Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

Ο Δημόσιος τομέας: ένα τέρας με αυτοκτονικές τάσεις


Αν επιχειρούσε κανένας να αναζητήσει το πλέον παγιωμένο στερεότυπο, το μπετόν αρμέ των στερεοτυπικών αντιλήψεων, αυτό δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από το: «οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν δουλεύουν». Και μια τέτοια αντίληψη, λόγω τής τόσο ισχυρής παγίωσής της δεν μπορεί παρά να επαληθευτεί μακροπρόθεσμα –ακόμα κι αν οι δημόσιοι υπάλληλοι εργάζονταν πιο μεθοδικά από τα ελβετικά ρολόγια και πιο αποτελεσματικά από τα εμφράγματα μυοκαρδίου, θα ήταν απλώς θέμα χρόνου να παρεισφρήσουν στη συγκεκριμένη επαγγελματική ομάδα τόσοι θιασώτες της άποψης περί ανενεργών δημοσίων υπαλλήλων (λόγω ακριβώς αυτής της άποψης) κι έτσι να την επαληθεύσουν φροντίζοντας να μην εργαστούν ούτε μια στιγμή από τον εργασιακό τους βίο. Βέβαια, για να δημιουργηθεί μια στερεοτυπική αντίληψη είναι αναγκαία η ύπαρξη δυο συνθηκών: α) της εξυπηρέτησης κάποιου σκοπού, β) της συνάφειας (έστω και σε επιφανειακό επίπεδο) της συγκεκριμένης αντίληψης με μια συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα.

Αν θέλουμε όμως να εξετάσουμε συνοπτικά τον δημόσιο τομέα της Ελλάδας σε μια διαχρονικότητα που εγκαινιάζεται με τη ρήση του Κωλέτη περί του οτι «το ρουσφέτι λειτουργεί ως αντίδοτο στην αργοπορία του κράτους» μέχρι τις σημερινές ιστορίες επιστημονικής φαντασίας περί «ευρωπαίων ειδικών οι οποίοι καλούνται να αναδιαμορφώσουν τη δημόσια διοίκηση», εύκολα θα διακρίνουμε «το βέλος που κυνηγάει την ουρά του» ξεχνώντας να κατευθυνθεί προς το στόχο. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Υπάρχει δηλαδή ένας κυρίαρχος αυτιστικός παραλογισμός στην πορεία της ελληνικής δημόσιας διοίκησης;

Η εδραίωση της δημοσιοϋπαλληλικής τάξης (με τη Βεμπεριανή έννοια του όρου) ξεκίνησε στην Ελλάδα το 1911, μετά τον νόμο Βενιζέλου περί μονιμοποίησης. Βέβαια, θα πρέπει να παρατηρήσουμε οτι η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων δεν υπήρξε ποτέ πλήρης και άνευ όρων –περισσότερο επρόκειτο για την κατοχύρωση του δικαιώματος του υπαλλήλου στην διατήρηση της εργασιακής του θέσης εφόσον δεν συνέτρεχαν λόγοι απόλυσης. Αυτό δηλαδή που επιτεύχθηκε, σε πρώτη φάση, με την θεσμοθέτηση της μονιμότητας ήταν η προστασία των δημοσίων υπαλλήλων από τις αυθαιρεσίες των κυβερνήσεων προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο των μαζικών απολύσεων των υπαλλήλων που είχε διορίσει η προηγούμενη κυβέρνηση από την επόμενη (φαινόμενο το οποίο μετονόμασε την πλατεία μπροστά στο τότε Υπουργείο Εσωτερικών σε πλατεία Κλαυθμώνος). Ήδη, από τις αρχές θεσμοθέτησής της, η μονιμότητα εξαρτιόταν από τη λειτουργία του Συμβουλίου της Επικρατείας (εφόσον, όταν το ΣτΕ ήταν ανενεργό δεν υπήρχε κανένας να γνωμοδοτήσει υπέρ του υπαλλήλου). Στη συνέχεια η μονιμότητα συνδέθηκε με τα «κοινωνικά φρονήματα» επειδή, προφανώς, δεν ήταν δυνατή η απασχόληση στον κρατικό μηχανισμό ατόμων οι οποίοι θεωρούνταν «εχθροί του πολιτεύματος». Ο τελευταίος καθορισμός του πλαισίου της μονιμότητας εμφανίστηκε στο Σύνταγμα της μεταπολίτευσης (και στις σχετικές αναθεωρήσεις του) και προέβλεπε συνοπτικά οτι η μονιμότητα του υπαλλήλου ήταν σε ισχύ όσο: α) παρέμενε η θέση για την οποία ο υπάλληλος είχε προσληφθεί κι εφόσον β) το Υπηρεσιακό Συμβούλιο δεν είχε γνωμοδοτήσει υπέρ της απόλυσης του υπαλλήλου αλλά και γ) ο υπάλληλος δεν είχε υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο προέβλεπε την ποινή της απόλυσης καθώς και σε οποιασδήποτε φύσης ποινικό παράπτωμα.

Ας κάνουμε κάποιες παρατηρήσεις στο σημείο αυτό:
1.Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων ποτέ δεν εξυπηρέτησε τον (δηλωμένο έστω) σκοπό θεσμοθέτησής της –την ανεξαρτητοποίηση δηλαδή των υπαλλήλων από την εκάστοτε εξουσιαστική, εξωθεσμική, βούληση –επειδή από τις απαρχές της εμφάνισής της αντισταθμίστηκε με την προοπτική της δυσμενούς μετάθεσης η οποία (σε συνδυασμό με τους, τότε, πενιχρούς μισθούς) μετέτρεπε τους υπαλλήλους σε πειθήνια όργανα, υπό την απειλή της δραματικής υποβάθμισης του βιοτικού τους επιπέδου.
2.Οι τελικές, τυπικές προϋποθέσεις κατοχύρωσης της μονιμότητας δεν διέφεραν ουσιαστικά από τις προϋποθέσεις κατοχύρωσης μιας εργασιακής θέσης στον ιδιωτικό τομέα –θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς οτι ενώ στον ιδιωτικό τομέα προβλεπόταν αποζημίωση σε περίπτωση απόλυσης, κάτι τέτοιο δεν προβλεπόταν στον δημόσιο τομέα καθώς επίσης και να εκφραστεί η απορία της παρανοϊκής, άνευ όρων, σύνδεσης της απόλυσης με οποιασδήποτε φύσης ποινικό αδίκημα –εφόσον, για παράδειγμα, θα αρκούσε η δικαστική καταδίκη ενός δημοσίου υπαλλήλου για την εμπλοκή του σε σοβαρό αυτοκινητιστικό δυστύχημα για να απολυθεί ο υπάλληλος!
3.Όσο οι τυπικές προϋποθέσεις απόλυσης έμοιαζαν να κατοχυρώνουν το προφανές της αιτιολογημένης απόλυσης του υπαλλήλου τόσο η ουσιαστική εφαρμογή τους θεσμοποίησε μια άνευ όρων και ορίων μονιμότητα. Αυτό συνέβη κυρίως επειδή τα Υπηρεσιακά Συμβούλια υιοθέτησαν την πάγια τακτική της μη γνωμοδότησης υπέρ της απόλυσης υπαλλήλου κι επειδή οι εκάστοτε κυβερνήσεις, συνυπολογίζοντας το πολιτικό κόστος, προτιμούσαν να μετατάσσουν τους υπαλλήλους (ή να τους συνταξιοδοτούν με ευνοϊκούς όρους) κάθε φορά που καταργούταν μια οργανική θέση, παρά να τους απολύουν.

Από τη συνοπτική παρουσίαση του φαινομένου της δημοσιοϋπαλληλικής μονιμότητας προκύπτει ένα σημαντικό στοιχείο αναφορικά με την ανάλυση της λειτουργίας του δημόσιου τομέα: η νομοθετική ρύθμιση (θεσμοθέτηση) ενός θέματος για την επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού και η παράλληλη εμφάνιση θεσμοποιημένων διαδικασιών στην εφαρμογή της ρύθμισης οι οποίες αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση εντελώς διαφορετικών (και συχνά αντικρουόμενων με τον αρχικό) σκοπών.

Το θέμα που προκύπτει από τα παραπάνω σχετίζεται με τη συνολική λειτουργία του δημόσιου τομέα αν αυτός ειδωθεί δομολειτουργικά. Με απλά λόγια θα μπορούσαμε να πούμε οτι συνυφασμένη με τις κοινωνίες είναι η εμφάνιση κοινωνικών οργανισμών οι οποίοι αποτελούνται από ανθρώπινες ομαδώσεις και λειτουργούν για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων σκοπών – άλλωστε, και οι ίδιες οι κοινωνίες είναι τέτοιου είδους οργανισμοί. Η αντιμετώπιση των ανθρώπινων ομαδώσεων ως οργανισμών δανείζεται μεν κάποια σχηματικά στοιχεία από την βιολογία αλλά δεν θα πρέπει να οδηγεί σε μια βιολογικοποίηση της κοινωνικής δυναμικής, δεδομένου ότι στους κοινωνικούς οργανισμούς οι «φυσικοί κανόνες» έχουν αντικατασταθεί από τους κοινωνικούς κι ακόμα περισσότερο επειδή δεν υπάρχει το απόλυτα παγιωμένο δίπολο του θετικού-αρνητικού, υπάρχει το «θετικό σε σχέση με...» και το «αρνητικό αναφορικά με...»
Μετά από αυτή τη διευκρίνηση θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε οτι ένας κοινωνικός οργανισμός δημιουργείται (συστήνεται) για την εξυπηρέτηση κάποιου κοινού συμφέροντος (κατ΄ελάχιστο των ανθρώπων οι οποίοι συμμετέχουν σε αυτόν) αλλά πολλές φορές λειτουργεί για την εξυπηρέτηση διαφορετικών συμφερόντων (ακόμα και συγκρουόμενων με το αρχικό συμφέρον δημιουργίας του οργανισμού).

Ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα (όπως και σε κάθε άλλη χώρα του κόσμου) δημιουργήθηκε προκειμένου να εξυπηρετεί τους πολίτες στα πλαίσια της κοινωνικής συμβίωσης και να υλοποιεί την εκάστοτε κυβερνητική πολιτική. Αυτός λοιπόν, μπορούμε να πούμε οτι, είναι ο βασικός σκοπός του συγκεκριμένου οργανισμού, όπως έχει καταγραφεί και στο Σύνταγμα της χώρας: «Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους και υπηρετούν τον Λαό».
Δεν χρειάζεται βέβαια να είναι κανένας πολιτικός επιστήμονας για να αποφανθεί οτι, σύμφωνα με τα παραπάνω, ο ιδεολογικός χαρακτήρας του δημόσιου τομέα μιας χώρας προσδιορίζεται από το πολίτευμά της –δηλαδή, οι υπάλληλοι ενός δικτατορικού καθεστώτος εξυπηρετούν τα συμφέροντα των δικτατόρων, ενώ οι υπάλληλοι ενός καπιταλιστικού κράτους εξυπηρετούν τα συμφέροντα των καπιταλιστών. Αυτό, σε πρώτη φάση, μας δείχνει οτι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα (στα όρια της βεβαιότητας) η θέληση του Κράτους να εμποδίζει τους υπάλληλους να υπηρετήσουν τον Λαό. Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση όπου ο λαός κατέχει την κρατική εξουσία; Σε αυτή την περίπτωση, προφανώς, όλοι οι πολίτες είναι δημόσιοι υπάλληλοι, άρα ο προσδιορισμός του δημοσίου υπαλλήλου αχρηστεύεται εφόσον δεν σημαίνει τίποτα απολύτως (θα ήταν σα να λέγαμε οτι στο συγκεκριμένο μέρος όλοι οι άνθρωποι αναπνέουν). Να ξεκαθαρίσω βέβαια οτι αναφερόμενος σε περιπτώσεις όπου ο λαός κατέχει την κρατική εξουσία δεν εννοώ τις περιπτώσεις του «υπαρκτού σοσιαλισμού» όπου ένα μέρος των πολιτών κατέχει την κρατική εξουσία στο όνομα του Λαού. Εκεί έχουμε να κάνουμε με ένα πολίτευμα παρόμοιο με αυτά που περιγράφηκαν παραπάνω –με μόνη διαφοροποίηση την εξυπηρέτηση των συμφερόντων. Όταν στις δυο προηγούμενες περιπτώσεις εξυπηρετούνταν τα συμφέροντα των δικτατόρων ή των καπιταλιστών (κοινά, εν πολλοίς, συμφέροντα) σ΄αυτή την περίπτωση εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της επανάστασης (με όποια έννοια κι αν της έχει δοθεί).

Αφού προσδιορίστηκε ο καταγεγραμμένος (ας πούμε, ο «επίσημος») σκοπός δημιουργίας και ύπαρξης του συγκεκριμένου οργανισμού, μπορούμε να διερευνήσουμε:

1.Το κατά πόσο επιτυγχάνεται αυτός ο σκοπός από τον Ελληνικό Δημόσιο τομέα και,
2.Το κατά πόσο υπάρχουν κάποιοι επιπλέον σκοποί οι οποίοι εξυπηρετούνται από τη λειτουργία του συγκεκριμένου οργανισμού.

Αναφορικά με την πρώτη παράμετρο θα πρέπει να διαχωρίσουμε την εφαρμογή της κρατικής βούλησης από την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πολιτών.
Στην Ελλάδα η κρατική βούληση συμπίπτει με την κυβερνητική βούληση κι αν αυτό θεωρείται προφανές, κάθε άλλο παρά είναι. Για παράδειγμα, στη γειτονική Τουρκία, η κρατική βούληση σχετίζεται (εκτός των άλλων) με την υπεράσπιση του κοσμικού κράτους απέναντι στο θεοκρατικό μοντέλο, πράγμα που ώθησε τους διαχειριστές της εξουσίας μέχρι και στην ανοιχτή αντιπαράθεση με κάποιες κυβερνήσεις. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε οτι η συνέχεια του άρθρου του Ελληνικού Συντάγματος το οποίο προσδιορίζει τους δημοσίους υπαλλήλους είναι: «οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα». Σε πρώτη φάση λοιπόν υπάρχει αλλοίωση της κρατικής βούλησης εφόσον αυτή συμπίπτει με την κυβερνητική βούληση.
Αν εξετάσουμε, έστω, την κυβερνητική βούληση, θα διαπιστώσουμε οτι αυτή εξυπηρετείται σε συγκεκριμένο βαθμό από την ελληνική δημόσια διοίκηση. Πράγματι –το τμήμα εκείνο της κυβερνητικής βούλησης που αφορά την μακροημέρευση ενός κόμματος στην κυβέρνηση για την αποκόμιση των μέγιστων δυνατών οφελών, καθώς και το «ρουσφετολογικό» μέρος της κυβερνητικής δραστηριότητας εξυπηρετούνται από τον δημόσιο τομέα με μεγάλη αποτελεσματικότητα. Αυτό που δεν εξυπηρετείται από την δημόσια διοίκηση είναι τυχόν σχεδιασμός της εκάστοτε κυβέρνησης ο οποίος αποσκοπεί στην καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών και στην απομείωση του δημόσιου τομέα, είτε αριθμητικά, είτε σε επίπεδο αρμοδιοτήτων.

Το παραπάνω μάς επιτρέπει να προσεγγίσουμε την δεύτερη παράμετρο, η οποία σχετίζεται με τους επιπλέον σκοπούς τους οποίους εξυπηρετεί η δημόσια διοίκηση σαν οργανισμός. Από την ίδια τη διατύπωση προκύπτει και η πρώτη ένδειξη αυτενέργειας του οργανισμού –για να γίνει όλο αυτό πιο σχηματικό ας θυμηθούμε το Τέρας του Φρανκεστάιν, το ον δηλαδή που ξεκίνησε σαν μια προσπάθεια «δημιουργίας του Υπερανθρώπου» και κατέληξε σε μια αυτιστική καρικατούρα η οποία προσπαθεί απεγνωσμένα να επιβιώσει. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε οτι κάτι τέτοιο συνέβη και με τον δημόσιο τομέα στην Ελλάδα.
Όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη ο δημόσιος τομέας εξελίχθηκε στα πρότυπα της Βεμπεριανής γραφειοκρατικής οργάνωσης, φτάνοντας βέβαια μέχρι και στην αυτονόμηση από το κράτος σε κάποιες περιπτώσεις (όπως στην προΘατσερική Βρετανία) αλλά παραμένοντας ένας «ρομποτικός» μηχανισμός εξυπηρέτησης των πολιτών (και σαφούς περιχαράκωσης των δικών του δικαιωμάτων και προνομίων), στην Ελλάδα είχαμε τη συνομοταξία των μεθυσμένων απογόνων του Δόκτορα Φρανκεστάιν.
Έτσι ο ελληνικός δημόσιος τομέας εξελίχθηκε στην κατεύθυνση της αυτοσυντήρησης αλλά και της συνεχούς γιγάντωσης, κινήθηκε με προοπτική τη λιγότερη δυνατή προσπάθεια για το μεγαλύτερο δυνατό τίμημα και σ΄αυτά τα πλαίσια δημιούργησε ο ίδιος τις συνθήκες κατάρρευσής του.
Η πλήρης αυτονόμηση του συγκεκριμένου οργανισμού από την εκάστοτε κυβερνητική βούληση τού αποστέρησε κάτι περισσότερο από την (στρεβλή, ούτως ή άλλως) συνταγματική νομιμοποίηση –η εξέλιξη του δημόσιου τομέα σε ξεχωριστό κρατικό διαχειριστή, σε κράτος εν κράτει, του στέρησε τη συνεργασία με την κυβερνητική αλλά και την νομοθετική, μηχανή. Οι τελευταίες κυβερνήσεις είδαν έναν αντίπαλο στον δημόσιο τομέα κι έτσι προσπάθησαν να τον αποδυναμώσουν. Με δεδομένη τη δυσχέρεια σωρηδόν πραγματοποίησης προσλήψεων με αδιαφανείς διαδικασίες η οποία επήλθε λόγω, κυρίως, των περιορισμών που τέθηκαν την τελευταία 15ετία από την Ευρωπαϊκή Ένωση (και αντιμετωπίστηκε από τις κυβερνήσεις με εφευρήματα όπως οι συμβασιούχοι έργου ή χρόνου και οι καταρτιζόμενοι –με το σχηματισμό μιας υπο-ομάδας πληβείων εντός του δημοσίου δηλαδή) οι ελληνικές κυβερνήσεις συνειδητοποίησαν οτι ο δημόσιος τομέας δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει τις εκλογοθηρικές τους βλέψεις στον βαθμό που αυτό συνέβαινε παλαιότερα. Αρκέστηκαν έτσι σε πρόσκαιρες συμμαχίες (που εξασφαλίζονταν μέσω επιδοματικών πολιτικών κυρίως) –αυτού του είδους οι συμμαχίες εκτός από πρόσκαιρες αποδείχθηκαν και ιδιαίτερα εύθραυστες στην περίοδο της δημοσιονομικής κρίσης.
Έχοντας πλέον «αποκολληθεί» από τις κυβερνήσεις ο δημόσιος τομέας δεν μπόρεσε βέβαια να στηριχτεί στην λαϊκή ευαρέσκεια την οποία ποτέ δεν διεκδίκησε και, φυσικά, ποτέ δεν κέρδισε. Άλλωστε η εχθρική προδιάθεση των πολιτών προς τον δημόσιο τομέα είναι τόσο παγιωμένη ώστε παρατηρείται ακόμα και αρνητική προδιάθεση των ίδιων των δημοσίων υπαλλήλων όταν πρέπει να συνεργαστούν με άλλες δημόσιες υπηρεσίες, πέραν της δικής τους, ως πολίτες.

Καταλήγουμε στο οτι ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα θεμελιώθηκε στρεβλά σε σχέση με τον δηλωμένο του σκοπό και τελικά ανεξαρτητοποιήθηκε τόσο από την εξουσία όσο κι από την κοινωνία των πολιτών. Η αυτόνομη πορεία ενός οργανισμού (όσο αυτόνομη μπορεί να είναι βέβαια αυτή –εφόσον ο οργανισμός δέχεται τις επιδράσεις του κοινωνικού είναι και γίγνεσθαι) δεν αποτελεί πρωτόγνωρο φαινόμενο. Η αυτοκαταστροφική πορεία όμως ενός οργανισμού, η επιλογή συγκεκριμένων κινήσεων οι οποίες στην αρχή ακυρώνουν τις θεσμικές αιτίες ύπαρξής του και στη συνέχεια οδηγούν τον ίδιο τον οργανισμό στην κατάρρευση –αυτά όλα συνιστούν κοινωνική παράνοια. Και συνάμα αποδεικνύουν την αναποτελεσματικότητα του συγκεκριμένου οργανισμού, όποιος και θεωρηθεί οτι είναι ο σκοπός του (με δεδομένο βέβαια οτι ο σκοπός του είναι άλλος από την αυτοκτονία).

Αν περάσουμε τώρα στο καθαρά διαχειριστικό επίπεδο, αφήνοντας τη διευκρίνηση των σκοπών έξω από το ερευνητικό πλαίσιο (δεχόμενοι δηλαδή οτι ο δημόσιος τομέας προσπαθεί να επιτύχει κάποιους σκοπούς οι οποίοι συνδέονται με την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων και με την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων) θα διακρίνουμε ευκολότερα το οικοδόμημα το οποίο τρέφει και τρέφεται από τον παραλογισμό που προαναφέραμε. Επειδή:

-Η λειτουργία του δημόσιου τομέα καθορίζεται από την νομολογία η οποία τον διέπει. Στην Ελλάδα όμως, η έλλειψη κωδικοποίησης της νομολογίας σε συνδυασμό με τον κυκεώνα κατάθεσης τροπολογιών σε άσχετα (με τον νόμο που τροποποιούν) νομοσχέδια οδηγεί στην άγνοια περί του τι ισχύει κατά περίπτωση –άρα και στην αδρανοποίηση των υπαλλήλων αναφορικά με την εφαρμογή του νόμου.
-Η παραγωγή έργου κάθε υπηρεσίας, επιχείρησης, εργοστασίου, σουβλατζίδικου βασίζεται στο λεγόμενο «οργανόγραμμα» -στην καταγραφή δηλαδή των διαδικασιών παραγωγής και στην αντίστοιχη στελέχωση των θέσεων παραγωγής. Τα οργανογράμματα (οι λεγόμενοι «Οργανισμοί») των Δημοσίων Υπηρεσιών θα μπορούσαν να θεωρηθούν πεπαλαιωμένα εφόσον το τελευταίο από αυτά πρέπει να συντάχθηκε πριν 20 χρόνια. Έτσι, όχι μόνο δεν υπάρχει καμιά αντιστοίχιση μεταξύ διαδικασιών και θέσεων αλλά δεν υπάρχει και η παραμικρή συνάφεια με την σύγχρονη πραγματικότητα, με τραγελαφικά αποτελέσματα (όπως π.χ. οτι προβλέπονται θέσεις διατρητών καρτελών ηλεκτρονικών υπολογιστών αλλά όχι θέσεις συντηρητών δικτύων).
-Μια βασική αρχή της διαχείρισης αφορά την κοστολόγηση του παραγόμενου προϊόντος προκειμένου να διαπιστωθεί αν το κόστος του μπορεί να μειωθεί κι αν τελικά το προϊόν αξίζει να παράγεται ή όχι. Στον ιδιωτικό τομέα αυτού του είδους η κοστολόγηση είναι, σχετικά, εύκολη. Στον δημόσιο τομέα όμως η κοστολόγηση είναι από τρομερά δύσκολη έως αδύνατη. Αυτό συμβαίνει επειδή: α) ο ορισμός καθεαυτού του προϊόντος είναι δύσκολος –για παράδειγμα, ποιο το αιτούμενο προϊόν μιας Δ.Ο.Υ. –η είσπραξη όσο το δυνατό περισσότερων φόρων ή η εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας; β) το όφελος από τη διάθεση του προϊόντος δεν μπορεί εύκολα να αποτιμηθεί εφόσον πρόκειται για κοινωνικό αγαθό –η πώληση ενός παντελονιού μπορούμε να προσδοκάμε οτι θα μας αποφέρει 50 ευρώ, αλλά τι θα μας αποφέρει η διάσωση της ζωής ενός ανθρώπου; Αυτό συνεπάγεται οτι ενώ στην πρώτη περίπτωση μπορούμε να υπολογίσουμε πως η παραγωγή και διάθεση του παντελονιού δεν θα πρέπει να ξεπερνάει σε κόστος τα 40 ευρώ, ώστε να έχουμε και κάποιο κέρδος, στην δεύτερη περίπτωση είμαστε παντελώς ανίκανοι να αξιολογήσουμε τις υπηρεσίες υγείας σε θέματα κόστους και γ) η παραγωγή κάποιων δημοσίων υπηρεσιών δεν είναι εύκολο να ανατεθεί σε εναλλακτικούς παρόχους –αν, ας πούμε, δε με συμφέρει η παραγωγή γραναζιών στο εργοστάσιο κατασκευής αυτοκινήτων, αγοράζω τα γρανάζια από άλλη εταιρεία, αν όμως δεν με συμφέρει η παραγωγή δικαστικού έργου με τις συνθήκες που γίνεται στη χώρα δεν έχω τη δυνατότητα να «αγοράσω δικαιοσύνη» από μια άλλη χώρα ή εταιρεία.

Βέβαια, όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενα μελετών στον ελληνικό δημόσιο τομέα και να εξαχθούν κάποια, χρήσιμα (εφαρμόσιμα, επεξηγητικά έστω) συμπεράσματα. Όμως η τελευταία μελέτη που έγινε σχετικά με τον δημόσιο τομέα αφορούσε την καταγραφή των εργαζομένων σε αυτόν και μάλιστα απέτυχε! Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε οτι υπάρχουν σχετικοί φορείς (ινστιτούτα, επιτροπές, ομάδες εργασίας κι ότι άλλο μπορεί να σκεφτεί το ανθρώπινο μυαλό) οι οποίοι ασχολούνται με την διερεύνηση του δημόσιου τομέα. Το γεγονός οτι το έργο τους είναι από μηδαμινό έως και προκλητικά αστείο μάλλον έχει να κάνει με την αυτοκτονική τάση του οργανισμού του δημόσιου τομέα που λέγαμε παραπάνω.
Όντως, πόσο συνεργάσιμος μπορεί να είναι ένας οργανισμός ο οποίος βαδίζει με κλειστά τα μάτια και τ΄αυτιά προς το γκρεμό, όταν πας να τον ρωτήσεις για τα όνειρά του και τις προσδοκίες του από τη ζωή;
Το πολύ να σου κοπανήσει μια στα μούτρα ή να σου δώσει ψεύτικα στοιχεία καταγγέλλοντας τη μεταξύ σας συνεργασία σαν μια προσπάθεια εξευτελισμού και απαξίωσής του. Κι νομίζεις οτι όλα αυτά είναι τολμηρές εικασίες, μπορείς κάλλιστα να περιηγηθείς στις κατά καιρούς ανακοινώσεις της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Αναγνώστες