Ο Χρήστος Μπράβος γεννήθηκε το 1948 στη Δεσκάτη, αλλά από τα
δεκαοχτώ του χρόνια έζησε στην Αθήνα. Σπούδασε Μαθηματικά στο
Πανεπιστήμιο Πατρών και εργάστηκε στο Υπουργείο Οικονομικών. Ανήκει στη
γενιά του 1970, αλλά κυκλοφορεί όψιμα την πρώτη του ποιητική συλλογή
Ορεινό καταφύγιο, μόλις το 1983. Δυο χρόνια αργότερα εκδίδει μια
δεύτερη, Με των αλόγων τα φαντάσματα, κι ένα μονόφυλλο το 1986 με το
ποίημα «Σονέτο του σκοτεινού θανάτου», το οποίο γράφεται με αφορμή τα
πενήντα χρόνια από το θάνατο του Λόρκα. Δημοσίευσε άρθρα, χρονογραφήματα
και κείμενα κριτικής. Ανάμεσα στα τελευταία, πέντε όλα κι όλα, ενήμερα
από βιβλιογραφική άποψη και οξυδερκή από αναγνωστική, ξεχωρίζουν τρία,
για το λόγο ότι αναφέρονται στο Μίλτο Σαχτούρη, έναν ποιητή στον οποίο ο
Μπράβος μαθήτεψε ιδιαίτερα γόνιμα: «Η κριτική και ο Μίλτος Σαχτούρης.
Ένας “περίπατος” από αφορμή την Εισαγωγή στην ποιητική του Μίλτου
Σαχτούρη του Γιάννη Δάλλα», περ. Ο Λογοτεχνικός Πολίτης 43 (Ιούνιος
1981) 70-73· «Μίλτου Σαχτούρη Εκτοπλάσματα, σελίδες 21», περ. Το Δέντρο
33-34 (Σεπτέμβριος–Οκτώβριος 1987) 21-23· «Η “αποκριά” του Μίλτου
Σαχτούρη: Ξόρκι ή όχημα της φρίκης;», περ. Γράμματα και Τέχνες 16
(Απρίλιος 1983) 24-25. Ο ποιητής ασθένησε σοβαρά και πέθανε στα 39 του
χρόνια, στις 20 Απριλίου 1987, δεύτερη μέρα του Πάσχα. Ύστερα από το
θάνατό του, το 1996, εκδίδεται η συλλογή Μετά τα μυθικά, με εικόνες του
Χρόνη Μπότσογλου, πρόλογο του Μιχάλη Γκανά και επιμέλεια–επίμετρο του
Μισέλ Φάις. Η συλλογή, στην οποία 2 εμπεριέχεται και το μονόφυλλο του
1986, μοιράζεται σε δύο ενότητες, «Ξύλινα τείχη» και «Μετά τα μυθικά»,με
πέντε και εφτά ποιήματα αντίστοιχα. Τα πρώτα, χρονολογημένα, γράφονται
ανάμεσα στις 28-3-1982 και 23-6-1983 (ένα στις 9-4-1985), ενώ τα δεύτερα
είναι αχρονολόγητα αλλά πάντως γραμμένα μετά τις δύο δημοσιευμένες
συλλογές του.Τ.Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ
.
στον Γιώργο Κακουλίδη
Η σκοτεινή της μήτρα αναδεύει
και σάμπως μπάσταρδο κι απόψε σε ξερνά·
στον κύκνο σου λαιμό θηλιά περνά
το χέρι της Σειρήνας· και σε ζεύει.
Τα πόδια σου πριόνισε η προπέλα
κι όλη τη νύχτα αλυχτάς σκυλί λυτό·
πάλι θα λεν τη μάνα σου Λητώ
και τη σπασμένη κάμα σου Μαρκέλλα.
Σε ποιο λιμάνι τ’ ουρανού να σκάψω τάφο,
νὰ σε ρουφήξει ποια θεόρατη κοιλιά;
Θα πνίγεις στο σκοτάδι τα σκυλιά
κι εγώ απ’ τον πάτο της ζωής μου θα σου γράφω.
στον Χρήστο Κεραμίδα
Χιόνι σεντόνι τρυφερό για του φιδιού τον ύπνο.Χιόνι και πένθιμο σκυλί βραχνός προφήτης.
Με νύχια παγωμένα ο λύκος κρύβεται.
Με φόβο οι ζωντανοί την πόρτα κλείνουν.
Κοιτάς απ’ το παράθυρο: Καπνίζουν τα πηγάδια.
Χιόνι· κι ανάψαν τη φωτιά στον κάτω κόσμο.
Ο κυνηγός στο πέρασμα το σπίρτο πίνει.
Τον λύκο, που εχύμηξε πίσω του, δεν τον βλέπει.
Νύχτα με πένθιμο σκυλί στον σάπιο φράχτη.
Κι οι πεθαμένοι ακούν· και περιμένουν.
Με των αλόγων τα φαντάσματα, 1985
.
Στον Μιχάλη Γκανά
Θα είναι νύχτα και θα ουρλιάζουν τα βατράχιακαι τα σκυλιά θα σεργιανούν στην αγορά
και εσύ μ’ ένα μαχαίρι στα νεφρά
θα συντροφεύεις τα φαντάσματα στα βράχια.
Εκείνος θα ’ρχεται απ’ τ’ ανέμου τον κρυψώνα
–ξύλινα πόδια που κοντεύουν την οργιά–
και συ με τον ανάπηρο σουγιά
θα σκάβεις πάλι τ’ όνομά του στον αιώνα.
Σε κούφια μέρα θα γλιστράς τυφλός σακάτης
θα ’ν’ όλος αίμα του σκυλιού σου ο ζουρνάς
κι αν φύγεις όλο πίσω θα γυρνάς
στα μαυρολίθαρα δεμένος απελάτης.
Ορεινό καταφύγιο, 1983
.
Της νύχτας και του ανέμου Federico
Garcia Lorca, πέφτει πέντε η ώρα.
Τ’ άλογο πάει μιαν άδεια νεκροφόρα·
στ’ αλώνι πολεμά ταύρος με λύκο.
Σε παίρνει η δημοσιά, για να σε βγάλει
κει που η αστραπή κλωσάει την αστραπή της.
Του φεγγαριού το πέταλο, μαγνήτης,
σέρνει το ματωμένο σου κεφάλι
κουρέλια φασκιωμένο της παντιέρας.
Φυσάει σκοτεινού θανάτου αέρας –
και πού να είν’ εκείνο τ’ άσπρο σάλι
που σου ’ριξε, όταν σ’ έπαιρναν, η νύφη;
Σκυλί τρελό τα κόκαλά του γλείφει
και σ’ άλλον κόσμο αρχίζει καρναβάλι.
Μετά τα μυθικά, 1996
(πρώτη δημοσίευση σε μόνοφυλλο, 1986)
.
Όταν χτυπά η βροχή στους τσίγκους
και σε τραβούν του ύπνου τα τελώνια
γλιστρούν στ’ άδειο πλακόστρωτο οι ίσκιοι
βρεμένοι ώς το κόκκαλο. Επιστρέφουν.
Τρυπώνουν στα ραγίσματα των τοίχων
ύστερα στα θεμέλια κατεβαίνουν·
βυθίζονται στου κόκορα το αίμα.
Όταν χτυπά η βροχή στους τσίγκους
και σε τραβούν του ύπνου τα τελώνια
έρχονται πίσω των σπιτιών οι πεθαμένοι·
σε γνώριμους βυθούς να ξεχειμάσουν.
Με των αλόγων τα φαντάσματα, 1985
Στον Μιχάλη Μπράβο
Τα μάτια σου θα σβήσει κιμωλία
ή κάρβουνο – ό,τι βρεθεί μπροστά του.
Θ’ ανυψωθείς με χάρη αεροστάτου
για ν’ ανταμώσεις τ’ άλλα ουράνια πλοία
με τα πανιά τα μαύρα. Και τα λεία
μαλλιά σου με το κόκκινο της βάτου
ένα θα γίνουν – φίδι και τ’ αυγά του.
Το χέρι που θα βάλει την τελεία
βγαίνει σφιχτά κρατώντας την ομπρέλα
που αρπάζεις και πηδάς έξω απ’ τον χρόνο
εδώ που είμ’ εγώ και σ’ αμπαρώνω
και μεσ’ από σωλήνες κι από φίλτρα
στη σκοτεινή σε σπρώχνω πάλι μήτρα
που θα γεννήσει θάνατο και τρέλα.
ή κάρβουνο – ό,τι βρεθεί μπροστά του.
Θ’ ανυψωθείς με χάρη αεροστάτου
για ν’ ανταμώσεις τ’ άλλα ουράνια πλοία
με τα πανιά τα μαύρα. Και τα λεία
μαλλιά σου με το κόκκινο της βάτου
ένα θα γίνουν – φίδι και τ’ αυγά του.
Το χέρι που θα βάλει την τελεία
βγαίνει σφιχτά κρατώντας την ομπρέλα
που αρπάζεις και πηδάς έξω απ’ τον χρόνο
εδώ που είμ’ εγώ και σ’ αμπαρώνω
και μεσ’ από σωλήνες κι από φίλτρα
στη σκοτεινή σε σπρώχνω πάλι μήτρα
που θα γεννήσει θάνατο και τρέλα.
Με των αλόγων τα φαντάσματα, 1985
Χρήστος Μπράβος, Εις μνήμη, 20 χρόνια μετά (επιλογή: Σπύρος Αραβανής, επίμετρο: Θανάσης Μαρκόπουλός (αναδημοσίευση))
Οικογενειακό νεκροταφείο
Μην περπατήσεις
τούτα τα βουνά
τούτα τα βουνά
η μάνα λέει
δεν κάνει να πατάμε
τους πεθαμένους
δεν κάνει να πατάμε
τους πεθαμένους
Γενέθλιος τόπος
Πατρίδα των απόντων.
Οι φράχτες
κ’ οι φωλιές των βράχων
κρατούν ακόμα βογγητά.
κ’ οι φωλιές των βράχων
κρατούν ακόμα βογγητά.
Ο χρόνος μετριέται
με Ψυχοσάββατα.
με Ψυχοσάββατα.
Μήκος χρόνου
Στον Μιχάλη Γκανά
Στον Μιχάλη Γκανά
Θα είναι νύχτα και θα ουρλιάζουν τα βατράχια
και τα σκυλιά θα σεργιανούν στην αγορά
και εσύ μ’ ένα μαχαίρι στα νεφρά
θα συντροφεύεις τα φαντάσματα στα βράχια.
και τα σκυλιά θα σεργιανούν στην αγορά
και εσύ μ’ ένα μαχαίρι στα νεφρά
θα συντροφεύεις τα φαντάσματα στα βράχια.
Εκείνος θα ‘ρχεται απ΄’ τ’ ανέμου τον κρυψώνα
-ξύλινα πόδια που κοντεύουν την οργιά-
και συ με τον ανάπηρο σουγιά
θα σκάβεις πάλι τ’ όνομά του στον αιώνα.
-ξύλινα πόδια που κοντεύουν την οργιά-
και συ με τον ανάπηρο σουγιά
θα σκάβεις πάλι τ’ όνομά του στον αιώνα.
Σε κούφια μέρα θα γλιστράς τυφλός σακάτης
θα ν’όλος αίμα του σκυλιού σου ο ζουρνάς
κι αν φύγεις όλο πίσω θα γυρνάς
στα μαυρολίθαρα δεμένος απελάτης
θα ν’όλος αίμα του σκυλιού σου ο ζουρνάς
κι αν φύγεις όλο πίσω θα γυρνάς
στα μαυρολίθαρα δεμένος απελάτης
Άστρα
Καπνίζουν κ’ οι άγγελοι, είπε.
Άμα σηκώσετε τη νύχτα
το κεφάλι σας θα τις ιδείτε
τις κάφτρες των τσιγάρων τους.
Άμα σηκώσετε τη νύχτα
το κεφάλι σας θα τις ιδείτε
τις κάφτρες των τσιγάρων τους.
Τι καφενείο τι ουρανός
ντουμάνι και φτυσιές
κι αέρας σάπιος
ντουμάνι και φτυσιές
κι αέρας σάπιος
(κι ο κάτω κόσμος
στάχτες κι αποτσίγαρα).
στάχτες κι αποτσίγαρα).
(Από την ποιητική του συλλογή “Ορεινό καταφύγιο”, Τυπογραφείο “Κείμενα”, Αθήνα 1983)
Νανούρισμα
Μες στου νεκρού το μάτι
κοιμούνται δέντρα και πουλιά.
κοιμούνται δέντρα και πουλιά.
Βγαίνουν με το φεγγάρι
τα παιδιά, λεν για τους ζωντανούς
μετρούν τα χρόνια·
φύλλα μασούν της λησμονιάς
και τραγουδάνε.
Τ’ ακούνε οι όμορφες, ξυπνούν
τ’ ακούνε οι κολασμένες, βγαίνουν κρυφά
στη μαύρη χλόη απάνω
τα κοιμούνται.
τα παιδιά, λεν για τους ζωντανούς
μετρούν τα χρόνια·
φύλλα μασούν της λησμονιάς
και τραγουδάνε.
Τ’ ακούνε οι όμορφες, ξυπνούν
τ’ ακούνε οι κολασμένες, βγαίνουν κρυφά
στη μαύρη χλόη απάνω
τα κοιμούνται.
Μα οι μάνες που μαραίνονται
για τις χαρές δεν ξέρουν
του άλλου κόσμου.
για τις χαρές δεν ξέρουν
του άλλου κόσμου.
Του λυπημένου
Σε φράχτη θα το δείτε το κεφάλι μου.
Σε καθαρή πετσέτα να το βάλετε
και να το πάτε.
Στάχτη και πριονίδι μη σκορπίσετε–
πίνουν το αίμα όχι τη φωνή του.
και να το πάτε.
Στάχτη και πριονίδι μη σκορπίσετε–
πίνουν το αίμα όχι τη φωνή του.
Δέστε το μαύρο άλογο που τρέχει
δέστε τ’ άσπρα φτερά του που χτυπούν·
κι ανοίξτε στη γριά με τ’ άγρια
δάχτυλα να μπήξει στο σανίδι
το καρφί της.
δέστε τ’ άσπρα φτερά του που χτυπούν·
κι ανοίξτε στη γριά με τ’ άγρια
δάχτυλα να μπήξει στο σανίδι
το καρφί της.
(Από την ποιητική του συλλογή “Με των αλόγων τα φαντάσματα, Τυπογραφείο “Κείμενα”, Αθήνα 1985)
Ήμερος ύπνος
Προοίμιο: Μέσα στου νεκρού το μάτι
δέντρα βλέπω και πουλιά
δέντρα βλέπω και πουλιά
Χιόνι σεντόνι τρυφερό για του φιδιού τον ύπνο,
χιόνι και πένθιμο σκυλί, βραχνός προφήτης.
χιόνι και πένθιμο σκυλί, βραχνός προφήτης.
Κι όμως το πιο γλυκό βιολί
το παίζει ο θάνατος
το παίζει ο θάνατος
Κοιτάς απ΄ το παράθυρο, καπνίζουν τα πηγάδια.
Χιόνι κι ανάψαν τη φωτιά στον κάτω κόσμο.
Χιόνι κι ανάψαν τη φωτιά στον κάτω κόσμο.
Ο κυνηγός στο πέρασμα το σπίρτο πίνει.
Τον λύκο που εχύμηξε πίσω του δεν τον βλέπει.
Τον λύκο που εχύμηξε πίσω του δεν τον βλέπει.
Α. Μάνθος
Όπου, στα 1923 ο επικυρηγμένος Θωμάς Γκαντάρας
ο ληστής, αποφασίζει να φωτογραφηθεί…”
ο ληστής, αποφασίζει να φωτογραφηθεί…”
Ο φωτογράφος των Τρικάλων Α. Μάνθος
έπαιρνε νύχτα τα στενά γυρνώντας σπίτι του
τους γάμους θα σκεφτότανε αλλά και τους θανάτους
που εκράτησε παντοτινά στο ακριβό χαρτί
έπαιρνε νύχτα τα στενά γυρνώντας σπίτι του
τους γάμους θα σκεφτότανε αλλά και τους θανάτους
που εκράτησε παντοτινά στο ακριβό χαρτί
Μα πιο πολύ θυμότανε το βράδυ του Αυγούστου
που πόρτες έκλεισε βαριά, έλυσε τα σκυλιά
κλέφτης μην έρθει κι έπεσε για του δικαίου τον ύπνο
κλέφτης μην έρθει κι έπεσε όπως κάθε φορά
που πόρτες έκλεισε βαριά, έλυσε τα σκυλιά
κλέφτης μην έρθει κι έπεσε για του δικαίου τον ύπνο
κλέφτης μην έρθει κι έπεσε όπως κάθε φορά
Μήτε που άκουσε σκυλί, θυρόφυλο να τρίζει
και απ’ το φεγγίτη της σκεπής τον είδε να γλυστρά
από την άκρη Άγγελος, στα δόντια το μαχαίρι
Άγγελος, Εξάγγελος, μας ήρθε από μακριά
και απ’ το φεγγίτη της σκεπής τον είδε να γλυστρά
από την άκρη Άγγελος, στα δόντια το μαχαίρι
Άγγελος, Εξάγγελος, μας ήρθε από μακριά
(Από το δίσκο του Θανάση Παπακωνσταντίνου (διασκευή-μελοποίηση), “Βραχνός προφήτης”, Lyra, 2000)
Πένα που ξύνει το χαρτί
όσο το άσπρο σουρουπώνει.
Αλλά το Πάσχα πρώιμο
η νύχτα στο γλυκύ μου έαρ
κι ένα τραγούδι σιγανό με λιβανίζει.
Πραματευτής κατέβαινε μεσ’ από την Αυλώνα
σέρνει μουλάρια δώδεκα και μούλες δεκαπέντε
φέρνει το Χρήστο-Χρήστο μου!με πλάκα και κοντύλι.
Με το κοντύλι έγραφε κι η πλάκα μαρτυρούσε
αργά πολύ συλλαβιστά με κεφαλαία ΜΝΗ-ΜΗ
όσο το άσπρο σουρουπώνει.
Αλλά το Πάσχα πρώιμο
η νύχτα στο γλυκύ μου έαρ
κι ένα τραγούδι σιγανό με λιβανίζει.
Πραματευτής κατέβαινε μεσ’ από την Αυλώνα
σέρνει μουλάρια δώδεκα και μούλες δεκαπέντε
φέρνει το Χρήστο-Χρήστο μου!με πλάκα και κοντύλι.
Με το κοντύλι έγραφε κι η πλάκα μαρτυρούσε
αργά πολύ συλλαβιστά με κεφαλαία ΜΝΗ-ΜΗ
Αντιλαλώ σαν τρικλιτη βασιλική
από φωνές πολλών κεκοιμημένων.
Το πιο γλυκό βιολί το παίζει ο θάνατος -θυμάμαι-
και τότε ξεχωρίζω τη δική του
από φωνές πολλών κεκοιμημένων.
Το πιο γλυκό βιολί το παίζει ο θάνατος -θυμάμαι-
και τότε ξεχωρίζω τη δική του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου