“…Η εντύπωση που μου
έκανε ήταν ακόμα βαθύτερη από εκείνη που περίμενα. Έβλεπα ένα θεόρατο
βράχο που ανέβαινε μέσα από τη θάλασσα…” Κώστας Ουράνης “Ταξίδια στην
Ελλάδα”
Στα ανατολικά παράλια της Λακωνικής χερσονήσου, 20 ναυτικά μίλια
από το ακρωτήριο Μαλέας και 84 από τον Πειραιά στέκεται η Μονεμβασία.
Ο επιβλητικός όγκος του βράχου αναπτύσσεται
κάθετα στην απέναντι Λακωνική γη. Μια στενή λωρίδα γης και γέφυρα μήκους
130μ. (με αμαξωτό δρόμο μέγιστου πλάτους 6 μ), την ενώνει με την
στεριά. Από το γεγονός της μόνης αυτής δυνατότητας σύνδεσής της με την
ξηρά, πήρε και το όνομα της Μονεμβασιά (μόνη έμβαση).
Ο βράχος της Μονεμβασιάς είναι το αποτέλεσμα
ενός ισχυρότατου σεισμού που τοποθετείται χρονολογικά γύρω στο Νοέμβριο
του 375 μ.Χ. Η σεισμική δόνηση προκάλεσε μεγάλες αλλαγές στη γεωλογική
διαμόρφωση του τοπίου. Τα παράλια της Λακωνικής χερσονήσου και ιδιαίτερα
της περιοχής Επιδαύρου Λιμηράς, υπέστησαν καθίζηση. Μεγάλης ιστορικής
σημασίας πόλεις, μερικώς ή ολικώς βυθίστηκαν, όπως η Πλύτρα, ο Ασωπός,
οι Βοίες και η Επίδαυρος Λιμηράς.
Στη Μονεμβασιά η καθίζηση έλαβε χώρα στα κράσπεδα
του βράχου και μόνο προς τη δυτική πλευρά του, οπότε και τα νερά της
θάλασσας τον κάλυψαν. Έτσι ο βράχος της Μονεμβασιάς από το «πέρας στενής
και μακράς χερσονήσου» κατά τον Παυσανία αποκόπτεται από τη Λακωνική
ακτή και παίρνει την μορφή νησίδας.
Ο βράχος της Μονεμβασιάς έχει μήκος 1500 μέτρα
περίπου και μέγιστο πλάτος 600 μέτρα, ενώ το ύψος του αγγίζει τα 200 μ..
Η κορυφή του βράχου είναι επίπεδη, σαν μικρό οροπέδιο, ενώ οι πλάγιές
του γύρω-γύρω σχηματίζουν κατακόρυφους γκρεμούς. Περιλαμβάνει τα δυο
οχυρωμένα, αθέατα από την ξηρά, οικιστικά σύνολα, της Κάτω Πόλης, (ή
οποία καταλαμβάνει έκταση 7.500 τ.μ.) και της Άνω Πόλης, (έκτασης
120.000 τ.μ.) η οποία βρίσκεται στο κεκλιμένο πλάτωμα της κορυφής.
Το
έδαφος είναι κατά βάση πετρώδες, άνυδρο και με αραιή βλάστηση.
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ή Αθηνά Ταρσούλη,: ”Το πετροβουνό είναι χέρσο από παντού γιατί μέσα από το κορμί του καμιά νεροφλέβα δεν περνάει’’.
Οι εδαφολογικές αυτές συνθήκες επηρέασαν καθοριστικά τόσο την
αρχιτεκτονική τυπολογία των κτισμάτων που αναπτύχθηκαν στον οικισμό όσο
και τα υλικά δόμησης αυτών. Ο βράχος προσέφερε απλόχερα την πέτρα του ως
πρώτη ύλη για την οικοδόμηση σπιτιών, που απαραίτητα διέθεταν
τουλάχιστον μια στέρνα το καθένα αφού μοναδική πηγή ύδρευσης της Πόλης
ήταν το βρόχινο νερό.
O Nίκος Καζαντζάκης μια νύχτα που κατέφτασε στη Μονεμβασιά, την είδε ως ’’ένα φοβερό θεριό που ενέδρευε ξαπλωμένο μέσα στο νερό”.
Το δέος του Φώτη Κόντογλου ήταν παρόμοιο. Όταν την αντίκρισε το 1920”..αγριεύτηκε και θάμαξε”. Πράγματι, το σχήμα του βράχου που προσομοιάζει ”τεράστια καρένα καραβιού” κατά τον Κώστα Ουράνη ή “πελώριο πολεμικό κράνος” σύμφωνα με το Στρατή Μυριβήλη, εντυπωσιάζει με τον όγκο και την διαχρονική επιβλητικότητά του.
Παραμένει όμοιο και απαράλλαχτο στη διάρκεια των
αιώνων, ανθεκτικότατο στο χρόνο και την ανθρώπινη επέμβαση, βοηθούμενο
και από τη γεωμορφολογία του (εξαιρετικά απόκρημνο, συμπαγές και χέρσο).
Η Μονεμβασιά απαντάται ήδη από την προϊστορική
περίοδο. Πρωτοκατοικήθηκε πριν από 8.000 χρόνια και πρόκειται για τον
μοναδικό Πρωτοελλαδικό οικισμό στις ανατολικές ακτές της επαρχίας
Επιδαύρου Λιμηράς. Ο Πρωτοελλαδικός πολιτισμός συμπίπτει χρονολογικά με
τον πρώτο Κυκλαδίτικο και τον Πρωτομινωικό πολιτισμό.
Η Μονεμβασιά, τότε Άκρα Μινώα, που παρέμενε ακόμα
στεριά και όχι διαμορφωμένο νησί, αποτέλεσμα σεισμού που έλαβε χώρα
αιώνες αργότερα, αποτέλεσε τον ενδιάμεσο σταθμό ανάμεσα στις χερσαίες
περιοχές της Ελλάδας και στο ήδη ακμάζον δίπτυχο Κυκλάδων- Κρήτης.
Η Μονεμβασιά συνεχίζει να αποτελεί νευραλγικό
σημείο- σταθμό και κατά την διάρκεια της Μυκηναϊκής ή Υστεροελλαδικής
εποχής, καθώς υπήρξε σπουδαίο Μυκηναϊκό κέντρο², εξελισσόμενη σε
πελαγίσιο μονοπάτι μεταξύ του Μυκηναϊκού και Μινωικού
πολιτισμού.Μεταπηδώντας χρονικά στον 4ο αιώνα μ.Χ., οπότε και αλλάζει
ριζικά ο εδαφολογικός χάρτης της περιοχής, κατά τον ισχυρότατο σεισμό
του 375μ.Χ., με την αποκοπή μέρους της στεριάς η Άκρα Μινώα,
μετατρέπεται σε νησί, την Μονεμβασιά. Χρονικά της εποχής, παρέχουν
σχετικά ασφαλείς πληροφορίες για τις συνθήκες κτίσης της πόλης πάνω στον
βράχο.
Οι Λάκωνες που την κατοίκησαν αρχικά, το 582/583
μ.Χ., κατέφυγαν εκεί προκειμένου να αποφύγουν τις επιδρομές των Αβάρων
και των Βησιγότθων. Το μέρος ενδείκνυτο καθώς ήταν παραθαλάσσιο,
δυσπρόσιτο και προσφερόταν για οχύρωση.
Η περιοχή που κατοικήθηκε εκείνη την περίοδο, ήταν ο Γουλάς, ή Πάνω Πόλη του βράχου.
Γουλάς ονομάστηκε από το αλβανικό «Γουλάς» που
σημαίνει οχύρωμα ή, κατ’ άλλους από τη λέξη Γουλί, λόγω της φαλακρότητας
του εδάφους. Οι ανάγκες της εποχής καλούσαν για σύνθετα οχυρωματικά
έργα. Τότε κατασκευάστηκε και η πρώτη γέφυρα που συνέδεε το νησί με την
απέναντι στεριά.
Οι επαφές της πόλης με τον υπόλοιπο κόσμο έγιναν
πυκνότερες, με συνέπεια τον τραγικό αποδεκατισμό των κατοίκων της
Μονεμβασιάς το 746μ.Χ., εξαιτίας λοιμού που μεταδόθηκε από επιβάτες δύο
πλοίων της Σικελίας που στάθμευσαν στο λιμάνι.
Με την τελειοποίηση της άμυνας της και την φυσική
της στρατηγική θέση, η πόλη διαθέτει κάθε λόγο να αποτελέσει κέντρο
επιχειρήσεων και στρατιωτική βάση των Βυζαντινών. Το Βυζαντινό κράτος,
από την αρχή απόδωσε στην Μονεμβασιά την προσήκουσα σημασία, καθιστώντας
την διοικητική έδρα των αυτοκρατορικών κτίσεων στην Πελοπόννησο.
Από νωρίς μετέχει και στα εκκλησιαστικά πράγματα, με
τον πρώτο επίσκοπο της Μονεμβασιάς Πέτρο, να παρίσταται στην
Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 787μ.Χ.
Γύρω στο 878μ.Χ., αναφέρεται η κτίση της
Μονεμβασιάς ως ορμητήριο του βυζαντινού στόλου εναντίον των Αβάρων, υπό
τον ναύαρχο Αδριανό και παρατηρείται δυναμική ανάπτυξη με έντονες
ναυτικές και εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων.
Δημιουργείται έτσι η Κάτω Πόλη, στη ΝΑ ακροθαλασσιά
του νησιού, λίγο μετά το 900μ.Χ., περίπου 300 χρόνια από την χρονολογία
κτίσης της Μονεμβασιάς.Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, η
Μονεμβασιά, αποτελούσε το αντικείμενο του πόθου επίδοξων κατακτητών, οι
οποίοι, συνειδητοποιώντας την γεωπολιτική της σημασία, διαρκώς
προχωρούσαν σε απόπειρες να τη θέσουν υπό την κυριαρχία τους.
Η πρώτη ιστορικά καταγεγραμμένη πολιορκία που
δέχτηκε η πόλη, έλαβε χώρα το 1147μ.Χ., από τον ναύαρχο του βασιλιά της
Σικελίας, Ρογίρο Β’. Η προσπάθεια του ναυάρχου Αντιοχέα, αποδείχτηκε
μάταιη και ξεκινά η μακρά ακολουθία των ξένων δυνάμεων που
επιβουλεύτηκαν την Μονεμβασιά.
Μπορεί να ειπωθεί με ασφάλεια, εξετάζοντας την
ιστορία της περιοχής ανά τους αιώνες που ακολούθησαν, ότι η μοίρα της
Μονεμβασιάς, συνδεόταν παράλληλα με τις σφαίρες επιρροής των εκάστοτε
Μεγάλων Δυνάμεων. Συναντάμε έτσι την Μονεμβασιά κατά περιόδους υπό τους
Φράγκους, τους Βυζαντινούς, τους Ενετούς, τον Πάπα, τους Τούρκους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι περίοδοι κατοχής,
εναλλάσσονταν μεταξύ τους, έτσι ώστε να έχουμε, Α’, Β’ και Γ’ περίοδο
Ενετοκρατίας, Α’ και Β’ περίοδο Τουρκοκρατίας. Διαφαίνεται η σημασία που
αποδιδόταν στο ρόλο της Μονεμβασιάς, η οποία δεν αφηνόταν ποτέ στην
ησυχία της. Η παραμικρή διατάραξη ισορροπιών μεταξύ των Δυνάμεων της
εποχής, την επηρέαζε άμεσα.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό αφορά στους κατοίκους της
Μονεμβασιάς, οι οποίοι, μέσα στο πλαίσιο όλων αυτών των εξελίξεων,
προσπάθησαν και διατήρησαν την ταυτότητά τους. Υποστήριζαν τις θέσεις
τους και καθώς αντιστέκονταν δυναμικά, επετύγχαναν την ικανοποίηση των
αιτημάτων τους για σχετική αυτονομία και διατήρηση των προτέρων
προνομίων τους.
Όταν το 1204μ.Χ. οι Φράγκοι καταλύουν το
βυζαντινό κράτος και γίνεται διανομή των εδαφών, η Πελοπόννησος
αντιστέκεται σθεναρά και η Μονεμβάσια ακόμα περισσότερο.
Ενδεικτικό είναι ότι παρέμεινε απόρθητη για
περισσότερο από 40 χρόνια, κατά την διάρκεια των οποίων βαλλόταν
συνεχώς. Είχε γίνει πλέον θέμα τιμής για τους μεσαιωνικούς Φράγκους
ιππότες, η κατάληψη του Κάστρου(εικ.13).
Το εγχείρημα ήταν δύσκολο, η θέληση των κατοίκων
ωστόσο να παραμείνουν ελεύθεροι, ήταν ακατάβλητη. Αφού αποδείχτηκε ότι η
κατάληψη του κάστρου «δια των όπλων» ήταν αδύνατη, επιλέχτηκε η «δια
της πείνας» οδός.
Το αποκορύφωμα ήρθε κατά την διάρκεια του τρίχρονου
πλήρους αποκλεισμού της πόλης από στεριά και θάλασσα³.(Τα χρονικά της
εποχής εξυμνούν την αυτοθυσία των κατοίκων οι οποίοι, όπως περιγράφει
και το ‘Χρονικό του Μορέως’: «ουκ είχαν τι να φάγουν, εφάγασιν τους
ποντικούς ομοίως και τα κατσία»).
Παρόλο που οι αμυνόμενοι είχαν φτάσει στα όριά τους,
η δεινή τους θέση, δεν τους έκαμψε και αντέταξαν τους όρους τους
απέναντι στους επίσης κουρασμένους και αποθαρρυμένους Φράγκους. Οι
Φράγκοι, με επικεφαλής τον Γουλιέλμο Βιλεαρδουίνο, που είχε ορκιστεί στο
σπαθί του να μην φύγει ποτέ αν δεν καταλάβει το Κάστρο της Μονεμβασιάς
και μην έχοντας επιτύχει κανένα πλεονέκτημα κατά τη διάρκεια της
πολιορκίας, ικανοποίησαν με ανακούφιση όλους τους όρους και στα τέλη του
1248μ.Χ., μπήκαν επιτέλους στο Κάστρο.
Οι όροι συμπεριλάμβαναν τη διατήρηση της ελευθερίας
τους, την απαλλαγή από την φορολογία και από την υποχρέωση να υπηρετούν
στο στράτευμα του κατακτητή. Γρήγορα όμως, μόλις 10 χρόνια αργότερα, η
Βυζαντινή αυτοκρατορία επανακάμπτει.
Η Μονεμβασιά ελευθερώνεται και το Βυζάντιο
ξαναποκτά το σημαντικό του προγεφύρωμα στην Πελοπόννησο, με στόχο την
τελική εκδίωξη των Φράγκων από την περιοχή. Η Κωνσταντινούπολη
υποστηρίζει με κάθε τρόπο το προπύργιό της.
Παραχωρούνται διοικητικά, εκκλησιαστικά και
οικονομικά προνόμια στη Μονεμβασιά, με ειδικά αυτοκρατορικά Διατάγματα.
Σε αυτά εξασφαλιζόταν τελωνιακή ατέλεια στα Μονεμβασίτικα εμπορεύματα,
φορολογικές απαλλαγές και ελεύθερη κίνηση των πλοίων της πόλης χωρίς
καμιά οικονομική υποχρέωση σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας.
Η περιοχή ακμάζει εξαιρετικά, σε τέτοιο σημείο
που το χρονικό διάστημα μεταξύ 13ου και 14ου αιώνα να αποκαλείται ο
χρυσός αιώνας της πόλης. Στα κείμενα απαντάται ως το «περιώνυμο
άστυ»(εικ.14).
Κατά την περίοδο αυτή στην περιορισμένη έκταση του βράχου, υπήρχαν 8.000 κατοικίες και 40 εκκλησίες,
οπότε και υιοθετήθηκαν οι θολωτές καμάρες και οι δρομικές, έτσι ώστε
ακόμα και οι δρόμοι να αξιοποιηθούν οικοδομικά. Στην πόλη διαμένουν κατά
καιρούς, οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες και ο γιος του Διοικητή της
Μονεμβασιάς, Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός, στέφεται αυτοκράτορας του
Βυζαντίου το 1341μ.Χ.
Η οικονομία της Μονεμβασιάς είναι ιδιαίτερα
ανθηρή αυτή την περίοδο. Εξαιτίας και των ειδικών προνομίων, «έρρεεν ο
χρυσός και ο άργυρος εις το πολύβοο παζάρι της Μονεμβασιάς…», σύμφωνα με
την περιγραφή του Μιτσάκη και η Βενετία της Ανατολής (χαρακτηρισμός της
Μονεμβασιάς εκείνη την εποχή), έχει κάθε λόγο να ευημερεί, με την φήμη
της να ξεπερνά τα σύνορα του Βυζαντίου, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα.
Η κινητικότητα του εμποροναυτικού στόλου που
διαθέτει, συντείνει και στις εξαγωγές του περίφημου κρασιού μαλβάζια
(vinum malvasium) που ήταν προϊόν τοπικής προέλευσης, αποτελούσε αγαθό
πολυτελείας και χρησιμοποιείτο στα τραπέζια ηγεμόνων και βασιλέων.Το
κρασί αυτό προερχόταν από την ποικιλία θράψα, ήταν χρώματος
ασπροκόκκινου και γλυκό στην γεύση.
Παρασκευαζόταν από οινοποιούς της περιοχής, αποκαλείτο δε «ο ανθοσμίας των αρχαίων».
(Είναι γνωστή η αναφορά του Shakespeare στο συγκεκριμένο κρασί, στο έργο του «Ριχάρδος ο Γ’».)
Δυστυχώς για εμάς τους νεότερους, ο τρόπος
παρασκευής του συγκεκριμένου κρασιού παραμένει άγνωστος, καθώς οι
Τούρκοι απαγόρευσαν την παραγωγή του το 1545.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου