Μπλε γραμμή – Στέργια Κάββαλου
Δεκάξι
Αυγούστου θα κάνουμε γάμο. Καπάκι θα πάνε οι εορτασμοί. Κλείσαμε την
εκκλησία, καπάκι και τον παπά. Αγρότης ήταν που του κόψανε την επιδότηση
και κάτι έπρεπε να λέει πως κάνει. Ποτέ δεν έπιαναν τα χέρια του, λίγο
δημοτικό το πήγε, τραγούδαγε και στο μπάνιο και η αλλαγή καριέρας έγινε
τόσο smoothly όσο smooth είναι κι η άμμος που τώρα πατώ.
Για
τη μυλοποταμίτικη νεολαία, ο Πάνορμος είναι μια γκαζιά δρόμος. Δείγμα
από τουρίστριες έτσι για την αλλαγή της παράστασης, γουλιές
κακοφτιαγμένου μοχίτο από το κάτι σαν μπαρ της παραλίας, μυρωδιά
αντηλιακού αντί προβάτων με το συνδυασμό μαγιό-στιβάνι να αποτελεί την
πρώτη και τελευταία λέξη της μόδας.
Η
γύμνια μας ξεκινά από τα πόδια. Τα γυναικεία μάτια παινεύουν τα όμορφα
δάχτυλα, τα έχωσα πιο βαθιά στην καυτή. Ένα καπάκι μπίρας μου έγδαρε την
πατούσα μα κατάπια τον πόνο με το σάλιο μου γιατί «είναι γενναίοι οι
άνθρωποι των ορέων». Να χαρώ εγώ αρετή!
Κάπνισα
το μισό Marlboro μέχρι να βγάλω το παντελόνι. Με την άκρη του ματιού
μου παρακαλούσα το ακριβοφόρετο μπανιερό μου να στρώσει στα σημεία που
πρέπει. Με την άλλη άκρη, έβλεπα τον θαλασσινό ορίζοντα. «Έτσι θα είναι η
αγάπη» σκέφτηκα. Αξεχώριστο μπλε. Ρομαντζάδες θα πεις και θα έχεις
δίκιο.
Βλέπω
τις καμένες ξενικές πλάτες να φουσκαλίζουν στην κάψα, τα μικρά
κορδονάκια που συγκρατούν στήθη, τις σελίδες μεγάλων βιβλίων να γεμίζουν
άμμουδες και αποφασίζω πως είναι ώρα να βγάλω το μαύρο μου πουκάμισο
και να κολυμπήσω στα ρηχά.
Το
σώμα μου αντιδρά στο αλμυρό νερό. Είναι άσπρο, ορεινοφτιαγμένο και με
ντροπιάζει. Δεν κάνω μακροβούτια, δεν πάω στα άπατα. Δεν ξέρω πώς να
αποφύγω τα φύκια. Δεν ξέρω καν αν τσιμπάνε. Μοιάζουν με όφιδες που
γιαγέρνουν στις πέτρες όταν μαζεύω τις ελιές. Και πίστεψέ με, έχω
μαζέψει τόνους.
Πέντε
λεπτά κράτησε το μπάνιο μου. Πάγωσα, δροσίστηκα, έκανα πως χάρηκα. Μα
κυρίως έκανα το χατίρι της παρέας που ήθελε να με πάρει μια ολιά από το
μιτάτο Αύγουστο μήνα να κάμω κι εγώ διακοπές που λένε, να γνωρίσω καμιά
κοπελιά, να περάσω καλά βρε παιδί μου, έτσι ελεύθερος όσες μέρες μου
πομένουν.
Μα
η παρέα δεν ήξερε πως εγώ στη θάλασσα δεν είχα μπει ποτέ μου, πως
διακοπές καθόλου δεν μου χρειάζονται γιατί η ζωή που κάνω μου αρέσει
κάθε μέρα και καθόλου δεν θέλω να τη σταματήσω, πως μόνο στο στρατό
έβγανα τα ρούχα μου κι εκεί με μπόλικο ζόρε, πως λεύτερος είμαι και στο
χωριό με τη Ζαφειρώ στην αγκαλιά μου. Ή μάλλον, πως λεύτερος είμαι μόνο
εκεί.
Όλη
τη μέρα μιλούσαμε για τους χωριανούς, τον τρύγο, το τυρί και τα
κοπελάκια μας. Μόνο που αντί για ελληνικό, κούπες και ρακάκια πίναμε
φρέντο, κοκτέιλ και πώς διάολο τις λένε, μαργαρίτες.
Έμαθα
να κάθομαι στην ξαπλώστρα και να χάνομαι ακίνητος στον μπλε ορίζοντα
που πίστεψα πως ήταν βαλτός να μου δείχνει το μέλλον με την κερά μου.
Το
βράδυ έπεσα πιο κουρασμένος από ποτέ στο ντιβάνι της κουζίνας. Η μάνα
του Θέμη είχε κάνει καλή δουλειά με το εξοχικό τους. Έτσι της άρεσε να
το λέει.
Δυο
μέρες βράχηκα μέχρι την αμασχάλη πορπατώντας από τον έναν βράχο στον
άλλο. Τη δεύτερη απαλλάχτηκα από τα ρούχα μου πιο γρήγορα.
Βιαζόμουν
να τελειώσει το σαββατοκύριακο να γυρίσω. Σιγά την επιστροφή θα μου
πεις. Μισή ώρα στροφές και έφτανες σπίτι. Αλλά η μάνα μου μ’ έμαθε το
λόγο μου να τον τηρώ. Δεν θα την άφηνα την παρέα.
Μπαίνοντας
στο χωριό, βράδυ Κυριακής, κατάλαβα πως αυτές ήταν πρώτες, στα
δεκαοχτώ χρόνια ζωής, διακοπές μου. Μάλλον κι οι τελευταίες. Καμία όρεξη
δεν έχω να γυμνώνομαι μπροστά σε ξένους αθρώπους, να με θωρούν τόσα
μάθια και να φοβούμαι κι από πάνω να μην πνιγώ.
Ευτυχώς που η Ζαφείρα δεν ξέρει μπάνιο και θα αργήσει να ζητήσει θάλασσες. Μετά τα στέφανα όμως, θα την επάω.
Θα
της κάμω έκπληξη μόνο και μόνο για να της δείξω εκείνη τη μπλε γραμμή,
την ευθεία και ήσυχη μπλε γραμμή που φτάνει χιλιόμετρα πέρα, τη γραμμή
που φιλιώνει τον ουρανό με τη θάλασσα. Θα την αγκαλιάσω και θα της
υποσχεθώ πως θα γινόμαστε έτσι ένα, χειμώνα καλοκαίρι.
Και τώρα δουλειά. Γιατί φτάσαμε δυο μέρες πριν τον δεκαπεντάρη κι το κριάς για το γλέντι ακόμα να το ξεδιαλέξουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου