http://kofosi.blogspot.com/2011/05/blopost_11.html Η ΚΟΚΚΙΝΟΧΙΑΥΤΙΤΣΑ
του Δημήτρη Κολοτούρου
... και ξαφνικά, άνοιξα τα μάτια μου και βρισκόμουν μέσα σε ένα δάσος. Ένα πυκνό, περιέργως ήσυχο δάσος, που το φως του ήλιου διαπερνούσε με δυσκολία τις φυλλωσιές. Φορούσα κάτι περίεργα κόκκινα ρούχα κι ένα ζευγάρι γελοία κοριτσίστικα ανοιχτά παπούτσια. Κοίταξα γύρω μου απορημένος. Κάποια πουλιά πετούσαν επίμονα πάνω από το κεφάλι μου, χωρίς όμως να παράγουν κάποιον ήχο. “Περίεργο”, σκέφτηκα.
Μπροστά μου ανοιγόταν ένα μονοπάτι και βάλθηκα να το ακολουθήσω. Όμως τα βήματά μου πάνω στο έδαφος δεν φάνηκαν να είναι αρκετά για να σπάσουν τη σιωπή. Χτύπησα το δεξί μου πόδι κάτω με δύναμη. Τίποτα. Άνοιξα το στόμα μου και είπα ένα φωνήεν. Ένιωσα κάποια δόνηση στο λαιμό μου, αλλά και πάλι δεν άκουσα κάτι. Άρχισα να χοροπηδάω πάνω – κάτω και να κουνάω τα χέρια μου φωνάζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσα, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να στραμπουλήξω το πόδι μου. Μάλλον πρέπει να σκόνταψα σε κάποια πέτρα. Τσαντισμένος έσκυψα, μάζεψα μια κοτρόνα που ήταν πιο πέρα και την εκσφενδόνισα προς κάτι θάμνους. Η ησυχία συνέχισε να βασιλεύει όμως, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Αποκαρδιωμένος, άρχισα να περπατάω στο μονοπάτι με αργό ρυθμό. Είχε μια ελαφριά υγρασία και φυσούσε ένα ελαφρό αεράκι που με έκανε να ανατριχιάζω. Ερχόντουσαν όμως κάτι καταπληκτικές μυρωδιές από όλες τις μεριές, ως επαρκές αντιστάθμισμα της ψύχρας! Σταμάτησα κι έκοψα ένα υπέροχα εύοσμο βαθύ μοβ λουλούδι, ενώ λίγο πιο κάτω ήταν μια βατομουριά με τα πιο νόστιμα βατόμουρα που έχω φάει ποτέ. Ενόσω η διάθεσή μου ανέβαινε συνεχώς, περιποιήθηκα δεόντως στο δρόμο μια αγριαχλαδιά Αντί όμως οι ζουμεροί καρποί της να μου σβήσουν την πείνα, λειτούργησαν σαν ορεκτικό. Άρχισα να πεινάω σαν λύκος. Έτσι, όταν είδα από μακριά μια καμινάδα από όπου έβγαινε μια μικρή αλλά σταθερή ποσότητα καπνού, πήγα χωρίς δεύτερη σκέψη προς την κατεύθυνση που βρισκόταν.
Επρόκειτο για ένα σπιτάκι παραμυθένιο, στην άκρη του δάσους. Μια μικρή ξύλινη πόρτα με ένα σκαλισμένο μεταλλικό χερούλι, δύο ομοιόμορφα τετράγωνα παραθύρια με μπεζ κουρτίνες στα δεξιά και τα αριστερά της, μια τριγωνική σκεπή με έναν φεγγίτη ακριβώς στο μέσον της. Όλα τέλεια. Όλα τοποθετημένα με διαβολική ακρίβεια, όπως ακριβώς ήταν στο...
Κάπου σε αυτό το σημείο άρχισα να συνειδητοποιώ πως κάτι πήγαινε σοβαρά λάθος. Τι στο διάολο έκανα εγώ μέσα σε ένα δάσος, φορώντας αυτά τα ρούχα; Γιατί το σπίτι μπροστά μου ήταν βγαλμένο από εκείνο το βιβλίο με τα παραμύθια, που μου διάβαζε η μάνα μου πριν πέσω για ύπνο όταν ήμουν ακόμη πιτσιρίκος; Γιατί δεν κρατούσα καλαθάκι μαζί μου, με τα φαγητά που θα έπρεπε να πάω στη γιαγιά μου; Θα ήταν η γιαγιά μου πίσω από αυτή την πόρτα;
Δεν μου έμενε παρά μία απλή κίνηση για να μάθω.
Χτύπησα την πόρτα και περίμενα. Τίποτα. Οπότε, γύρισα ελαφρά το χερούλι κι αυτή άνοιξε πρόθυμα. Μπήκα μέσα αποφασιστικά και κοίταξα στο κρεβάτι, που ήταν ακριβώς απέναντι. Αντί να δω μια γριούλα, όπως περίμενα, είδα μια ηλίθια λυκόφατσα ξαπλωμένη, να φοράει μια ρόμπα ξεφτισμένη με ξεθωριασμένα λουλουδάκια. “Εντάξει, αυτό πάει πολύ!”, σκέφτηκα και πήγα κατευθείαν προς την κουζίνα. Πήρα ένα κουζινομάχαιρο κοφτερό, το έκρυψα πίσω από την πλάτη μου και βουρ για το κρεβάτι. Ο λύκος με κοίταξε όσο πιο καλοσυνάτα θα μπορούσε και τον είδα να χτυπάει το χέρι του στο στρώμα, σαν να μου λέει “κάτσε”. Ανοιγόκλεινε και το στόμα του, δεν ήξερα γιατί. Αφού έτσι κι αλλιώς δεν έβγαζε κάποιον ήχο.
Έκατσα πάνω στο στρώμα, δίπλα του, και προσποιήθηκα κι εγώ πως έλεγα κάτι. Για μια ακόμα φορά, ένιωσα τη δόνηση στον λάρυγγά μου, μα φωνή δεν άκουσα.
“Γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά, γιαγιά;”
Ο λύκος βάλθηκε να ανοιγοκλείνει ξανά το στόμα του, δείχνοντάς μου τα κοφτερά του δόντια.
“Πω, πω! Και τι τεράστια μάτια... Σίγουρα θα βλέπεις καταπληκτικά φαντάζομαι, ε;”
Βγήκε μια απύθμενη μπόχα από το στόμα του, έτσι όπως το άνοιξε αυτή τη φορά. Κάτι είχε σαπίσει προ πολλού εκεί μέσα.
“Και τι μεγάλη μύτη!!! Περίεργο που δεν είσαι ευαίσθητη στην κακοσμία, γιαγιά”
Ο λύκος με κοίταξε λίγο απορημένος και μερικές στιγμές αργότερα σταμάτησε να κοιτάει, καθώς το κουζινομάχαιρο είχε ήδη απομονώσει το κεφάλι του από το υπόλοιπο σώμα του. Πέταξα με μια κίνηση την κουβέρτα που τον σκέπαζε και είδα την κοιλάρα του, που ξεπρόβαλε περήφανα τουρλωτή. Προσεκτικά, χρησιμοποίησα και πάλι το μαχαίρι για να την ανοίξω κατά μήκος. Μια καλοσυνάτη γιαγιάκα – που δεν είχε καμία σχέση με τη γιαγιά μου – πετάχτηκε από μέσα ξαφνιασμένη, απελπιστικά ποτισμένη με τα γλοιώδη στομαχικά υγρά του λύκου. Έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς την τουαλέτα, υποθέτω για να πλυθεί.
Εγώ, έτσι όπως καθόμουν στο κρεβάτι, σκεφτόμουν πως σίγουρα αυτά τα σεντόνια και η κουβέρτα θα έπρεπε να πεταχθούν, δεν υπήρχε περίπτωση να φύγουν ποτέ οι λεκέδες από τα αίματα. Και ακριβώς σε εκείνη τη φάση, ένιωσα κάποιον να μου πιάνει τον ώμο.
Πιστέψτε με, φτηνά την γλύτωσε. Το μαχαίρι πρέπει να σταμάτησε χιλιοστά από την δική του υπερμεγέθη στομάχα καθώς, από την έκπληξη, γύρισα με φόρα προς το μέρος του. Αυτός πετάχτηκε τρομοκρατημένος δύο βήματα πίσω και σήκωσε τα χέρια του ψηλά, ενώ ανεξήγητα ανοιγόκλεινε το στόμα του χωρίς κανέναν προφανή λόγο. Δεν είχε καταλάβει ότι δεν ακούγεται τίποτα σε αυτό το δάσος;
Πήρα ένα χαρτί και ένα στυλό που ήταν εκεί δίπλα και του έγραψα:
“Φαντάζομαι πως είσαι κυνηγός, ε; Άργησες! Αν θες το κουφάρι του λύκου, παρ' το. Εμένα δεν μου χρειάζεται. Α! Αλλά έχε υπόψη σου πως το κυνήγι ΔΕΝ είναι άθλημα. Παπάρα! Νιώθεις όμορφα να σκοτώνεις για πλάκα;”
Πήρε το χαρτί, το διάβασε, με κοίταξε σαστισμένος και έγραψε κι αυτός κάτι:
“Δεν είμαι κυνηγός, εφημεριδοπώλης είμαι! Μην κρίνεις τον άλλον προτού ρωτήσεις!”
Έβγαλε από το σακίδιό του μια εφημερίδα και μου την πέταξε στα μούτρα, καθώς έφευγε τσαντισμένος. Στο πρωτοσέλιδο, είχε μια φωτογραφία μου με τον τίτλο “Η κοκκινοσκουφίτσα επέστρεψε στο δάσος”. Κάθισα σε μια καρέκλα για να διαβάσω το υπόλοιπο κείμενο.
“Η πολυαναμενόμενη επιστροφή της κοκκινοσκουφίτσας που για χρόνια τώρα φημολογούνταν, συνέβη σήμερα. Όμως, φαίνεται πως η μικρή κοπέλα αυτή τη φορά ήρθε πολύ πιο προετοιμασμένη στο μαγεμένο δάσος. Με σχεδόν αλαζονική στάση, αγνόησε τις προειδοποιήσεις των πουλιών για τον κακό λύκο και όχι μόνο δεν προσπάθησε να τον αποφύγει, αλλά άρχισε να φωνάζει δυνατά για να είναι σίγουρη πως θα την ακούσει. Όταν αυτός την πλησίασε ύπουλα από πίσω και προσπάθησε να την δαγκώσει, τον πάτησε δυνατά στο πόδι και του το έσπασε. Ο λύκος, ουρλιάζοντας από τον πόνο, πρόλαβε να κρυφτεί πίσω από μία συστάδα θάμνων. Μα, η κοκκινοσκουφίτσα δεν είχε σκοπό να σταματήσει. Σήκωσε μία μεγάλου μεγέθους πέτρα και την πέταξε κατά πάνω του. Πέτυχε το άλλο του πόδι, σακατεύοντάς τον οριστικά, και συνέχισε να περπατά εκπληκτικά ήρεμη προς το σπίτι της γιαγιάς της. Τόσο ήρεμη, που έκανε έναν μεγάλο κύκλο πριν καταλήξει τελικά εκεί.
Στο μεταξύ, ο λαβωμένος κακός λύκος είχε προλάβει με τις τελευταίες του δυνάμεις να συρθεί μέχρι το σπίτι της γιαγιάς της κοκκινοσκουφίτσας, όπου η καλοσυνάτη γραία αντικρίζοντάς τον, τον έβαλε μέσα στο σπίτι της για να τον περιποιηθεί. Κάποια λεπτά μετά, την ώρα που ο κακός λύκος την κατάπινε με μια χαψιά, της είπε: “Από εξυπνάδα πάντως, σκίζεις! Ποιο από τα δύο μεγάλα κόμματα ψηφίζεις, είπαμε;”. Η καλοσυνάτη γιαγιάκα δεν πρόλαβε να απαντήσει. Ευτυχώς όμως, η ιστορία έλαβε αίσιο τέλος, καθώς η θαρραλέα νεαρή κοπέλα βρήκε το σθένος να αντιμετωπίσει στα ίσια τον ταλαιπωρημένο κακό λύκο λίγο αργότερα, αφού δεν έπεσε στην παγίδα της – πολύ καλής ομολογουμένως – μίμησης της φωνής της γιαγιάς της από τον πανούργο σαρκοφάγο. Αναλυτικότερο ρεπορτάζ με αποκαλυπτικές φωτογραφίες, στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας, στο www.fwnitoumagemenoudasous.gr .”
Άρχισα να τρέχω για να προλάβω τον εφημεριδοπώλη που απομακρυνόταν.
“Στάσου! Δεν είμαι η κοκκινοσκουφίτσα! Δεν είμαι η κοκκινοσκουφίτσα! Δεν είμαι.... “
Κάπου σε αυτό το σημείο ξύπνησα και καθώς προσπαθούσα να ανοίξω τα μάτια μου, χαμογέλασα και ψιθύρισα:
“... Η κοκκινοχιαυτίτσα είμαι...!”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου