http://mhmadas.blogspot.com/ Σχολειά για τα παιδιά μας ή σχολειά για τα χωριά μας;
H σκηνή του γιούργια των μαθητών στα γραφεία της εκπαίδευσης υπό τις προτροπές και ιαχές συγκεκριμένων αγωνιστών της καθηγητικής συντεχνίας αποτελεί ηθικά και πολιτικά παραδεκτή δράση αριστερών συλλογικοτήτων; Τυχαία ελάχιστοι εκπαιδευτικοί ακολούθησαν; Απλή λογική να δούμε ποιες συγχωνεύσεις κάνουν καλό και ποιες κακό δεν υπάρχει;
Όχι δεν υπάρχει. Στο θέατρο του παραλόγου, οι ηθοποιοί πρωταγωνιστές έχουν μια
κάποια ψυχοπαθολογία. Για να είναι πιο πειστικοί πάντοτε.
Το μεγαλύτερο έλλειμμα της χώρας δεν
είναι το δημοσιονομικό. Είναι το έλλειμμα της κοινής λογικής. Αυτό που κάνει το
αυτονόητο να μοιάζει με επανάσταση και μέτρα όπως η συνένωση των σχολικών
μονάδων να φαίνεται ριζοσπαστική.
Ο σχολικός χάρτης της χώρας μέχρι σήμερα
μοιάζει πολύ με το υπόλοιπο ελληνικό Δημόσιο. Λίθοι, πλίνθοι, κέραμοι, ατάκτως
ερριμμένα. Ένα σχολείο εδώ, ένα γυμνάσιο παραπέρα, πέντε μαθητές στη μια τάξη
και επτά στην άλλη, μισό σχολείο στο ένα χωριό, μισό στο άλλο, δύο λυκειακές
τάξεις στο ένα ξεπεσμένο κεφαλοχώρι και μία στο άλλο, από όπου τυχαίνει να
έλκει την καταγωγή του σημαντικός κομματικός παράγοντας του τόπου. Αυτή
η αυθόρμητη ανοργανωσιά δεν έχει μόνο δυσβάστακτο οικονομικό κόστος. Έχει και
βαριές παιδαγωγικές συνέπειες. Σε άλλες χώρες η συνένωση ,αλλά και ο
διαχωρισμός των σχολείων θα γινόταν κάθε χρόνο και αυτόματα. Μόλις ο πληθυσμός
μιας σχολικής μονάδας έπεφτε κάτω από το κρίσιμο παιδαγωγικό όριο και δεν
υπήρχαν ελπίδες επανάκαμψης, ο σύλλογος γονέων και κηδεμόνων, πρώτος – πρώτος
θα έψαχνε λύσεις για την καλύτερη εκπαίδευση των παιδιών. Θα απευθυνόταν στις
αρμόδιες υπηρεσίες, απαιτώντας τη συγχώνευση του σχολείου τους με κάποιο άλλο,
θα ζητούσε υπηρεσίες μεταφοράς των μαθητών κ.λ.π., έτσι ώστε να μεγιστοποιηθεί
το παιδαγωγικό αποτέλεσμα. Φυσικά, ισχύει και το αντίστροφο – όταν, δηλαδή,
κάποια σχολεία γιγαντώνονται, οι ίδιοι οι γονείς θα πρέπει να ζητούν το
διαχωρισμό των σχολείων.
Στην Ελλάδα οι συνενώσεις των σχολείων
απαιτούν γενναίες πολιτικές αποφάσεις. Αρκετοί γονείς από χωριά ή και αστικά
κέντρα – οι οποίοι μπορεί να οδηγούν καθημερινά πολλά χιλιόμετρα για να πάνε τα
παιδιά τους στο φροντιστήριο, στα αγγλικά, στο πιάνο ή σε παιδικά πάρτι –
αρνούνται να δεχθούν ότι ένα σχολείο με ελάχιστα παιδιά είναι αδύνατον να
συντηρηθεί και να κάνει καλή δουλειά. Έτσι αντιστέκονται δυναμικά στη συνένωση
γυμνασίων με ελάχιστους μαθητές (2 στην Α΄ Γυμνασίου, 0 στη Β΄ και 5 στη Γ΄
Γυμνασίου σε χωριό των Ιωαννίνων), αλλά δεν διεκδικούν καλύτερες συνθήκες
εκπαίδευσης για τα παιδιά τους.
Δίπλα τους χύνουν κροκοδείλια δάκρυα οι
βουλιμικοί για αρμοδιότητες δήμαρχοι και οι πολυποίκιλοι και πολυεπίπεδοι
αυτοδιοικητικοί άρχοντες οι οποίοι με την έως τώρα στάση τους έχουν διαμορφώσει
μια εκρηκτική κατάσταση στο χώρο της εκπαίδευσης, αφού από τη μια παρακρατούν
και διοχετεύουν σε αλλότριες δράσεις τα χρήματα που έρχονται από την κεντρική
κυβέρνηση για λειτουργικές δαπάνες των σχολείων και από την άλλη, χάριν της
ψηφοθηρικής τους αντίληψης τόσα χρόνια διαμόρφωσαν μια τριτοκοσμική κατάσταση
στην υπόθεση μεταφοράς των μαθητών, όπου μικρά παιδιά, δημοτικού,
νηπιαγωγείου, μεταφέρονται με ακατάλληλα αυτοκίνητα, με μεθυσμένους
οδηγούς, με πλασματικές χιλιομετρικές αποστάσεις , με παράλληλες μετακινήσεις
προς την ίδια κατεύθυνση, με αποτέλεσμα το μεταφορικό κόστος να είναι
δυσβάστακτο για τον Έλληνα πολίτη (820.000 ευρώ ετησίως, μόνο για την Α/θμια
Εκπαίδευση Θεσπρωτίας, η οποία αριθμεί μόλις 2500 μαθητές).
Δάσκαλοι και καθηγητές που φοβούνται ότι, δια
των συνενώσεων, θα χάσουν το βόλεμά τους, ωρύονται δήθεν για την καταστροφή που
θα υποστεί η παρεχόμενη εκπαίδευση των μαθητών τους, λόγω των συνενώσεων των
σχολικών μονάδων, ξεχνώντας ότι αυτή η εκπαίδευση την οποία με τόσο πάθος
υποστηρίζουν κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις, με βάση την αξιολόγηση του
ΟΟΣΑ (πρόγραμμα PISA).
Οι αντιδράσεις στις επιχειρούμενες
αλλαγές του σχολικού χάρτη της χώρας είναι φυσιολογικές, αλλά διόλου λογικές. Οι κάτοικοι των χωριών έχουν εθιστεί στη
ρητορεία του πολιτικαντισμού και θέλουν μικρότερες κι εγγύτερες σ’ αυτούς,
σχολικές μονάδες, αντί να απαιτούν καλύτερα σχολεία.
Το χειρότερο όμως όλων είναι ότι αυτός ο συρφετός
αυτοδιοικητικών πολιτικάντηδων και συντεχνιακών εκπαιδευτικών τα παιδιά τους
δεν τα στέλνουν σε αυτά τα σχολεία, για τα οποία κόπτονται για την παιδαγωγική
τους αξία , αλλά τα στέλνουν στα πολυθέσια σχολεία των κοντινών πόλεων. Όμως,
σήμερα συμβαίνει, ανυποψίαστοι γονείς, βολεμένοι εκπαιδευτικοί και
αυτοδιοικητικοί πολιτικάντηδες να παιδαγωγούν τη νέα γενιά στην ανομία.
Στέλνουν τα παιδιά τους στις καταλήψεις, ωθούν τα παιδιά τους σε απεργίες
πείνας, για να μειωθεί περισσότερο το κουτσουρεμένο πανταχόθεν σχολικό έτος. Το
ερώτημα, όμως το οποίο τίθεται είναι, τι ζητούμε σήμερα: «σχολειά
για τα παιδιά μας ή σχολειά για τα χωριά μας;»
Φεγγαράκι µου λαµπρό
Του Τάκη Θεοδωρόπουλου, ΝΕΑ, 21.3.11
«Θέλουν
να µας πάνε σ’ άλλο σχολείο που είναι 300 µέτρα µακριά. Και µετά θα
µας πάνε σ’ ένα άλλο που είναι 500 µέτρα µακριά. Πού θα πάει αυτή η
κατάσταση;». Παρακολουθώντας τον αγανακτισµένο µαθητή στην
τηλεόραση, αναρωτιόµουν πόσα χρόνια σκοπεύει να µείνει στα θρανία για
να προσθέτει µέτρα στις αποστάσεις. Είναι όµως µάλλον βέβαιο ότι
µιλούσε µε τη φωνή µιας Ελλάδας που χρειάζεται αυτοκίνητο ακόµη και για
να πάει ώς το περίπτερο. Ξέρω πως Ελλάδα δεν είναι µόνο η Αθήνα, πως
υπάρχουν αποµακρυσµένα χωριά, οι µαθητές των οποίων ακούν µάλλον
χαµογελώντας ειρωνικά τις καταγγελίες του συνοµήλικού τους.
Ξέρω και άλλα, όλοι τα ξέρουµε. Ξέρουµε, ας πούµε, πως στην Ελλάδα έχουµε περίπου 180.000 διδάσκοντες στην Πρωτοβάθµια και τη ∆ευτεροβάθµια Εκπαίδευση, κάτι πάνω από το 20% των υπαλλήλων του Λεβιάθαν/∆ηµοσίου. Κι ότι έχουµε 15.500 σχολικές µονάδες, ενώ η Βάδη-Βυρτεµβέργη, µε πληθυσµό όσο και η Ελλάδα, έχει µόνο 3.800. Ξέρουµε κι άλλα που, λογικά, θα αποδείκνυαν πως οι συγχωνεύσεις που πάει να εφαρµόσει το υπουργείο Παιδείας, αυτονόητες µεν, µοιάζουν µε ασπιρίνη που χορηγείται σε καρκινοπαθή. Ξέρουµε επίσης πως το πρόβληµα µε την εκπαίδευση δεν είναι εκεί – όµως αυτό δεν το λέµε, γιατί αν το πούµε πρέπει να συµφωνήσουµε πως έχουµε αποτύχει ως κοινωνία. Και στην Ελλάδα του 2011 έχει φωνή µόνον όποιος, κατ’ επάγγελµα, διαφωνεί µε αυτό που συµφωνούν όλοι οι υπόλοιποι, µε την αποτυχία µας δηλαδή.
Ξέρουµε, π.χ., πως όταν η διδακτέα ύλη είναι η «παπαγαλία», τότε, είτε την τάξη την αποτελούν 25 µαθητές είτε 40, το αποτέλεσµα είναι το ίδιο. Αν βέβαια το πούµε αυτό, πρέπει να ψάξουµε και πόσοι απ’ αυτούς τους 180.000
διδάσκοντες είναι σε θέση να υπηρετήσουν µια άλλη εκπαίδευση που δεν στηρίζεται στην παπαγαλία. Κι αυτό, ακόµη κι αν θέλουµε να το µάθουµε, δεν µπορούµε, διότι λέγεται ότι το τελευταίο φύλλο ποιότητας εκπαιδευτικού συντάχθηκε το 1980.
Τι άλλο ξέρουµε; Οτι ο µαθητής είναι σκληρά εργαζόµενος, ότι περνάει τις ηµέρες του τρέχοντας από την τάξη στο φροντιστήριο, για να συναντήσει ενίοτε τον ίδιο καθηγητή που είδε το πρωί στην τάξη, κι από ‘κεί στις «ξένες γλώσσες» για να µάθει αυτό που υποτίθεται πως του µαθαίνει η δωρεάν εκπαίδευση. Και παρότι τα ξέρουµε όλα αυτά – και πολλά ακόµη –, γονείς και διδάσκοντες παροτρύνουν τα παιδιά να αντισταθούν στην απάνθρωπη µεταχείριση που τους επιφυλάσσουν οι συγχωνεύσεις. Και τραγουδώντας όλοι µαζί «φεγγαράκι µου λαµπρό» χορεύουν τον χορό του Ζαλόγγου.
Ξέρω και άλλα, όλοι τα ξέρουµε. Ξέρουµε, ας πούµε, πως στην Ελλάδα έχουµε περίπου 180.000 διδάσκοντες στην Πρωτοβάθµια και τη ∆ευτεροβάθµια Εκπαίδευση, κάτι πάνω από το 20% των υπαλλήλων του Λεβιάθαν/∆ηµοσίου. Κι ότι έχουµε 15.500 σχολικές µονάδες, ενώ η Βάδη-Βυρτεµβέργη, µε πληθυσµό όσο και η Ελλάδα, έχει µόνο 3.800. Ξέρουµε κι άλλα που, λογικά, θα αποδείκνυαν πως οι συγχωνεύσεις που πάει να εφαρµόσει το υπουργείο Παιδείας, αυτονόητες µεν, µοιάζουν µε ασπιρίνη που χορηγείται σε καρκινοπαθή. Ξέρουµε επίσης πως το πρόβληµα µε την εκπαίδευση δεν είναι εκεί – όµως αυτό δεν το λέµε, γιατί αν το πούµε πρέπει να συµφωνήσουµε πως έχουµε αποτύχει ως κοινωνία. Και στην Ελλάδα του 2011 έχει φωνή µόνον όποιος, κατ’ επάγγελµα, διαφωνεί µε αυτό που συµφωνούν όλοι οι υπόλοιποι, µε την αποτυχία µας δηλαδή.
Ξέρουµε, π.χ., πως όταν η διδακτέα ύλη είναι η «παπαγαλία», τότε, είτε την τάξη την αποτελούν 25 µαθητές είτε 40, το αποτέλεσµα είναι το ίδιο. Αν βέβαια το πούµε αυτό, πρέπει να ψάξουµε και πόσοι απ’ αυτούς τους 180.000
διδάσκοντες είναι σε θέση να υπηρετήσουν µια άλλη εκπαίδευση που δεν στηρίζεται στην παπαγαλία. Κι αυτό, ακόµη κι αν θέλουµε να το µάθουµε, δεν µπορούµε, διότι λέγεται ότι το τελευταίο φύλλο ποιότητας εκπαιδευτικού συντάχθηκε το 1980.
Τι άλλο ξέρουµε; Οτι ο µαθητής είναι σκληρά εργαζόµενος, ότι περνάει τις ηµέρες του τρέχοντας από την τάξη στο φροντιστήριο, για να συναντήσει ενίοτε τον ίδιο καθηγητή που είδε το πρωί στην τάξη, κι από ‘κεί στις «ξένες γλώσσες» για να µάθει αυτό που υποτίθεται πως του µαθαίνει η δωρεάν εκπαίδευση. Και παρότι τα ξέρουµε όλα αυτά – και πολλά ακόµη –, γονείς και διδάσκοντες παροτρύνουν τα παιδιά να αντισταθούν στην απάνθρωπη µεταχείριση που τους επιφυλάσσουν οι συγχωνεύσεις. Και τραγουδώντας όλοι µαζί «φεγγαράκι µου λαµπρό» χορεύουν τον χορό του Ζαλόγγου.
Στην Ελλάδα έχει φωνή όποιος, κατ’ επάγγελµα, διαφωνεί µε αυτό που συµφωνούν όλοι οι υπόλοιποι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου