Μιλώντας για θρησκεία αναφερόμαστε σε
μια έννοια την οποία μπορούμε να εξετάσουμε μόνο εμπειρικά,
διαπιστώνοντας τα στοιχεία που την απαρτίζουν, σε δύο επίπεδα:
- Σε μια σειρά δοξασιών που προϋποθέτουν την “αυθόρμητη” αποδοχή – στοιχεία δηλαδή που δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξεως.
- Σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών μέσω των οποίων διαμορφώνεται ένα ορισμένο φαντασιακό, ένας συγκεκριμένος αξιολογικός κώδικας, μια ορισμένη διαγωγή και ηθική – στοιχεία που καθορίζονται από το νοητικό ή το θεωρητικό σύνολο της θρησκείας.
Στις δοξασίες συμπεριλαμβάνονται οι
μύθοι, διάφορα σύμβολα, αρχές ή ιδεολογίες που παίρνουν συγκεκριμένη
μορφή σαν υπεράνθρωπινα/εξωανθρώπινα όντα ή καταστάσεις. Οι δοξασίες
έχουν θρησκευτική αξία όχι από μόνες τους αλλά μόνο μέσω της πίστης,
δηλαδή μόνο εάν πιστεύονται ως απόλυτες, αναλλοίωτες και αναμφισβήτητες
αλήθειες. Οι θρησκευτικές πρακτικές συγκεντρώνονται γύρω από την
τελετουργία της οποίας η εξήγηση συνεπάγεται την εμφάνιση θεσμών,
ιερατείων, λατρευτικών τόπων, εκκλησιών κλπ. Οι θεσμοί αυτοί (ίσως οι
πιο ετερόνομοι θεσμοί που μπορεί να παρατηρήσει κανείς στην ανθρώπινη
ιστορία) τείνουν να καθορίσουν όλη την ανθρώπινη συμπεριφορά
επιβάλλοντας κώδικες ηθικών αρχών, πρότυπα συμπεριφοράς, ιερές
απαγορεύσεις, και ιερές υποσχέσεις.
Θρησκεία και όχλος
Στις πρωτόγονες θρησκείες δεν είναι
απαραίτητη η γνώση του νοητικού συνόλου της θρησκείας, αλλά συνήθως αυτό
αφηνόταν στους ιερείς ή τους άρχοντες, ενώ το βασικό κοινό στοιχείο της
θρησκευτικής κοινότητας ήταν η συμπεριφορά του μέλους που το νοητικό
σύνολο της θρησκείας προϋπέθετε. Οι σύγχρονες μονοθεϊστικές θρησκείες
(και όχι μόνο), βασίζονται κυρίως στην ενθάρρυνση του ατόμου να
παραμείνει εγκλωβισμένο στην ιδιωτική του σφαίρα, απομονωμένο από τη
δημόσια, (τα κοινά), αλλά και στην καλλιέργεια της λογικής της μάζας. Ο
Χριστιανισμός αποτελεί ένα ξεκάθαρο παράδειγμα απομονωτισμού και
οχλοποίησης:
Η «Χριστιανική ηθική, όπως διακρίνεται
από τις θεμελιώδης θρησκευτικές της αντιλήψεις, πάντοτε επέμενε ότι ο
κάθε άνθρωπος θα πρέπει να απασχολείται με τα δικά του μόνο προβλήματα
και ότι η πολιτική ευθύνη αποτελεί πρώτα απ’ όλα ένα ζήτημα που θα
πρέπει να εξυπηρετεί αποκλειστικά την ευημερία και τη σωτηρία αυτών που
ανησυχούν για τις δημόσιες υποθέσεις» μας λέει η Hannah Arendt, (60). O
Γάλλος φιλόσοφος Alexis De Tocqueville, θεωρούσε τον δημοκρατικό
δεσποτισμό, ως μια από τις μεγαλύτερες απειλές για την ελευθερία του
ανθρώπου (εφ΄εξής: φιλελεύθερος ολοκληρωτισμός). Ο φιλελεύθερος
ολοκληρωτισμός δεν αφορά μόνο τη δικτατορία της πλειοψηφίας αλλά
αποτελεί, ταυτόχρονα, μέρος μιας κατάστασης κατά την οποία η κοινωνία
αυτο-εκμηδενίζει την ποικιλογνωμία και ποικιλομορφία της για χάρη μιας
κοινής ιδεοληψίας (θρησκεία ή «πολιτική» ιδεολογία που τη διέπει η
κλειστότητα του χαρακτήρα της). Απομονωμένα έτσι τα άτομα και
φυλακισμένα στο ιδιωτικό τους κελί, έχοντας σκοτώσει κάθε ίχνος
ατομικότητας, μετατρέπονται σ’ έναν ομοιόχρωμο όχλο. (Σημείωση: δεν
πρέπει να συγχέονται οι έννοιες ατομικισμός και ατομικότητα που είναι
τελείως διαφορετικές μεταξύ τους). Με βάση την Arendt, η πραγματική
δημοκρατία γεννιέται όταν οι πολίτες μιας κοινότητας, έρχονται σε άμεση
επαφή μεταξύ τους, ενώνονται δηλαδή κάτω από τη διαφορετικότητά τους, με
σκοπό την κοινή λήψη αποφάσεων. Στην Αθηναϊκή πολιτεία, η ίδια,
διακρίνει μια μορφή ατομικότητας: οι πολίτες, μέσω της συνδιαλλαγής,
έφερναν σε επαφή τις μεταξύ τους διαφορετικές απόψεις όχι μόνο με σκοπό
την λήψη αποφάσεων για τα καθημερινά τους προβλήματα. Η συνεύρεση των
πολιτών, αφορούσε ταυτόχρονα και την αναζήτηση νέων προσεγγίσεων σε
διάφορα πολιτικά και φιλοσοφικά θέματα.
Στο Χριστιανισμό (όπως και σε όλες τις
μονοθεϊστικές θρησκείες) η ατομικότητα εκμηδενίζεται. Οι άνθρωποι
έρχονται σε επαφή μεταξύ τους, όχι για να δημιουργήσουν, να προβάλουν
δηλαδή τα κοινά τους χαρακτηριστικά, την διαφορετικότητά τους που δεν
τους χωρίζει, αλλά τους ενώνει, να αναζητήσουν και να συνδιαμορφώσουν,
αλλά ενώνονται κάτω από μια κοσμοθεωρία αυστηρώς ετερόνομη, που κανείς
δεν αμφισβητεί, είτε γιατί δεν υπάρχει νόημα (μιας και οι νόμοι του θεού
είναι έτοιμοι – δοσμένοι και συνεπώς αλάνθαστοι), είτε γιατί κυριαρχεί η
ιδεολογική τρομοκρατία και μη ανοχή του διαφορετικού: όλοι θα πρέπει να
είναι ίδιοι, ο καθένας θα πρέπει να κάνει ότι κάνουν όλοι, δηλαδή να
συμφωνούν με τους νόμους του θεού.
Όλες οι ολοκληρωτικές εξουσίες που
προσπαθούν να κυριαρχήσουν πάνω στις μάζες έχουν ως όπλο τους τη
χειραγώγηση και την ελλειμματική παιδεία η οποία καλλιεργεί το φόβο για
το διαφορετικό και το άγνωστο (τις επιστήμες, τη φιλοσοφία, τις τέχνες).
Επειδή, φυσικά, είναι ευκολότερο να πείσεις μια μάζα ανθρώπων παρά ένα
μεμονωμένο άτομο (όπως έλεγε και ο Μακιαβέλι), επενδύουν στη μαζική
ψυχολογία της απαίδευτης μάζας που λόγω της αδυναμίας της να
αυτο-κυβερνηθεί (ένα από τα σοβαρότερα μειονεκτήματα της ελλειματικής
παιδείας), προσκυνά αυτόκλητους σωτήρες. Το μυστικό ονομάζεται κοινό
συμφέρον [1] (κάτι για το οποίο μιλούσαν τα
ολοκληρωτικά καθεστώτα του Χίτλερ, του Μουσολίνι, του Μάο Τσε Τουνκ, του
Στάλιν, του Πολ Ποτ, κάτι που, ωστόσο, συναντάμε και στις
θεοκρατούμενες χώρες της Μέσης Ανατολής, αλλά και στον Χριστιανικό
μοναχισμό: ο φόβος της αιώνιας κόλασης και η ενοχή για το προπατορικό
αμάρτημα).
Χριστιανισμός, σεξισμός και Άγιο Όρος («η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα») [2]
Ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα της
Χριστιανικής βαρβαρότητας είναι η σεξιστική και μισογυνική του φύση που
θα αναλυθεί παρακάτω. Εδώ, φυσικά, βλέπουμε και το εξής παράδοξο: Πώς
είναι δυνατόν μια τόσο μισογυνική θρησκεία να συγκεντρώνει στους κόλπους
περισσότερες γυναίκες jesus freaks παρά άνδρες; Στις επαρχιακές
κοινωνίες της βαθιάς Αμερικής, όπου παρατηρούνται έντονα φαινόμενα
Χριστιανικού φονταμενταλισμού, οι γυναίκες εξακολουθούν να βρίσκονται σε
μειονεκτικότερη θέση από τους άνδρες, κυρίως σε ό,τι αφορά την
εκπαίδευση. Κάτι τέτοιο, καθιστά τον εκεί γυναικείο πληθυσμό, ευάλωτο
στη Χριστιανική προπαγάνδα και συνωμοσιολογία. Ανάλογες περιπτώσεις
εθελοδουλίας (γυναικείας υποταγής) συναντά κανείς και στην
μισο-θεοκρατική Ελλάδα, στην κάτω Ιταλία και την Ιρλανδία. Στην Ελλάδα,
συγκεκριμένα, ο βαθμός της προβατοποίησης των μαζών κάτω από τον σταυρό
του πατριαρχείου δεν θυμίζει καν Ευρωπαϊκή χώρα (κάτι που επιβεβαιώνουν,
άλλωστε, και οι συνθήκες) [3].
O χριστιανισμός, σήμερα, διατείνεται ότι
βελτίωσε τη θέση της γυναίκας, παρά του ότι κάτι τέτοιο έχει
αμφισβητηθεί καταλυτικά. Αν και οι περισσότερες κοινωνίες, ακόμη και
πολύ πριν την εμφάνιση της Χριστιανικής πανούκλας, υπήρξαν
ανδροκρατούμενες, ο ίδιος ο Χριστιανισμός αντανακλά κομμάτι αυτής της
σεξιστικής παράδοσης. Λέει ο Ρουσσώ στην «Γένεση της Ισότητας» (The
Origins of Inequality Among Men) ότι η ισχύς και η σωματική δύναμη
αποτελεί τον πυρήνα της ανισότητας και της κυριαρχίας. Σε μια
πριμιτιβιστική κοινωνία, δίχως θέσμιση και νόμους, αυτός που διαθέτει το
ισχυρότερο σώμα μπορεί και επιβάλει τους δικούς του κανόνες στους
υπόλοιπους. Η σωματική υπεροχή ενός ανθρώπου έναντι κάποιου άλλου,
ισοδυναμεί με την γένεση της κυριαρχίας του δυνατότερου έναντι του
λιγότερου ισχυρού. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στις σχέσεις μεταξύ των δύο
φύλων. Η κυριαρχία του άνδρα έναντι της γυναίκας, λοιπόν, πηγάζει από
την σωματική υπεροχή του άνδρα. Αυτήν την αντίληψη ο Χριστιανισμός με τη
σειρά του την ενστερνίζεται. Η σωματική υπεροχή του άνδρα προστατεύεται
από τους νόμους του θεού, που θέλουν τον άνδρα κυρίαρχο του σπιτιού.
Όπως έλεγε ο sir Robert Filmer (συντηρητικός και φιλομοναρχικός Άγγλος
φιλόσοφος) ο Κυρίαρχος, (δηλαδή ο βασιλιάς ενός κράτους) έχει την
απόλυτη κυριαρχία πάνω στο λαό του από τον θεό, όπως και ο πατέρας στα
παιδιά του και στη σύζυγό του. Παρά του ότι ο Χριστιανισμός κατάφερε
αρκετά καλά να καταδικάσει και να περιθωριοποιήσει την πολυγαμία, δηλαδή
το δικαίωμα του άνδρα να έχει όσες συζύγους θέλει (σε αντίθεση με την
γυναίκα που, σε διάφορες κοινωνίες, δεν είχε ούτε καν τη δυνατότητα να
επιλέξει ανάμεσα σε υποψήφιους συζύγους), δεν κατόρθωσε να αποβάλει το
φαντασιακό της ανδρικής υπεροχής. Ο χριστιανισμός όχι μόνο δε βελτίωσε
τη θέση της γυναίκας, αλλά απεναντίας, κατάφερε, έπειτα από πολλούς
αιώνες προπαγάνδας, χειραγώγησης και οχλοποίησης να την υποβιβάσει στο
χαμηλότερο σκαλί της κοινωνίας, θεωρώντας την κατώτερο ον και υπαίτια
για όλα τα κακά της ανθρωπότητας (πεποίθηση που είναι απόλυτα εδραιωμένη
και στη θρησκεία των μουσουλμάνων).
«Κάθε γυναίκα…με ακάλυπτη την κεφαλή
εξευτελίζεται… Διότι εάν η γυναίκα δεν καλύπτεται, ας κουρεύεται… Εάν
είναι αισχρό για τη γυναίκα να κουρεύεται ή να ξυρίζεται, τότε ας
καλύπτεται… Κάθε άνδρας… έχων καλυμμένη την κεφαλή αυτού εξευτελίζεται… Ο
άνδρας δεν οφείλει να καλύπτει την κεφαλή αυτού, διότι υπάρχει ως εικών
και δόξα Θεού. Δεν επλάσθη ο άνδρας για τη γυναίκα, αλλά η γυναίκα για
τον άνδρα… Οι γυναίκες στις εκκλησίες ας σιωπήσουν. Δεν επιτρέπεται σ΄
αυτές να ομιλούν, αλλά να υποτάσσονται καθώς ο (μωσαϊκός) νόμος λέγει…
Αν θέλουν να μάθουν κάτι, ας ρωτούν στο σπίτι τους άνδρες τους» (Καινή
Διαθήκη, «Α΄ προς Κορινθίους», ια΄ 4-12, ιδ΄ 31-40, β΄ 8-15).
Ο Μέγας Αθανάσιος, γνωστός για το μίσος του ενάντια στην αρχαία Ελληνική φιλοσοφία, υποστηρίζει ότι: «με τις γυναίκες δεν είναι ασφαλές ούτε από κοινού να αποφασίζει κανείς»
(«Α΄ περί ειδωλολατρίας», από το έργο του «κατά Ελλήνων»). Ο Μέγας
Βασίλειος (ο γνωστός Αγιοβασίλης της πρωτοχρονιάς) αναλύει τις ιδανικές
σχέσεις των δύο φύλων στο πλαίσιο της ορθόδοξης οικογένειας: «Η γυναίκα
δεν έχει την άδεια να αφήνει τον άνδρα της, αλλά κι άν δέρνει αυτήν
εκείνος, πρέπει να υπομένει κι όχι να χωρίζεται, κι άν την προίκα της
ξοδεύει, κι άν σε άλλες γυναίκες πορνεύει, αυτή πρέπει να καρτερεί. Ώστε
η μεν γυναίκα, η αφήσασα τον άνδρα της, μοιχαλίς είναι άν πάρει άλλον, ο
δε αφεθείς αυτός άνδρας, άν πάρει άλλη, συγχωρείται» («Πηδάλιον», κανών
Θ΄). Παρομοίως, ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Η γυναίκα πρέπει να υποφέρει τον
άνδρα, κάν υβρίζει, καν δέρνει αυτήν, καν εξοδεύει την προίκα της, καν
ό,τι άλλο τής κάμει» («Πηδάλιον», Ερμηνεία Κανόνος ΜΗ΄). «Οι γυναίκες,
όταν υποτάξουν κάποιον στην εξουσία τους, τον καθιστούν ευκολοκυρίευτο
από τον Διάβολο» μας λέει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (Δ΄ Λόγος «περί
Νηστείας και Σωφροσύνης»). «Γενικά η γυναίκα είναι ένα σκουλήκι που
σέρνεται, η κόρη του ψεύδους, ο εχθρός της ειρήνης.». (Ιωάννης
Χρυσόστομος, «Προς τους Έχοντας Παρθένους Συνεισάκτους».) ενώ στην Καινή
Διαθήκη διαβάζουμε: «Εάν δε επ΄ αληθείας γένηται ο λόγος ούτος και μή
ευρεθή παρθένια τη νεάνιδι και εξάξουσι την νεάνιν επί τας θύρας του
οίκου του πατρός αυτής και λιθοβολήσουσιν αυτὴν εν λίθοις, και
αποθανείται, ότι εποίησεν αφροσύνην εν υιοίς Ισραήλ εκπορνεύσαι τον
οίκον του πατρός αυτής». («Δευτερονόμιον», κβ΄ 20-21)
Μια από τις πιο χτυπητές περιπτώσεις
Χριστιανικού σεξισμού που υπάρχουν σήμερα είναι η χερσόνησος του Αγίου
Όρους! To Όρος αυτό, αποτελεί αυτο-διοικούμενη γεωγραφική έκταση, εντός
της ελληνικής επικράτειας, που βρίσκεται κάτω από την άμεση δικαιοδοσία
του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Ένα από τα
βασικότερα χαρακτηριστικά του είναι η θέσπιση του νόμου περί απαγόρευσης
εισόδου κάθε γυναίκας, για οποιοδήποτε λόγο στην ευρύτερη περιοχή, το
γνωστό Άβατο.
Το Άβατο θεσπίστηκε για πρώτη φορά με τη
βοήθεια του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, το 1046. Ο Κωνσταντίνος ο
Μονομάχος (1042 – 1054) με αυτοκρατορικό έγγραφο (Δεύτερο Τυπικόν) που
εξέδωσε, απαγόρευσε την είσοδο σε κάθε γυναίκα στη χερσόνησο. Σύμφωνα με
το διάταγμα: «ουκ εισελεύσεται δε ούτε γυνή παντελώς εις ανδρικόν
μοναστήριον ούτε ανήρ εις γυναικείον».
Οι μοναχοί αρνούνται τον σεξιστικό
χαρακτήρα της απαγόρευσης, θεωρώντας ότι η παρουσία των γυναικών
επηρεάζει την θρησκευτική φύση και αγνότητα της κοινότητας και ως εκ
τούτου επιβραδύνει την πορεία τους προς την «πνευματική φώτιση», λόγω
του σεξουαλικού πειρασμού. Αρνούνται τη σεξιστική φύση του νόμου αυτού,
και υπερασπίζονται τη γελοία τους αυτή θέση, λέγοντας ότι την ίδια αρχή
ακολουθούν, και άλλα παρόμοια μοναστήρια, που θέλουν κάθε μονή «άβατον»,
«αδιόδευτον», «ακατόπτευτον» σε πρόσωπα του ανδρικού φύλου αντίστοιχα.
Τούτο το επιχείρημα δεν είναι βέβαια παρά μια φτηνή δικαιολογία αφού:
- Το Άγιο Όρος αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες εκτάσεις γης όπου οι γυναίκες απαγορεύεται να εισέλθουν. Δεν περιορίζεται η είσοδός τους μόνο στις μονές αλλά και σε όλη την γεωγραφική έκταση της χερσονήσου.
- Οι προσωπικές ή ιδιαίτερες επιλογές ενός προσώπου ή μιας ομάδας ατόμων δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να μπαίνουν εμπόδιο στις επιλογές άλλων ανθρώπων (ή ομάδων). Για παράδειγμα, αν οι ίδιοι οι μοναχοί θεωρούν ότι ο γυναικείος πληθυσμός αποτελεί απειλή για την πνευματική τους εξάσκηση, μπορούν πολύ εύκολα να κλειδωθούν εντός των κελιών τους και να πετάξουν τα κλειδιά από το παράθυρο, να απομονωθούν εντελώς, να ασκητεύουν, να αποχωρίσουν από κάθε είδους κοινωνική συμβίωση. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο θα απαλλαχθούν οριστικά από τον «θανάσιμο αυτόν πειρασμό».
- Σεξουαλικές σχέσεις μπορούν να υπάρξουν ακόμη και μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Η απουσία ύπαρξης του αντίθετου φύλου είναι ένας από τους λόγους που μπορούν να οδηγήσουν στην ομοφυλοφιλία, η οποία είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε κάθε τύπου κλειστή κοινότητα που αποτελείται από άτομα του ίδιου φύλου. Συνεπώς, τον “θανάσιμον πειρασμόν” της σεξουαλικής συνεύρεσης μπορεί να τον αποφύγει κανείς μόνο εάν απομονωθεί τελείως από άλλους ανθρώπους.
Εκκλησία και Εξουσία
Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά
της εξουσιολαγνείας των Χριστιανικών εκκλησιών, είναι η προσπάθεια
συμπόρευσής τους με κάθε εξουσία. Όπως το Βατικανό συμμάχησε τελικά με
τον Αδόλφο Χίτλερ (μαζί με τον οποίον συμμάχησαν, επίσης, και πολλοί
αστοί οι οποίοι τον χρηματοδοτούσαν με σκοπό την κατασκευή όπλων, βλ.
κορπορατιβισμός), έτσι και το Άγιο Όρος τάχθηκε στο πλευρό των
κατακτητών, κατά τη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου Πολέμου, ακολουθώντας μια
τελείως διαφορετική κατεύθυνση από την αντιστεκόμενη ελληνική κοινωνία.
Συγκεκριμένα, σε δύο επιστολές
προς τον “εξοχότατο” (όπως τον αποκαλούν) Χίτλερ, τον παρακαλούν να
αναλάβει την “υψηλή προστασία και ηγεμονία” τους. Στη μία μάλιστα εξ
αυτών συγχαίρουν τον Χίτλερ για τη νίκη των ναζιστικών στρατευμάτων στο
Zhytomyr (όπου εγκαταστάθηκε το κεντρικό αρχηγείο του Heinrich Himmler
σφάζοντας χιλιάδες εβραίους) και την “σωτηρία” της χριστιανοσύνης δια
της ήττας των σοβιετικών.
Όπως βλέπουμε ,
μάλιστα, ανάμεσα στις φωτογραφίες όλων των “αγίων” Αγιορειτών, υπήρχε
και η φωτογραφία του Χίτλερ.
Οι ιδιαίτερες σχέσεις της ορθόδοξης εκκλησίας βέβαια με την εξουσία,
δεν περιορίζονται στα παραπάνω. Από θεωρητική άποψη, η ίδια η σύγχρονη
θρησκευτική πίστη αποτελεί ένα δόγμα. O μύθος της φυλής που ήταν το
συνεκτικό στοιχείο των πρωτόγονων κοινωνικών σχηματισμών, στις σύγχρονες
θρησκείες αντικαταστάθηκε από μια “ιερή ιστορία” αποτελούμενη από
άκαμπτες μορφές που συνδέονται με την ακαμψία των διατυπουμένων αρχών.
Και η παραμικρή παρέκκλιση από τις αρχές αυτές οδηγεί αυτόματα εκτός του
νοητικού συνόλου της θρησκείας. Άλλωστε, «πώς μπορείς να αμφισβητήσεις
τον νόμο, όταν ο νόμος έχει δοθεί απ’ τον θεό, πώς μπορείς να λες πως ο
νόμος που έδωσε ο θεός είναι άδικος, όταν δικαιοσύνη είναι ακριβώς ένα
από τα ονόματα του θεού, όπως και η αλήθεια είναι ακριβώς ένα από τα
ονόματα του θεού: «συ γαρ ει αλήθεια, η δικαιοσύνη και το φως;»
(Κορνήλιος Καστοριάδης, «Αρχαίο ελληνικό και πολιτικό φαντασιακό» στο «Η
άνοδος της ασημαντότητας»). Παρομοίως, σε συνέντευξή του στην Τέτα
Παπαδοπούλου, ο Ελληνογάλλος στοχαστής είχε πει τα εξής: «Για έναν
Εβραίο της εποχής που περιγράφει η Παλαιά Διαθήκη, το ερώτημα «ο Νόμος
είναι ή δεν είναι δίκαιος;» δεν τίθεται, δεν μπορεί να τεθεί. Γιατί;
Διότι τον Νόμο τον παρέδωσε ο ίδιος ο Θεός -ο Ιεχωβάς- στο όρος Σινά
στον Μωυσή, ο οποίος τον κατέγραψε σε πέτρινες πλάκες (οι γνωστές Δέκα
Εντολές). [...] Οι νόμοι είναι εκ Θεού, είναι δεδομένοι, δεν
αμφισβητούνται». («Είμαστε Υπεύθυνοι για την Ιστορία μας, σ. 53)
Έτσι, τα νοηματικά σύνολα των θρησκειών,
έχουν ως στόχο να εγγυηθούν ότι ο άνθρωπος θα ζήσει σε μια απόλυτη ή
εξωιστορική τάξη και πως, ατομικά, όντας πιστός, θα “σωθεί”. Κατ’ αυτό
τον τρόπο έχουν ήδη τοποθετήσει το πρώτο θεμέλιο της ετερονομίας αφού
βασική προϋπόθεση για να κερδίσει ο πιστός, ο θρησκευόμενος, τα δύα
προαναφερόμενα ανταλλάγματα είναι να αποδεχτεί ακριβώς τον εξωιστορικό
του ρόλο και να εστιάσει σε μια υπερβατική (μεταθανάτια τις πιο πολλές
φορές) σωτηρία.
Προσεγγίζοντας το φαινόμενο της
θρησκείας ιστορικά, βλέπουμε ότι π.χ. η ορθόδοξη εκκλησία δέθηκε κατά
καιρούς στο άρμα διαφόρων φορέων εξουσίας. Χαρακτηριστικά, στην περίοδο
της τουρκοκρατίας [4], η εκκλησία έπραξε τα μέγιστα ώστε να καταπνίξει κάθε επαναστατική δραστηριότητα
αφορίζοντας κατά καιρούς τους Σουλιώτες, το Ρήγα Φεραίο, τη
Μπουμπουλίνα. Χαρακτηριστικά, λέει ο μητροπολίτης Ιωαννίνων για τους
Σουλιώτες: “σας συμβούλευσα πατρικώς και πνευματικώς να απομακρυνθείτε
από τους Σουλιώτες, να μην τους δίνετε καμία βοήθεια, και να μην τους
δέχεσθε στον τόπο σας. Είναι κακούργοι και επικηρυγμένοι από το κράτος,
και όποιος τους βοηθά θα δέχεται την οργή του, και στο τέλος θα
αφανίζεται από προσώπου γης”… Ο πατριάρχης Κωσταντινουπόλεως Γρηγόριος
Ε’, δεν παρέλειψε να αφορίσει τρις την επανάσταση του 1821(..
Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν που οι
ιστορικοί της εποχής κατέγραψαν την δυσαρέσκεια της ελληνικής κοινότητας
απέναντι στην ελληνική ορθόδοξη εκκλησία. Σύμφωνα με τον William Gell,
αρχαιολόγο που επισκέφτηκε τον ελλαδικό χώρο κατά τα έτη 1804-1806,
δηλαδή λίγα χρόνια πριν την επανάσταση του 1821 και ενώ η κατάσταση στον
ελλαδικό γεωγραφικό χώρο ήταν έκρυθμη, “Οι Έλληνες αναμεταξύ των
λέγουν, ότι τρεις είναι αι πληγαί του τόπου των, οι επίσκοποι (πρώτοι
ούτοι), οι κοτζαμπάσηδες (δεύτεροι), και οι Τούρκοι (τελευταίοι)”.
Πιο πρόσφατα, μπορούμε να αναφέρουμε την
εξαιρετική σχέση εκκλησίας και της δικτατορίας των συνταγματαρχών
(άλλωστε ανέκαθεν η εκκλησία ευλογούσε το…στράτευμα). Την επαύριο
μάλιστα του πραξικοπήματος, το νεοδιορισμένο επίσημο όργανό της
εκκλησίας εξαγγέλλει: «Ο απροκαταλήπτως κρίνων την εν Ελλάδι
πραγματικότητα, μετά την εγκατάστασιν της νέας Εθνικής Κυβερνήσεως, δεν
είναι δυνατόν ή να ομολογήση ότι εις πολλούς τομείς της εθνικής και
κρατικής δραστηριότητος εγένετο ήδη αισθητή μια νέα πνοή υγείας και
ανακαινιστικής δημιουργίας. Η επιτευχθείσα γαλήνη και το εξαγγελθέν
πρόγραμμα της Κυβερνήσεως γεννούν την ελπίδα ότι θα ανατείλουν διά τον
τόπον καλύτεραι ημέραι. Οι στόχοι του κυβερνητικού προγραμματισμού είναι
τω όντι αξιέπαινοι». («Εκκλησία», 15/5/67).
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος (από το 1967
έως το 1974) τον Μάιο του 1968, προσφώνησε τον δικτάτορα Παπαδόπουλο
(πολιτικά υπεύθυνο για βασανισμούς, εξορίες κτλ) ως εξής:
Αι άγιαι ψυχαί των ιερέων θα δέωνται του Θεού ημών υπέρ της ευοδώσεως και ολοκληρώσεως του εθνοσωτηρίου έργου της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου 1967. Αποδεικνύετε ότι είσθε ο πρώτος και μόνος που σέβεται και τιμά το ευλογημένον, αλλά τόσον περιφρονημένον ελληνικόν ράσον (…) Αλλά ο Θεός αγαπά την Ελλάδα (…) Έπρεπε να ανατείλη, έπρεπε να ξημερώση η θεοδώρητος εκείνη ημέρα της 21ης Απριλίου 1967. Η Επανάστασις της 21ης Απριλίου σώζει την Ελλάδα από την καταστροφήν και την εξουθένωσιν, εις την οποίαν αφεύκτως ωδηγείτο. Επί της Εθνικής Κυβερνήσεως αποκτά επί τέλους και η Εκκλησία της Ελλάδος Ηγεσίαν. Ω χαράς ευαγγέλια!.
Λίγα λόγια για την “αναγκαιότητα” της θρησκείας
Έχοντας δει εν συντομία τον
οπισθοδρομικό ρόλο των θρησκειών ιστορικά και αφού έγινε αναφορά στο
ρόλο των θρησκευτικών θεσμών και κυρίως των χριστιανικών εκκλησιών στη
δημιουργία του κυρίαρχου φαντασιακού, βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ερώτημα
που τίθεται από πολλούς υπέρμαχους της θρησκευτικότητας, οι οποίοι
προσπαθούν να δικαιολογήσουν το φαινόμενο της θρησκείας καταφεύγοντας
στο επιχείρημα ότι οι μεταφυσικές ανησυχίες είναι συνυφασμένες με την
ανθρώπινη φύση και, συνεπώς, πως οι θρησκείες εξυπηρετούν μία βαθύτερη
ανθρώπινη ανάγκη για την σύλληψη και κατανόηση μιας μη εγκόσμιας
πραγματικότητας την οποία το ανθρώπινο είδος ναι μεν αγνοεί αλλά της
οποίας την ύπαρξη “διαισθάνεται” κατά κάποιο τρόπο.
Τί είναι λοιπόν αυτό που κάνει την
πλειοψηφία των ανθρώπων να παραβλέπουν την προφανή σχέση των
θρησκευτικών θεσμών με άλλους ετερόνομους θεσμούς; Γιατί ο καταφανώς
αρνητικός ρόλος των εκκλησιών δεν στάθηκε ικανός ώστε οι θρησκευόμενοι
ν’ αναρωτηθούν (μέσα από την εξέταση του ρόλου της εκκλησιαστικής
εξουσίας και των κληρικών) για τη φύση της ίδιας της θρησκείας, της
ίδιας της θρησκευτικότητας; Ποιά ανθρώπινη ανάγκη εξυπηρετεί τελικά η
θρησκεία; Γιατί εμφανίστηκαν θρησκείες παντού και πάντα,
διαδραματίζοντας μάλιστα σημαντικότατο ρόλο στην κοινωνική ζωή;
Από ψυχαναλυτική άποψη δεν υπάρχει
πλευρά της κοινωνικής ζωής που να παρουσιάζει μεγαλύτερο ψυχολογικό
ενδιαφέρον από τη θρησκεία. Η σύνδεσή της με τα ασυνείδητα κίνητρα και
τις συγκρούσεις που πηγάζουν από την ενστικτική ζωή της παιδικής ηλικίας
είναι προφανής. Η θρησκεία δημιουργεί από όλο τον κόσμο μια οικογένεια
όπου ο πιστός είναι το παιδί και οι θεοί και οι παπάδες είναι οι γονείς
του – μια μικρογραφία της οικογένειας του μικρού παιδιού για ενήλικες.
Όπως οι γονείς είναι αυτοί που θα πουν στο παιδί πώς πρέπει να φέρεται,
τί πρέπει να επιθυμεί και τί πρέπει να αποφεύγει, νοηματοδοτώντας τον
κόσμο του, έτσι ακριβώς και η θρησκεία εκμεταλλεύεται το γεγονός πως ο
ενήλικος προσπαθεί να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή του, τον δικό του κόσμο,
παίζοντας ένα τριπλό ρόλο όπως είπε και ο Freud: Προσφέρει μια
κοσμολογία, έναν κώδικα συμπεριφοράς και ένα σύστημα αμοιβών και
τιμωριών (δηλαδή τις ίδιες λειτουργίες που εκπληρώνουν οι γονείς στην
παιδική ηλικία).
Τέλος, αν και αναμφίβολα η ιστορία κάθε
κοινωνικής ομάδας καθορίζει πολλά από τα χαρακτηριστικά των θρησκευτικών
της αντιλήψεων και πρακτικών, ωστόσο η θρησκεία κάθε ομάδας έχει να
κάνει με τις ασυνείδητες συγκρούσεις που προέρχονται από τις ενστικτικές
επιθυμίες και τους φόβους της πρώιμης παιδικής ηλικίας (παρατήρηση που
είναι κοινή για ομάδες με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά ή ιστορία
π.χ. για λαούς πολεμοχαρείς ή φιλειρηνικούς, για φυλές νομάδων ή για
φυλές μόνιμα εγκατεστημένες σε ένα γεωγραφικό χώρο, για κοινωνίες
τροφοσυλλεκτών ή καλλιεργητών κλπ).
Η απόλυτη απελευθέρωση της σκέψης και η
αποδέσμευσή της από τα όρια των επιθυμιών των υπόλοιπων ή του “συνόλου”,
από πολιτικές συνταγές και έτοιμους κώδικες απαγορεύσεων, είναι το μέσο
προκειμένου κάθε άτομο να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς επιθυμεί. Η
αποχαλίνωση της σκέψης είναι προϋπόθεση ώστε ο καθένας να αποκτήσει τη
δυνατότητα να εφαρμόσει στη ζωή του όσα πραγματικά πιστεύει πως θα τον
κάνουν καλύτερο. Η αυτοβελτίωση του ατόμου προηγείται της βελτίωσης του
συνόλου, είναι προαπαιτούμενό της αλλά και λογικά (ως ένα βαθμό)
προηγείται. Αυτή είναι η ουσία του ανθρωπισμού: μέσω της αυτοβελτίωσης
του ατόμου βελτιώνεται το σύνολο και το σύνολο, με τη σειρά του,
δημιουργεί το πλαίσιο προκειμένου να μπορεί να αναδειχθεί το άτομο ως
ελεύθερη και απαρτιωμένη προσωπικότητα.
Σημειώσεις
[1] Συλλογικό συμφέρον
σημαίνει ότι θα πρέπει να περιοριστεί κάθε είδους προσωπικό όφελος για
χάρη του κοινού. Αυτό εκ πρώτης όψεως ακούγεται θετικό και
αντι-ατομικιστικό. Ποιός είναι όμως αυτός που θα ορίσει τί είναι καλό
για τις μάζες και τί όχι; Και τί συμβαίνει όταν το συλλογικό συμφέρον
καταπιέζει τα δικαιώματα μιας μειοψηφίας; Αυτού του είδους τα ερωτήματα
είχαν απασχολήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα τον Alexis De Tocqueville,
που θεωρούσε μεγάλο κίνδυνο την δικτατορία της πλειοψηφίας. Ο λόγος που
υποστήριξε ανοιχτά την (τότε) Αμερικανική Δημοκρατία, οφείλεται στο
ότι, στο Βόρειό της τμήμα, ο πλουραλισμός που επικρατούσε, σε συνδυασμό
με την ευρύτητα του χώρου και την ανοιχτότητας των θεσμών δημιουργούσε
καταστάσεις δημοκρατίας. Αντιθέτως, στην Ευρώπη, ο Χριστιανικός
ολοκληρωτισμός δεν είχε ακόμη χάσει πλήρως την ισχύ του. Δεν υπήρχε
θρησκευτικός πλουραλισμός, δεν υπήρχε ανεκτικότητα, παρά μια κληρονομιά
εχθροπραξιών μεταξύ των αντίπαλων Χριστιανικών αιρέσεων και δογμάτων
(πάντα με βάση τα δεδομένα της εποχής).
Σήμερα, δεν μπορούμε να μιλάμε για
συλλογικό συμφέρον. Παράλληλα, όμως, θα πρέπει να απορρίψουμε και το
δόγμα του Νεοφιλελευθερισμού που εκθειάστηκε τόσο πολύ από την περιβόητη
ατάκα της Μ.Θάτσερ «δεν υπάρχει κοινωνία παρά μόνο άτομα»
(ατομικισμός). Θα πρέπει να μιλήσουμε για τη δημόσια σφαίρα, αυτή που
αφορά στα πολιτικά, όπου οι πολίτες αποφασίζουν από κοινού, δίχως
βουλευτές και αντιπροσώπους. Η δημόσια σφαίρα είναι η αυτόνομη δράση των
πολιτών, όπου ο καθένας, όντας διαφορετικός και ξεχωριστός από τους
υπόλοιπους, συμμετέχει στη συνδιαμόρφωση, λήψη και εκτέλεση των
αποφάσεων, ισόνομα και ισόβαθμα. Τί σημαίνει πρακτικά αυτό; Πως θα
πρέπει να τελειώνουμε με κάθε είδους ολοκληρωτισμό. Μια από τις
χυδαιότερες μορφές ολοκληρωτικού κινήματος που συναντά κανείς στην
Ελλάδα (πέρα από την γραφειοκρατική αριστερά), είναι ο εθνικιστικός και
Χριστιανικό-σεξιστικός όχλος (βλ. πάνω πλατεία Συντάγματος, κόμματα και
οργανώσεις όπως η Χρυσή Αυγή και το ΛΑ.Ο.Σ. αλλά και οι δεκάδες χιλιάδες
πιστοί υπέρ της απελευθέρωσης του Εφραίμ).
[2] (Καινή Διαθήκη:΅ «προς Εφεσίους», ε΄ 33)
[3] Με σκοπό την
αποφυγή των οποιωνδήποτε (αναπόφευκτων) παρεξηγήσεων: το γεγονός πως η
Ελλάδα δεν θυμίζει καν χώρα Ευρωπαϊκή (και αυτό το επιβεβαιώνει ο
Χριστιανικός όχλος, η τεράστια λαχτάρα για οπισθοδρομισμό, καθώς και η
ξενοφοβική μισαλλόδοξη κλειστότητα του μέσου Έλληνα) δεν σημαίνει, σε
καμία περίπτωση, ότι θεωρούμε το τσίρκο του Δυτικού (Νεο)φιλελευθερισμού
ως αντίδοτο στον Ελληνικό μεσανατολισμό. Αν και κάτι τέτοιο είναι εκτός
του θέματος που πραγματεύεται το συγκεκριμένο άρθρο, εν συντομία θα
λέγαμε ότι για εμάς, το πρόταγμα της συλλογικής και ατομικής αυτονομίας
και χειραφέτησης θέτει ως κέντρο της ελευθερίας την πολιτική δράση, την
άμεση συμμετοχή, δηλαδή, όλων των πολιτών σε υποθέσεις που ρυθμίζουν τη
ζωή τους και ταυτόχρονα, αυτο-δημιουργούν, νέους ορίζοντες προσέγγισης
μέσα στην ίδια τους την κοινωνία. Για το επαναστατικό αυτό πρόταγμα, δεν
υπάρχουν θέσφατα ή αναμφισβήτητες αλήθειες. Όπως έλεγε και ο Ραούλ
Βάνεγκεμ «τίποτα δεν είναι ιερό, όλα μπορούν να λεχθούν». Εμείς
προσθέτουμε σ’ αυτό πως όχι μόνο όλα μπορούν να λεχθούν, αλλά
ταυτόχρονα, όλα οφείλουν να διαυγαστούν, να αναλυθούν, και αν χρειαστεί,
να αμφισβητηθούν και ν’ αναιρεθούν. Αντίθετα με το Χριστιανικό δόγμα
του “πίστευε και μην ερεύνα”, εμείς λέμε: ερεύνα, δράσε και
συνδιαμόρφωσε.
[4]. Christian Power in the Age of Revolution
Άλλες πηγές
Arendt, Hannah. The Origins of Totalitarianism. (Third Edition, London, 1996).
De Tocqueville Alexis, Democracy in America, Signet Classics, 2010
Gell William, “Narative of a Journey in the Morea”, London 1823.
Rousseau Jan Jacques, The Social Contract and Discourses, Aldine Press, London, 1968
Ελεύθερη Έρευνα: Αν είστε γυναίκα και θέλετε να είστε «καλή Χριστιανή»
Εικόνα εξωφύλλου από donpsychote
Arendt, Hannah. The Origins of Totalitarianism. (Third Edition, London, 1996).
De Tocqueville Alexis, Democracy in America, Signet Classics, 2010
Gell William, “Narative of a Journey in the Morea”, London 1823.
Rousseau Jan Jacques, The Social Contract and Discourses, Aldine Press, London, 1968
Ελεύθερη Έρευνα: Αν είστε γυναίκα και θέλετε να είστε «καλή Χριστιανή»
Εικόνα εξωφύλλου από donpsychote
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου