Λόγος περί μετανάστευσης: η περίπτωση του Λιβαδερού Κοζάνης
Ο φιλόλογος καθηγητής κ Σταύρος Γιωλτζόγλου έγραψε και διάβασε την παρακάτω ομιλία στις 19 Νοεμβρίου του 2010 σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε με αφορμή τη συμπλήρωση 35 χρόνων από την ίδρυση του συλλόγου Λιβαδεριωτών στη Ζυρίχη της Ελβετίας. Το κείμενο παρουσιάζει και ένα ευρύτερο ιστορικό και κοινωνιολογικό ενδιαφέρον, καθώς το Λιβαδερό είναι μια τυπική περίπτωση χωριού μεταναστών το οποίο διατηρεί μέχρι σήμερα ακμαία και δημιουργική κοινότητα στη Ζυρίχη.
Ευχαριστώ από καρδιάς τους καλούς φίλους του συλλόγου Λιβαδεριωτών, τον κ. Φώτη Δανίλη που μου έστειλε το κείμενο, καθώς και τον αγαπητό δάσκαλο κ. Σταύρο Γιωλτζόγλου που μας το παραχώρησε. Έβαλα μερικές φωτογραφίες και λίγα τραγούδια από το δίσκο του Γιάννη Μαρκόπουλου “Μετανάστες”.
Ως γεννηθείς εις την Ζυρίχην και χρόνιος εσωτερικός μετανάστης στα πάτρια, ας μου επιτραπεί ακόμη να αφιερώσω τα τραγούδια στων Ελλήνων τις κοινότητες όπου Γης, και, βεβαίως, σε όλους τους καλούς φίλους, συγγενείς και συγχωριανούς που ζουν και εργάζονται στην Ελβετία.
Δημήτρης Τζ. (“Τάκης”)
Λόγος περί μετανάστευσης: η περίπτωση του Λιβαδερού Κοζάνης
Του Σταύρου Γιωλτζόγλου
Αιδεσιμότατε πατέρα Εμμανουήλ, αγαπητά μέλη του Δ.Σ., αγαπητοί φίλοι και συγχωριανοί,
Η πρώτη συμφωνία που υπόγραψε η Ελλάδα μεταπολεμικά «Περί απασχολήσεως Ελλήνων εργατών….» ήταν τον Μάρτιο του 1960 με την Γερμανία. Τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια περίπου 800.000 Έλληνες νέοι πέρασαν από τις γερμανικές φάμπρικες, κάποιοι έφυγαν μακρύτερα, στον Καναδά και την Αυστραλία, κι εκεί γύρω στο 1974, μόνο στην Γερμανία, υπήρχαν πάνω από 400.000 άτομα.
Τα κύρια αίτια του τρομακτικού αυτού φαινομένου ήταν και εξακολουθούν να είναι, αν και διαφοροποιούνται τα τελευταία χρόνια τα εσωτερικά τους χαρακτηριστικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά. Οι περισσότεροι μετανάστες είχαν γεννηθεί λίγα χρόνια πριν και λίγα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που αποτελούν την τραγικότερη περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας, οι επιπτώσεις της οποίας σφράγισαν την ζωή των μελλοντικών γενιών.
Το άγχος της ανασφάλειας, η αγωνία για το αύριο, το συνήθως υποθηκευμένο αγροτικό νοικοκυριό, η έλλειψη κάθε κοινωνικής αρωγής, η ανεργία και η υποαπασχόληση ανάγκαζαν τους Έλληνες να ζητήσουν καταφύγιο στα ευρωπαϊκά εργοστάσια. Είχαν βάσιμη ελπίδα ότι θα έλυναν τα προβλήματά τους κι έτσι θα ξέφευγαν από τα παρασκήνια της κοινωνίας τους και θα διεκδικούσαν στην πράξη τα στοιχειώδη δικαιώματα που αναγνωρίζει , θεωρητικά, σ’ όλους τους ανθρώπους η εποχή μας.
Οι Έλληνες που μετανάστευσαν την περίοδο αυτή ήταν κατά 85% αγρότες και μόνο το 7% προερχόταν από μεγάλες πόλεις. Το μορφωτικό επίπεδο ήταν χαμηλό, γύρω στο 40% είχαν τελειώσει την βασική εκπαίδευση. Όμως, αυτοί αποτελούσαν το πιο καλό έμψυχο υλικό της Ελλάδας, καθώς το 90% ήταν ηλικίας μεταξύ 18-35 ετών, με υγεία άριστη και μεταξύ αυτών οι ξένες υγειονομικές επιτροπές επέλεγαν τους καλύτερους. Ουρές ατέλειωτες σχημάτιζαν έξω από τα γραφεία των επιτροπών επιλογής κι ήταν ευχαριστημένοι αν οι γιατροί διαπίστωναν ότι όλα τα ζωτικά τους εργαλεία, δόντια, μάτια, καρδιά, πνεύμονες και μπράτσα ήταν γερά και τους έδιναν πιστοποιητικό καλής υγείας.
Την περίοδο 1961-1967 από την Δυτική Μακεδονία μετανάστευσαν στο εξωτερικό 80.833 άτομα, από αυτούς οι 35.991, δηλ.44,6%, προέρχονταν από το Νομό Κοζάνης.
Οι υποψήφιοι μετανάστες δεν γνώριζαν τίποτε για την χώρα υποδοχής, αλλά και κανείς δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να τους ενημερώσει σχετικά με τις συνθήκες ζωής και εργασίας, για τους ανθρώπους της χώρας αυτής, τη γλώσσα τους: να μάθουν δυο λέξεις για να μπορούν να ζητήσουν ένα ποτήρι νερό στη νέα τους «πατρίδα». Φαίνεται πως η μητέρα πατρίδα βιαζότανε να τους διώξει ελπίζοντας, τουλάχιστον αρχικά, στα εμβάσματά τους και η χώρα υποδοχής αγωνιούσε να καλύψει τις αυξανόμενες ανάγκες σε φτηνά εργατικά χέρια. Έτσι, οι υποψήφιοι μετανάστες παραδίδονταν χωρίς όρους, μ’ ένα συμβόλαιο εργασίας στα χέρια τους κι ένα σακούλι τρόφιμα για το ταξίδι: δύο κονσέρβες, μια με σαρδέλες και μία με κορν-μπιφ, ένα καρβέλι ψωμί, λίγες ελιές κι ένα κομμάτι τυρί.
Οι Έλληνες που έφταναν στις ευρωπαϊκές χώρες πρόσφεραν την εργατική τους δύναμη, τα χέρια τους και την εργατικότητά τους και περίμεναν την ανταπόδοση της προσφοράς τους. Και πολλές φορές αυτή ήταν μόνο η απόδειξη πληρωμής τους. Αληθινή και τίμια, όμως χωρίς ψυχή. Η προσφορά δεν εξασφάλιζε την αναγκαία κοινωνική αποδοχή, μόνο μια αληθοφανή και ειλικρινή εμπορική συναλλαγή. Κι ο μετανάστης παρέμενε για δεύτερη φορά, και στην δεύτερη πατρίδα του, στο περιθώριο της ζωής, στις παρυφές των κοινωνικών, των οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων.
Οι επίσημες αρχές της Ελλάδας δικαιολόγησαν την μετανάστευση ως αναγκαία, καθώς θα εξασφάλιζε αναπτυξιακά πλεονεκτήματα στη χώρα, τόσο με το συνάλλαγμα όσο και με το εξειδικευμένο προσωπικό που θα δημιουργούνταν, αλλά οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν οικτρά. Έτσι, επαληθεύτηκε τραγικά η δήλωση κορυφαίου παράγοντα του Υπουργείου Εργασίας το 1965: «Οι μετακινηθέντες εις Γερμανίαν – εμείς θα προσθέταμε εις την Ευρώπη γενικότερα- απλώς ανεκούφησαν την αγοράν εργασίας εκ των πιεστικών επιπτώσεων ας θα υφιστάμεθα μοιραίως, με όλας τας εντεύθεν δυσμενείς οικονομικάς και ιδία κοινωνικάς επιπτώσεις..», που αποτελεί επίσημη ομολογία ότι οι Έλληνες νέοι εξαναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν για την καταπολέμηση της ανεργίας και προπάντων για να αποφύγουν τις κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες που αυτή θα προκαλούσε. Άλλωστε, λίγα χρόνια πριν, η δύναμη της αριστεράς ήταν τόσο ισχυρή που είχε αναδειχτεί ως δεύτερο κόμμα στην ελληνική Βουλή.
Με τον καιρό οι μετανάστες συνειδητοποίησαν ότι ο ξενιτεμός τους δεν θα είναι προσωρινός, δηλ. να κερδίσουν λίγα χρήματα και να επιστρέψουν, αλλά σταδιακά γινόταν μόνιμος. Πήραν κοντά τους και τα παιδιά τους διαφοροποιώντας ριζικά την δημογραφική σύνθεση του συνόλου των μεταναστών. Εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνόπουλα εισήλθαν σε σχολικές τάξεις των χωρών υποδοχής δημιουργώντας ένα νέο πρόβλημα που δεν είχαν προβλέψει ούτε η χώρα – πατρίδα τους ούτε η χώρα διαμονής και εργασίας των γονιών τους. Απροετοίμαστες για μια τέτοια εξέλιξη δεν είχαν σχεδιάσει ανάλογα εκπαιδευτικά προγράμματα που θα ενέτασσαν ομαλά τα παιδιά των μεταναστών στο εκπαιδευτικό περιβάλλον. Αργότερα αυτό αντιμετωπίστηκε με τις τάξεις υποδοχής ξένων μαθητών, την ίδρυση και την λειτουργία εθνικών σχολείων στα οποία προσφερόταν δίγλωσση παιδεία, ενώ σήμερα έχει πάρει άλλη διάσταση, αν και δεν έχουν επιλυθεί τα αρχικά και βασικά εκπαιδευτικά προβλήματα. Επίλογος αυτής της σύγχυσης ήταν τα παιδιά της πρώτης γενιάς μεταναστών να εξελιχτούν είτε σε μια νέα γενιά ανειδίκευτων εργαζομένων, είτε σε μια γενιά με ελάχιστη και κατώτερη ειδίκευση. Βέβαια, για πολλούς άλλους λόγους, φαίνεται ότι μόνον η τρίτη γενιά μεταναστών έχει τις προοπτικές να διακριθεί σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας ζωής.
Όλες οι χώρες υποδοχής μεταναστών αρνήθηκαν, αρχικά, να αναγνωρίσουν τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματά τους, επικαλούμενες την προσωρινότητα του φαινομένου της μετανάστευσης. Έτσι οι μετανάστες δεν θεωρούνταν απλά εργαζόμενοι, αλλά φιλοξενούμενοι εργάτες, δηλ. γκάστ αρμπάιτερ, κι ο όρος αυτός δήλωνε κάτι συγκεκριμένο: αφορούσε στον ξένο εργάτη, που θεωρούνταν παρακατιανός, παρείσακτος, φουκαράς και παγαπόντης, δηλ. έγινε βρισιά. Και οι νόμοι που ψηφίστηκαν τότε στις περισσότερες χώρες επιβεβαίωναν αυτή την αντίληψη και σταδιακά εμφάνισαν έναν κρυφό κι αργότερα φανερό εθνικισμό και ρατσισμό που ανάγκασαν κορυφαίους πολιτικούς της εποχής, όπως ο καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας Βίλυ Μπραντ, να κάνουν εκκλήσεις για να αποτραπούν οι διακρίσεις σε βάρος των μεταναστών.
Η οικονομική κρίση που ξέσπασε, εξαιτίας της κρίσης του πετρελαίου, γύρω στο 1973, είχε ως αποτέλεσμα η θέση τους να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο. Ως εφεδρική εργατική δύναμη αποτέλεσαν μοχλό πίεσης ενάντια στις διεκδικήσεις του ντόπιου εργατικού κινήματος κι αυτό ενίσχυσε την υποβόσκουσα φοβία που μετεξελίχτηκε σε εχθρότητα ανάμεσα στους ντόπιους και τους ξένους εργάτες. Είχε προηγηθεί μία περίοδος κοινών αγώνων, τα έτη 1972-1973, κι αυτό είχε προβληματίσει τις εργοδοσίες σχετικά με τους δυνητικούς κινδύνους από μία γενικευμένη συνεργασία γηγενών και ξένων εργατών. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον ενισχύθηκαν οι πιέσεις σε βάρος των ξένων, αυξάνοντας τον φόβο της απόλυσης και της αναγκαστικής εξόδου από την χώρα, καθώς μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν τραγική για το μέλλον τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο εξαναγκάστηκαν σε μία απολίτικη στάση, μακριά από συλλογικές μορφής δράσης με κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο. Άλλωστε, όταν η κρίση οξύνθηκε, αυτοί, κυρίως, πλήρωσαν τις συνέπειες. Οι χώρες που τους κάλεσαν για εργασία, δεν τους ανέχονταν πια ως άνεργους. Κι η χώρα που τους είχε στείλει απλά ένιωθε ένοχη, επειδή δεν είχε πάρει κανένα μέτρο, ούτε κατά την υπογραφή της σύμβασης περί μετανάστευσης, ούτε κατά την περίοδο της εκεί διαμονής κι εργασίας τους, ούτε κατά την περίοδο της κρίσης. Ίσως το μόνο που απασχολούσε τις επίσημες αρχές ήταν οι αρνητικές συνέπειες στην ανεργία και την συνακόλουθη κοινωνική τάξη.
Τελικά, το φαινόμενο της σύγχρονης μετανάστευσης μόνο τα τελευταία χρόνια άρχισε να ερευνάται συστηματικά, καθώς το μέγεθος και το περιεχόμενό του συνιστούσαν μία ευάλωτη κι ευαίσθητη πτυχή του γενικότερου πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού προβλήματος της σύγχρονης Ελλάδας. Η μετανάστευση συνιστά την δημόσια ομολογία ενός κράτους ότι είναι υποανάπτυκτο κι ότι αδυνατεί όχι μόνο να διασφαλίσει εργασία στο πιο ενεργό και δημιουργικό κομμάτι της κοινωνίας της, αλλά επιπλέον αποδεικνύεται ανίκανο να αξιοποιήσει την χρυσοφόρα εργατική δύναμή του, που οι ξένοι κατάφεραν να εξασφαλίσουν για τις χώρες τους έναντι φτηνού ανταλλάγματος.
Τα χρόνια της μεταπολίτευσης, με την σταδιακή αναδιοργάνωση της χώρας, την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ζώνη του ευρώ άλλαξαν ριζικά οι συνθήκες διαβίωσης κι εργασίας των Ελλήνων σ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης αλλά και του κόσμου γενικότερα. Ο αριθμός των Ελλήνων μεταναστών μειώθηκε σημαντικά, όσοι παρέμειναν, η δεύτερη κι η τρίτη γενιά, εντάχθηκαν στις εκεί κοινωνίες, ανέπτυξαν δράση στην δημόσια ζωή και διακρίθηκαν σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Ένα κομμάτι της παραπάνω μετανάστευσης αποτελούν οι Έλληνες που κατέληξαν στην Ελβετία, είτε από ανάγκη είτε από επιλογή είτε τυχαία. Και μεταξύ αυτών σημαντική θέση κατέχετε εσείς.
Έκανα μια προσπάθεια να επικοινωνήσω μαζί σας μέσω ενός ερωτηματολογίου, στο οποίο απάντησαν περί τους 20 Λιβαδεριώτες μετανάστες, δύο γυναίκες, τρεις ανώνυμα και δεκαπέντε άνδρες. Οι πρώτοι από αυτούς έφτασαν στην Ζυρίχη το 1963 και οι τελευταίοι το 1982, ενώ φαίνεται να υπήρχε μεγαλύτερη μετακίνηση γύρω στο 1969-1970. Απ’ αυτούς μόνο ο ένας στους τρεις, δηλ.7 στους 20, άρα 33%, ήρθε στην Ζυρίχη με πρόσκληση, νόμιμα. Οι άλλοι δήλωσαν λαθραία ή για τουρισμό.
Την Ελβετία την επέλεξαν οι περισσότεροι λόγω των συγγενών που είχαν ήδη προηγηθεί, πλην εκείνων που είχαν πρόσκληση, όπως π.χ. οι οικογένειες που είχαν φιλοξενήσει παλιότερα στο σπίτι τους τους γνωστούς γιατρούς, που με τις πρώτες τους προσκλήσεις άνοιξαν τον δρόμο για την ιδιόμορφη αυτή μετανάστευση
Το 75% ταξίδεψε με τρένο και το ταξίδι γενικά και ήταν και τους φάνηκε κουραστικό. Κάποιοι μάλιστα υπέστησαν απίστευτες δυσκολίες, βρέθηκαν σε άλλες χώρες, διανυκτέρευσαν σε πάρκα και υπό βροχή, κοιμήθηκαν στην γη, και το ταξίδι τους διήρκεσε ως και μία βδομάδα. Η διαδρομή συνήθως ήταν: από το Λιβαδερό με διάφορα μέσα – και φορτηγά, στα Σέρβια, απ’ εκεί με λεωφορείο μέσω Κοζάνης στην Θεσσαλονίκη, όπου έκοβαν εισιτήρια για το Μιλάνο κι εκεί μετεπιβιβάζονταν σε άλλο τρένο για την Ζυρίχη. Στα σύνορα περνούσαν από ιατρικές εξετάσεις, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια, κι όσοι παρουσίαζαν προβλήματα υγείας αναγκαστικά επέστρεφαν πίσω στην Ελλάδα. Αρκετοί και λόγω του νεαρού της ηλικίας τους το διασκέδασαν, καθώς αποτελούσε μοναδική κι ενδιαφέρουσα εμπειρία, παράλληλα με την αγωνία για τον τελικό προορισμό του ταξιδιού.
Σχεδόν οι μισοί έμειναν σε δωμάτια που ανήκανε στην εργοδοτική εταιρεία, νοσοκομεία, υφαντουργεία, αλλά κι εστιατόρια, περί το 34% έμειναν σε σπίτια συγγενών και το 20% σε διαμερίσματα μόνοι ή με άλλους. Σχεδόν όλοι έμειναν με συγγενείς και φίλους, συγχωριανούς ή από κοντινά χωριά, εξασφαλίζοντας έτσι ένα πολύ οικείο, στενό περιβάλλον μέσα στο άγνωστο κι αφιλόξενο περιβάλλον της Ελβετίας.
Οι δουλειές που βρήκαν μπορεί να χαρακτηριστούν γενικά εύκολες και σε σχέση με εκείνες που έκαναν άλλοι συγχωριανοί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ασύγκριτα πιο εύκολες. Ο μεγαλύτερος όγκος, γύρω στο 74% του συνόλου των εργαζομένων, ασχολήθηκε με τον τομέα της υγείας, υπηρετώντας σε τομείς καθαριότητας ή στην κουζίνα σε γηροκομεία, νοσοκομεία ή εστιατόρια. Ανάλογη εργασία πρόσφερε κι ένα άλλο 10% σε σχολεία. Μόνο το 20% εργάστηκε στον τομέα της βιομηχανίας, που γενικώς σπανίζει στην Ελβετία, δηλ. σε κλωστο-υφαντουργεία.
Αντικειμενικά όλοι ως μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισαν στην προσαρμογή τους αναφέρουν την γλώσσα, ανεξάρτητα που λόγω του νεαρού της ηλικίας τους σύντομα έμαθαν τόσο ιταλικά όσο και γερμανικά σε καλό επίπεδο. Μερικοί ομολογούν ότι δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν αφενός στο απόλυτα τακτοποιημένο και μηχανοποιημένο περιβάλλον της εργασίας τους κι αφετέρου στην ελβετική νοοτροπία. Η έλλειψη προσανατολισμού και οικογένειας επίσης δημιούργησαν προβλήματα στην προσαρμογή τους στο νέο περιβάλλον.
Τα πρώτα χρόνια και οι δουλειές ήταν πιο δύσκολες και οι αμοιβές χαμηλότερες, καθώς αρκετοί ξεκίνησαν με λιγότερα από δύο φράγκα την ώρα [γύρω στα 150 φράγκα τον μήνα] για να φτάσουν στα μεταγενέστερα χρόνια ως και τα δέκα φράγκα [γύρω στα 1600 φράγκα τον μήνα]. Σχεδόν όλοι έστειλαν απ’ τον πρώτο μισθό τους τα χρήματα που είχαν πάρει δανεικά, πριν βγουν στο ταξίδι, για τα έξοδα του εισιτηρίου. Άλλοι συνέχισαν να στέλνουν, γιατί είχαν οικογενειακά χρέη, ολοκλήρωναν την κατασκευή του σπιτιού τους, άλλοι για να συντηρούν τους γονείς τους κι όλοι σιγά σιγά άρχισαν να οργανώνουν την προσωπική τους ζωή με αγορές των αναγκαίων αγαθών που είναι απαραίτητα για ένα σπίτι και για το άτομο, όπως π.χ. ρούχα, οικιακά κτλ.
Στα πρώτα γράμματα ή τηλεφωνήματα που έστειλαν κι έκαναν διηγήθηκαν πώς ήταν το ταξίδι τους, περιέγραφαν την Ελβετία, τόσο το περιβάλλον όσο και τις συνθήκες εργασίας. Όλοι έλεγαν ότι περνάνε καλά είτε γιατί πράγματι έτσι ήταν είτε για να μην τους στενοχωρήσουν. Κι ενώ οι παλιότεροι ανέφεραν και για τις δυσκολίες της ξενιτιάς, υπήρχαν κι εκδηλώσεις του τύπου «περνάμε χρυσά».
Το 10% ήταν παντρεμένοι με παιδιά που τα άφησαν στην Ελλάδα, άλλο ένα 10% παντρεμένοι χωρίς παιδιά, αρραβωνιασμένοι ήταν επίσης το 10%, ενώ 70% ήταν εργένηδες, και μάλιστα πολύ απ’ αυτούς έως και 17 χρόνων παιδιά. Κι όμως αυτά, μέσα στην εφηβεία τους ακόμη, τόλμησαν να πάρουν την ζωή στα χέρια τους και να διεκδικήσουν μια διαφορετική ζωή απ’ ό,τι τους επιφύλασσε το ορεινό κι απομακρυσμένο χωριό τους, το Λιβαδερό. Απ’ την άλλη μεριά, με τα σημερινά δεδομένα, ένα τέτοιο γεγονός θα αποτελούσε αντικείμενο καταγγελίας της Ελβετίας από διεθνείς οργανισμούς για παιδική εργασία. Αποτελεί πράγματι ιδιαίτερο γεγονός και χρειάζεται πιο εξειδικευμένη μελέτη.
Οι περισσότεροι (27%) θεώρησαν ότι πέτυχαν κάτι σημαντικό στην Ελβετία όταν έμαθαν ή βρήκαν μια καλύτερη, σταθερή και μόνιμη δουλειά, ενώ άλλο ένα 25%, όταν είχαν συγκεντρώσει χρήματα εξασφαλίζοντας κάποια οικονομική άνεση. Ταυτόχρονα όμως συνειδητοποίησαν ότι δεν θα γύριζαν πίσω, όπως ίσως αρχικά είχαν προγραμματίσει. Και η δημιουργία οικογένειας θεωρείται ως κάτι πολύ σημαντικό για το 27%, καθώς οι περισσότεροι ήταν πολύ νέοι κι εργένηδες. Κάποιοι, σε ποσοστό γύρω στο 5%, τόνισαν την εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας, επειδή τους επέτρεψε να βελτιώσουν την επικοινωνία τους με το κοινωνικό κι εργασιακό τους περιβάλλον, και την ενασχόληση με τα κοινά, όπως την δημιουργία του Πολιτιστικού Συλλόγου.
Το πρώτο ταξίδι επίσκεψης του Λιβαδερού γίνεται λίγα χρόνια μετά, αφότου όλοι αισθάνονταν ότι κάτι είχαν καταφέρει με την σκληρή εργασία τους. Η ώρα της κοινωνικής δικαίωσης και καταξίωσης πλησίαζε. Πέρα από την φυσιολογική αγωνία να δουν τους δικούς τους, συγγενείς και φίλους – κάποιοι μάλιστα αναγκάστηκαν να επιστρέψουν για λόγους υγείας των δικών τους ανθρώπων, το ταξίδι, συνήθως μέσω Γιουγκοσλαβίας, ήταν κουραστικό, αλλά γεμάτο νοσταλγία. Οι στιγμές συνάντησης συγκινητικές κι η ώρα της αποκάλυψης κρίσιμη. Τα δώρα πολλά, η εμφάνιση, η ένδυση, ο τρόπος ομιλίας και συμπεριφοράς κι αργότερα τα ωραία και ακριβά αυτοκίνητα αποτελούν αδιάψευστα τεκμήρια της προόδου του παιδιού τους. Η αυτοπεποίθηση του μετανάστη κορυφώνεται καθώς πνίγεται στις αγκαλιές των δικών του ανθρώπων που τόσο του έλειψαν τόσα χρόνια. Οι ανέμελοι νέοι γύριζαν σοβαροί οικογενειάρχες με παιδιά, χρήματα, δώρα και προπάντων με υποσχέσεις ότι τα χρόνια που έρχονται θα είναι καλύτερα.
Οι γονείς, οι συγγενείς, οι γείτονες και οι φίλοι υποδέχονται με ειλικρινή αισθήματα αγάπης και χαράς τα ξενιτεμένα πουλιά, ενώ τόσο ο ενθουσιασμός όσο κι η αγωνία για την ώρα της συνάντησης συμπληρώνουν την συναισθηματική ατμόσφαιρα, καθώς θα κριθούν όλα όσα τους έλεγαν τόσα χρόνια στα γράμματα ή στα τηλεφωνήματα. Τα ίδια αυτά πρόσωπα λίγες βδομάδες αργότερα πάλι θα αγκαλιάζουν τους νέους αποχαιρετώντας τους, με κοινό παρονομαστή τα δακρυσμένα μάτια τους, από χαρά την πρώτη φορά, από λύπη την ώρα του αποχωρισμού, καθώς «ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει», που λέει και το τραγούδι. Κάποιοι βέβαια παραξενεύτηκαν που το χωριό τους συνέχισε να παρουσιάζει τις όψεις υπανάπτυξης που είχαν αφήσει πριν λίγα χρόνια, ενώ άλλοι σκέφτονταν πότε θα επιστρέψουν στην Ελβετία στην οποία είχαν αρχίσει να προσαρμόζονται απολύτως.
Οι μετανάστες δηλώνουν ότι η νοσταλγία αποτελεί κορυφαίο συναίσθημα της ζωής τους. Τα πρόσωπα της οικογένειας, οι συγγενείς αλλά κι οι φίλοι είναι τα υποκείμενα που με την παρουσία τους επηρεάζουν την καθημερινότητά τους στα ξένα. Οι ιδιαίτεροι δεσμοί τους μ’ αυτά ενισχύουν τον ψυχισμός τους, καθώς αυτός παραμένει βαθύτατα ανθρώπινος, γνήσιος και μη αλλοτριωμένος. Το ίδιο αποτέλεσμα έχει κι η ανάμνηση τόσο του φυσικού περιβάλλοντος όσο και της ξεχωριστής κουλτούρας του χωριού. Αυτό επιβεβαιώνεται από την μαζική επιστροφή, στα μεταγενέστερα χρόνια, κατά την διάρκεια των διακοπών τους, όταν ο πληθυσμός του χωριού αυξανόταν σημαντικά εξαιτίας της δικής τους, κυρίως, παρουσίας.
Η Ελβετία, κι ιδιαίτερα η Ζυρίχη, αποτέλεσαν τον χώρο όπου οι νέοι μετανάστες του Λιβαδερού έδωσαν εξετάσεις ζωής και διέπρεψαν. Η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα, η έλλειψη επαγγελματικής προοπτικής, το αδιέξοδο αύριο στην ιδιαίτερη πατρίδα τους αποτελούσε πια παρελθόν. Μέσα σε λίγα χρόνια, και σ’ ένα εντελώς ξένο περιβάλλον, στο οποίο εντάχθηκαν χωρίς κανένα εφόδιο, οι ίδιοι αυτοί νέοι έβαζαν την προσωπική τους σφραγίδα και κέρδιζαν την εκτίμηση και τον σεβασμό από τους δύσκολους και αυστηρούς Ελβετούς. Αυτό φαίνεται από τις καλύτερες δουλειές που σταδιακά βρήκαν ή τους εμπιστεύθηκαν οι Ελβετοί. Πριν όμως από αυτή την επιτυχία, όλοι τους είχαν κάνει οικογένειες, είχαν αποκτήσει και κάποια οικονομική ευμάρεια και δικαιολογημένα αντίκριζαν με αισιοδοξία το μέλλον τους. Κι έτσι δόθηκε η ευκαιρία σε πολλούς να αναπτύξουν κι άλλες δραστηριότητες, πέρα από την οικογένεια και την εργασία τους: τα κοινά, οι υποθέσεις του συνόλου των συγχωριανών έγιναν έγνοια τους και φροντίδα τους. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν η δημιουργία διάφορων συλλογικών μορφών δράσης και ιδίως συλλόγων και πολιτιστικών ομάδων.
Παράλληλα, μακριά στην πατρίδα, η λύπη κι η πίκρα από την απώλεια προσφιλών προσώπων, οι αρρώστιες, τα παιδιά που είχαν εγκαταλειφθεί στους παππούδες και στις γιαγιάδες συμπλήρωναν με μελαγχολικά χρώματα τον πίνακα που με κόπο αλλά κι αισιοδοξία δημιουργούσαν οι νέοι Λιβαδεριώτες στην ξενιτιά. Ακόμη, δεν έλειψαν κι οι προσωπικές ή πολιτικές αντιπαραθέσεις στις συλλογικές δράσεις που απογοήτευσαν κάποιους, ενώ φαίνεται ότι κι η τελευταία γενική κρίση, που αμαυρώνει την εικόνα της πατρίδας μας, λυπεί κάποιους συγχωριανούς μας.
Και στην δημόσια ζωή τους οι Λιβαδεριώτες τα πήγαν περίφημα. Ανέπτυξαν πολύ καλές έως άριστες σχέσεις τόσο μεταξύ τους όσο και με τους άλλους ξένους μετανάστες. Η κοινή μοίρα και οι κοινές παραδόσεις γέννησαν το αίσθημα της αλληλοβοήθειας και της αλληλεγγύης κι αυτό με τον καιρό μεταδόθηκε και στους αλλοεθνείς μετανάστες με τους οποίους ανέπτυξαν άριστες σχέσεις, τόσο που δημιουργήθηκαν και συγγενικοί δεσμοί. Αυτό βέβαια δεν στάθηκε εφικτό με τους γηγενείς Ελβετούς, οι οποίοι κρίνονται από όλους ως εσωστρεφείς, κλειστοί, κρύοι, μονότονοι και άπονοι, ανάξιοι εμπιστοσύνης, με φτωχό ψυχικό κόσμο, αφού το μόνο που τους απασχολεί είναι η εργασία. Βέβαια, όλοι συμφωνούν ότι τα θετικά που έχουν πετύχει για τη χώρα τους θα τα ζήλευαν όλοι οι λογικοί άνθρωποι και δεν είναι λίγα αυτά: το σύστημα οργάνωσης της δημόσιας ζωής, η καθαριότητα, η υπευθυνότητα, η ιατρική περίθαλψη, η αγάπη για την πατρίδα τους κι η νοοτροπία τους, η ειλικρίνεια, η συνέπεια και ο σωστός τρόπος εργασίας τους και τέλος ο σεβασμός των νόμων.
Η συλλογική δράση των Λιβαδεριωτών υπήρξε ένα ακόμη πεδίο ευγενούς προσφοράς κι άμιλλας. Κάποιοι ξεχώρισαν κι αυτό το αναγνωρίζουν οι υπόλοιποι. Βέβαια, αξίζει να εκτιμηθεί οποιαδήποτε μορφή συλλογικής δράσης και προσφοράς, γιατί τότε μόνο είναι κατανοητή η συνολικά θετική εικόνα που προκύπτει, όμως αυτό ξεπερνά την διάθεση και την σημερινή ανάγκη του ομιλητή. Πολλά τα αξιόλογα άτομα που πρωταγωνίστησαν στη δημιουργία συλλογικών μορφών δράσης, οι νέοι δεύτερης γενιάς με ανώτερη παιδεία πολλά μπορούν να δώσουν, ωστόσο ξεχωρίζει ο ρόλος του Γιάννη Τσιόκανου για την πορεία του συλλόγου και του Κώστα Νιανιά για την διατήρηση της πολιτιστικής μας ταυτότητας κι όχι μόνον αυτής.
Το ενδιαφέρον για τα κοινά φάνηκε κι από αυτό καθαυτό το ερωτηματολόγιο, καθώς οι μισοί από αυτούς που απάντησαν έχουν ασχοληθεί επί σειρά ετών ενεργά με τα κοινά και οι άλλοι μισοί συμμετείχαν ως μέλη, κι αυτό είναι το ίδιο σημαντικό. Συλλογικές κατακτήσεις υπήρξαν: η δημιουργία του Πολιτιστικού Συλλόγου, πριν από 35 χρόνια, με τα διάφορα τμήματά του και ιδίως του χορού, και του Αθλητικού Συλλόγου. Επίσης, το συγκρότημα, οι διάφορες εκδηλώσεις και χοροεσπερίδες για την ενίσχυση αποπεράτωσης του ναού και του ιατρείου στο χωριό, η ανέγερση ελληνικού ορθόδοξου ναού, ελληνικό σχολείο και ελληνικό στέκι, η απόκτηση παραδοσιακών στολών. Με τις δραστηριότητες αυτές διατηρήθηκαν τα ήθη και τα έθιμα του χωριού, οι νέοι διατήρησαν στενές σχέσεις με τις οικογένειές τους και το ελληνικό περιβάλλον, ενίσχυσαν τις μεταξύ τους επαφές ως αντίδοτο στην εργασιακή καθημερινή μιζέρια.
Όσον αφορά στους Λιβαδεριώτες μετανάστες δεύτερης γενιάς αξίζει να σημειωθεί πως: φαίνεται ότι έχουν καλύτερη τύχη από τους γονείς τους, όλα εξελίσσονται θετικότερα γι’ αυτούς, η παιδεία τους είναι ανώτερη κι ανώτατη, άρα οι ευκαιρίες για διακρίσεις σε όλα τα επίπεδα μεγαλύτερες. Απ’ την άλλη όμως είναι ολοφάνερο ότι αποφεύγουν την συμμετοχή στα κοινά, αποβάλλουν σταδιακά στοιχεία της ελληνικότητας κι ενσωματώνουν αντίστοιχα ελβετικά, χαλαρώνουν οι δεσμοί μεταξύ τους, αγνοούν βασικά πράγματα για την Ελλάδα, δεν έχουν αίσθηση του μέτρου, απομακρύνονται από τα ήθη κι έθιμα του παραδοσιακού μας πολιτισμού και έχουν μειωμένη αίσθηση της ελληνικής τους καταγωγής. Έτσι, αυτή η δεύτερη γενιά, παρόλο που οι συνθήκες γίνονται ευνοϊκότερες, κινδυνεύει να αφελληνιστεί κι αυτό δημιουργεί εντελώς αρνητικά δεδομένα για την τρίτη γενιά. Γι αυτήν ήδη έχουν παρατηρηθεί σημεία εξελβετισμού, η ελληνομάθειά τους συνεχώς υποχωρεί και μ’ αυτήν κι ο ελληνικός πολιτισμός. Με το καιρό θα χάσουν κάθε ίχνος και δεσμό με την ελληνικότητα, και τις μεταξύ τους σχέσεις, γεγονός που θα δυσκολέψει και την περίπτωση επαναπατρισμού τους. Τελικά, αυτοί κινδυνεύουν θα χαθούν για την Ελλάδα και τον ελληνικό πολιτισμό.
Αντίλογο σ’ αυτή την κατάσταση αποτελεί η συλλογική ενεργοποίηση των νέων με παρότρυνση κι ενθάρρυνση των μεγαλυτέρων, η αύξηση κι επέκταση των ελληνικών μαθημάτων, η οπωσδήποτε επίμονη χρήση της ελληνικής γλώσσας στο χώρο τουλάχιστον της οικογένειας, η διατήρηση ηθών κι εθίμων, η δραστήρια λειτουργία των υπαρχόντων συλλόγων. Διαφορετικά, θα επιβεβαιωθούν οι σκέψεις κάποιων που βλέπουν την γενιά αυτή να χάνεται, καθώς μεγαλώνει με ξένη νοοτροπία.
Το φαινόμενο της μετανάστευσης, ως χώρα υποδοχής, αντιμετωπίζει σήμερα κι η Ελλάδα. Οι Λιβαδεριώτες τους κρίνουν με συμπάθεια και τους παρομοιάζουν με τους εαυτούς τους. Εγκατέλειψαν κι εκείνοι τις πατρίδες τους για ένα καλύτερο μέλλον και τους εύχονται μάλιστα να μην περάσουν κι εκείνοι όσα πέρασαν αυτοί ως μετανάστες. Η μεταξύ τους διαφορά είναι ότι αυτοί ήταν νόμιμοι και σεβόταν τους νόμους της χώρας υποδοχής. Είναι ανάγκη λοιπόν κι αυτοί στην Ελλάδα να είναι δηλωμένοι, με χαρτιά, να αποφεύγουν παράνομες ενέργειες, όπως το εμπόριο ναρκωτικών και την εγκληματικότητα. Κάτω από αυτούς τους όρους είναι καλοδεχούμενοι, ωστόσο η Ελλάδα από την αρχή δεν ήταν έτοιμη κι ούτε είχε τις υποδομές για να δεχτεί μετανάστες, να τους απορροφήσει σταδιακά και να τους εντάξει στον παραγωγικό ιστό της χώρας, αφενός εξασφαλίζοντας γι’ αυτούς όρους αξιοπρεπούς εργασίας και διαβίωσης και αφετέρου εισπράττοντας τους αναγκαίους φόρους από τις εργασιακές τους δραστηριότητες.
Αν υπήρχε τρόπος να γυρίσουμε το χρόνο πίσω θα κάναμε τις ίδιες επιλογές; Θα επιλέγαμε και πάλι την Ελβετία και την Ζυρίχη ειδικότερα; Το 10% εξέφρασε έναν κάποιο σκεπτικισμό, το 15% απάντησε αρνητικά, ενώ το 75% θα έκανε και πάλι την ίδια επιλογή. Ο λόγος αυτής της στάσης είναι η αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα ότι στον τελικό απολογισμό θετικών κι αρνητικών η Ζυρίχη αποδεικνύεται ως η ιδανική επιλογή. Κι αυτό νομιμοποιείται απολύτως από σύγχρονες έρευνες που σε παγκόσμιο επίπεδο κατατάσσουν συχνά την Ζυρίχη ως την ιδανικότερη πόλη για να ζήσει κανείς σ’ αυτή.
Ποια είναι λοιπόν αυτή η χώρα και ιδίως η πόλη, που εξαιτίας κάποιας παραξενιά της ιστορίας, προσήλκυσε τους νέους του Λιβαδερού κι άλλων νέων άλλων χωρών του κόσμου;
Το Ομόσπονδο Κράτος της Ελβετίας αποτελείται από 26 Καντόνια, με δικό τους Σύνταγμα το καθένα, κι αυτά αποτελούνται από Δήμους. Λειτουργούν με βάση την άμεση δημοκρατία και την δημοτική αυτονομία. Το μεγαλύτερο καντόνι είναι της Ζυρίχης με ένα 1.100.000 κατοίκους, διαιρείται σε 12 διοικητικές περιφέρειες, λειτουργούν 9 δημοτικά συμβούλια με διακριτές λειτουργίες και με απόλυτη ομοφωνία, αν και προέρχονται από διαφορετικά κόμματα. Ο δήμαρχος εκπροσωπεί την πόλη χωρίς άλλες αρμοδιότητες. Οι πολίτες του Δήμου διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις πολιτικές αποφάσεις, συμμετέχοντας άμεσα στο πολιτικό γίγνεσθαι και στη διαμόρφωση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής του τόπου τους, χωρίς την εξάρτηση από μια απόμακρη διοίκηση.
Το ποσοστό αλλοδαπών το 2008 ήταν 31%, το 20% της συνολικής έκτασης των 92 τ.χλμ. καλύπτεται από δάση. Την επισκέπτονται ετησίως 1.260.000, έχει 43.000 φοιτητές, στη διοίκηση της πόλης 25.700, γενικά απασχολούμενοι 330.000, ο πληθυσμός της Ζυρίχης 380.500 κάτοικοι. Διαθέτει απίστευτες υποδομές κοινωνικής πολιτικής. Τρεις οι επίσημες γλώσσες της, με πιο διαδεδομένη την γερμανική. Οι άλλες είναι η γαλλική και η ιταλική.
Κατέχει το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο στην Ευρώπη, με δεύτερη την Γενεύη. Είναι καθαρή, τα χωριά της βέβαια ακόμη πιο καθαρά. Διατροφικά ξεχωρίζουν το φοντύ, το ρόστι, το μούσλι και οι σοκολάτες. Ξακουστές είναι πολλές μάρκες ρολογιών.
Την τελευταία δεκαετία τα πράγματα άρχισαν σταδιακά να αλλάζουν προς το χειρότερο για τους μετανάστες. Η κυβέρνηση της Ελβετίας ανακοίνωσε ότι το 2010 θα υποδιπλασιάσει το ποσοστό των μεταναστών από χώρες εκτός ΕΕ που θα λαμβάνουν άδειες εργασίας, επικαλούμενη την υψηλή ανεργία και την ένταση του μεταναστευτικού ρεύματος. Το φθινόπωρο του 2009 το ποσοστό ανεργίας ήταν 4%, ενώ αναμένονταν τον ίδιο χρόνο να εγκατασταθούν στην Ελβετία 70.000 νέοι μετανάστες. Ακόμη και για εργαζόμενους από την ΕΕ προτίθεται να πάρει περιοριστικά μέτρα. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα το 70% των Ελβετών ψήφισε σε δημοψήφισμα: η χώρα να κλείσει τις πόρτες της σε θύματα πολέμων και πολιτικών διώξεων, εάν δεν μπορούν να παρουσιάσουν έγκυρα χαρτιά μέσα σε 48 ώρες, απόφαση που προκάλεσε την δυσαρέσκεια της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ. Η αντιπαράθεση με το ισλάμ (τζαμιά, μαντίλες, σατυρικά σκίτσα του Μωάμεθ) ενισχύει το οξυμμένο κλίμα.
Ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης βρίσκεται σε δύσκολη θέση καθώς οι χώρες της Ευρώπης, η μία μετά την άλλη, υιοθετούν όλο και πιο συντηρητικές πολιτικές για τους μετανάστες, ποινικοποιείται η λαθρομετανάστευση, με βαριές ποινές για όσους εμπλέκονται σ’ αυτή. Από την άλλη προσποιούνται άγνοια του γεγονότος ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο το ποσοστό των μεταναστών ανέργων ξεπερνά το 50%, ενώ ταυτόχρονα προσκαλούν στις χώρες τους νέους με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Το 57% όσων εγκαταστάθηκαν τα δύο τελευταία χρόνια στην Ελβετία κατείχαν ένα πανεπιστημιακό δίπλωμα, ενώ τα προηγούμενα χρόνια μόλις το 35% κατείχε δίπλωμα μιας ανώτερης σχολής. Και το πιο σημαντικό στοιχείο είναι δημογραφικό: ο πληθυσμός της Ευρώπης γερνάει κι οι ευρωπαίοι συνταξιούχοι των επόμενων δεκαετιών θα αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα, καθώς θα μειώνονται σταδιακά οι εισφορές των μειούμενων εργαζομένων. Αυτή την αντίφαση πρέπει η Ευρώπη να την επιλύσει σύντομα. Η ζωή θα δείξει αν ο ευρωπαϊκός πολιτισμός θα μπορέσει να βρει λύσεις σύμφωνες με τις παραδοσιακές του αξίες ή θα παρατηρηθεί ένα πισωγύρισμα ιστορικό, που οι λαοί το πλήρωσαν με εκατόμβες θυμάτων. Η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη δεν προοιωνίζεται κάτι ελπιδοφόρο. Η παγκοσμιοποίηση θα πρέπει κυρίως να αφορά στους ανθρώπους κι όχι στις επενδύσεις και το εμπόριο. Ο άνθρωπος συνιστά την κορυφαία αξία της ζωής, τα άλλα αποτελούν μέσα που επινόησαν οι άνθρωποι για να φτάσουν στην ευημερία.
Αγαπητοί φίλοι και συγχωριανοί, όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω είναι η λογική εικόνα των πραγμάτων. Κι εσείς την γνωρίζετε και την νιώθετε στην καθημερινότητά σας τα τελευταία χρόνια. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, είναι ανάγκη να ενισχύσετε κάθε μορφή συλλογικής συμπεριφοράς. Τα χρόνια κυοφορούν δυσάρεστα φαινόμενα και πρέπει από τώρα να λάβουμε μέτρα.
Πλαισιώστε τους συλλόγους σας, αναπτύξτε νέες πρωτοβουλίες, προσέξτε ως κόρη οφθαλμού την παιδεία και προπάντων την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό μας, στηρίξτε το θεάρεστο, κοινωνικό έργο της εκκλησίας.
Απ’ την άλλη, ενισχύστε τους δεσμούς σας με το χωριό· δεν είναι λύση οι καλοκαιρινές διακοπές σε νησί, χωρίς μια καλημέρα στον Αμάρμπεη. Το χωριό σάς χρειάζεται, χωρίς εσάς είναι ορφανό. Το μαρτυρούν τα όμορφα σπίτια σας που μένουν σιωπηλά ένα χρόνο και σας περιμένουν να τα δώσετε ψυχή το επόμενο καλοκαίρι. Έχασε τα όνειρά σας, το χαμόγελό σας, τις φωνές σας. Κι είναι η απώλεια αυτή πιο σκληρή κι απ’ την εγκατάλειψή του.
Πριν κλείσω θα ήθελα να καταθέσω και μία πρόταση μεγάλης, νομίζω, σημασίας. Να συγκροτηθεί επιτροπή που θα προετοιμάσει και μετά δύο χρόνια [καλοκαίρι του 2012] θα οργανώσει ένα Πανλιβαδεριώτικο Συνέδριο με αντικείμενο το παρόν και το μέλλον του χωριού. Θα ήμουν ευτυχής αν στην επιτροπή αυτή συμμετείχα κι εγώ.
Αγαπητοί φίλοι και συγχωριανοί.
Εδώ και 35 χρόνια, όσα λειτουργεί κι ο σύλλογός σας, έχω ταυτίσει κι εγώ την ζωή μου με το Λιβαδερό. Η Έφη Νίκου μου μετέδωσε, σαν αρρώστια, το πάθος της για τα κοινά. Τόσα χρόνια κοινής δράσης είχαν ως κοινό παρονομαστή το Λιβαδερό. Αυτή, πιο αποτελεσματική από εμένα, το τίμησε με τις τρεις εργασίες της – βιβλία. Οι ζωές μας, η δική μου και του χωριού, κινήθηκαν συχνά σε παράλληλους δρόμους. Και σήμερα δηλώνω περήφανος που βρίσκομαι ανάμεσά σας με την ιδιότητα του ομιλητή. Είναι η μεγαλύτερη τιμή που μου έγινε ποτέ. Εγγονός πρόσφυγα, παιδί μετανάστη, με δύο πολιτιστικές πατρίδες, την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία, από σήμερα θα μπορώ να περηφανεύομαι ότι έχω δύο χωριά: αυτό που γεννήθηκα, τις Αυλές, κι αυτό που επέλεξα να ζήσω, το Λιβαδερό ή Μόκρο αν προτιμάτε. Σας ευχαριστώ για την μεγάλη αυτή τιμή.
Ζυρίχη, 19 Νοεμβρίου 2010
Υστερόγραφο 1 Τμήμα της ομιλίας αυτής αποτελούσε και το παρακάτω κείμενο, κατάθεση ψυχής της συγχωριανής μας Βασιλικής Ζιώγα, που έγινε στο σπίτι της στις 14.11.2010.
Το ταξίδι μας για την Ελβετία ήταν δύσκολο. Σεπτέμβριος του 1963. Μας έκανε πρόσκληση μία Ελβετίδα γιατρός που νοίκιαζε εδώ στο σπίτι μας, η κυρία Ελισάβετ. Ήμασταν τρεις κοπέλες κι ο Θανάσης τέσσερις. Ελεύθεροι όλοι. Συνολικά 10-13 άτομα. Εμείς οι τέσσερις είχαμε μία βαλίτσα για τα ρούχα.
Πήγαμε με φορτηγό στα Σέρβια, μάλλον με το φορτηγό του Αγοραστού, του Γκουραού που λέμε…αυτός είχε ένα φορτηγό.. μ’ αυτό πρέπει να πήγαμε. Με λεωφορείο στην Θεσσαλονίκη, εκεί βγάλαμε εισιτήρια για Ιταλία,…δεν θυμάμαι πόσο έκανε το εισιτήριο.
Στο τρένο.. μέσα στο κουπέ ήμασταν όλοι μαζί,.. στο διάδρομο μας κλωτσούσαν… θυμάμαι, τότε ταξίδευαν πολύς κόσμος…πήγαιναν στην Γερμανία. Ταξιδεύαμε κι εμείς…πού κρεβάτι, αλλά συναλλαζόμασταν έτσι στις θέσεις, μια ο ένας μια ο άλλος.
Η Γιουγκοσλαβία, ιδίως από το Βελιγράδι και προς εδώ, πολύ φτώχεια. Μπορώ να σου πω χειρότερα απ’ εδώ από μας, την Ελλάδα. Όλο καλύβες είχε, αχυρένιες και κάπνιζαν… είχε και βροχερό καιρό…πολύ ακαταστασία.
Έγινε λάθος και πηγαίναμε στην Αυστρία. Εκεί στη μέση στο ταξίδι μάς κοίταξαν και μας γύρισαν πίσω. Εκεί καθίσαμε ένα δυο βράδια, ήταν 12 Σεπτεμβρίου, μείναμε καταγή κι είχε κι ένα κρύο, έβρεχε, τα βουνά γύρω γύρω είχαν χιόνια.. Εκεί που πήγαμε βγάλαμε τα ρούχα τα μάλλινα που είχαμε ..Δεν είχαμε τίποτε να φάμε…δεν μας έκοβε το μυαλό να χαλάσουμε, είχαμε δολάρια, τίποτε… είχαμε τυρί…δεν ξέρω ποιος… είχαμε μια κασούλα τυρί, το βγάλαμε και φάγαμε. Περιπέτειες μεγάλες. Κάτι Έλληνες που ήταν εκεί στην Γιουγκοσλαβία από την Κατοχή, κοίταξαν τα εισιτήριά μας και μας είπαν «μη φοβάστε» και μας έβαλαν στο τρένο για την Ιταλία. Αλλάξαμε τρένο στο Μιλάνο, στα σύνορα μας κατέβασαν, εμείς φοβόμασταν μήπως οι γιατροί βρουν κανέναν άρρωστο και τον γυρίσουν πίσω, ιδίως οι μεγαλύτεροι. Πήραμε τηλέφωνο στην γιατρό και μας περίμενε στο σταθμό, στην Ζυρίχη. Φτάσαμε ταλαιπωρημένοι, νηστικοί, αλλά κάναμε 7 μέρες ταξίδι, ενώ οι άλλοι έκαναν δύο μέρες. Η γιατρός, μας πήρε, μας κέρασε έναν καφέ, τι θέλαμε ο καθένας, κι από εκεί ο καθένας στον προορισμό του, γιατί ο καθένας είχαμε τις δουλειές μας σε διάφορες πόλεις. Εμάς, τα δύο τα κορίτσια και το Θανάση μας πήγαν σ’ ένα νοσοκομείο, την Ευδοκία την πήρε η γιατρός. Οι άλλοι, ο Αλέκος ο Βρόντζος με τη γυναίκα του, ο Θανάσης, η γυναίκα του, ο Οδυσσέας με την Τρυγόνα, ο Θανάσης ο Μακρής με τη γυναίκα του, αρραβωνιασμένοι όλοι, κανένας παντρεμένος πήγαν στο Ταρά;;
Πήγαμε σε νοσοκομείο, αλλά ο καθένας στο πόστο του…εγώ δούλευα σε σιδερωτήριο, η ξαδέρφη μου καθάριζε γραφεία, έβαζε τα πιάτα στο προσωπικό για να φάνε, τα έπλυνε μετά, τα πλέναμε με το χέρι, δεν υπήρχαν κι εκεί μηχανές.. κι ο Θανάσης δούλευε κι αυτός μέσα στην κουζίνα, άλλη μία ..η Ευδοξία είχε τρία τέσσερα σπίτια…Εμείς οι γυναίκες μέναμε σε σβέστα χάουζ, περσονάλ χάουζ, μόνο για γυναίκες ..ο Θανάσης ήταν αλλού…
Ούτε γλώσσα ξέραμε ούτε τίποτε. … μας έκλειναν το μεσημέρι στο σπίτι κι εμείς γυρνούσαμε στη δουλειά….δεν ξέραμε ούτε ώρα ούτε ωράριο…πηγαίναμε στη δουλειά και μας έδειχναν με το ξύλο το ρολόι. Μας έβαλαν να φάμε, δεν ξέραμε ούτε να φάμε, μας έβαλαν μαρμελάδα, βούτυρο κι ένα κουτάλι κι είπαν «να φάνε, ο καθένας στο πιάτο του». Αρχίσαμε να τρώμε την μαρμελάδα με το κουτάλι, συναλλασσόμασταν το κουτάλι με τη σειρά οι τέσσερις…έρχεται μετά … μας λέει όχι έτσι, θα βάζετε στο πιάτο, θα το παίρνετε με το μαχαίρι και θα τρώτε… πάρα πολλά τέτοια… Εμείς τρώγαμε μέσα και μόνο για σοκολάτες πηγαίναμε στο σούπερ μάρκετ.
Μισθό, δεν μας έδιναν πολλά λεφτά, δύο κατοστάρικα κι εμείς στεναχωριούμασταν πολύ, γιατί δεν είχαμε να στείλουμε γράμματα…Δύο γράμματα το μήνα επιτρεπόταν ..Λέγαμε να μας δίνουν καναδυό φράγκα παραπάνω για να στέλνουμε τα γράμματα. Με τα πρώτα λεφτά που πήραμε στείλαμε να ξοφλήσουμε τα εισιτήρια, είχαμε πάρει δανεικά. Στέλναμε κι άλλα, για παππούδες και παιδιά…
Καθίσαμε, μάθαμε τη γλώσσα πολύ γρήγορα γιατί ήμασταν μικρά… μετά από έξι μήνες βρήκαμε Έλληνες… μας πήραν και πήγαμε το Πάσχα στην εκκλησία, εκεί είδαμε πρόσωπα νέα… Μετά από ένα χρόνο βρήκαμε δικοί μας εδώ.. Μόνο εμείς τα τρία τέσσερα που ήμασταν…ούτε Έλληνας ούτε τίποτε…μέναμε σε χωριό της Ζυρίχης.. Μετά γνωριστήκαμε και με ξένους, Ιταλούς, Ισπανούς και Γιουγκοσλάβους.
Αφού να σκεφτείς, πότε σκότωσαν τον Κένεντυ, ήρθε μια νοσοκόμα, η καημένη, δεν ξέρουν αυτά λέει, να τα πω… μας λέει τον Κένεντυ τον σκότωσαν, στα γερμανικά αλλά εμείς δεν καταλαβαίναμε, ιιι, το λέει… έρχεται ξανάρχεται…δεν το μάθατε εσείς, λέει, τον Κένεντυ τον σκότωσαν , μπαμ μπάμ έκανε με το πιστόλι… μα τι να λέει…καταλάβαμε ύστερα, γιατί βάλαμε το ράδιο, την τηλεόραση…εκείνη τη χρονιά βγήκε η τηλεόραση…είπε το ράδιο έτσι κι έτσι… πιάναμε έναν σταθμό στα ελληνικά, κάπου κάπου την Κυριακή. Αχ, είπαμε ..αυτή λέει για τον Κένεντυ…αλλά γελάσαμε…μετά καταλάβαμε…ήταν δύσκολα να μην καταλαβαίνεις γλώσσα…
Μετά τον πρώτο χρόνο εγώ πήρα την αδερφή μου, τον άλλο χρόνο ήρθε κι άλλη η αδερφή μου η Μαρία κι ο αδερφός μου, όλα τα αδέρφια ήμασταν εκεί μετά.
Καθίσαμε εννιάμισι χρόνια ..τα τρία πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα ..μετά αλλάξαμε δουλειά, πήγαμε αλλού, καλύτερα. Μετά καθίσαμε άλλα πέντε χρόνια, τρία κι ένα τέσσερα χρόνια, μετά ο Θανάσης πήγε φαντάρος. Θα φύγουμε, δεν ξαναγυρνάμε, τα είχαμε κάνει τα λεφτά.. Ήρθαμε εδώ, παντρευτήκαμε…μετά γυρίσαμε πάλι ..δεν μας άρεσε εδώ…
Στην Ελβετία κάναμε μόνο τον μεγάλο, τον Τάκη. Όταν γύρισα, ήμουν έγκυος στο Γιώργο και μετά έκανα το Λάκη. …Και με κατηγορούν τώρα τα παιδιά.. Τι έφυγες και δεν καθόσουν…να ήμασταν εκεί όλοι μαζί…ήταν αλλιώς τότε. Εμείς γυρίσαμε τέλος του 1972, τον Νοέμβριο.
Αν γύριζε ο χρόνος πίσω, κι ήμασταν πάλι είκοσι χρόνων, θα πηγαίναμε πάλι στην Ελβετία…Παν τα χρόνια μας, καλά να είναι πρώτα τα παιδιά μας κι ύστερα εμείς, …περάσαμε και καλά, περάσαμε κι εύκολα.
Μείναμε ευχαριστημένοι από την Ελβετία, αν ήταν τώρα, αυτά τα χρόνια, δεν θα έφευγα. Αλλά ούτε εδώ που ήρθαμε δεν μας έλειψε τίποτε εμάς ούτε δουλειά ούτε λεφτά, αλλά, ε, εκεί είναι πιο καλά, ασφαλισμένοι, καθαριότητα, είναι καθαροί οι χώροι, πρασινάδα κι ο κόσμος είναι πιο ειλικρινείς. Η ζωή των Ελβετών δεν μου άρεσε, αυτοί ζούσαν περιορισμένα, δεν έκαναν, όπως εμείς, σπατάλες. Μόνο που ήταν καλοί άνθρωποι, ήταν ειλικρινείς κι ό,τι ήθελαν να σου πουν, το έλεγαν, δεν έλεγαν ψέματα. Από τα φαγητά τους μου άρεζαν τα ζυμαρικά και οι πατάτες, τα άλλα ήταν λίγο δύσκολα, γιατί τρων ελαφρά φαγητά. Καταστήματα Μίγκρος υπήρχαν, αλλά άλλα σούπερ μάρκετ δεν υπήρχαν.
Το μόνο κακό αυτό ήταν,… εμείς μόλις παντρευτήκαμε, φύγαμε έξω, στο χρόνο κάναμε το Δημήτρη, τον φέραμε εδώ. Το μόνο κακό ήταν που τον φέραμε εδώ, ..περνούσαμε δύσκολα. Για να κάνουμε οικονομίες, κάναμε δυο τρία χρόνια να έρθουμε να το δούμε…αφού δουλεύαμε και τις άδεις που μας έδιναν, από ένα μήνα, δουλεύαμε εκεί, προτιμούσαμε να καθίσουμε να δουλέψουμε, για να κάνουμε λεφτά. Με τις οικονομίες που φέραμε το καλοκαίρι, είχαμε ένα σπίτι εδώ, το χαλάσαμε και βάλαμε μπρος και κάναμε αυτό το σπίτι, 600.000 χιλιάδες είχαμε, κάναμε αυτό το σπίτι, πήραμε το ταξί, ούτε λεφτά στην άκρη ούτε σε βιβλιάριο τραπέζης… κι αυτά με μεγάλες οικονομίες.
Σήμερα οι περισσότεροι χωριανοί είναι στην Ελβετία. Δεν είχαν οι άνθρωποι, ήμασταν φτωχοί εδώ, πού λεφτά…, τίποτα τίποτα δεν είχαν. Τώρα ο κόσμος ζει καλά, λεν ότι είναι δύσκολα χρόνια, κι είναι τέτοια, αλλά δεν δυστυχάει κανένας. Απ’ όλα έχουν. Όσοι πήγαιναν έβρισκαν εκεί αδέρφια και συγγενείς, δεν δυστύχησαν … εμείς υποφέραμε πάρα πολύ, .. ήμασταν μικρά, δεν είχαμε ξεβγεί, δεν είχαμε πάει πουθενά, δεν ξέραμε τίποτα.
Και στην Ελβετία τα πράγματα άλλαξαν πολύ. Αφού εμείς από το Έρλιγκον και πιο πέρα, προς το αεροδρόμιο, δεν ήταν τίποτε και τώρα έγινε ένα, όλα ένα έγιναν. Εμείς πήγαμε πολλές φορές αυτά τα χρόνια. Όλα άλλαξαν, το αεροδρόμιο ήταν μικρό, όπως αυτό της Θεσσαλονίκης, αλλά τώρα χάνεσαι, άμα δεν ξέρεις.
Υστερόγραφο 2. Σε συζήτηση που έγινε αργότερα μεταξύ φίλων φάνηκε ότι η ιδέα για την δημιουργία μιας μη κυβερνητικής οργάνωσης (ΜΚΟ) με αντικείμενο την πρόοδο και την ανάπτυξη του χωριού είναι ώριμη.
Σταύρος Χ.Γιωλτζόγλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου