλλοτε κρατώντας το κοφτερό του μαχαίρι στα δυνατά του δόντια, με μάτια γουρλωμένα από την ένταση της μάχης και τα μακριά του μαλλιά ν' ανεμίζουν, κι άλλοτε θα βρίζει χυδαία τους χωροφύλακες και τους αξιωματικούς τους, λέγοντας πως ο Φώτης Γιαγκούλας σκοτώνεται αλλά δεν παραδίνεται στους καραβανάδες.
Πάνω στη φωτιά της μάχης ο ενωμοτάρχης Καλογούρης θα βρει ευκαιρία και από απόσταση μερικών μέτρων θα σημαδέψει το στήθος του αγριεμένου λήσταρχου. Η σφαίρα θα βρει τον Φώτη Γιαγκούλα στην καρδιά, τινάζοντας έναν κατακόκκινο πίδακα από αίμα... Ύστερα ο λήσταρχος θα λυγίσει και θα κυλιστεί αιμόφυρτος μέσα στη σκόνη και στον κουρνιαχτό της μάχης. Λίγο πριν θα προλάβει και θα σκοτώσει ένα χωροφύλακα και θα τραυματίσει έναν άλλο από τους πολιορκητές του.
Ο θάνατος του Φώτη Γιαγκούλα θα κάνει τους συντρόφους του να παγώσουν. Εκείνη η μία και μοναδική σφαίρα θα είναι σαν να έχει τρυπήσει τις καρδιές όλων όσων είχαν απομείνει ζωντανοί. Τη νιώθουν να τους καίει τα σωθικά, να τους πονάει αφάνταστα, κι αυτό είναι που τους κάνει θηρία. Όμως ο χρόνος έχει κιόλας αρχίσει και γι' αυτούς την αντίστροφη μέτρηση του. Στις τρεις περίπου μετά το μεσημέρι θα πέσει νεκρός από σφαίρες που έφαγε στο μέτωπο ο Πάντος Μπαμπάνης, αφού προηγουμένως θα επαναλαμβάνει συνεχώς:
«Θεέ μου, Παναγία μου, σώστε με και θα σας τάξω ό,τι θέλετε».
Στις πέντε το απόγευμα ο τελευταίος επιζών των λήσταρχων, ο αδελφός του Μπαμπάνη Λεωνίδας, θα δολοφονήσει εν ψυχρώ τον δωδεκάχρονο από τους δύο νεαρούς ομήρους, τον Μήτσο Ράπτη (σύμφωνα με τον άγραφο κώδικα των ληστών, που ήθελε, «εάν συμπέση να συμπλακώσι μετά στρατιωτικών αποσπασμάτων και δεν δύνανται να φέρωσι μεθ' εαυτών ζώντα τον αιχμάλωτον, να τον φονεύουσι πάραυτα»). Την ίδια στιγμή θα δεχτεί την απελπισμένη επίθεση από τον άλλο όμηρο, το φοιτητή της ιατρικής Νίκο Ράπτη, που θα κατορθώσει να τον αφοπλίσει, κι έτσι ύστερα από λίγο ο λήσταρχος, εγκλωβισμένος από παντού και άοπλος, θα πέσει στα χέρια των χωροφυλάκων.
Ο Νίκος Ράπτης θα γράψει για όλα αυτά, και κυρίως για τη συμπλοκή του με τον Λεωνίδα Μπαμπάνη, στο ημερολόγιο του τα εξής:

Είχα γίνει έξω φρενών και αδιαφορούσα διά την ζωήν μου. Μόλις πρόλαβα να τον χτυπήσω μία φορά και μου πιάνει με το αριστερό του χέρι τον αορτήρα του όπλου που προσπαθούσα να του το αποσπάσω. Αμέσως βγάζει από την θήκην το μικρότερο μαχαίρι και άρχισε να μου δίνει- συνεχώς μαχαιριές σε διάφορα μέρη του σώματος. Εγώ, χωρίς να τις αισθάνομαι από τον ψυχικό βρασμό, κατέβαλλον κάθε δυνατή προσπάθεια να τις αποφύγω να μην είναι πολύ βαθιές προβάλλων αναλόγως το όπλο. Οι χωροφύλακες έβαλλον συνεχώς και έτσι ευρισκόμην μεταξύ δύο πυρών [...] Δεν μπορώ να καθορίσω πόση ώρα διήρκεσεν η πάλη χωρίς να μπορέσει να μου αφαιρέσει το όπλο, πάντως άνω των πέντε λεπτών, οπότε ησθάνθην ολόκληρον το αριστερό μου πόδι μουδιασμένο και να μην μπορώ να το στερεώσω. Εις το διάστημα της πάλης με έβριζε συνεχώς [...] Αυτή την ώραν βρήκε την ευκαιρία και άρχισε να μου κόβει τα χέρια διά να μου πάρει το όπλον...

Ύστερα από το θάνατο του Φώτη Γιαγκούλα στην περιοχή της Κλεφτόβρυσης, στις τσέπες του θα βρεθεί μια ερωτική επιστολή σταλμένη από μια ερωμένη του, την Μπίλιω Κάστανα, που τον παρακαλούσε να την επισκεφθεί..
Λένε πως συνολικά οι ερωμένες του λήσταρχου ήταν τουλάχιστον πέντε. Μία από αυτές, η συγχωριανή του Ευαγγελία, θα γίνει κάποια στιγμή γυναίκα του (ο Γιαγκούλας θα πει ότι την είχε παντρευτεί σε ένα ερημοκλήσι) και θα κάνει μάλιστα μαζί του κι ένα παιδί, που θα πεθάνει από τις κακουχίες των βουνών. Μια φιλενάδα της, η Μαρία, από διπλανό χωριό, θα παντρευτεί το ληστή Γκανάτσιο. Οι δύο γυναίκες είχαν ακολουθήσει τους ληστές με τη θέληση τους, αλλά, αμάθητες καθώς ήταν, θα υποφέρουν τα πάνδεινα επάνω στα βουνά, με αποτέλεσμα η Μαρία να αρρωστήσει. Οι ληστές θα τις αφήσουν σε κάποια σπηλιά στο δάσος Ναλήσκο, αλλά το κρησφύγετο τους θα ανακαλυφθεί πολύ γρήγορα από τα καταδιωκτικά αποσπάσματα και ο μοίραρχος Καράσης θα το πολιορκήσει με μεγάλη δύναμη χωροφυλάκων, θα τις συλλάβει και στη συνέχεια θα τις μεταφέρει στις φυλακές Κοζάνης, όπου αργότερα θα πληροφορηθούν το θάνατο των συζύγων τους.

Το άγγελμα του θανάτου του θρυλικού κι αδιαφιλονίκητου «βασιλιά των ελληνικών ορέων» Φώτη Γιαγκούλα θα ταξιδέψει με τα φτερά του θρύλου από τη μια μέχρι την άλλη άκρη της Ελλάδας και θα βυθίσει σε θλίψη αρκετούς απ' αυτούς που ο λήσταρχος, εν τη μεγαλοκαρδία του, είχε συνδράμει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Πολλοί δεν θα θελήσουν ούτε στιγμή να πιστέψουν πως ο «ωραίος των ελληνικών ορέων» δεν θα ξανακάνει την πανώρια εμφάνιση του σκορπίζοντας το φόβο και τον τρόμο στους αδικητές των φτωχών και των ανήμπορων. Και πολλοί θα είναι αυτοί που θα εξακολουθήσουν να τον «βλέπουν» να κατηφορίζει στις πλαγιές των βουνών ή να παίρνει τις ανηφοριές τους. Κι όταν αργότερα οι καταδότες του Φώτη Γιαγκούλα θ' αρχίσουν να χάνονται ένας ένας απ' τη ζωή, ορισμένοι θα πουν πως το φάντασμα του ήταν που έπαιρνε την εκδίκηση του, ενώ αρκετοί θα συνεχίσουν να πιστεύουν πως ο «αδικοσκοτωμένος λήσταρχος» εξακολουθούσε να κυβερνά, έστω και αόρατος, τα χωριά των περιοχών όπου δρούσε, χτυπώντας κατακέφαλα την αδικία από τη μια και από την άλλη μοιράζοντας το δίκιο καταπώς του πρέπει…
Η ιστορία του Φώτη Γιαγκούλα είναι γεμάτη από κατορθώματα που θα σμιλέψουν το θρύλο που περιέβαλλε το πρόσωπο του. Άλλοι θα μιλήσουν για το αιματοβαμμένο του αστέρι κι άλλοι για έναν εκδικητή που χτυπούσε το άδικο όπου το έβρισκε. Κανείς μέχρι σήμερα δεν κάθισε να γράψει την πραγματικότητα γύρω από τη ζωή του.
Ένας Καταφυγιώτης, ο μακαρίτης Βασίλης Βουβονίκος, έλεγε πάντα για τη λεβεντιά των ληστών και ιδίως εκείνην του Γιαγκούλα:

«Ένα βράδυ τους άκουσα που περνούσαν έξω από το σπίτι μου, στο δρόμο, κάπου πήγαιναν. Κοιτάω απ' το παραθυράκι της κουζίνας, όπου διέκρινα τρεις σκιές. Μπροστά ξεχώριζε εκείνη του Γιαγκούλα, τα τσαρούχια του με τις πρόκες από κάτω βροντούσαν καθώς περπατούσε πάνω στο καλντερίμι και τα ολόχρυσα φλουριά που είχε κρεμασμένα στο στήθος και στα πόδια του κουδούνιζαν συνέχεια...»

Ο Τάκης Τσέος λέει για τον Φώτη Γιαγκούλα:
«Ήταν λεβέντης. Όμως χαλνούσε κόσμο. Έπαιρνε άδικα κεφάλια!»

Τον Ιούλιο του 1933 έγινε χαμός με την είδηση ότι κάπου κάποιοι είχαν ξεθάψει το προσωπικό του ημερολόγιο. Μάλιστα η εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «Το Φως» έγραψε ότι, κατά τρόπο άγνωστο και μυστηριώδη, κατάφερε να το αποκτήσει και την Παρασκευή 28 Ιουλίου άρχισε, κατόπιν σχετικών τυμπανοκρουσιών, την πρωτοσέλιδη δημοσίευση του, που όμως διακόπηκε ύστερα από δύο μέρες, μετά την άμεση επέμβαση του εισαγγελέα πρωτοδικών Θεσσαλονίκης.



Η ληστεία στο Όρλιακο Σερρών έγινε από τον Τζατζά, αλλά οι μαρτυρίες από τους ληστευθέντες για άντρα όμορφο και εγγράματο, έστρεψαν αρχικά τις υποψίες των χωροφυλάκων και δημοσιογράφων στον Γιαγκούλα.


Αποσπάσματα απ΄ το βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη «Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν»-Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2002.

Διαδρομή Με θέα τον Όλυμπο

Διαδρομή  Με θέα τον Όλυμπο
12/10/2008
Α. Ζούκας

Φωτο ______
Κρανιά Ελασσόνας, Λουτρό, ?κρη, Τσαπουρνιά, Φαρμάκη, Γιαννωτά

Στη διαδρομή μας θα περιηγηθούμε στα Δημοτικά Διαμερίσματα του Δήμου Αντιχασίων (Κρανιά Ελασσόνας, Λουτρό, ?κρη) και στα Δημοτικά Διαμερίσματα και Οικισμούς του Δήμου Σαρανταπόρου (Λυκούδι, Γεράνεια, Σαραντάπορο, ?ζωρος, Μηλέα, Τσαπουρνιά, Φαρμάκη, Γιαννωτά) και τις Κοινότητες με τους οικισμούς τους. Η Κρανιά στις Α. παρυφές των Καμβουνίων, ζωντανή πόλη με καταστήματα, ευρύχωρα καφενεία και ταβέρνες, ζωογονεί τον απομακρυσμένο Δήμο Αντιχασίων. Τα χωριά της διαδρομής είναι κάπως απομονωμένα και μεγάλο ποσοστό των κατοίκων τους έχει μεταναστεύσει σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Ξακουστή η μάχη του Σαρανταπόρου, η σπουδαιότητα της οποίας προβάλλεται στο ομώνυμο Μουσείο Μάχης.


«Ξύπνα περδικομάτα μου και ήρθα στη γειτονιά σου
χρυσά πλεξούδια σου ?φερα, να πλέξεις στα μαλλιά σου...»
(δημοτικό τραγούδι)

Ξεκινάμε την περιήγησή μας από την Κρανιά (παλιότερη ονομασία Ξηροκρανιά), έδρα του Δήμου Αντιχασίων κοντά στα όρια με το Νομό Γρεβενών. Απέχει μόλις 30 χλμ. από την Ελασσόνα και 75 χλμ. από τη Λάρισα. Οι 3.000 μόνιμοι κάτοικοι προέρχονται από παλιότερους οικισμούς της ευρύτερης περιοχής και επιδίδονται στην κτηνοτροφία, γεωργία, μελισσοκομία και σε ελεύθερα επαγγέλματα. Η παλιότερη ονομασία προήλθε από την ιδιαιτερότητα του γυμνού εδάφους με τα πουρνάρια και τον περιορισμένο αριθμό δέντρων, που περιβάλλει το χωριό. Το χωριό ακολούθησε τη μοίρα των υπολοίπων της περιοχής και καταστράφηκε από τους Γερμανούς το 1943. Θαυμάσια θέα προς τον Αλιάκμονα μπορούμε να απολαύσουμε από την κορυφή «Σουβλόπετρα» (υψ. 989 μ.). Μπορεί κανείς επίσης να γνωρίσει την περιπέτεια δοκιμάζοντας την αντοχή του σε περιηγήσης και εξερευνήσης σε παρθένα μέρη (φαράγγι της Χράπας, Οξυά).


5 μόλις χλμ. μετά την Κρανιά επισκεπτόμαστε το Λουτρό του Δήμου Αντιχασίων, χτισμένο σε υψ. 740 μ. Το χωριό εμφανίζεται δυναμικά στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ως έδρα κλεφτών και αρματολών. Απέχει από την Ελασσόνα 40 χλμ. και από τη Λάρισα 80 χλμ. Κατοικείται από 1.000 άτομα, τα οποία εξασφαλίζουν το εισόδημά τους από την κτηνοτροφία, τη γεωργία, τη μελισσοκομία και εποχικές εργασίες ανά την Ελλάδα. Επίσης, υπάρχουν κάποιοι που εργάζονται στις δύο βιοτεχνίες κατασκευής κουφωμάτων. Τα σπαράγματα παλαιοχριστιανικής εποχής που βρέθηκαν στο χωριό χρονολογούνται στον 6ο αι. Το χωριό γιορτάζει στις 26/7 της Αγ. Παρασκευής, με πλούσια μουσικοχορευτικά δρώμενα και εορταστική ατμόσφαιρα. Επικρατούν τα δημοτικά τραγούδια, που αναφέρονται στον Θύμιο Βλαχάβα και το Νικοτσάρα, που οι κάτοικοι τούς θεωρούν ντόπιους ήρωες. Φημισμένη στην ευρύτερη περιοχή είναι η δημοτική ορχήστρα, που πλαισιώνεται από τους μουσικούς Παπακώστα, Γαλάνη, Καλύβα και Κουτσογιάννη, ενώ αγαπημένοι χοροί των κατοίκων είναι το μπεράτι, το ξεμοναχιάρικο (ποιμενικός χορός) και άλλοι. Πηγή ζωής για την περιοχή αποτελούν τα γύρω ελατοδάση. Ιδανική για περίπατο είναι η κορυφή «Κανατσιόλα» με την ωραία θέα. Ενδιαφέρουσες εξίσου είναι οι εκκλησίες του χωριού: του Αγ. Νικολάου, που ανεγέρθηκε στα 1820 και ανακαινίστηκε στα 1980 και το ξωκλήσι της Αγ. Παρασκευής. Στο Λουτρό δραστηριοποιείται Μορφωτικός Σύλλογος, που αναλαμβάνει τις εκδηλώσεις με τη συμμετοχή του χορευτικού του συγκροτήματος.

Ανηφορίζοντας φτάνουμε στη ?κρη (παλιότερη ονομασία Μπισιρτσιά) του ίδιου Δήμου. Όπως φανερώνει και το όνομα, πρόκειται για ακραίο γεωργοκτηνοτροφικό χωριό της επαρχίας προς την περιοχή των Σερβίων Κοζάνης. Κατά την Τουρκοκρατία χρησίμευσε ως κρησφύγετο κλεφτών και αρματολών και αργότερα ως έδρα των ληστών. Στην Κατοχή πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς (1943). Η ?κρη είναι χτισμένη σε υψ. 950 μ., απέχει από την Ελασσόνα 46 χλμ. και από τη Λάρισα 86 χλμ. Οι 250 μόνιμοι κάτοικοί της -300 το καλοκαίρι- επιδίδονται σε γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες, ενώ πολλοί έχουν μεταναστεύσει στην Ευρώπη. Στα ρέματα «Τσαΐρια» και Αγ. Γεωργίου μπορεί κάποιος να δροσιστεί και να απολαύσει την υπέροχης ομορφιάς παρθένα φύση, όπως και στην ανακαινισμένη βρύση Κρυονέρι. Η κορυφή «Αμάρμπεης» (1.450 μ.) συμπληρώνει επάξια την εικόνα του χωριού. Στη γύρω περιοχή δεσπόζει δάσος κατάφυτο με βελανιδιές. Αξιόλογο θρησκευτικό μνημείο αποτελεί η εκκλησία του Αποστόλου Ιακώβ, χτισμένη στα 1958 . Μπορεί κάποιος να γνωρίσει από κοντά το μεγάλο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου με τις πλούσιες μουσικοχορευτικές εκδηλώσεις και τους αυτοδίδακτους οργανοπαίχτες, που κατάγονται από την περιοχή. Στο χωριό αναβιώνουν επίσης τοπικά έθιμα.
«Πέρα σι κείνου του βουνί, πέρα σι κειν? τη ράχη
Χατζηγιαννάκη-μου,
καπνός κι αντάρα έβγινι, καπνός κι αντάρα βγαίνει.
Κουνιαρουχώρια καίγουντι, οι Χριστιανοί τα καίνι.
Κουνιαρουπούλις φώναζαν μαζί μι τους Κουνιάρους.
- Πιδιά δεν είστι Χριστιανοί κι λαδουβαφτισμένοι;
Ιμείς αντάμα ζήσαμι, αντάμα τρανιψάμι.»
(δημοτικό τραγούδι)
«Ήρθι Τιτράδη θλιβιρή, Τιτράδη πικραμένη,
οι Γιρμανοί μας κύκλουσαν τρουύρου στου χουριό-μας.
Μαζών? ν γυναίκις μι πιδιά, μαζώνουν κι τους άντρις.
Τα πυρουβόλα έστησαν σιμά απάν? στου Μέγα.
...Βάνουν τους νιούς μι τη σειρά, βάνουν και τους λιβέντες.
Μπρουστά πααίν΄ ο πρόιδρος, στη μέση ο αφέντης.
Βγήκαν παρέκι απ΄ του χουριό κι φτάνουν στου Μιλίσσι
κι στήσαν τα πυρόβουλα, σκουτώσαν τους λιβέντις.
μωρ? Νικολάκη-μου.»
(δημοτικό τραγούδι για την εκτέλεση από τους Γερμανούς)





Συνεχίζουμε με μια επίσκεψη στο χωριό της Τσαπουρνιάς, γεωργοκτηνοτροφικό οικισμό, σκαρφαλωμένο σε 920 μ. υψ. στις πλαγιές του Αμάρμπεη. Σύμφωνα με την παράδοση, το χωριό ιδρύθηκε από τον ξακουστό κλεφταρματολό Κώστα Ζήδρο μετά την καταστροφή της Τσαμπουρνιάς Γρεβενών. Ο οικισμός στις αρχές του 19ου αι. υπήρξε τσιφλίκι της Μονής Ολυμπιώτισσας. Ανήκει στο Δήμο Σαρανταπόρου, απέχει 30 χλμ. από την Ελασσόνα, 70 χλμ. από την Λάρισα και βρίσκεται σε ιδανική τοποθεσία -πραγματικό μπαλκόνι- με θέα προς Όλυμπο, Καμβούνια και Χάσια. Πηγή ζωής για την περιοχή είναι το προσπελάσιμο αρχαίο δάσος της Περραιβικής Δωδώνης στο όρος Αμάρμπεη με βελανιδιές και κέδρους, που συμπληρώνει επάξια το φυσικό κάλλος του τόπου. Αξιόλογο θρησκευτικό μνημείο είναι η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η Τσαπουρνιά πανηγυρίζει το Δεκαπενταύγουστο με αναβίωση εθίμων, συνοδεία κλεφταρματολίτικων τραγουδιών, εκδηλώσεις σε ανοιχτό χώρο, λαϊκές ορχήστρες και χορευτικά συγκροτήματα.

Ο οικισμός Φαρμάκη της Τσαπουρνιάς είναι χτισμένος σε υψ. 670 μ. Πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι η θεσσαλική Δωδώνη πρέπει να αναζητηθεί σ' αυτήν την περιοχή. Είναι ο πρώτος οικισμός, που καταγράφηκε στους κώδικες της Μονής Ολυμπιώτισσας. Στην Κατοχή κάηκε από τους Γερμανούς για την αντιστασιακή δράση των κατοίκων. Κατά μία άποψη, η προέλευση του ονόματος του χωριού συνδέεται με τον κλεφταρματολό Ιωάννη Φαρμάκη. Απέχει 23 χλμ. από την Ελασσόνα, 63 χλμ. από την Λάρισα και οι 250 μόνιμοι κάτοικοι επιδίδονται σε γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες. Ο περιηγητής αποζημιώνεται από την επίσκεψή του στις κρύες πηγές και βρύσες της Δωδώνης (1.400 μ.), στο όρος Αμάρμπεης (Δυσχείμερη Δωδώνη), και σ? αυτές της «θεάς της Αφροδίτης» (1.000 μ.), τα νερά των οποίων ενώνονται με τον Τιταρήσιο. Η κορυφή Δυσχείμερη Δωδώνη, στην οποία διαβιούν λαγοί και πέρδικες και όπου φύονται αιωνόβιες βελανιδιές, προσφέρει ξεχωριστή θέα στον Όλυμπο. Αξιόλογες οι εκκλησίες των Αγ. Δημητρίου (1920) και Παναγίας (1998-9). Τα λιγοστά πέτρινα σπίτια προσδίδουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ντόπιας αρχιτεκτονικής παράδοσης. Το σημερινό Σχολείο είναι χτισμένο στη θέση παλιότερου τριώροφου πύργου, που γκρεμίστηκε τη δεκαετία του '50. Ο Πολιτιστικός Σύλλογος «Δωδωναίος» διοργανώνει παραδοσιακές μουσικοχορευτικές εκδηλώσεις στην πλατεία το πρώτο Σαββατοκύριακο μετά το Δεκαπενταύγουστο και την Καθαρά Δευτέρα, με έθιμα και παραδόσεις της περιοχής. Οι κάτοικοι τότε χορεύουν στους ρυθμούς του τσάμικου, συρτού και μπερατιού.

Μέσα από μια ευχάριστη διαδρομή τέλος καταλήγουμε στη(α) Γιαννωτά, το τελευταίο χωριό του Δήμου Σαρανταπόρου, χτισμένο σε 550 μ. υψ. Ιδρύθηκε τον 9ο αι. και κατοικήθηκε από διάφορους λαούς (Βούλγαροι, Σλάβοι κ.ά.). Το χωριό στα χρόνια της Τουρκοκρατίας υπήρξε έδρα κλεφταρματολών και ληστών (Γιαγκούλας, Μπαμπάνης κ.ά) και απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό στις 7/10/1912. Το βιβλίο του Αθ. Παπανικολάου «Η Γιαννωτά» μάς διαφωτίζει για την ιστορία του τόπου. Απέχει 23 χλμ. από την Ελασσόνα και 63 χλμ. από την Λάρισα και κατοικείται από 350 άτομα, που επιδίδονται στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Από εδώ καταγόταν ο Ν. Τσάρας (1770), πατέρας του Νικοτσάρα, την καταγωγή του οποίου θυμίζει το μνημείο, όπου υπάρχει εντοιχισμένος μαρμάρινος σταυρός, που κατασκεύασε ο Νικοτσάρας προς τιμήν του πατέρα του. Α. του χωριού, στα όρια Λυκουδίου και Αζώρου, ρέει ο ποταμός Βούλγαρης, ενώ Δ. υψώνονται οι κορυφές του Αμάρμπεη, κατάφυτες με βελανιδιές, οξιές και πεύκα, προσφέροντας μαγευτική θέα στον Όλυμπο. Σημαντικό βυζαντινό μνημείο αποτελεί η Μονή Αγ. Τριάδας, Δ. του χωριού, χτισμένη το 1155, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Εμμανουήλ Κομνηνός. Ήταν σταυροπηγιακό μοναστήρι με μεγάλη περιουσία, που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Τουρκοκρατία. Κάηκε το 1866 και ξαναχτίστηκε ένα χρόνο μετά. Σήμερα σώζεται μόνο το Καθολικό με σπάνιες αγιογραφίες λαϊκής τέχνης. Η εκκλησία του Αγ. Νικολάου, βασιλική, χτίστηκε το 1913. Το χωριό πανηγυρίζει του Αγ. Πνεύματος με γλέντι, φαγοπότι και χορούς, υπό την αιγίδα του Μορφωτικού Συλλόγου.

ΔΟΚΙΜΑΣΤΕ ντόπια βιολογικά προϊόντα και κρέατα, κηπευτικά, κρασί και τσίπουρο . ΑΓΟΡΑΣΤΕ μέλι Κρανιάς, κρασιά Μηλέας, αμύγδαλα από την Φαρμάκη. ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ τις κορυφές της περιοχής, τα δάση στην Τσαπουρνιά,, τη Μονή Αγ. Τριάδας και τις κορυφές στη Γιαννωτά. ΕΠΙΔΟΘΕΙΤΕ ΣΕ πεζοπορία στη γύρω περιοχή και σε κυνήγι στην περιοχή αμαρμπεη ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ το πανηγύρι της Αγ. Παρασκευής στο Λουτρό, του Αγ. Δημητρίου στην Κρανιά, τα πανηγύρια και τις εκδηλώσειςΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ: Κρανιά-Σουβλόπετρα.
Πηγή: ΤΕΔΚ Νομού Λάρισας

μονοπάτια μεγάλων διαδρομών ε 4



Σκολιό - Λιβαδερό
Από το Λιτόχωρο και ακολουθώντας το μονοπάτι στην χαράδρα του Ενιπέα φθάνουμε σε 4 ώρες στα Πριόνια (1.000 μ.). Από τα Πριόνια άλλες τρεις ώρες δρόμος και φθάνουμε στο καταφύγιο Α' του Ολύμπου (2.100 μ.) όπου υπάρχει δυνατότητα διανυκτέρευσης. Για κράτηση θέσης υπεύθυνος είναι ο Ε.Ο.Σ. Λιτόχωρου.
Από το καταφύγιο Α' το μονοπάτι ανεβαίνει πολύ δύσβατο και ανηφορικό ως την κορυφή Σκολιό (2.911 μ.) -3 ώρες- και συνεχίζει στο χωριό Κοκκινοπηλός (1.200 μ.) μετά από συνολική πορεία 8 ωρών. Νερό υπάρχει μία ώρα πριν φθάσουμε στο χωριό. Η πορεία αυτή χαρακτηρίζεται δύσκολη Ε' βαθμού.
Στο χωριό Κοκκινοπηλός υπάρχουν ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια και εστιατόρια.
Από τον Κοκκινοπηλό μετά από πορεία σε μονοπάτια και αμαξιτό δρόμο φθάνουμε σε 4.30' ώρες στο χωριό Λιβάδι Ολύμπου, όπου προβλέπεται διανυκτέρευση στο δημοτικό ξενώνα.
Από το Λιβάδι Ολύμπου το μονοπάτι συνεχίζει ομαλά μέχρι Σαραντάπορο - 4 ώρες πορεία. Παίρνουμε το νέο δρόμο Ελασσόνας-Κοζάνης με κατεύθυνση τα Τσαπουρνιά, εύκολη διαδρομή μιας ώρας. Το χωριό έχει ενοικιαζόμενα δωμάτια και προσφέρεται για διανυκτέρευση.
Από τα Τσαπουρνιά το μονοπάτι συνεχίζει στις δασωμένες περιοχές του βουνού Καμβούνια και μετά 3 ώρες φτάνουμε στο χωριό Λιβαδερό. Η διανυκτέρευση στο Λιβαδερό είναι προβληματική καθώς δεν υπάρχουν δωμάτια ή ξενώνας.
Υπεύθυνος για την διαδρομή Σκολιό-Λιβαδερό είναι ο Ε.Ο.Σ. Ελασσόνας


Λιβαδερό - Φλαμπουρέσιο
Από το Λιβαδερό συνεχίζουμε την πορεία προς Καμβούνια και φθάνουμε μετά 6 ώρες στη Δεσκάτη όπου υπάρχουν ξενοδοχεία και εστιατόρια. Από τη Δεσκάτη και ακολουθώντας νότια χωματόδρομους προς τα χωριά Φλαμπουρέσιο και Καστράκι φτάνουμε στα Μετέωρα -2 ημέρες συνολικά πορεία

Τά Ευρωπαϊκά και εθνικά μονοπάτια μεγάλων διαδρομών

Paths

THANASIS PAPAKONSTANTINOU - A.MANTHOS

«Όπου στα 1923, ο επικηρυγμένος Θωμάς Γκαντάρας, ο ληστής, αποφασίζει να φωτογραφηθεί».

Με αφορμή ένα τραγούδι από το δισκο Βραχνός Προφήτης του Θ. Παπακωνσταντίνου, που μιλάει για ένα φωτογράφο και τη φωτογράφιση ενός ληστή, ξεκίνησα μια αναζήτηση, τα αποτελέσματα της οποίας καταγράφω εδώ.
Το τραγούδι, με τίτλο 'Α. Μάνθος' είναι διασκευή του ποιήματος του πρόωρα χαμένου ποιητή και μαθηματικού Χρήστου Μπράβου με τίτλο «Όπου στα 1923, ο επικηρυγμένος Θωμάς Γκαντάρας, ο ληστής, αποφασίζει να φωτογραφηθεί».


Το τραγούδι

Ο φωτογράφος των Τρικάλων
Α. Μάνθος
έπαιρνε νύχτα τα στενά
γυρνώντας σπίτι του.

Τους γάμους θα σκεφτότανε
αλλά και τους θανάτους
που κράτησε παντοτινά
στο ακριβό χαρτί.

Μα πιο πολύ θυμότανε
το βράδυ του Αυγούστου
που πόρτες έκλεισε βαριά
έλυσε τα σκυλιά.

Κλέφτης μην έρθει κι έπεσε
για του δικαίου τον ύπνο.
Κλέφτης μην έρθει κι έπεσε
όπως κάθε φορά.

Μήτε που άκουσε σκυλί,
θυρόφυλλο να τρίζει
κι απ’ το φεγγίτη της σκεπής
τον είδε να γλιστρά.

Από την Άκρη* άγγελος
στα δόντια το μαχαίρι,
άγγελος εξάγγελος
μας ήρθε από μακριά.**


Το ποίημα

O φωτογράφος των Tρικάλων A. Mάνθος
έπαιρνε νύχτα τα στενά για το Bαρούσι.
Tους γάμους θα σκεφτόταν ως το σπίτι του
και τους θανάτους, που εκράτησε για πάντα.

Mα πιό πολύ στο βράδι εγυρνούσε του Aυγούστου
που πόρτες έκλεισε βαριά, έλυσε τα σκυλιά
κλέφτης μην έρθει κι έπεσε
για τον δίκαιο τον ύπνο.

Δεν άκουσε σκυλί, πόρτα να τρίξει·
κι απ’ τον φεγγίτη της σκεπής
τον είδε που γλιστρούσε-
άγγελος με τα δόντια στο μαχαίρι.

















* Άκρη Ελασσόνας, τόπος καταγωγής του ληστή Γκαντάρα

** δάνειο από το γνωστό τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου

Τα πρόσωπα, ο Α. Μάνθος, φωτογράφος των Τρικάλων και ο διαβόητος ληστής Γκαντάρας, υπαρκτά. Το περιστατικό πραγματικό. Το έτος; 1923...
[...Τα χρόνια εκείνα που μεσουρανούσε, το φονικό και το φιλότιμο,  η λεβεντιά και η προδοσία, το άγρια έγκλημα και η ακόμα πιό άγρια τιμωρία του, στα βουνά και τους λόγγους της δύστηνης Eλλάδος του μεσοπολέμου...] (Β.Π. Καραγιάννης)
Τότε λοιπόν ο ληστής, σπρωγμένος από ποιος ξέρει ποια ματαιοδοξία γλίστρησε κρυφά στο σπίτι του φωτογράφου, φορτωμένος με τα λάφυρά του και του ζήτησε να τον φωτογραφίσει...
Τη συνέχεια την  ξέρουμε, έγινε ποίημα και τραγούδι.
Ά, και πριν απ' αυτά, φωτογραφία...


Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

πλατανος γρηγορης ο παππους

Συγγραφέας: Πλάτανος Γρηγόρης
Εκδότης: Προσκήνιο
ISBN: 978-960-8318-16-8
Έτος έκδοσης: 2004
Κωδικός προϊόντος: B30247 Ο Γρηγόρης Πλάτανος γεννήθηκε το 1921 στο χωριό Άκρη Ελασσόνας από φτωχή αγροτική οικογένεια. Από πολύ μικρός έμεινε ορφανός. Σε ηλικία δυο χρονών πέθανε ο πατέρας τους που είχε επιστρέψει άρρωστος από τον Μικρασιατικό πόλεμο και το 1933, όταν ήταν σε ηλικία 12 χρονών, πεθαίνει και η μητέρα του. Κι έτσι από μικρό παιδί γνώρισε τη φτώχια και την ανέχεια και μπήκε στη βιοπάλη της ζωής ξενοδουλεύοντας για ένα κομμάτι ψωμί. Μεγαλώνοντας ήρθε σε επαφή με προοδευτικούς ανθρώπους της περιοχής. Με το ξέσπασμα του πολέμου το 1941 έκανε τα χαρτιά του να πάει εθελοντής στο μέτωπο να πολεμήσει τους Ιταλούς εισβολείς, αλλά τον απέρριψαν λόγω ηλικίας. Πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ κατά των Ιταλών και Γερμανών κατακτητών. Ιδιαίτερα πρωτοστάτησε στην οργάνωση της νεολαίας του χωριού του και των χωριών της γύρω περιοχής. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας διώχτηκε από τις αστυνομικές αρχές για την αντιστασιακή του δράση και αναγκάστηκε να βγει αντάρτης στο βουνό στο Δ.Σ.Ε. (Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας). Πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου το 1949 βρέθηκε, όπως και πολλοί άλλοι μαχητές, στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν. Εργάστηκε σε διάφορες επιχειρήσεις. Το 1958 αντάμωσε με την οικογένειά του, τη σύζυγο του Βασιλική και την κόρη του Μαρία που είχαν μείνει στην Ελλάδα λόγω εμφυλίου πολέμου. Στην ξενιτιά απέκτησε έναν γιο, τον Γιάννη. Ζούσαν πάντα με τη νοσταλγία της επιστροφής στην Ελλάδα. Επαναπατρίστηκε το 1976. Από το 1985 είναι συνταξιούχος. 

παλια δημοσιευση

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΖΙΑΣ


κάτοικος Άκρης Ελασσόνας «Σοβαρές αποφάσεις δεν μπορούν να παίρνονται ερήμην των τοπικών κοινωνιών»


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΖΙΑΣ ΟΙ ΑΝΕΜΟΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ ΘΑ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΟΥΝ ΤΟ ΒΟΥΝΟ

Κάθετα αντίθετο είναι το Τοπικό Συμβούλιο Άκρης στην απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του δήμου Αντιχασίων για την τοποθέτηση ανεμογεννητριών στην τοποθεσία «Αρχοντική» Αμάρμπεη. Οι κάτοικοι του δημοτικού διαμερίσματος ζητούν  την ανάκληση της απόφασης και την προκήρυξη δημοψηφίσματος.  Επειδή ο δήμαρχος δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημά τους ζήτησαν την παρέμβαση του Περιφερειάρχη Θεσσαλίας. Οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι η τοποθέτηση ανεμογεννητριών θα προκαλέσει καταστροφή σε τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους και δηλώνουν αποφασισμένη να μην την επιτρέψουν.

Γιατί διαμαρτύρεστε;
Διαφωνούμε διότι μετρήσαμε τα υπέρ και τα κατά και είδαμε ότι οι συνέπειες είναι περισσότερες από τα οφέλη που θα προκύψουν από την κατασκευή του αιολικού πάρκου. Η περιοχή «Αμάρμπεης» είναι καταπράσινη, το τοπίο δεν είναι πετρώδες όπως θέλει να το παρουσιάσει ο δήμαρχος Αντιχασίων και η εταιρεία που θα αναλάβει το έργο. Δεν είμαστε αντίθετοι στις ανεμογεννήτριες και σε κάθε ανανεώσιμη πηγή ενέργειας. Θέλουμε κι εμείς να τοποθετηθούν ανεμογεννήτριες και να κλείσουν τα εργοστάσια της Πτολεμαΐδας που τα έχουμε πολύ κοντά και τα βλέπουμε από την κορυφή του βουνού αλλά αυτό να γίνει υπό προϋποθέσεις. Θεωρούμε καθήκον μας να προστατεύσουμε το βουνό, το πράσινο και την ομορφιά του. Να μην καταστρέψουμε κάτι για να φτιάξουμε κάτι άλλο αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Πιστεύουμε ότι υπάρχουν άλλα μέρη καταλληλότερα όπου μπορούν να τοποθετηθούν αυτές οι ανεμογεννήτριες και να μας προσφέρουν τα οφέλη τους.

Πού βρίσκεται τώρα η υπόθεση; Έχετε καταθέσει ένα αίτημα για διεξαγωγή δημοψηφίσματος.
Η υπόθεση δεν είναι καινούργια. Από το 2002 είχαν τοποθετηθεί ανεμομετρητές στο δήμο Σαρανταπόρου που είναι όμορος δήμος. Για τους ίδιους με τους δικούς μας λόγους αντέδρασαν οι κάτοικοι και σταμάτησε η διαδικασία. Εκεί ο δήμαρχος δεν πήγε καν το θέμα στο δημοτικό συμβούλιο σεβόμενος την άποψη των κατοίκων. Κι αφού η εταιρεία δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος στο δήμο Σαρανταπόρου, ήρθε στο δήμο Αντιχασίων όπου ο δήμαρχος χωρίς να ενημερώσει το χωριό, πλην μιας φοράς τον περασμένο Μάρτιο που υπήρχαν πολύ λίγοι κάτοικοι, έχοντας την πλειοψηφία στο δημοτικό συμβούλιο το πέρασε. Ψήφισε δηλαδή την κατασκευή του αιολικού πάρκου αδιαφορώντας για την ομόφωνη απόφαση του τοπικού συμβουλίου του δ.δ. Άκρης. Αυτή η απόφαση επικυρώνεται από τον περιφερειάρχη και γι’ αυτό κάναμε παράσταση στην Περιφέρεια ζητώντας να μην την επικυρώσει. Επιπλέον ζητήσαμε να γίνει ένα δημοψήφισμα στις 16 Αυγούστου που θα είναι όλος ο κόσμος στο χωριό. Γιατί τόσο σοβαρές αποφάσεις δεν μπορούν να παίρνονται ερήμην των τοπικών κοινωνιών.

Θα γίνει το δημοψήφισμα;
Σύμφωνα με τον Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων για να γίνει το δημοψήφισμα πρέπει να προκηρυχθεί ένα μήνα πριν. Εμείς καταθέσαμε το αίτημα εγκαίρως, η προθεσμία λήγει σήμερα και τίποτα δεν έχει γίνει. Θεωρούμε ότι ο δήμαρχος μεθοδεύει την καθυστέρηση. Αρμόδιος πλέον είναι μόνο ο γ.γ. Περιφέρειας Θεσσαλίας.

Το θέμα είναι μόνο περιβαλλοντικό ή θίγονται και οικονομικά συμφέροντα;
Κοιτάξτε υπάρχουν κάποια χωράφια στο βουνό, υπάρχουν και αρκετοί κτηνοτρόφοι. Όλα αυτά δεν ξέρουμε τι θα απογίνουν. Η εταιρεία υποσχέθηκε ότι θα δίνει στο δήμο και όχι στο δ.δ. Άκρης, το 3% από το ρεύμα που θα πουλάει στη ΔΕΗ. Αυτό έχει κριθεί αντισυνταγματικό από το ΣτΕ και μπορεί να μην το δίνει ούτε κι αυτό.  Δεν μπορούμε να καταλάβουμε ποιανού συμφέροντα εξυπηρετούνται και επιμένουν τόσο στην κατασκευή του αιολικού πάρκου. Όμως το βασικό είναι το περιβάλλον. Θα πέσουν τόνοι τσιμέντο και σίδερο. Η περιοχή θα γίνει κρανίου τόπος και μπορεί  σε δεκαπέντε χρόνια ,όταν τελειώσει το πρόγραμμα επιδότησης από την Ε.Ε., να εγκαταλειφθεί και θα μείνουν σιδερένια κουφάρια και έλικες. Και τέλος πάντων, ας γίνει μια σοβαρή έρευνα και αν θεωρηθεί απαραίτητο και συμφέρει τόσο πολύ, ας κάνουν το πάρκο οι τρεις όμοροι δήμοι, γιατί να το κάνει μια εταιρεία; Και να μείνουν τα οφέλη στους δήμους. Είναι πολλές οι παράμετροι όπως καταλαβαίνετε.

Αν δεν εισακουστείτε, τι θα κάνετε;
Θα μαλώνουμε με τους εργάτες της εταιρείας και θα κυνηγιόμαστε με την αστυνομία. Είμαστε αποφασισμένοι να μην το παραχωρήσουμε αυτό το βουνό, είναι κρίμα. Παρακαλούμε να το δει σοβαρά ο κ. Γκούπας για να μην έχουμε άλλη ταλαιπωρία.

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

Γιαγκούλας - Γκαντάρας Oι ληστές των Kαμβουνίων

Γιαγκούλας - Γκαντάρας - Κατσέλης

Oι ληστές των Kαμβουνίων

list_19.1_1_a
H ληστεία ήταν συνηθισμένο φαινόμενο από τα χρόνια της Tουρκοκρατίας μέχρι περίπου το 1935.
Tρομεροί λήσταρχοι όπως οι Bασιλάδες από την Kρανιά Eλασσόνας, ο Θωμάς Γκαντάρας από τη Mπισιρτσιά (σημ. Άκρη), ο Kατσέλης Bαγγέλης από την Eλάτη, ο Tσιάμης Γιάννης από το Λιβαδερό, οι Παπαγεωργίου Περικλής και Λιανοκάπης από το Λουτρό, οι Παπαθεοδώρου, Γκανάτσιας, Mακρής και Γιαγκούλας από το Mεταξά, οι Kουτσίλας από την Tσαπουρνιά, Mπλαντέμης, Mπαμπάνης, Tράντας, Tζατζάς, Φουρτούνας, Kαραλής, Bελόνας, Σπαθούλας, Λόλας κ.ά. είχαν στήσει τα λημέρια τους σε απρόσιτες τοποθεσίες και τρομοκρατούσαν, βασάνιζαν, λήστευαν και σκότωναν τους κατοίκους των χωριών της περιοχή μας. Aπαγωγές και λύτρα ήταν καθημερινό φαινόμενο.
H κοινωνική αυτή μάστιγα της ληστείας ταλαιπώρησε αφάνταστα τον τόπο μας. Περισσότερο όμως υπόφεραν οι γεωργοκτηνοτρόφοι, που ήταν εκτεθειμένοι στον κίνδυνο, λόγω των συνθηκών ζωής και εργασίας τους στο ύπαιθρο. Στα μαντριά και στις στρούγκες τους κατέφευγαν συνήθως οι ληστές για τροφή, ρουχισμό, υποδήματα και χρήματα. Kαι αλίμονο σε κείνους που δεν συμμορφώνονταν με τις προσταγές τους. Tο κράτος δεν ήταν σε θέση να τους προστατεύσει. Γι’ αυτό οι περισσότεροι απ’ αυτούς είχαν γίνει ληστοτρόφοι.
H ζωή των κατοίκων είχε γίνει αφόρητη. Oι μεγαλοκτηνοτρόφοι εκτός από την τροφοδοσία, ενδυμασία και υπόδηση των ληστών εξαναγκάζονταν να πληρώνουν στους ληστές μεγάλα χρηματικά ποσά, για να γλιτώσουν τη ζωή τους ή τη ζωή των παιδιών τους. Oι ληστές, έστελναν στους εύπορους κτηνοτρόφους συνήθως, σημειώματα, «μπιλιέτα», όπως τα έλεγαν.
H καταδίωξη των ληστών δεν ήταν έργο εύκολο. Πρώτα γιατί η τουρκική διοίκηση αδιαφορούσε και δεν διέθετε για το σκοπό αυτό τις στρατιωτικές δυνάμεις που απαιτούνταν και δεύτερον γιατί η περιοχή των Kαμβουνίων βρίσκονταν κοντά στα τότε ελληνοτουρκικά σύνορα, τα οποία εύκολα περνούσαν οι ληστές και κατέφευγαν σε εδάφη της ελληνικής επικράτειας. Για τους λόγους αυτούς οι ληστές παρέμεναν μόνιμα στην περιοχή. «Tα Xάσια είναι κλεπτοχώρια. Θεωρούνται ως κρυσφήγετα των ληστών λόγω του εδάφους και των απέραντων δασικών εκτάσεων αίτινες περιβάλλουν αυτά», διαβάζουμε στην εφημερίδα «Hχώ της Mακεδονίας» (φ. 7.09.1924).
Aλλά και μετά την απελευθέρωση της Mακεδονίας συνεχίστηκε η ίδια απελπιστική κατάσταση. Oι ληστρικές συμμορίες λυμαίνονταν την ύπαιθρο, αν και το επίσημο κράτος είχε αναλάβει τον αγώνα για την εξόντωσή τους με ειδικά αποσπάσματα και στρατιωτικές δυνάμεις.
Στη δεκαετία του 1920 η ληστεία σημείωσε έξαρση. Tότε το κράτος έλαβε αυστηρά νομοθετικά και καταδιωκτικά μέτρα και άρχισε συστηματική καταδίωξη των ληστών. Aλλεπάλληλες αιματηρές συμπλοκές συνήφθησαν τότε ανάμεσα στους ληστές και στις στρατιωτικές δυνάμεις που τους καταδίωκαν. Πολλοί ληστές εξόντωσαν τους συντρόφους τους για να τύχουν αμνηστίας.
Aνατολικά του χωριού Eλάτη υπάρχει τοποθεσία με το όνομα του ξακουστού κλέφτη «Mπλαντέμη». Στην τοποθεσία αυτή ο ληστής Kατσέλης σκότωσε το σύντροφό του Mπλαντέμη και πήρε αμνηστία. Στη συνέχεια κατατάχθηκε σε απόσπασμα της χωροφυλακής για να γλιτώσει απ’ τα αδέλφια του Mπλαντέμη που ήθελαν να τον σκοτώσουν για να εκδικηθούν το θάνατο του αδελφού τους.
Έτσι στα μέσα της τρίτης δεκαετίας του 20ου αιώνα εξοντώθηκαν και οι τελευταίοι ληστές. H τάξη και η ησυχία αποκαταστάθηκαν και οι κάτοικοι ανάπνευσαν από το βραχνά της ληστείας και επιδόθηκαν απερίσπαστοι στα ειρηνικά τους έργα.
Aπό την πλούσια εγκληματική δραστηριότητα των ληστών στην περιοχή των Kαμβουνίων και την καταδίωξή τους από αποσπάσματα χωροφυλακής παραθέτουμε:
.
list_19.1_2Tο 1922 οι ληστές Γκαντάρας και Περικλής, που δρούσαν από κοινού, πήραν το κοπάδι με τα γελάδια του αρχιτσέλιγγα Bαγγέλη Tσιόκανου στο Λιβαδερό και σκότωσαν το βοσκό. Στη συνέχεια έπιασαν το γιο του Γιάννη και τον έσφαξαν.
Tην ίδια χρονιά ο λήσταρχος Φώτης Γιαγκούλας σκότωσε στο χωριό του Mεταξά τους Παπαναγιώτη Mπασιά, Γεώργιο Γκουτζιώνη και Aθανάσιο Γουλιό γιατί καθυστερούσαν να χτίσουν ένα εξωκλήσι, για το οποίο τους είχε παραδώσει ένα σημαντικό χρηματικό ποσό. O ίδιος αιμοσταγής ληστής σκότωσε στο χωριό του και τους κτηνοτρόφους Iωάννη Σούλιο και Λάζαρο Παπαγιάννη ή Kουτσιούκα.
Στις 4 Mαρτίου 1923 η ληστοσυμμορία του Γκαντάρα σκότωσε στο χωριό Tόρτσα (σημ. Ποντινή) Γρεβενών τέσσερις ποιμένες και πήρε 730 αιγοπρόβατα και 6 άλογα, τα οποία οδήγησε στη δασώδη περιοχή της Λουζιανής και τα πούλησε σε ζωεμπόρους των Tρικάλων. Στις 5 του ίδιου μήνα η ίδια συμμορία σκότωσε τον Aθανάσιο Λιόλιο, ποιμένα του μοναστηριού της Zάβορδας. Oι ληστοσυμμορίτες στη συνέχεια πήγαν στη Λουζιανή και φιλοξενήθηκαν προς καταδίωξή τους. O αστυνομικός σταθμάρχης Mικροβάλτου, ενωμοτάρχης Δ. Kαραβέλης, με πέντε χωροφύλακες, πήγε να συναντήσει τον διοικητή του τμήματος Σερβίων, που ενεργούσε περιπολίες για την ανακάλυψη της ληστοσυμμορίας. Oι ληστές, που είχαν στήσει ενέδρα, μόλις αντελήφθηκαν τη διέλευσή τους, άνοιξαν πυρ εναντίον τους. Aκολούθησε συμπλοκή, στην οποία σκοτώθηκαν ο ενωμοτάρχης Kαραβέλης και οι χωροφύλακες Hλίας Kουρετάκος, Iωάννης Γρανίκας και Iωάννης Kουταράκος, τα πτώματα των οποίων κατατεμαχίστηκαν από τους ληστές. Mετά από δύο ώρες έφτασε στη Λουζιανή και ο ανθυπομοίραρχος Aποστόλους με τον ενωμοτάρχη Ξυπολίτη και επτά χωροφύλακες, οι οποίοι συγκρούστηκαν με τους ληστές για τρεις ώρες περίπου, μέχρι που νύχτωσε. Oι ληστές τότε διέφυγαν προς τη δασώδη περιοχή της Δεσκάτης.
Γύρω στα μέσα Iανουαρίου 1924 ο ληστής Φώτης Γιαγκούλας μαζί με τον Γ. Mακρή σκότωσε στο Kαταφύγιο Σερβίων το γιατρό Oδυσσέα Nικολαΐδη. Στην εφημερίδα «Hχώ της Mακεδονίας» (φ.21.01.1924), διαβάζουμε: «O δυστυχής πατήρ του θύματος ηθέλησε διά λύτρων να σώση τον υιόν του. Aλλά το ανθρωπόμορφον αυτό τέρας αφού έλαβε ποσόν 140.000 δραχμών εφόνευσε τον ιατρόν ειπών ότι τα λύτρα αποβλέπουν εις την σωτηρίαν του άλλου μικροτέρου υιού του και όχι για το κεφάλι του γιατρού». O Γ. Mακρής συνελήφθη στις 9.07.1924.
Στις 28 Iανουαρίου 1924 οι περιβόητοι ληστές Φώτης Γιαγκούλας και Περικλής Παπαγεωργίου μπήκαν στο σπίτι του προέδρου Nίκου Aλβανού στην Eλάτη και αφού τον έδεσαν τον οδήγησαν στο παντοπωλείο του. Eκεί τον βασάνισαν απάνθρωπα. Aφού του έκοψαν τα χέρια και τα πόδια τον αποκεφάλισαν. Στον τόπο του μαρτυρίου άφησαν σημείωμα στο οποίο έγραφαν: «έτσι τιμωρούνται όσοι προδίδουν τους ληστάς». Tην ίδια τύχη μ’ αυτόν είχε και η Kατερίνα, συζ. του Δημητρίου Παπαευαγγέλου, γραμματέα της κοινότητας Eλάτης.
Στις 20.9.1925 η ληστοσυμμορία των Γιαγκούλα – Mπαμπάνη – Tσαμήτρου εντοπίστηκε από το απόσπασμα του μοίραρχου Eμμανουήλ Πετράκη στη θέση Kλεφτοβρύση του Oλύμπου. Aκολούθησε συμπλοκή στην οποία ο ενωμοτάρχης Kαλογιούρης σκότωσε το Γιαγκούλα. Λίγο νωρίτερα ο Γιαγκούλας είχε σκοτώσει το χωρ/κα Σαλιώρα. Στη συμπλοκή, που κράτησε επτά ώρες σκοτώθηκαν και οι αρχιλήσταρχοι Mπαμπάνης και Tσαμήτρος.
Tη νύχτα της 8ης προς την 9ην Aυστούστου 1928, ληστές σκότωσαν στο Λιβαδερό τον κτηνοτρόφο Bαγγέλη Tσιόκανο «δι’ όπλου Mάνλιχερ, πυροβολήσαντες κατ’ αυτού τετράκις». Mαζί του είχαν πιάσει και το γιο του Θανάση, ο οποίος όμως κατόρθωσε να τους ξεφύγει και έτσι γλίτωσε το θάνατο.
Στις 20 Iουλίου 1928 τρεις ληστές συνέλαβαν στη θέση «Bουργάρα» της Kοινότητας Tρανοβάλτου το γιο του κτηνοτρόφου Γεωργίου Παπαγιάννη. Tη νύχτα που ακολούθησε τον διέταξαν να τους οδηγήσει στο μηχανοκίνητο μύλο του πατέρα του, που βρίσκονταν μέσα στο χωριό Tρανόβαλτο. Eκεί με την απειλή των όπλων έδεσαν όλους τους άνδρες, που την ώρα εκείνη δειπνούσαν και ζήτησαν από τους ιδιοκτήτες του μύλου Γ. Παπαγιάννη και Γιάννη Tσιδημόπουλο 30.000 δραχμές και ένα βραχύκανο μάνλιχερ. Kαι το μεν όπλο βρέθηκε, χρήματα όμως δεν υπήρχαν. Oι ληστές βασάνισαν τους ιδιοκτήτες του μύλου για να τους εξαναγκάσουν να δώσουν τα χρήματα. Όταν τέλος πείσθηκαν ότι δεν είχαν τα χρήματα που ζητούσαν, πήραν το μάνλιχερ και αναχώρησαν με την απειλή ότι θα ξανασυναντηθούν σε 15 μέρες.
Tο 1928 ο Δημήτριος Bέτας ή Bητόπουλος από το Mικρόβαλτο, επέστρεψε από την Aμερική, όπου είχε εργασθεί για δέκα περίπου χρόνια. Όταν οι ληστές πληροφορήθηκαν την επιστροφή του και ότι έφερε μαζί του και αρκετά χρήματα, εισέβαλαν στο σπίτι του στις 21 Aυγούστου όπου έδεσαν και βασάνισαν όλους τους ενοίκους. Φεύγοντας πήραν ότι πολύτιμο βρήκαν και απήγαγαν το 18χρονο γιο του Eυθύμιο. Για να τον απελευθερώσουν ζήτησαν ως λύτρα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό (100.000 περίπου δραχμές). O Bέτας αψήφησε τις απειλές των ληστών και τον κίνδυνο που διέτρεχε ο γιος του και δεν έσπευσε να καταβάλει τα λύτρα στην προθεσμία που του είχαν ορίσει οι απαγωγείς του γιου του. Zήτησε μάλιστα και τη βοήθεια της Xωρ/κής για τη διάσωση του μοναχογιού του. Kαι τότε οι κακούργοι δεν δίστασαν να προχωρήσουν στην πραγματοποίηση των απειλών τους. Διέπραξαν το φοβερό έγκλημα. Έσφαξαν το παιδί στο δάσος της Bουνάσιας.
Tο καλοκαίρι του 1936 έκαμε την εμφάνισή του στη Δυτική Mακεδονία, ο ληστής Kώστας Λόλας με το γιο του Nίκο, που είχε δραπετεύσει από τις φυλακές της Λάρισας. Oι Λολαίοι κατάγονταν από το χωριό Φιλιππαίοι των Γρεβενών. H δράση τους κράτησε 6 μήνες περίπου. Σκοτώθηκαν ο μεν Nίκος στη Φούρκα της Hπείρου, ο δε Kώστας στον Έλατο Γρεβενών από καταδιωκτικά αποσπάσματα χωρ/κής…

Από το βιβλίο του Η. Λαμπρέτσα ΜΙΚΡΟΒΑΛΤΟ
¤

Η ΛΗΣΤΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΑ ΚΑΜΒΟΥΝΙΑ
ΙΣTOPIKO ΑΡΧΕΙΟ AΣTYNOMIKOY TMHMATOΣ MIKPOBAΛTOY

H υπηρεσία αύτη ιδρύθη τον Oκτώβριον του 1912. Δεν κατέστη όμως δυνατή η εξακρίβωσις του B.Δ. δι’ ου ιδρύθη και απετελέσθη εκ των χωρίων: Mικροβάλτου, Tρανοβάλτου, Pυμνίου, Δέλνου νυν Tριγωνικού, Mεταξά, Mόκρου νυν Λιβαδερού, Nιζισκού νυν Φρουρίου, Λουζιανήν νυν Eλάτην, Πάδην νυν Bογγόπετραν, Λαζαράδες και 11. Mπισιρτσιά νυν Άκρην.
H ίδρυσις της υπηρεσίας υπηγορεύθη εκ της ανάγκης αντιμετωπίσεως των ζητημάτων Δημοσίας Aσφαλείας και τάξεων και δη προς καταπολέμησιν των ληστών και ζωοκλεπτών οίτινες ελυμαίνοντο την περιοχήν ταύτην.
O Σταθμός τότε εστεγάζετο εις εν δωμάτιον του Δημοτικού Σχολείου Mικροβάλτου. Πρώτος Δ/ντής της Yπηρεσίας ταύτης υπήρξε ο Eνωμοτάρχης Aσημόπουλος Bασίλειος εκ Πελοποννήσου με δύναμιν εξ χωροφυλάκων. Tην περίοδον ταύτην ελυμαίνοντο την περιοχήν οι λησταί TΣΙΑMHΣ Iωάννης εκ Λιβαδερού και MAΣTPOΔHMOΣ Bασίλειος εκ του χωρίου Kρανιά Eλασσόνος.
Ωσαύτως την περιοχήν ελυμαίνοντο και οι ζωοκλέπται TΣOYΓKOΣ Aναστάσιος, ΓKOYMΠETHΣ Iωάννης, KOYΣTAΣ Παναγιώτης, ΛIANOKAΨHΣ Nικόλαος και άλλοι καταγόμενοι εκ Λουτρού Eλασσόνος. O Yπαξιωματικός ούτος οργάνωσεν υποδειγματικώς την υπηρεσίαν και επελήφθη μετά ζήλου εις το έργον του, ιδία της καταδιώξεως των ληστών και των ζωοκλεπτών βοηθούμενος προς τούτο και υπό των ευρισκομένων εν τη περιοχή μεταβατικών αποσπασμάτων Xωρ/κής κατωρθώσας ούτω να παγιώση την Δημοσίαν Aσφάλειαν και τάξιν εν τη περιοχή. O Yπαξιωματικός ούτος υπήρξεν ικανός και δραστήριος και συνετέλεσεν τα μέγιστα εις την προβολήν της Xωρ/κής και την εξύψωσιν του γοήτρου της υπηρεσίας παρουσιάσας εις τους κατοίκους της περιοχής την ύπαρξιν του Nομίμου Kράτους.
ETH 1913-1916
Διευθυντής του Σταθμού ο ως άνω Eνωμοτάρχης τα έτη ταύτα τον Σταθμόν απησχόλησεων σοβαρώς το ζήτημα της καταδιώξεως των ληστών και ζωοκλεπτών πολλοί εκ των οποίων συνελήφθησαν ή εφονεύθησαν το έτος 1916.
ETH 1917-1918
Διευθυντής του Σταθμού ο Eνωμοτάρχης ΛOYBPOΣ Σωκράτης με δύναμιν 5 χωροφυλάκων. Oύτος εν συνεργασία μετά των μεταβατικών αποσπασμάτων συνέτεινεν εις την περαιτέρω καταδίκην της ληστείας και την παγίωσιν της Δημοσίας Tάξεως και Aσφαλείας εν τη περιοχή. Iκανός και μορφωμένος υπαξιωματικός ηδυνήθη εντός μικρού χρονικού διαστήματος να επιβληθή εις τους κατοίκους και να αγαπηθή παρ’ αυτών. Tα έτη ταύτα εκτός της καταδιώξεως της ληστείας διέρρευσαν ησύχως.
ETOΣ 1919
Διευθυντής του Σταθμού ο Eνωμοτάρχης Γεώργιος ΠANAΓIΩTOΠOYΛOΣ, ικανός και γενναίος υπαξιωματικός, εσυνέχισεν με τον αυτόν ζήλον ως και οι προκάτοχοί του την προσπάθειαν περιστολής της ληστείας και ζωοκλοπής.
ETH 1920-1922
Διευθυντής του Σταθμού ο Eνωμοτάρχης ΓPANIKAΣ Iωάννης. Iκανός και δραστήριος υπαξιωματικός. Διοίκησεν επιτυχώς τον Σταθμόν συντελέσας εις την περιστολήν της ληστείας και της ζωοκλοπής. Tα έτη 1920 και 1921 διέρρευσαν μάλλον ησύχως διότι εκτός της καταδιώξεως της ληστείας ο Σταθμός δεν απησχολήθη με έτερα σοβαρά ζητήματα.
Tο έτος 1922 επεσκιάσθη με την άγριαν δολοφονίαν του Eνωμοτάρχου Γρανίκα Iωάννου και δύο Xωροφυλάκων υπό των ληστών ΓKANTAPA Θωμά καταγομένου εκ Mπισιρτσάς, νυν Άκρη Eλασσόνος και των αλελφών ΠAΠAΓEΩPΓIOY καταγομένων εκ Λουτρού Eλασσόνος. H δολοφονία αύτη εγένετο εξ ενέδρας εις την περιοχήν Λαζαράδων κατόπιν προδοσίας υπό ατόμων φιλικώς προσκειμένων προς τους ληστάς και καθ’ ον χρόνον οι δολοφονηθέντες άνδρες της χωροφυλακής μετέβαινον προς καταδίωξιν τούτων.
ETH 1923-1938
Tο έτος τούτο 1923 η έδρα του Σταθμού μετεφέρθη εις το χωρίον Mόκρο νυν Λιβαδερό. H μεταφορά της έδρας του Σταθμού υπηγορεύθη εκ της ανάγκης αντιμετωπίσεως των ζητημάτων Δημοσίας Aσφαλείας και τάξεως και δη προς καταπολέμησιν των τρομερών και επικινδύνων ληστών ΓKANTAPA Θωμά εκ Mπισιρτσάς Eλασσόνος, ΓIAΓKOYΛA Φωτίου εκ Mεταξά Kοζάνης, MΠAMΠANH Παναγιώτου εκ Γρεβενών και άλλων οίτινες ελυμαίνοντο την περιοχήν. Mε την μεταφοράν της έδρας του Σταθμού Xωροφυλακής Mικροβάλτου εις Λιβαδερόν μετωνομάσθη εις Σταθμόν Xωροφυλακής Λιβαδερού.

Aπό το Aρχείο του A.T. Mικροβάλτου
[Εργασία Αρχ. Νικηφόρου π. Χρ. Μανάδη]
¤
ΦΩΤΗΣ ΓΙΑΓΚΟΥΛΑΣ
O TEΛEYTAIOΣ "BAΣIΛIAΣ TΩN OPEΩN"

list_19.1_3O τελευταίος "Bασιλιάς των Oρέων" θεωρείται ο Φώτης ή Φώτος Γιαγκούλας.
Σκοτώθηκε το 1925 σε τοποθεσία του Oλύμπου, όταν αυτός και οι σύντροφοί του περικυκλώθηκαν από καταδιωκτικό απόσπασμα, το οποίο πήρε πληροφορίες από το ληστή Aγριόκωτσο.
Στη συμπλοκή ο Γιαγκούλας τραυματίστηκε από τον ενωματάρχη Kαλιογούρα, που τον αποτέλειωσε με δύο σφαίρες στην κοιλιά.
Mαζί του σκοτώθηκε ο Tζαμίτρας και ο Πάνος Mπαμπάνης, ενώ παραδόθηκε ο Λεωνίδας Mπαμπάνης. O τελευταίος αργότερα δραπέτευσε και ξαναβγήκε στο κλαρί.
O Φώτης Γιαγκούλας γεννήθηκε στο χωριό Mεταξά, κοντά στα Σέρβια Kοζάνης. Σε μικρή ηλικία έχασε τον πατέρα του και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Γυμνάσιο για να προστατεύσει την οικογένειά του.
Λέγεται ότι ένας υπομοίραρχος βίασε την εξαδέλφη του Mαρία. O διοικητής του για να τον σώσει τον έστειλε στην Aθήνα, στους ευζώνους. Όμως ο Γιαγκούλας κατέβηκε στην Aθήνα και τον σκότωσε έξω από τα ανάκτορα, όπου φύλαγε σκοπιά. Aπό τότε βγήκε στα βουνά, ακολουθώντας τη συμμορία του Θωμά Kαντάρα.
Eπικηρύχθηκε το 1920 και συνελήφθη. Όμως δραπέτευσε πηδώντας από το τρένο κατά τη μεταγωγή του στη Θεσσαλονίκη για να δικαστεί.
Eγκαταστάθηκε στην Aθήνα με το ψευδώνυμο Nικόλαος Σκλήμπας.
Συνδέθηκε αισθηματικά με μια κυρία αριστοκρατίας, αλλά προδόθηκε και ξαναγύρισε στα βουνά το 1923. Eπικηρύχθηκε με το ποσό των 20.000 δραχμών.
Mέσα σε δύο χρόνια η επικήρυξή του θα ανέβει στις 600.000 δραχμές, ποσό αστρονομικό για την εποχή.
Στο ενεργητικό του Γιαγκούλα καταχωρούνται πάνω από 20 φονικά.
Tο 1925, σε συνεργασία με τους Tζιαμίτρα, Πάντο Mπαμπάνη και Λεωνίδα Mπαμπάνη, απαγάγει δύο επιφανείς Λαρισαίους, που τους μεταφέρει στον Όλυμπο και ζητά λύτρα. O ληστής Aγριόκωτσος προδίδει το λημέρι τους.
Στο σημείο που βρίσκονται κρυμμένοι φτάνει απόσπασμα της χωροφυλακής αποτελούμενο από 27 άνδρες, με επικεφαλής το μοίραρχο Πετράκη, και τους εξοντώνει. Tα κεφάλια των σκοτωμένων κρεμάστηκαν στα κάγκελα του σιδηροδρομικού σταθμού Kατερίνης.

Eφημερίδα “Έθνος” 5-1-2007
¤
list_19.1_4
¤
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΓΚΟΥΛΑ

Μιλώντας στα χρόνια της δεκαετίας του ’80 στη σειρά των τηλεοπτικών εκπομπών της ΕΤ-1 «Η ΕΡΤ στη Βόρεια Ελλάδα», ένας από τους χωροφύλακες που πήραν μέρος στη συμπλοκή της Κλεφτόβρυσης, ο Σινωπίδης, θα πει στο δημοσιογράφο Χρίστο Ζαφείρη τα εξής:
« Στις 19 Σεπτεμβρίου 1925 ήμουν χωροφύλακας εδώ στη Κατερίνη. Ήμουν τότε 21 χρονών. Την ημέρα εκείνη, Σαββάτο, ήρθε αυτός ο κτηνοτρόφος, έφερε μια επιστολή εις την αστυνομία. Η επιστολή αυτή είχε γραφτεί από τον Γιαγκούλα, που ήταν επάνω στον Όλυμπο, εκεί σε μια σπηλιά, ύψωμα κάπου 2300 με 2500 μέτρα. Αυτή η επιστολή απευθυνόταν στον Τύρναβο, σε κάποιον πλούσιο του οποίου τα  δυο παιδιά τα είχαν αιχμάλωτα αυτοί και είχαν το επώνυμο Ράφτης. Ο ένας ήταν φοιτητής της Ιατρικής, είκοσι χρονών, το άλλο παιδί ήταν δεκατεσσάρων χρόνων, μαθητής, και στην επιστολή ζητούσε 1.000.000 δραχμές ο Γιαγκούλας.
Ξεκινήσαμε ώρα τέσσερις και μισή, πήγαμε εκεί στο σημείο ακριβώς που λεγόταν Κλεφτόβρυση. Περικυκλώσαμε το μέρος, ήμασταν πέντε τμήματα, από πέντε πέντε. Ο διοικητής είχε εφτά. Εγώ ήμουνα με το διοικητή. Ήμασταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Είχε πάχνη. Μας είχε χτυπήσει ένας τρόμος… Τρομάζαμε. Από την ψύχρα οι σιαγόνες μας χτυπούσαν πολύ άσχημα. Κατά ώρα εννέα ζεσταθήκαμε λίγο. Είχε πει ο διοικητής πως ώρα εννέα ο Τσιαμήτας ο ληστής πάει να πάρει νερό απ’ την την Κλεφτόβρυση. Όποιος τον δει, εκείνος θα ρίξει, είπε. Οι άλλοι, που δεν θα τον δουν , δεν θα ρίξουν τίποτα. Πράγματι, ώρα εννέα ο Τσιαμήτας πάει για το νερό, εκεί που ήταν ο ενωματάρχης ο Πασβαντίδης με του δικούς του. Αυτός είχε τέσσερις στρατιώτες επειδή η χωροφυλακή είχε έλλειψη, γι’ αυτό είχε και στρατιώτες.
Τον πυροβόλησαν, τον τραυμάτισαν αλλά δεν σκοτώθηκε. Οπότε οι άλλοι μάθαν ότι εδώ πέρα είμαστε κυκλωμένοι. Απ’ τη σπηλιά μέσα βγήκε ο Γιαγκούλας. Συνάμα φώναζε ο διοικητής «Χωροφύλακες προχωρείτε, προχωρείτε». Προχωρούσαμε εκεί πέρα, κι από τις θέσεις που ήμασταν, ήμασταν πολύ μακριά.
Ανεβήκαμε στο σημείο αυτό, ήτανε πολύ ψηλά. Ήταν σαν ένα δωματιάκι, ένα σπήλαιο. Κατά η ώρα δώδεκα άρχισε τότε η γερή η μάχη. Τριάντα δύο όπλα…
Ώρα δύο και μισή σκοτώθηκε ο Γιαγκούλας. Ώρα τρεις και μισή περίπου list_19.1_5σκοτώθηκε ο Πάντος Μπαμπάνης. Ένας χωροφύλακας έκοψε το κεφάλι του Πάντου Μπαμπάνη, μπροστά στα μάτια του αδελφού του Λεωνίδα, που τον έβλεπε. Και τα πήραν τα τρία κεφάλια και τα βάλαν στα σακίδια και ξεκινήσαμε… Αυτοί κατεβήκανε στο χωριό και τη δεύτερη μέρα τα φέραν στην Κατερίνη τα κεφάλια και τα κρέμασαν στο κέντρο της πλατείας.
Από την επικήρυξη πήρε και το δημόσιο. Στον καταδότη δώσαν 300.000. Του δώσανε και 10.000 που πήρε μέρος στη συμπλοκή. Ο διοικητής πήρε 69.000. Στη γυναίκα του χωροφύλακα που σκοτώθηκε δώσαν 60.000. Εμείς οι χωροφύλακες πήραμε από 12.000, εκείνο τον καιρό ήταν σαράντα λίρες…»
Από το βιβλίο του Β.Ι.Τζανακάρη
"Τα παλληκάρια τα καλά
σύντροφοι τα σκοτώνουν"
¤
Ο Λήσταρχος Γιαγκούλας
[Καταγραφή διηγήσεων από τη Judith König]

… «Ποιος είναι ο Γιαγκούλας;» ρώτησα εγώ που από περιέργεια είχα πλησιάσει αρκετά.
«Δεν άκουσες ποτέ γι' αυτόν το ληστή;»
με ρώτησε ο Μήτσος και με κοίταζε κάπως περίλυπα κάτω από το  πηλήκιο του.
«Όχι, ζει ακόμη;»
«Το κεφάλι του βρίσκεται στο Μουσείο  στην Αθήνα».
Ο Μήτσος δίνει δύο δραχμές στο Γιώργο και παίρνει τη φωτογραφία.
«Πού βρήκες τη φωτογραφία;» ρωτάω το φωτογράφο. «Την τράβηξα από μια παλιά φωτογραφία που έχει ο αδερφός του Γιαγκούλα. Ζει στο Πολύραχο, θα αγοράσεις μία;»
Μερικές μέρες αργότερα, καθόμαστε με την Αγγελική στο κέντρο στο Πολύραχο. Τα νοικιασμένα μας άλογα τα δέσαμε στην αυλή και πήγαμε να καθήσουμε στο καφενείο. Έκανε κρύο και μαζευτήκαμε όλοι γύρω από τη σόμπα. Πίνοντας τούρκικον καφέ, ακούγαμε το γέρο να μας διηγείται. Ο Κωνσταντίνος, ο αδελφός του Γιαγκούλα μας αφηγούνταν από τη ζωή του αδελφού του, του Φώτη. Με την πρώτη ματιά ο ψηλός ασπρομάλλης γέρος μέσα στη σκούρα υφαντή φορεσιά του δεν είχε κα­μιά ομοιότητα με το νεαρό ληστή της φωτογραφίας. Άν παρατηρούσε όμως κανείς το πρόσωπο του, θα έβρισκε σ' αυτό πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Στο χέρι του κρα­τούσε ένα ξυλόγλυπτο μπαστούνι, που ήταν στολισμένο με ένα φίδι που κατασπαράζει ένα απροστάτευτο περιστέρι.
«Νομίζω ότι ο αδελφός μου ο Φώτης, γεννήθηκε 1900. Εγώ ήμουν έξι χρόνια μεγαλύτερος και γεννήθηκα περίπου το 1894. Στην ηλικία των δεκαέξι χρόνων ξεκίνησε  τη ζωή του ληστή.
Ήταν κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου μια περίοδο που έκλεβαν συχνά πρόβατα, γαϊδούρια και άλογα. Εάν πιανόταν οι κλέφτες έπρεπε να πληρώσουν μεγάλη ποινή. Πιο σκληρός ο νόμος όταν έκλεβαν άλογα. Μεγαλώσαμε στο Μεταξά στη γειτονιά μας όμως έμεναν μερικοί άνθρωποι που δε βλέπανε με καλό μάτι την οικογένεια μας.
Όταν λοιπόν, χάθηκαν δυο άλογα από τη βοσκή, ορι­σμένοι απ' αυτούς κατηγόρησαν στο δικαστήριο τον α­δελφό μου ότι τα είχε κλέψει. Έτσι θέλανε να ντροπιά­σουν την οικογένεια μας.
Ήξερα καλά το Φώτη και ήξερα ότι δεν το είχε κάνει αυτός. Παρ' όλα αυτά τον πιάσανε και τον οδήγησαν στη Λάρισα. Τέσσερις μήνες έμεινε εκεί στη φυλακή και τότε με ειδοποίησε η αστυνομία για 1.000 δραχμές, μπορού­σα να τον βγάλω μέχρι να γίνει το δικαστήριο. Αμέσως πήγα με τα χρήματα και τον έβγαλα από τη φυλακή. Αλλά ο Φώτης δεν ήθελε να ξαναγυρίσει μαζί μου στο Μεταξά φοβόταν μήπως τον καταδικάσουν, ενώ ήταν α­θώος και έτσι άρχισε η περιπλάνηση του». «Πότε σκότωσε τον πρώτο άνθρωπο;» «Περίπου ένα χρόνο μετά τη φυγή του. Ζούσα τότε στο Πολύραχο, γιατί το κορίτσι που είχα σ' αυτό το διάστημα παντρευτεί, είχε εκεί σπίτι.
Στο ίδιο χωριό ζούσε ένας φίλος του Γιαγκούλα που αγαπούσε την κόρη ενός γείτονα μας. Και το κορίτσι τον ήθελε για άντρα της, αλλά δε μπορούσε να κάνει τίποτα αφού αρνιόταν να τη δώσει ο πατέρας της, ο οποίος, σε καμιά περίπτωση δεν θα ενέκρινε αυτό το γάμο. Ο Γιαγκούλας λοιπόν, έλυσε ένα βράδυ για πάντα το πρόβλημα κόβοντας το κεφάλι του γέρου. Η αστυνομία σύντομα εξακρίβωσε το δράστη και αφού δεν μπορούσε να τον πιάσει, συλλάβανε εμένα και με πήγανε στις φυλακές στην Κοζάνη.
Μετά από μερικούς μήνες έπρεπε να πάω με την συνοδεία ενός χωροφύλακα στο Πολύραχο, γιατί είχαν ανακαλύψει ότι ο Φώτης κρυβόταν εκεί σ' ένα σπίτι. Ο Πρόεδρος, ο παπάς, ο χωροφύλακας και ο Σούλιος ο αρχηγός της αστυνομίας στο Μεταξά με πήγανε στο μέρος όπου βρισκόταν ο Γιαγκούλας. Κατόρθωσαν να τον περικυκλώσουν και αφού ο αδερφός μου είδε ότι με είχαν πάει εμένα σαν όμηρο, παραιτήθηκε από τη σκέψη να χρησιμοποιήσει βία και παραδόθηκε γιατί δεν ήθελε να βάλει σε κίνδυνο τη ζωή μου. Αμέσως τον δέσανε και ο αρχηγός της αστυνομίας, ο Σούλιος, που μόνο εξαιτίας του πλούτου του βρισκόταν σ' αυτήν τη θέση είπε σαρκαστικά:
«Βγείτε όλοι έξω να τον σκοτώσω!»
«Τώρα που είναι δεμένος δεν αφήνω κανέναν να τον σκοτώσει», απάντησε ο χωροφύλακας και παρέμεινε. Ο Γιαγκούλας κοίταξε με μίσος τον Σούλιο στα μάτια και του είπε:
«Σε είκοσι χρόνια που θα βγω από τη φυλακή, θα έρ­θω και θα σου κόψω το κεφάλι!»
Τον πήγανε στις φυλακές στο νησί Αίγινα. Μετά όμως από δύο χρόνια θεώρησαν ότι οι φυλακές αυτές δεν ήταν πολύ ασφαλείς για το Γιαγκούλα και κάτω από δυνατή αστυνομική ακολουθία τον πήγανε στη Θεσ/νίκη. Όταν λίγο πριν τη γέφυρα Μπαμπά κοντά στη Λάρισα το τρέ­νο ελάττωσε την ταχύτητα του, ο Γιαγκούλας πήδηξε από το τρένο μαζί με τις βαριές του αλυσίδες. Οι χωροφύλακες από την έκπληξη τους έμειναν να τον παρακολουθούν και να μην κάνουν τίποτε. Ο Φώτης λοιπόν, κουβά­λησε τις αλυσίδες του όλον τον μακρύ δρόμο μέχρι τα Σέρβια, όπου εκεί τις έκοψε ένας σιδεράς, τον οποίο αργότερα αντάμειψε πλούσια.
Ο Κώστας έκανε ένα μικρό διάλειμμα για να πιει λίγο από τον καφέ του, όταν ξαφνικά καταλάβαμε ότι δεν ήμασταν πλέον δύο άτομα που τον ακούγαμε. Είχαν μαζευτεί όλοι οι επισκέπτες του καφενείου γύρω μας για να ακούσουν τις ιστορίες του Γιαγκούλα.
Δυστυχώς όμως, τώρα ο Κώστας θεώρησε ότι είχε έρθει η ώρα να μας πάει και στο σπίτι του και σηκωθήκαμε να φύγουμε.
Στο σπίτι μας περίμενε η γυναίκα του, που προσπαθούσε εκείνη την ώρα να ανάψει τη σόμπα και έτσι μας δινόταν εμάς η ευκαιρία να παρατηρήσουμε το χώρο γύρω μας.
«Αυτή είναι η μικρότερη μου κόρη, στον πόλεμο την είχαν πάει στην Ουγγαρία, όπου ζει τώρα και είναι παντρεμένη με έναν Έλληνα. Ίσως την επισκεφθώ φέτος.
Αυτή είναι η μεγαλύτερη μου κόρη, που ζει στα Σέρβια και εδώ και δεκαπέντε χρόνια είναι χήρα».
Ο Κώστας λέγοντας αυτά, μας έδειχνε τις φωτογραφίες που κρέμονταν στον τοίχο.
«Έχετε και εσείς μια φωτογραφία του Γιαγκούλα;», τον ρωτήσαμε.
Η γυναίκα του, έσκυψε αμέσως κάτω από το κρεβάτι και έβγαλε μια κορνιζομένη φωτογραφία. Αναγνωρίσαμε τη φωτογραφία που είχαμε δει στο φωτογράφο και το είπαμε στον Κώστα.
«Α ναι, ήρθε πριν από μερικές μέρες και με ρώτησε αν μπορούσα να τον βοηθήσω να βγάλει λίγα χρήματα. Εδώ είναι και οι φίλοι του Γιαγκούλα».
Μας έδειξε μια καρτ-ποστάλ όπου κάθονταν τέσσερις άγριοι άνδρες με μακριά μαλλιά, μουστάκια και ντουφέ­κια. Ο Κώστας μας έδειξε τον έναν απ' αυτούς, ο οποίος μ' αυτά τα μαλλιά και τα γένια έμοιαζε σαν ερημίτης.
«Αυτός είναι ο Θωμάς Καντάρας, ο οποίος το 1918 έ­σκαψε μια τρύπα στο κελί του στις φυλακές της Λάρισας και βγήκε στην τουαλέτα, απ' όπου και δραπέτευσε, έ­τσι βρέθηκε με το Γιαγκούλα.
Αυτοί οι τέσσερις συνεργάστηκαν μόνο τρία χρόνια με τον αδελφό μου, μετά αποκεφαλίστηκαν». «Ο Γιαγκούλας ήταν παντρεμένος;». «Μετά τη απόδραση του από το τρένο πήγε μια μέρα στο Μεταξά να ζητήσει ένα κορίτσι, που το αγαπούσε πολύ καιρό, την Ευαγγελία. Αλλά ο πατέρας της δεν ήθελε να τη δώσει σε ληστή κι έτσι ο Γιαγκούλας αναγκάστηκε να την απαγάγει. Την πήγε στη σπηλιά του που βρίσκεται σε δρόμο για την Ελασσόνα. Νομίζω ότι ο μοίραρχος Καφάσης, ο παλιός αστυνόμος στα Σέρβια, τους πάντρεψε εκεί επάνω. Ίσως να τον ξέρετε, μένει δί­πλα στην ταβέρνα του Παναγιωτίδη και πέρυσι έχασε το μοναδικό του γιο σε δυστύχημα».
«Ο Γιαγκούλας και η γυναίκα του είχαν μόνο αυτή τη σπηλιά για κατοικία;».
«Ναι. Από το λημέρι του μπορούσε να επιβλέπει το δρόμο για τη Λάρισα και εάν είχε διάθεση σταματούσε το αμάξι ενός πλούσιου ταξιδιώτη και του έπαιρνε ό,τι μπορούσε να του πάρει. Με τα χρήματα που έπαιρνε, βοηθούσε τους φτωχούς, προίκιζε φτωχά κορίτσια, βοη­θούσε μικρούς αγρότες στην αγορά ζώων και γης ή τα δώριζε στην εκκλησία.
Δυστυχώς, δεν ξέρω πολλά γι' αυτή την εποχή.
Μόλις δραπέτευσε από τη φυλακή, εμένα και την οικογένεια μου, μας στείλανε στην εξορία, για να μη μπορεί κανείς να τον βοηθήσει. Στη Σκόπελο ήμασταν τριάντα άτομα, οι υπόλοιποι εκατόν εβδομήντα των συγγε­νών μας ήταν σκορπισμένοι σε άλλα νησιά».
«Τι έγινε αλήθεια, με τον αρχηγό της αστυνομίας, που είχε απειλήσει;».
«Μετά τη φυγή του ο Γιαγκούλας κατέβαινε συχνά σε μικρά χωριά. Όταν μια μέρα πήγε στα Σέρβια συνάντη­σε τον Σούλιο, ο οποίος επέστρεφε στο σπίτι του στο Μεταξά. Ο Σούλιος στην αρχή δεν τον γνώρισε, γιατί είχε να τον δει τρία χρόνια».
Η γριά είχε επιτέλους ανάψει τη σόμπα και παρουσιάστηκε μπροστά μας μ' ένα φορτωμένο δίσκο που ανήκει εξίσου στα ελληνικά έθιμα της επίσκεψης, όπως το «καλώς ορίσατε».
Η Αγγελικά κι εγώ ήπιαμε στην υγεία του πεθαμένου ληστή και αρχίσαμε τα χίλια χρόνια που θα 'πρεπε να ζή­σουμε σύμφωνα με την ευχή της οικοδέσποινας μας, με ένα ποτηράκι γλυκό λικέρ. Μετά καταπιαστήκαμε μ' ένα ζαχαρωμένο σύκο, το γλυκό του κουταλιού που ξεγλι­στρούσε απ' το κουταλάκι, ήπιαμε μια γουλιά παγωμένο νερό και σκουπιστήκαμε με την ανάποδη του χεριού. Μόνο αφού ήπιε και ο Κώστας το τσίπουρο του, άρχισε να αφηγείται τη συνέχεια της σταματημένης ιστορίας.
«Ο Γιαγκούλας λοιπόν, είδε και αναγνώρισε το μισητό αστυνόμο, τον χαιρέτησε και την επόμενη στιγμή τον αποκεφάλισε. Μετά έβαλε το κεφάλι του στη μέση δρόμου και τοποθέτησε ένα σημείωμα επάνω στα μαλλιά  του, σ' αυτό εξηγούσε γιατί μίκραινε τη ζωή του Σούλιου. Το σημείωμα αυτό πρέπει να υπάρχει ακόμη στο δικαστήριο. Μετά από αυτό, άρχισε η αστυνομία να τον κυνηγάει πιο επίμονα. Μια φορά ακόμη τον πιά­σανε, αλλά τους ξέφυγε  γρήγορα πάλι».
«Μα πώς ξέφυγε απ' τη φυλακή;».
«Με χρήματα».
«Εάν σου δώσει εσένα κάποιος 5.000 δραχμές τον φυλάς εσύ ακόμη;», συμπλήρωσε η γριά.
Είχε πάρει θέση σε ένα χαμηλό σκαμνί κοντά στη σόμπα και παρακολουθούσε την αφήγηση. «Γύρισε πάλι πίσω στη σπηλιά του;». «Όχι, ήταν επικίνδυνα πια και εξαφανίστηκε για ένα χρόνο στην περιοχή γύρω από τα Γιάννενα.
Πριν φύγει όμως από τα παλιά του λημέρια, πήγε στο Μεταξά και έδωσε στον παπά με την παρουσία του δημάρχου και τριών δημοτικών συμβούλων, 6.000 δραχμές για να χτίσουν με τα χρήματα αυτά μία εκκλησία και να της έδιναν το όνομα του».«Είναι η μικρή εκκλησία που υπάρχει τώρα;».
«Όταν ο Γιαγκούλας επέστρεψε μετά από ένα χρόνο δεν είχε γίνει τίποτα. Ανακάλυψε γρήγορα τι είχε γίνει η δωρεά του. Οι πέντε κύριοι είχαν μοιραστεί τα χρήματα και τα είχαν καταχραστεί. Και τώρα πάλι πήρε ο καθένας απ' τους πέντε το μερτικό του. Σε μια νύχτα τους αποκεφάλισε ο Γιαγκούλας και τους πέντε». «Είχε δίκιο!», επεμβαίνει η γριά. «Επειδή πάλι δε μπόρεσαν να τον πιάσουν, έπιασαν τη γυναίκα του και την πήγαν στην Κοζάνη στη φυλακή. Περίμενε τότε παιδί». «Ζει ακόμη το παιδί;».
«Ήταν αγόρι, αλλά μετά τη γέννηση του πέθανε. Λένε ότι το δηλητηρίασαν στο νοσοκομείο για να μη ζει ο κακός σπόρος του πατέρα του, μέσα απ' αυτόν. Ποιος ξέρει ποια είναι η αλήθεια».
«Η Ευαγγελία ζει ακόμη;».
«Πέθανε τον περασμένο χρόνο από καρκίνο. Μετά το θάνατο του Γιαγκούλα παντρεύτηκε ένα χωροφύλακα».
«Ο Γιαγκούλας τότε δε θέλησε να απελευθερώσει τη γυναίκα του από τη φυλακή;».
«Πώς, βέβαια. Εμένα μετά από τη φυγή του στην Ήπειρο με είχαν φέρει πίσω και ζούσα στο Πολύραχο. Μια μέρα, αφού είχαν φέρει τη γυναίκα του στην Κοζά­νη, με κάλεσε ο Γιαγκούλας στο Μεταξά. Εκεί με παρακάλεσε να πάω σε ένα γνωστό σπίτι το επόμενο βράδυ μαζί με έναν χωροφύλακα για να διαπραγματευτεί μαζί του. Έτσι πήγα κι εγώ μαζί με τον αρχηγό της αστυνομίας της Κοζάνης το επόμενο βράδυ. Εκεί φάγαμε και ήπιαμε όλοι μαζί και ο Γιαγκούλας μας έδωσε και χρήμα­τα. Ο αδελφός μου είχε κουραστεί από τη ζωή του ληστή και ήθελε να σώσει τη γυναίκα του, έτσι, παρακάλεσε τον αστυνόμο να μιλήσει στον υπουργό για χάρη του για να του δινόταν χάρη. Υποσχέθηκε να πάει και είκοσι χρόνια φυλακή. Δυστυχώς όμως, δεν έγινε τίποτα, συνέχισαν να κυνηγάνε το Γιαγκούλα και το ποσό για το θά­νατο του είχε ανεβεί στις 600.000 δραχμές.
Τώρα, του ήταν πλέον αδύνατο να μείνει σ' αυτή την περιοχή και κρυβόταν στον Όλυμπο μαζί με τους συντρόφους του Μπαμπάνη και Τσαμίτα. Από εκεί συνέχισαν τις ληστείες τους».
«Πόσο έμεινε εκεί;».
«Έως το 1925. Μια μέρα είχε απαγάγει από δυο οι­κογένειες δύο αγοράκια και ζητούσε λύτρα από τους γονείς. Όμως αντί να δώσουν τα χρήματα οι πατεράδες έφεραν πενήντα χωροφύλακες.
Μετά από μια σύντομη μάχη κατόρθωσαν να τους εξουδετερώσουν και τους τρεις. Εκεί σε εκείνο ακριβώς το σημείο τους πήραν και τα κεφάλια. Στα Σέρβια ζούνε ακόμη ορισμένοι άνθρωποι που είχαν δει το κεφάλι του Γιαγκούλα. Το οποίο το είχαν τοποθετήσει επάνω σε ένα κοντάρι μπροστά στο κτίριο του δικαστηρίου για να φοβίσουν έτσι τον κόσμο».
«Πολλοί τον κλάψανε όταν πέθανε», λέει η γιαγιά.
«Έκανε τόσα καλά. Πόσα κορίτσια προίκισε για να μπορέσουν να παντρευτούν».
Ο Κώστας συμφώνησε με τη γυναίκα του.
«Ήταν καλός άνθρωπος. Εξάλλου έπαιρνε μόνο από εκεί που περίσσευαν».
Αυτός ήταν λοιπόν, ο Γιαγκούλας. Θα θέλαμε να α­κούγαμε και άλλα, αλλά ο Κώστας έβαλε τέλος στη συζή­τηση.
«Λυπάμαι, αλλά δε μπορώ να σας πω περισσότερα. Όχι, γιατί δε θέλω, αλλά γιατί δεν ξέρω. Ενώ είμαι ο αδελφός του δεν ξέρω ούτε ένα τέταρτο από τη ζωή του α­δελφού μου. Πολλά μου διέφυγαν γιατί έλειπα και πολύ καιρό στην εξορία. Εάν θέλετε να μάθετε περισσότερα, τότε ρωτήστε το Ματάνα και το Μοίραρχο στα Σέρβια. Ήταν από τους καλύτερους του φίλους».
Σταθήκαμε και σφίξαμε το χέρι της γριάς γυναίκας και του Κωνσταντίνου Γιαγκούλα, ο οποίος μας συνόδεψε μέχρι το καφενείο για να πάρουμε τα άλογα μας και να ξεκινήσουμε για το γυρισμό. Τον ευχαριστήσαμε και φύγαμε.
«Να μας επισκεφθείτε στην παράγκα μας!», του φωνάξαμε.
«Κρίμα, που δεν ζει πια!», αναστέναξε η Αγγελική.
«Σίγουρα θα τον είχαμε επισκεφθεί», απάντησα εγώ, "ξέρεις ότι προίκιζε τα φτωχά κορίτσια;" Και γελάσαμε...

Πηγή: Ιστορίες γύρω απο τα Σέρβια
της Judith König
¤
Θωμάς Γκαντάρας

list_19.1_7Ο Θωμάς Γκαντάρας επικαλούμενος και "Μαύρος Λήσταρχος", καταγόταν από την Άκρη Ελασσόνος, βγήκε στο κλαρί τον Ιούλιο του 1918, με σύντροφο του τον Γεώργιο Βελώνη, έχοντας λιποτακτήσει απ’ τον στρατό και με σκοπό να σκοτώσει έναν τσιφλικά που είχε βιάσει τη σύζυγό του.
Λίγο αργότερα οι Γκαντάρας και Βελώνης πιάστηκαν και στις 21 Ιουλίου 1919 το στρατοδικείο της Λάρισας τους επέβαλε ποινή κάθειρξης 14 ετών.
Στις 21 Νοεμβρίου 1921 ο Θωμάς Γκαντάρας δραπέτευσε από τις φυλακές της Λάρισας και ένα χρόνο αργότερα το κεφάλι του επικηρύχθηκε.
Ο Θωμάς Γκαντάρας είχε έναν αδερφό επίσης ληστή, τον Γεώργιο Γκαντάρα, που σκοτώθηκε τον Φεβρουάριο του 1920 στην θέση Κουμαριά Ελασσόνας, σε σύγκρουση με καταδιωκτικά αποσπάσματα. Μαζί του χάθηκε και ο ληστής Μανάτσας.
Ένα βράδυ, ο επικηρυγμένος Γκαντάρας φόρεσε τη φουστανέλα και τα ασημένια τσαπράζια του και πήγε κρυφά στο σπίτι του περίφημου Τρικαλινού φωτογράφου Αθανάσιου Μάνθου. Κατέβηκε αθόρυβα απ’ τη σκεπή, μπήκε και ξύπνησε τον Μάνθο για να πάει να τον φωτογραφήσει μαζί με την ληστοσυμμορία του, επειδή καταλάβαινε πως το τέλος τους πλησίαζε.
Ο Θωμάς Γκαντάρας σκοτώθηκε στις 5 Αυγούστου 1923.
Σκοτώθηκε στην θέση Οξιά της Δεσκάτης Γρεβενών, κοντά στο Μαυρέλι, από τον μαυρελίτη κυνηγό Γεώργιο Σιακαβάρα, ο οποίος συμμετείχε στο απόσπασμα που τον καταδίωκε. Το κεφάλι του Γκαντάρα κόπηκε, μεταφέρθηκε στο Γερακάρι και κατόπιν εκτέθηκε σε κοινή θέα στην Καλαμπάκα στις 6 Αυγούστου 1923, για παραδειγματισμό.
Ο Θωμάς Γκαντάρας άφησε ορφανά ένα γιο και δυο κόρες, την Βασιλική και την Ελένη. Την Ελένη πρόλαβε και την έδωσε, νήπιο, προς φύλαξη στο δήμαρχο Καλαμπάκας Ραμμίδη. Οι δυο γυναίκες αντάμωσαν μεταξύ τους, για πρώτη φορά, το 1998.
"Αντε σέ κλιέν τά δέντρα όλα βρέ Γκαντάρα σέ κλιέν και τά κλαριά"...
Από τά ομορφότερα δημοτικά τραγούδια πού γράφτηκαν γιά τον Λήσταρχο πού γιά τούς χωρικούς της Ελασσόνας ήταν κάτι σάν "Σωτήρας τών Φτωχών"...
¤

ΓΚΑΝΤΑΡΑΣ Ο "ΜΑΥΡΟΣ ΛΗΣΤΑΡΧΟΣ"
Αποσπάσματα από την εκπομπή της ΕΤ3 «ΑΛΗΘΙΝΑ ΣΕΝΑΡΙΑ»

Μουσική εισαγωγή: "Τι φταίει που ’γινες ληστής τον ρώτησε ο δικαστής …"
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Λίγα χιλιόμετρα μακριά από το χωριό του Γιανγκούλα , από την Άκρη καταγόταν ο λήσταρχος Θωμάς Γκαντάρας. Βγήκε στο κλαρί τον Ιούνιο του 1918  όταν έκλεψε κοσμήματα από κάποιον πλούσιο της περιοχής που είχε προσβάλλει τον πατέρα του .
ΠΑΠΑ ΒΑΓΓΕΛΗΣ -ανεψιός του Γκαντάρα-: Το 1917 υπήρχε μεγάλη πείνα, είχανε λεφτά δεν υπήρχε ψωμί ν’ αγοράσουνε. Κι έστειλε ο Γκαντάρας  το γέρο πατέρα του στην Ανθούλα σ’ ένα χωριό της Ελασσόνας όπου υπήρχε κάποιος Διαμάντης που πουλούσε καλαμπόκι και κριθάρι.
Αυτός του λέει: - Γέρο θα σου δώσω καλαμπόκι και κριθάρι, να σπείρεις αλλά θα μου χορέψεις ένα τραγούδι. Ο γέρος χόρεψε, τι να κάνε …
Ο Θωμάς Γκαντάρας δεν άντεξε την προσβολή κι αποφάσισε να κλέψει κοσμήματα από το σπίτι του πλούσιου. Για την πράξη του αυτή θα συλληφθεί και θα καταλήξει στις φυλακές.
ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΑΚΡΗΣ: Ο Γκαντάρας δεν ήταν άνθρωπος που βγήκε στα βουνά χωρίς λόγο …
ΔΗΜ/ΦΟΣ: Για σας ο Γκαντάρας ήταν ληστής ή ένας ήρωας ;
ΠΑΠΑ ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Για μας ήταν ένας ήρωας . Τι κακό έκανε δηλαδή;  Πάντρευε φτωχά κορίτσια και βοηθούσε το φτωχό κόσμο.
ΔΗΜ/ΦΟΣ: Τα λεφτά που τα έβρισκαν ;
ΠΑΠΑ ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Τα λεφτά τα έπαιρναν από αυτούς που τα είχαν.
ΔΗΜ/ΦΟΣ: Δηλαδή ήταν ο Ρομπέν των Δασών της εποχής εκείνης ;
ΠΑΠΑ ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Ναι, ναι …
ΔΗΜ/ΦΟΣ: Το Φεβρουάριο του 1920 τα καταδιωκτικά αποσπάσματα θα περικυκλώσουν το μικρότερο αδερφό του Θωμά, το Γιώργο Γκαντάρα και θα τον κάψουν ζωντανό στη θέση Κουμαριά Ελασσόνας. Ο θάνατος του μικρού αδερφού του  θα τον εξαγριώσει και όταν θα αποδράσει από τη φυλακή θα προχωρήσει σε αδίστακτες δολοφονίες. Γι’ αυτό θα ονομαστεί ο «μαύρος» λήσταρχος. Αν και επικηρυγμένος το 1923 ζήτησε -μέσω ενός γνωστού- θα φωτογραφηθεί από ένα φωτογράφο λεγόμενο Μάνθο από τα Τρίκαλα στα λημέρια Καμβουνίων – Χασίων όπου δρούσε. Ο Μάνθος ζήτησε και  πήρε άδεια από την αστυνομία για τη φωτογράφηση…
ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΑΚΡΗΣ: Ο Γκαντάρας και η συμμορία του είχαν δώσει εντολή να μην πάνε στα λημέρια τους ούτε κυνηγοί, ούτε πρόβατα, ούτε γίδια… Ένας καινούργιος αστυνόμος από την Κρήτη μάζεψε όλους τους κυνηγούς να πάνε στο βουνό για κυνήγι. Αυτοί μάλλον από φόβο δεν του είπαν ότι ο Γκαντάρας είχε απαγορέψει να πάνε στα λημέρια του. Ο Γκαντάρας όταν τους είδε παραξενεύτηκε και είπε ποιος είναι αυτός που αψήφησε την εντολή μου;  Τον τραβάει μια τον αστυνόμο με το όπλο στο πόδι κι αυτός έπεσε κάτω. Ορμάει ο Γκαντάρας με το μαχαίρι να του «πάρει»  το κεφάλι. Αυτός όμως, όπως ήταν πεσμένος  έριξε  μια με τ’ όπλο και σκότωσε το Γκαντάρα. Στις 12 Αυγούστου 1923 κοντά στο χωριό Κοκκινοπλός της επαρχίας Δεσκάτης…
Επίλογος με το τραγούδι του Γκαντάρα:
"-Σου κλαιν’ τα δέντρα όλα βρε Γκαντάρα
σου κλαιν’ και τα κλαδιά…"

Επιμέλεια: Για.Μας.
¤
list_19.1_8
κλικ για μεγέθυνση
¤

Οι ληστές των Kαμβουνίων [2]

list_19.1_9
Το φαινόμενο της ληστείας, που ταλαιπώρησε την περιοχή μας το πρώτο τέταρτο του περασμένου αιώνα,  είναι σήμερα σαν διήγηση συναρπαστικό. Η εποχή που έδρασαν οι ληστές, είναι η μεταβατική. H εποχή της παρακμής της Τουρκικής επικράτειας στην περιοχή μας στις αρχές του περασμένου αιώνα,  και στη συνέχεια η εποχή που μετά τους πολέμους του 1912-13, το Ελληνικό κράτος προσπαθεί και εδώ να οργανωθεί. Πολλοί οι μελετητές, που προσπάθησαν να καταγράψουν και να αναλύσουν το φαινόμενο αυτό.
«Οι πολιτικές αναταραχές δεν ήταν ο μόνος παράγοντας που καθόρισε το ληστοτροφικό χαρακτήρα της περιοχής μας. Ουσιαστικό ρόλο έπαιξε και η βαθειά ριζωμένη παράδοση του κλεφταρματολισμού, στο πλαίσιο της οποίας η προσφυγή στην άτακτη ένοπλη βία ήταν μια θεμιτή λύση. Οι συνθήκες γενικής ανασφάλειας και η απουσία κρατικών δομών για την υπεράσπιση των συμφερόντων του πληθυσμού ενθάρρυναν την εκδίκηση και την αυτοδικία γενικά ως τρόπο επίλυσης διαφορών. Πολλοί ληστές βγήκαν στο κλαρί με αφορμή κάποια σύγκρουση στην τοπική κοινωνία ή με το κράτος: διάπραξη εγκλήματος, αποφυγή της στρατιωτικής θητείας, μια κατηγορία για ζωοκλοπή ή απειλή από άλλους ληστές.
Στις πρώτες δύο δεκαετίες του 20ου αιώνα, μια εναλλακτική λύση ήταν η μετανάστευση. Τόσο ο ληστής, όσο και ο μετανάστης υπολόγιζε να αντισταθμίσει τη ζημιά που θα προκαλούσε στην οικογένεια η προσωρινή απουσία του με τους πρόσθετους πόρους που θα έφερνε κατά την επιστροφή. Σε πολλές περιπτώσεις όμως η «μη φρόνιμη» λύση ήταν προτιμότερη, γιατί ο μετανάστης κινδύνευε να χάσει το κομπόδεμά του πάλι από τους ληστές. ...
Στη δεκαετία του 1920 αυξήθηκε το ειδικό βάρος των καθαρά οικονομικών κινήτρων. Στην περίοδο αυτή η ληστεία ήταν ένας τρόπος αντίδρασης στις ανακατατάξεις  που έφερε στην τοπική κοινωνία η ενσωμάτωσή της στο έθνος κράτος, στην επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης, ιδίως των μεταβατικών κτηνοτρόφων και στην υποβάθμιση ενός παραδοσιακού τρόπου ζωής. ...
Οι ληστές για να επιβιώσουν, είχαν απόλυτη ανάγκη της υποστήριξης της τοπικής κοινωνίας. Αφενός τους προμήθευε τα είδη που είχαν ανάγκη, αφετέρου σχημάτιζε ένα αποτελεσματικό δίκτυο πληροφοριών. ...
Απέναντι στην τοπική κοινωνία οι ληστές είχαν μια κυριαρχική ικανότητα. Πρόσεχαν όμως να μην υπερβαίνουν τα κοινωνικά αποδεκτά όρια, τουλάχιστον στην περιοχή τους. Χαράτσωναν τον καθένα ανάλογα με αυτά που είχε. Παρά το γεγονός ότι η σχέση των κατοίκων με τους ληστές στηριζόταν κυρίως στο φόβο, βασιζόταν εξίσου σε μια συναίνεση. Οι ληστές ήταν γέννημα και θρέμμα της τοπικής κοινωνίας, της οποίας συμμερίζονταν εν μέρει τις κοινωνικές αξίες, Σημαντική θέση στο σύστημα των αξιών αυτών είχαν τα ηθικά πρότυπα του κλεφταρματολισμού: η προσωπική παλικαριά, η ανδροπρέπεια, η αυτοδικία, η κλοπή και το χαράτσι ως θεμιτές πρακτικές, η περιφρόνηση προς την κρατική εξουσία, η αλληλεγγύη προς το συγγενή, η μπέσα. ...
Η ληστεία περιορίστηκε με τα κατασταλτικά μέτρα του Βενιζέλου. Ιδιαίτερα αποτελεσματική ήταν η χορήγηση αμνηστίας και αμοιβής στους ληστές που σκότωναν κάποιον σύντροφό τους και τα μέτρα κατά των οικογενειών τους.
Το ληστρικό κύκλωμα όμως διαπότιζε ολόκληρη την τοπική κοινωνία, με την οποία συνδεόταν με ποικίλους τρόπους. Σύμφωνα με τις προφορικές μαρτυρίες, περιλάμβανε κι άλλες τρεις κατηγορίες. Κατ’  αρχάς οι «μυστικοί» ή «πολιτικάντηδες» κλέφτες, οι οποίοι δεν έκλεβαν οι ίδιοι αλλά προστάτευαν ληστές ή οργάνωναν  εκ του ασφαλούς ληστείες ή μεγάλες επιχειρήσεις ζωοκλοπής, παίρνοντας συχνά και μερίδιο της λείας. Συνήθως είχαν σημαντική θέση στο χωριό τους και καλές σχέσεις με την αστυνομία. Κατά δεύτερο λόγο υπήρχε μια πολυπληθής ομάδα περιστασιακών κλεφτών ή «νυκτοληστών», οι οποίοι συμμετείχαν μόνο περιστασιακά σε μεγάλες επιχειρήσεις. Τρίτον, μέρος του κυκλώματος ήταν και οι χωροφύλακες στο διπλό τους ρόλο ως διώκτες και συνεργάτες ληστών. ...
Σε κοινωνίες στις οποίες η κεντρική εξουσία δεν είναι ισχυρή, οι ένοπλες «παρακοινωνικές ομάδες» αναλαμβάνουν συχνά το ρόλο «πολιτικών διαμεσολαβητών» ανάμεσα στην κεντρική εξουσία και την τοπική κοινωνία. Ο πολιτικός ρόλος τους στηρίζεται τόσο στην κυριαρχική τους ικανότητα, με βάση την οπλική δύναμη, όσο και στους πολλαπλούς συγγενικούς και πελατειακούς δεσμούς που τους συνδέουν με την τοπική κοινωνία. Οι δεσμοί αυτοί, η αποδοχή των  λαϊκών αξιών και η σύγκρουση με την κεντρική εξουσία τους εξασφαλίζει αρχικά μια λαϊκή νομιμότητα. »1
«Οι ληστές ήταν άνθρωποι αναρχικοί φυγόδικοι και για να αποφύγουν τις συνέπειες του Νόμου έπαιρναν τα όπλα και βγαίνανε στα βουνά όπου στήναν τα λημέρια τους και ζούσαν με ληστείες και χαράτσι , σε βάρος των κατοίκων των ορεινών περιοχών και των κτηνοτρόφων, που αφθονούσαν στα βουνά την εποχή εκείνη.
Απ΄ αυτούς υπήρχαν δύο κατηγορίες ληστές. Αυτοί που φυγοδικούσαν επειδή έπραξαν εγκλήματα για λόγους τιμής, κι απ’ εκείνους που δημιουργούσαν σκοπίμως κάποιο μικρό έγκλημα, να βρούν αφορμή να πιάσουν το κλαρί και να ζήσουν εις βάρος των άλλων, με ληστείες και χαράτσια.
Οι πρώτοι καίτοι αναρχικοί, θεωρούνταν κλέφτες καλοί, διότι το μη χείρον βέλτιστον, οι άλλοι θεωρούνταν κλέφτες κακοί, διότι είχαν καταντήσει η μάστιγα της περιοχής. Ζητούσαν βαρύ χαράτσι, ατίμαζαν γυναίκες και κακοποιούσαν όσους αντιστέκονταν στα παράνομα θελήματά τους. Ενώ οι πρώτοι, οι θεωρούμενοι καλοί κλέφτες έβαζαν κι έπαιρναν λογικό χαράτσι από τους κατοίκους, έδιναν δωρεές σε αναξιοπαθούντες ανθρώπους φτωχούς, στις εκκλησίες, σε ορφανά, στα σχολεία κλπ. Επενέβαιναν και λύναν διαφορές μεταξύ των κατοίκων και έδιναν λύσεις σ’ αυτές. Επίσης έλυναν συνοριακές διαφορές των βοσκοτόπων μεταξύ κτηνοτρόφων, αγόραζαν κανένα ζευγάρι βόδια σε πολύ φτωχούς ανθρώπους, πάντρευαν με έξοδά τους και κανένα φτωχοκόριτσο ορφανό.»2
«Εκτός από την παρουσία πολλών εθνικών ομάδων, που προφανώς θα εμπόδιζαν την απρόσκοπτη λειτουργία του μηχανισμού και των θεσμών του νέου κράτους και συνεπαγωγικά θα αποτελούσαν υποβοηθητικό μοχλό στην εδραίωση της ληστείας, τη δύσκολη κατάσταση επέτεινε η ανυπαρξία σύγχρονων για την εποχή οδικών κόμβων και δρόμων επικοινωνίας.
Τα αίτια της ανάπτυξης ληστρικών κυκλωμάτων σε περιοχές που  συγκέντρωναν ορισμένα γεωγραφικά χαρακτηριστικά και ασκούνταν συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες σχετίζονταν με την εισβολή του εθνικού-σύγχρονου κράτους στην παραδοσιακή-αγροτική κοινωνία και την ανατροπή των ισορροπιών της. Το κράτος προκειμένου να εδραιώσει και να αναπτύξει τους δικούς του μηχανισμούς και θεσμούς επιτίθεται στις τοπικές και κοινωνικές ιεραρχίες και ενισχύει την αποδιάρθρωση του κοινωνικού παραδοσιακού καταμερισμού ρόλων και αρμοδιοτήτων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι εμβόλιμες μέθοδοι καταστολής και αναγκαστικής μετακένωσης θεσμών και μηχανισμών οδηγούν στην ανάπτυξη κι ισχυροποίηση της ληστοκρατίας, η οποία εγγράφεται στις προσπάθειες της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας να αντιδράσει στις κρατικές μεθοδεύσεις, που στόχευαν στην ένταξη της υπαίθρου στο νέο οικονομικό - πολιτικό σύστημα, συχνά με μεθόδους που προσέβαλαν την αξιοπρέπειά της.
…Στο ίδιο κύμα αυταρχικότητας και προσπάθειας επιβολής των νόμων, εντασσόταν η συμπεριφορά των οργάνων της τάξης που γεννούσαν στους κατοίκους εύλογα ερωτηματικά για την αναγκαιότητά τους.
Οι σχέσεις μεταξύ πολιτικών και ληστών ήταν ανεπτυγμένες και εδραιωμένες. Η παράβαση της μπέσας, του εθιμοτυπικού κώδικα τιμής που δίνει πίστη και διάρκεια στις ανθρώπινες σχέσεις, που συνέδεε τον παράνομο ληστή με το  ‘φρόνιμο’ κοινωνικά και πολιτικά ηγέτη θεωρείτο σύμφωνα με τις κοινωνικές συμβάσεις προδοσία, και πιθανόν να επέσυρε την τιμωρία του  ‘φρόνιμου’  από τον παράνομο ληστή.»3
Πολλές επίσης οι καταγραμμένες μαρτυρίες για τη ζωή και τη δράση των ληστών, που είναι αδύνατον να μεταφερθούν, έχουν αποτελέσει άλλωστε υλικό για αρκετά βιβλία και μυθιστορήματα. Θα παραθέσουμε εδώ κάποιες μαρτυρίες δικών μας, Μικροβαλτινών γερόντων, που έζησαν την εποχή εκείνη.
Γιά το Γιανγκούλα οι Κων. Αθ. Νατσιόπουλος και Βασίλειος Ι. Σταθόπουλος από το Μικρόβαλτο, μας διηγήθηκαν πως έγινε κλέφτης “από ένα βιτούλι, τον πήγαν φυλακή και σκότωσε και βγήκε έξω». ΄Ελεγαν πως ήταν πιό ευγενικός και λεβέντης σε σχέση με τον Γκαντάρα, που ήταν “αιμοβόρος”.
Ο Κων. Αθ. Νατσιόπουλος μας περιέγραψε το ακόλουθο περιστατικό. Γύριζαν από το νιάημερο από τα Σέρβια, κάπου χίλια άτομα απ΄ όλα τα χωριά, όταν στη “Μαύρη Ράχη” τους σταμάτησε ο Γιανγκούλας με κάποιο σύντροφό του  Λάμπρο Παπαθανασίου, Δελνιώτη, ψάχνοντας να βρουν κάποιον που τους πρόδωσε κι έγινε αιτία να σκοτωθεί ένας δικός τους από την Ελάτη. Κάποιος από το πλήθος προσπάθησε να ξεφύγει κρυφά, οι ληστές τον έπιασαν κι όταν τον ρώτησαν γιατί έφευγε, τους απάντησε πως είχε πουλήσει μουλάρια στο παζάρι κι είχε τα χρήματα μαζί του και φοβήθηκε να μην του τα πάρουν. Τότε ο Γιανγκούλας του είπε: “΄Ενας κλέφτης  σαν κι εμένα δεν κλέβει έτσι. Αν θέλω να πάρω τα χρήματά σου, σου στέλνω ένα μπιλιέτο και μου τα φέρνεις μοναχός σου. Εγώ σήμερα θέλω να βρω αυτόν που  σκότωσε τον αδερφό μου” . Τότε ένας παπάς του πρόσφερε τσιγάρο κι αυτός απάντησε: “ όχι παππούλη μου, όχι θα πεις πως δεν καταδέχομαι επειδή έχω αυτό το βρωμοντούφεκο στον ώμο μου, αλλά δεν φουμάρω”. Αυτός που έψαχναν όμως, κατάφερε να ξεφύγει, λέγοντας ψέματα πως είναι από άλλο χωριό.
Γιά το χαράτσωμα που τους επέβαλαν οι ληστές, ο Βασίλειος Ι. Σταθόπουλος, η οικογένειά του οποίου, ως εύπορη, πολλές φορές χαρατσώθηκε από τους ληστές, μας είπε επίσης τα ακόλουθα. Γύρω στα 1921 ο Γκαντάρας ειδοποίησε τον πατέρα του Βασίλη τον Σταθογιάννη να του προμηθεύσει “50 πήχες πανί χασέ, 50 πήχες πανί αδήμητο, 50 μέτρα χακί καπαρντίνα, τσιάμικα τσαρούχια, κάλτσες, φυσίγγια, και φουστανέλες”. Ο Σταθογιάννης πήγε στην Κοζάνη και αγόρασε ότι βρήκε, φοβήθηκε όμως να αγοράσει την καπαρντίνα, γιά να μην τον υποπτευθούν πως θα τα παραδώσει στους ληστές. Δικαιολογήθηκε στον Γκαντάρα, πως βρήκε δύο χρώματα χακί και δεν ήξερε ποιό να διαλέξει. Ο Γκαντάρας θύμωσε και του ζήτησε αποζημίωση άλλες 10000 δραχμές, τις οποίες και αναγκάστηκε να δώσει.
Την εικόνα συμπληρώνει η αφήγηση του Κώστα Χαϊδάρη, του οποίου ο πατέρας Γιάννης, θεωρούνταν επίσης εύπορος. Απ΄ αυτούς, ο Γκαντάρας ζήτησε να του αγοράσουν ραπτομηχανές Σίνγκερ, “δύο του ποδαριού και μία του χεριού”. Κάποιοι συγχωριανοί  θέλοντας να βγάλουν χρήματα, έστειλαν ένα δεύτερο μπιλιέτο δήθεν εκ μέρους του Γκαντάρα, λέγοντας πως ο ληστής μετάνιωσε και ζητούσε μόνο 1000 δραχμές αντί για τις μηχανές. Ο Γιάννης Χαϊδάρης λοιπόν, άφησε τα χρήματα στο συμφωνημένο μέρος, αυτά όμως ποτέ φυσικά δεν έφθασαν στα χέρια του ληστή, που σε λίγο καιρό εξαγριωμένος ήρθε να ζητήσει list_19.1_10τις ραπτομηχανές. Ο Κώστας Χαϊδάρης διηγήθηκε, πως ο πατέρας του πήρε μαζί του κρασιά, ρακιά, πίτες και πήγε να συναντήσει το ληστή, αυτός όμως τους έδεσε και τους έδειρε. ΄Οταν του έδειξαν το σημείωμα τους άφησε, με τη συμφωνία να του αγοράσουν τις μηχανές, όπως και έκαναν. Μεσολάβησε όμως ένα μήνυμα του πατέρα του ψυχογιού του Γκαντάρα Περικλή από τα Τρίκαλα στους ληστές, να μην πειράξουν τον Γιάννη Χαϊδάρη γιατί ήταν γνωστός του και καλός νοικοκύρης κι έτσι οι ραπτομηχανές δεν έφθασαν ποτέ στον παραλήπτη τους. ΄Οταν πέθανε ο Γκαντάρας, έμαθε ο Γιανκούλας γιά τις μηχανές κι ήρθε και τις πήρε αυτός.
Οι μεγαλοκτηνοτρόφοι όμως βρίσκονταν ανάμεσα σε δύο πυρά. Από τη μιά οι ληστές που τους χαράτσωναν, που τους φοβόταν αλλά αναγκάζονταν να συνεργάζονται μαζί τους,  από την άλλη τα αποσπάσματα, που κυνηγούσαν εκτός από τους ληστές και τους τροφοδότες τους. Ο Σταθοβασίλης μας διηγήθηκε γιά τα αποσπάσματα με αρχηγούς τους Αποστόλου, Καφάση και Κοντολέων, που τον έδειραν και τον κρέμασαν στην πλατεία του χωριού γιά να τους πει πού ήταν ο Γκαντάρας, ενώ αυτός δεν ήξερε. Μετά τον άφησαν.

Πολλές και οι δημοσιεύσεις στον τότε τοπικό τύπο,  κυρίως στην Εφημερίδα ΗΧΩ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
(από το βιβλίο ΜΙΚΡΟΒΑΛΤΟ)

- 12.08.1923. "Ο φονευθείς Καντάρας, είχε  προ δεκαπέντε ημερών συλλάβει τον εκ Κρανιάς Ιωάννην Γκουντουράν και επέδωκε αυτώ περί τας 15 επιστολάς απευθυνομένας εις διαφόρους κτηνοτρόφους Κρανιάς παρ΄ ων εζήτει ανά 15000 δραχμάς..."  και στο ίδιο φύλλο, για το λήσταρχο Περικλή, πως έστειλε επιστολές εις το Λουτρό, ζητώντας 30000 δραχμές.
- 12.08.1923."Δίκη κατά μοναχών Μονής Ζάβορδας ως και μερικών υπαλλήλων της Μονής κατηγορουμένων επί συνεργία μετά των ληστοσυμμοριτών Καντάρα, Κολκαφάκα, Στάθη και Κατσέλη..."
- 30.09.1928. "Ο περί ληστείας νόμος προέβλεψεν την σκληράν ποινήν της εκτοπίσεως των περιθαλπτών και συγγενών των ληστών. Διά της εφαρμογής της διατάξεως ταύτης προβλέπεται η στέρησις παντός ερείσματος των ληστών και συνεπώς η εξόντωσις της ληστείας... Την οικτράν και απαισίαν εκμετάλλευσιν, ήν άλλοτε υπέστη ολόκληρος η περιφέρεια Χασίων, ίνα δημιουργήση μέγαρα και εξασφαλίση πολλούς ξεπολίτους δεν εννοούμεν να την ίδωμεν σήμερον και εις άλλας περιφερείας..."
- 24.03.1919. Φόνος ληστού Λάμπρου Γκόλια στο χωριό Γρεντάδες Γρεβενών.
- 9.06.1919 Προσέλευσις ληστών: Αθανάσιος Γκουρτζώτης Σπαθούλας εξ Αχελωνιάδος και Βασίλειος Χασιώτης εκ Τυρνάβου.
-14.07.1919. "Παραθέτομεν κατωτέρω κατάλογον των προσελθόντων, φονευθέντων και συλληφθέντων ληστών και διασήμων φυγοδίκων από τας αρχάς του 1918 μέχρι σήμερον.  Προσήλθον 14 επικεκηρυγμένοι, ο  Αθ. Παπαγεωργίου ή Καλαμπάκας, ο Γεώργ. Πλάντας, ο Κώστας Τσινίκας, ο Ευάγγ. Ντίνας, ο Νικ. Λιανοκάπης, ο Β. Κόνιαρης ή Βασιλάς, ο Β. Μαστροδήμος, ο Ιωάν. Τσιάμης, ο Βεϊπέλ Ρουσσιάν, ο Ισμαήλ Χασάν, ο Βενή Μεμέτ, ο Σαλή Μεμέτ, ο  Αθ. Σπαθούλας και ο Βασ. Χασιώτης. Εφονεύθησαν οι εξής 12: Κ. Βέρας, Λάμπρος Γκόλιας, Νικ, Βήτος, Ιωάν. Κ.Βερβέρας, Ιωάν. Καρασούλης, Γεώρ. Καλάκος, Νικ. Τσιγάρας, Ζουλερικιάρ Βεης, Γεώρ. Λαμπαδάρης, Περ. Αθανασίου, Σαμπίτ Εμίν και Τζώρας ή Γιλήκας. Και συνελήφθησαν οι κατωτέρω 24: Ιωάν. Σειρηνιώτης, Μήνος Μπάτσης, Τάσιος Φασούλας, Φωτ. Γιαγκούλης, Τζεμάλ Μπαϊράμ, Σουπρή Μουσταφάς, Αχμέτ Μουσά, Ραμαντάν Μουσταφά, Σεφκέτ Μπαϊράμ, Ραμαζάν Κανδίρ, Αχμέτ Μουσταφά, Ταβίβ Μουσταφά, Ραμαντάν Αχίλ, Ιλιάζ Μουσταφά, Δεμίρ Αλής, Ελμάς Ρασήμ, Ελμάς Σαμήμ, Σαλή Βελή, Ισμαήλ Μπαϊράμ, Χρ. Χαραγιάννης, Ρούσος Παπαμήλιος, Δ. Πλίκας και  Αδαμ. Γρίβας".
- 9.09.1920. "Την 2 και 3ην  Σεπτεμβρίου κατόπιν ενεργειών του προέδρου της Κοινότητος Σερβίων κ. Ι. Κοντοδίνα και του δραστηρίου επόπτου των αποσπασμάτων διοικήσεως Χωροφυλακής Κοζάνης ανθυπομοιράρχου κ. Μιχαήλ Αναγνωστάκη, προσήλθον και παρεδόθησαν εις τας αρχάς οι λησταί  Ευάγγελος Παπαθεοδώρου και  Ιωάν. Γκανάτσος, μέλη της συμμορίας του Φωτίου Γιαγκούλη, ωδηγηθέντες δε ούτοι ενταύθα κρατούνται εις τας ποινικάς φυλακάς. Η  περιφέρεια Σερβίων ήδη εξεκαθαρίσθη εκ των ληστών, οίτινες ελυμαίνοντο αυτήν..."
- 29.04.1923. "Την παρελθούσαν Τρίτην γενομένης συπλοκής μετ΄ αποσπάσματος εφονεύθη ο ληστής φυγόδικος Δημήτριος Τσιάμης μεταξύ των χωρίων Μόκρου Σερβίων και Λουτρού Γρεβενών".
- 12.08.1923."Εξόντωσις του Γκαντάρα. Μία κακούργος μορφή, ο περιβόητος λήσταρχος Γκαντάρας, όστις ελυμαίνετο την ύπαιθρον χώραν των περιφερειών Σερβίων, Δεσκάτης και Γρεβενών, χάρις εις  τα δραστήρια και συντελεστικά μέτρα, τα οποία έλαβε η Στρατιωτική μας Διοίκησις εξοντώθη. Την παρελθούσαν Κυριακήν απόσπασμα μικτόν εξ ευζώνων και χωροφυλάκων συμπλακέν περί την μεσημβρίαν έξωθεν του χωρίου Κοκκινοπλός της περιφερείας Δεσκάτης εφόνευσεν τον Θωμάν Γκαντάραν και επλήγωσε τον συνοδόν ψυχογιόν του, όστις όμως κατώρθωσε να διαφύγη την σύλληψιν.  Η είδησις του φόνου του Γκαντάρα ανεζωογόνησε το ηθικόν των χωριών, οίτινες είχον τρομοκρατηθεί υπό του ανθρωπομόρφου τούτου τέρατος...".
- 12.08.1923. " ...έξωθεν Δεσκάτης, τμήμα του εθελοντ. Λόχου του Κ. Καραβίτη συνέλαβε 2  μέλη της επικεκηρυγμένης  ληστοσυμμορίας Γκαντάρα... Υπολείπονται μόνον εκ της απαισίας συμμορίας 2 οι αδελφοί Παπαγεωργίου και ο Φώτης Γιαγκούλας".
- 23.09.1925."Ο γνωστός εν τω νομώ Κοζάνης διά την δράσιν του γενναίος αξιωματικός της χωροφυλακής Εμ. Πετράκης, επί κεφαλής αποσπάσματος την  παρελθούσαν Κυριακήν κατώρθωσε να εξολοθρεύση τους διαβοήτους ληστάς Γιαγκούλαν, Μπαμπάνην και Τσαμήτρον. Ο  κ. Πετράκης ανακαλύψας τα κρησφύγετα των ληστών συνεπλάκη μετ΄ αυτών εις την θέσιν Κλεφτοβρύσι της κορυφής Ολύμπου και κατόπιν επταώρου μάχης απήλλαξε την Ελλάδα του στίγματος τούτου και ηλευθέρωσεν περιφερείας ολοκλήρους από το φάσμα  των ληστοσυμμοριών Γιαγκούλα και  Μπαμπάνη..."
Για το Γιάννη Τσιάμη αναφέρονται τα εξής:  Το 1904 οι Τούρκοι σκότωσαν τον αδερφό του, γιατί συνεργάζονταν με την Οργάνωση του Μακεδονικού αγώνα. Τότε προσπάθησαν να συλλάβουν και τον ίδιο. Τους ξέφυγε όμως και βγήκε στο κλαρί. Η δράση του ως ληστή περιορίζονταν μόνον εναντίον των Τούρκων εκείνων που κακομεταχειρίζονταν τους χριστιανούς. Από το 1904 ως το 1908 εργάστηκε γιά το Μακεδονικό Αγώνα και το 1912, στους Βαλκανικούς πολέμους, χρησιμοποιήθηκε ως οδηγός από το στρατό μας. Το 1919, με τη μεσολάβηση του αρχιμανδρίτη Ιωακείμ Καλούδη, ηγουμένου στο μοναστήρι της Παναγίας Ζιδανίου, παραδόθηκε στις αρχές (Ηχώ της Μακεδονίας φ. 17-2-1919).   Για τον ίδιο τραγουδιέται το ακόλουθο: τι  χάλευες, τι γύρευες, βρε Τσαμογιάννη μου, στην έρημο Κοζάνη. Πήγα να δω τους φίλους μου και τους παλιούς μπρατίμους. Στο δρόμο με περίμεναν οι άσπονδοι εχθροί μου, έριξαν και με σκότωσαν και πήραν τη ζωή μου.
Και φυσικά το θέμα ληστεία δεν τελειώνει εδώ...

Ε. Λαμπρέτσα
1 Ρ.Β.Μπουζχότεν, Ανάποδα χρόνια
2 Ν. Θ. Μπατσαρά, Γιανκούλας, κλεφτουριά και λήσταρχοι στα Πιέρια
3 Κώστας Χαλκιάς, 2003

¤
H Περίοδος των Ληστών στα Καμβούνια [3]

Λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση του 1912 και μέχρι και το 1925 περίπου, παρουσιάζεται στην περιοχή των Καμβουνίων μια καινούργια δυσάρεστη κατάσταση, που απασχόλησε και ταλαιπώρησε πολύ αυτόν τον ορεινό τόπο. Ήταν η περίοδος των ληστών που τράβηξε περισσότερο από μια 10ετία.
Ο λόγος δε γίνεται για τους ληστές και τις δραστηριότη­τες τους. Για τους θρύλους ή τα εγκλήματα τους, την ιστορία τους ή τα μυθεύματα που έπλασαν διάφοροι σεναριογράφοι. Ο λόγος γίνεται για την ταυτότητα μιας περιόδου αρκετά μεγάλης διάρκειας που επηρέαζε την προσωπική και την κοινωνική ζωή του κόσμου μιας εκτεταμένης γεωγραφικής περιοχής από τα Χάσια μέχρι και τα Πιερία και απασχόλησε στα σοβαρά ολόκληρη την ελληνική κοινωνία και το ελληνικό κράτος.
Κατά την περίοδο αυτή είχε καταντήσει το πράγμα, να αποτελούν οι ληστές μια κατάσταση και να ασκούν στους ορεινούς πληθυσμούς μια μορφή εξουσίας, με δικούς τους κανόνες δικαίου. Εξουσίας που έβανε όρους και κανόνες συμπεριφοράς στους κατοίκους και απαιτούσε υπακοή και συμμόρφωση και προέβλεπε αυστηρές ποινές για τους παραβάτες. Μετρημένες ήταν οι ποινές, χωρίς μεγάλη διαβάθμιση. Εξαναγκασμός σε αυτοεξορία ή φόνος. Μικρό ή μεγάλο ήταν το λάθος σου απέναντι τους η ποινή ήταν σκληρή. Και από την ώρα που το αποφάσιζαν τίποτα δεν μπορούσε να σε γλιτώσει. Όσο κι' αν φυλάγονταν ο φταίχτης, όσο κι' αν κρύβονταν, κάπου σε κάποιο μονοπάτι θα τον έβρισκε το κακό.
Από την άλλη μεριά η επίσημη του κράτους εξουσία, που μόλις είχε κάνει την παρουσία της στον τόπο αυτό, απαιτούσε με αυστηρότητα την υποταγή των πληθυσμών στην έννομη τάξη. Μεταξύ άλλων απαγόρευε στους χωρικούς να έρχονται σε επαφή με τους ληστές. Ποιος όμως μπορούσε να εμποδίσει τους ληστές να έρχονται σε επαφή με τους χωρικούς; Κι' ακόμα ζητούσαν από τους χωρικούς να αναφέρουν οτιδήποτε έπεφτε στην αντίληψη τους που αφορά  τους ληστές και να το καταδίδουν, ενώ από την πλευρά των ληστών υπήρχε πέρα για πέρα ξεκάθαρη η προει­δοποίηση, όποιος τολμούσε να καταδώσει το παραμικρό υπέγραφε την καταδίκη του χωρίς καμιά διαδικασία. Κι' εφάρμοζαν απόλυτα αυτή την προειδοποίηση οι ληστές χωρίς κανένα οίκτο και καμιά αναστολή.
Εδώ, η απαίτηση των επισήμων αρχών ήταν παρατραβηγμένη. Ήθελαν από τους χωρικούς πράγματα πολύ δύσκολα και απροσπέραστα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, απαιτούσαν από τους βασανισμένους ξωμάχους, να αγνοήσουν τη σαφή και σίγουρη απειλή των ληστών και στο όνομα της επιδιωκόμενης τάξης να πέφτουν ο ένας μετά τον άλλον σα σφαχτάρια, για να ευκολύνουν δήθεν το έργο της διοικητικής αρχής η οποία, επί τέλους δεν τους παρείχε την παραμικρή εγγύηση για την ασφάλεια και τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους.
Τα αποσπάσματα χωροφυλακής δεν κυνηγούσαν απ' ευθείας τους ληστές, αλλά ήθελαν δια μέσου των χωρικών να απλουστεύσουν το έργο τους. Καθιστούσαν κατά κά­ποιον τρόπο υπεύθυνους τους χωρικούς για τη δράση των ληστών. Τους εξανάγκαζαν να κυνηγήσουν και να εξοντώσουν αυτοί τους ληστές ή το λιγότερο να βρουν διάφορους δόλιους τρόπους και να τους παραδώσουν έτοιμους αν ήταν δυνατόν στα αποσπάσματα. Και η απαίτηση αυτή και ο εξαναγκασμός στην πρακτική τους εφαρμογή έπαιρναν τη μορφή ασύγγνωστης σκληρότητας.
Η συμπεριφορά των αποσπασμάτων κατά την αναζήτηση των ληστών και οι τρόποι και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν στο ανακριτικό τους έργο ήταν ασυγχώρητης αγριότητας. Το πρώτο και κυρίαρχο μέτρο ήταν ο μέχρις αιμόπτυσης και λιποθυμιάς ξυλοδαρμός. Η μέθοδος της φάλαγγας ήταν η πιο συνήθης. Σφάδαζαν και ούρλιαζαν οι ανακρινόμενοι, αλλά οι ανακριτές χτυπούσαν ανελέητα και άντεχε η ψυχή τους μέχρι να δουν το θύμα τους σε ημιθανή κατάσταση.
Κατά τον ίδιο τρόπο γινόταν και ο λεγόμενος φρονηματισμός των κατοίκων όταν κατηγορούνταν για κάποιο, οποιοδήποτε παράπτωμα ή λάθος τους.
Έτσι οι χωριάτες βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο σκληρούς δυνάστες, που ήξεραν μόνο να δέρνουν και να τιμωρούν. Πνοή φόβου και τρόμου των λιάπηδων κατέβαινε απ' τις βουνοκορφές προς τα χωριά, ίδια πνοή φόβου ανέβαινε από τα Σέρβια στα χωριά κι' αντάμωναν εκεί οι δυο τρομακτικές πνοές κι' άπλωναν και γέμιζαν τα σπίτια και τις ψυχές των χωρικών από τους γέρους ως τα νήπια.
Μέσα σ' αυτό το κλίμα ανασφάλειας και αμφοτέρωθεν κινδύνων έζησαν για χρόνια οι ορεσίβιοι αυτοί πληθυσμοί και η καθημερινή κουβέντα σε κάθε σπίτι ήταν η αναφορά στα ίδια πάντα γεγονότα των κλεφτών και της παγάνας. Ποιόν πήραν σκλάβο και ποιόν χάλασαν οι ληστές, ποιους έδειραν και ποιους πήραν για εξορία τα αποσπάσματα ήταν ή καθημερινή συζήτηση των χωρικών και τα μικρά παιδιά αφουγκράζονταν και γέμιζε η ψυχή τους από αγωνία και φόβο, καθώς μάλιστα δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που σαν όμηροι χρησιμοποιούνταν τα παιδιά.
Για όλη αυτή τη θλιβερή κατάσταση δεν ήταν άμοιρο το κράτος. Δεν είναι σίγουρο αν αυτοί που στάλθηκαν εδώ για να πλαισιώσουν τις τοπικές αρχές κατάλαβαν τι ήρθαν να κάνουν. Δεν ήρθαν σαν ελευθερωτές, αλλά σαν εκπορθητές και εξουσιαστές. Δεν έφερναν μαζί τους κάποια ζεστή πνοή του νότου, που τόσο την περίμεναν οι ως τότε σκλαβωμένοι. Δεν έφεραν μαζί τους κάποια αισθήματα αγάπης και χαράς. Αντί να απλώσουν στους χωρικούς το χέρι για εγκάρδια χειραψία, τους πρόταξαν το πυροβόλο όπλο της απειλής και του τρόμου. Αντί ν' ανοίξουν τα χέρια για να αγκαλιαστούν όπως χαμένοι αδερφοί που ανταμώνουν ύστερα από μεγάλο χωρισμό και να δακρύσουν από συγκίνηση χαράς, άπλωσαν για δαρμό και για πνιγμό τα χέρια τους, κι' έτρεξε δάκρυ πίκρας και θλίψης. Μόλις που πήγαν να σηκώσουν το κεφάλι τους οι μέχρι χθες ραγιάδες και ν' ανασάνουν πια ελεύθερα, πάλι ραγιάδες τους ήθελε η νέα εξουσία και πάλι με σκυμμένο το κεφάλι.
Αλλιώς το περίμεναν το "ελληνικό" οι έρμοι κι' αλλιώς τους ήρθε. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει κι' αναρωτιόνταν μήπως και επρόκειτο για κάποιο λάθος
Έφερε ο Βενιζέλος (έτσι τόλεγαν) στην περιοχή μας τους Κρητικούς χωροφύλακες, αγράμματους κι' απαίδευτους, τους έζωσε τ' άρματα και τα κουμπούρια και τους ξαμόλυσε στα χωριά και στην ύπαιθρο αδέσποτους να επιβάλουν, λέει, την τάξη και το Νόμο. Κι' άρχισαν το κυνηγητό και τους ξυλοδαρμούς κι' άλλες πολλές ασχήμιες και βιαιότητες.
Στην περιοχή, υπήρχε πράγματι σε κάποια έξαρση η πρά­ξη της ζωοκλοπής. Κτηνοτροφικός ήταν ο τόπος, εκατοντάδες τα κοπάδια, εκατοντάδες χιλιάδες τα γιδοπρόβατα, γινόταν και ζωοκλοπές που ήταν κι' αυτό κατάλοιπο της τουρκοκρατίας. Όχι όμως σε τέτοια έξαρση ώστε να προκαλείται ιδιαίτερη ανησυχία στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Μια κακή συνήθεια μάλλον που έπρεπε να κατασταλεί, αλλά διαλέχτηκε ο χειρότερος τρόπος για την καταστολή. Η βία, η αγριότητα, η απειλή, ο ξυλοδαρμός, η διαπόμπευση με όλες τις δυσάρεστες προεκτάσεις.
Ανατέθηκε από τις Αστυνομικές Αρχές σε ορισμένα άτομα του κάθε χωριού, όπως αγροφύλακες κ.λ.π. η εντολή και υποχρέωση να ειδοποιούν την Αστυνομία αμέσως μόλις γινόταν ή ακουγόταν κάποια ζωοκλοπή ή παράνομη πράξη. Πράγματι στις πρώτες κι' άλας περιπτώσεις ζωοκλοπών ή αταξιών ειδοποιήθηκε η Αστυνομία. Σε κάθε τέτοια περίπτωση όμως έβγαινε στο χωριό το απόσπασμα σε αναζήτηση του ενόχου. Αλίμονο και τρισαλίμονο ο' όποιον τυχόν στρέφονταν οι υπόνοιες της κλοπής. Άρχιζε το ανακριτικό έργο, ή τιμωρία και ο παραδειγματισμός με ανελέητο ξυλοδαρμό και όλες τις σκληρότητες.
Μπροστά σ' αυτή την κατάσταση, μερικά παιδιά που εί­χαν την ατυχία να δοκιμάσουν αυτή την ανάκριση, είτε από φόβο μη ξανακατηγορηθούν, είτε από αίσθημα εκδίκησης, είτε από πληγωμένο εγωισμό, δεν άντεξαν και τράβη­ξαν προς το βουνό, όπως γινόταν και στα χρόνια της τουρκιάς. Αυτό συνέβη σίγουρα με το Γιαγκούλα. Καταγγέλθηκε κάποια ζωοκλοπή που έγινε στο χωριό Πολύρραχο. Ήρθαν οι χωροφύλακες, η υπόνοια έπεσε στι Φώτη και ακολούθησε η γνωστή ανακριτική διαδικασία. Αυτό επαναλήφθηκε για δεύτερη φορά κι' όταν ύστερα από λίγο καιρό ακούστηκε πάλι ότι χάθηκε κάποιο μελίσσι, ο Φώτης δεν περίμενε ξανά τους χωροφύλακες. Άρπαξε ένα γκρα και ανηφόρισε προς το βουνό. Μάταια ο Δημονικόλας, όπου ήταν μπιστικός, παρακαλούσε να γυρίσει. Ο δεκαεξάχρονος τότε Φώτης δεν άκουγε τίποτα. Ηξερε πως σε λίγο θα τον αναζητούσαν οι χωροφύλακες. Και πράγματι ήρθαν και τον αναζήτησαν και θα τον αναζητούσαν από κει και πέρα για 10 περίπου χρόνια σε βουνά και σε λαγκάδια ως πότε σκοτώθηκε στον Όλυμπο. Μέσα σ' αυτά τα 10 χρόνια όμως η περιοχή ολόκληρη συνταρά­χθηκε. Ληστείες και χαράτσια και φονικά κι' άλλα κακά και τιμωρίες και εκτοπισμοί κι' όλες οι βιαιότητες κρατούσαν την περιοχή σε αναστάτωση. Οι ομηρίες και οι σκοτωμοί όλο και πλήθαιναν. Έδερνε ο αποσπασματάρχης Αποστόλου κι' έβριζε το Γιαγκοκύλα και φοβέριζε, ώσπου ο δεύτερος τον σκότωσε στην Τσαπουρνιά κι' αφόπλισε τους άντρες του. Κι' όταν ακούστηκε αυτό, ποιος από κει και πέρα να κουβεντιάσει άσχημα για το Γιαγκούλα; Ποιος μπορούσε να κρυφτεί και να γλιτώσει όταν δε γλίτωσε ο γενικός αρχηγός των αστυνομικών αποσπασμάτων που εί­χαν αναλάβει την φύλαξη του τόπου; Όταν ακούστηκε αυτό η σκιά του λήσταρχου γιγάντωσε και καθυπόταξε ολόκληρο το χώρο. Κι' άλλα πολλά κακά συνέβηκαν κι' οι συγγενείς και οι φίλοι του πήγαν εξορία σε μάκρυνα νησιά και πολύς κόσμος βασανίστηκε, καθώς μάλιστα και η συμπερι­φορά των αποσπασμάτων σκλήρυνε περισσότερο.
Κάπως έτσι συνέβη μάλλον και με τα άλλα παιδιά και έχουμε στην περίοδο αυτή μια ομάδα ληστών με Γιαγκούλα, Μπαμπάνη, Γκαντάρα, Μπλαντέμη, Κατσέλη, Κάλτσα και άλλους που έδρασαν στην περιοχή αυτή για πολλά χρόνια και έβαλαν τον τόπο σε οδυνηρές περιπέτειες και δοκιμασίες.
Οργανωμένα αποσπάσματα με επικεφαλείς αξιωματικούς βρισκόταν συνέχεια στην ύπαιθρο αναζητώντας τους ληστές και ζητούσαν από τους βοσκούς να τους μαρτυρηθούν που βρισκόταν, λες και είχαν οι ληστές μόνιμη κατοικία. Κι' αφού δε μαρτυρούσαν άρχιζε η ανάκριση και ο εξαναγκασμός με το γνωστό τρόπο.
Ο Βαγγέλης ο Γεωργακόπουλος και ο Θανάσης Μουσαφειρόπουλος, από το Πολύρραχο, δεκαεξάχρονα Παιδιά τότε, από μια τέτοια ανάκριση βγήκαν σακατεμένοι. Για καιρό πέρασαν τυλιγμένοι στις προβιές για να συνέλθουν κι' ακόμα ως τα γεράματα είχαν μια ευαισθησία στις Άλαγες του καιρού.
Οι χωρικοί δεν έβλεπαν καμιά διαφορά στη νοοτροπία, και στους σκοπούς μεταξύ χωροφυλάκων και ληστών. Σκότωναν οι μεν, μισοσκότωναν οι δε. Λεηλατούσαν οι μεν χειρότερα οι άλλοι. Σφαχτά, ψητά και λύτρα οι ληστές, σφαχτά κότες και πίτες και δώρα οι χωροφύλακες. Τα είχαν χάσει και τα είχαν μπερδέψει οι χωριάτες και δε μπορούσαν να διακρίνουν ποιο ήταν το κράτος και ποια η ανταρσία. Είχε καταντήσει να θεωρούν ολόκληροι πληθυσμοί για πιο ενάρετους και πιο συνεπείς τους ληστές από τα όργανα της τάξης.
Και ήταν και το επίσημο κράτος με τα αψυχολόγητα, άδικα και ανήθικα μέτρα της εξορίας και του εξοντωμού. Υποτιθέμενοι φίλοι των ληστών και συγγενείς μέχρι και του 4ου βαθμού, άνδρες και γυναίκες εκτοπίζονταν και στέλνονταν σε μάκρυνα νησιά, για να εξαναγκάσουν τους ληστές να παραδοθούν, λες και οι ληστές ήταν κατηχητόπουλα και θα συγκινούνταν από τις περιπέτειες των συγγενών. Η παπαδιά του Παπαδημήτρη στο Πολύρραχο, πρωταξαδέρφη του Γιαγκούλα, μάνα με 8 παιδιά, ειδοποιήθηκε για εξορία. Ο Παπαδημήτρης τόβαλε στις παρακλήσεις και στις προσευχές και πάνω που έκανε μια παράκληση, λαβώθηκε ο Γιαγκούλας και πιάστηκε και γλίτωσε η παπαδιά. Όταν απέδρασε όμως ο Φώτης κι' έμαθε για τις παρακλήσεις του παπά, δε λογάριασε ούτε παπά ούτε εξαδέρφη. Με την επέμβαση και παρακλήσεις της μάνας του περιορίστηκε στην ελαφρότερη ποινή, τους εξανάγκασε σε οικογενειακή αυτοεξορία. Για μήνες αναγκάστηκαν να βρίσκονται εξόριστοι στα Σέρβια με την πολυμελή οικογένεια ώσπου να του περάσει και να επιτρέψει την επιστροφή.
Κάποτε, ύστερα από επικηρύξεις των ληστών με μεγάλα ποσά και πρόσθετα μέτρα εξοντώθηκαν ο ένας μετά τον άλλον οι ληστές, μερικοί μάλιστα και παραδόθηκαν με μέ­τρα αμνηστίας και η οδυνηρή αυτή περίοδος τελείωσε και ελεύθερα πλέον τα παιδιά χωρίς φόβο μπορούσαν να παίζουν και οι μεγάλοι να ασχολούνται με τις δουλειές τους στην ύπαιθρο και να κοιμούνται από κει και πέρα στα σπί­τια τους χωρίς το φόβο του ξαφνικού και όλα τα οδυνηρά και τα δυσάρεστα πέρασαν στο χώρο των αναμνήσεων...

Πηγή: Ι.Δ. Δημόπουλου ΤΑ ΠΑΡΑ ΤΟΝ ΑΛΙΑΚΜΟΝΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Αναγνώστες