Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ η MONEMVASIA κειμενα απο το δικτυο φωτογραφιες δικες μου

Μονεβασιά

Στην Μονεμβασιά συνυπάρχουν: η μοναδική γεωμορφία του βράχου μαζί με τα ανθρώπινα τεχνικά οχυρωματικά έργα. Έτσι, σαν πλωτό φρούριο, βρέθηκε στην ρότα του θαλάσσιου εμπορίου μεταξύ ανατολής και δύσης.

Τα ονόματα της πολλά σαν τους αφέντες της, Μονεμβάσια, Μονεμβασία, Μαλβάζια, Μαλβαζούϊ, Μονεμβασσιά, Μονεμβάσσια, Μικρό Γιβραλτάρ αλλά και Βράχος). Στην αρχαιότητα ονομαζόταν “Άκρα Μίνωα” όπως περιγράφει στα Λακωνικά ο Παυσανίας και ήταν ενωμένη σε μεγάλο μήκος με την ξηρά. Βρίσκεται πολύ κοντά στην αρχαία Επίδαυρο Λιμηράς, χαλάσματα της οποίας σώζονται ως σήμερα.
Το 375μ.χ. αποκόπηκε από την Λακωνία, μετά από έναν τρομερό σεισμό, και πήρε τη μορφή που βλέπουμε σήμερα, όπως ακριβώς συνέβη και με την Ελαφόνησο νοτιότερα. Κατά τον μεσαίωνα κατοικήθηκε, οχυρώθηκε και γνώρισε μεγάλη ακμή.
Περιτριγυρισμένη από ορμητήρια πειρατών και κουρσάρων η Μονεμβασιά δεν θα επιβίωνε χωρίς τον βράχο.
Σήμερα στον βράχο συνυπάρχουν δύο κόσμοι:
Η, με ανθρώπων έργα, περιτοιχισμένη “κάτω πόλη”. Είναι κτισμένη δίπλα στην θάλασσα, στην νοτιοανατολική πλευρά του Βράχου, με άριστα συντηρημένα και αναπαλαιωμένα κτίσματα από μια μοναδική ελληνική αρχιτεκτονική με άρωμα Αιγαίου και πέτρας. Πλημμυρισμένη με τη βουή της θάλασσας και των πολλών ανθρώπων το αρμένισμα.
Η “Άνω Πόλη”. Είναι κτισμένη στην πάνω πλευρά του βράχου, με θέα, από ψηλά, το Μυρτώο πέλαγος. Αποτελεί απόρθητο φυσικό οχυρό, με αρκετά χαλάσματα αλλά και ελάχιστα κτίσματα να διασώζονται ως σήμερα. Το ανέβασμα γίνεται περπατώντας μέσα από την πολύβουη “κάτω πόλη”. Φτάνοντας πάνω ακούς τον δυνατό αέρα του Μυρτώου που σε αναγκάζει να κοιτάς προς το Νότο, προς τον κάβο Μαλιά και νιώθεις ότι τίθεσαι φρουρός του βράχου ατενίζοντας τον ορίζοντα, για Πειρατές, σίγουρα αξίζει τον κόπο.

   
Στα Βόρεια του Βράχου βρίσκεται η παλιά Μονεμβασιά καθώς και το μοναδικό φιόρδ, στην Ελλάδα, αυτό του Γέρακα (Ιέρακας). Στα Νότια βρίσκεται ο Κάβο Μαλιάς (Άκρα Μαλέα), τα Κύθηρα και η Ελαφόνησος. Στα Ανατολικά απλώνεται το Μυρτώο πέλαγος ως την Μήλο και την Κίμωλο. Τέλος στα Δυτικά ο Πάρνωνας ορθώνει το ανάστημά του.
Στην Μονεμβασσιά γεννήθηκε και έζησε ο μεγάλος ποιητής Γιάννης Ρίτσος και ο τάφος του βρίσκεται, έξω από τα τείχη, στο κοιμητήριο του Βράχου.
Στα νεότερα χρόνια, δημιουργήθηκε ο οικισμός “Γέφυρα”, ο οποίος πήρε το όνομά του από τη γέφυρα που υπήρχε και συνέδεε το Βράχο με την υπόλοιπη Πελοπόννησο, η οποία, λιθόκτιστη πια, έχει αντικαταστήσει την παλαιότερη εκεί οχύρωση με ξύλινο καταπέλτη-γέφυρα.


Monemvasia
Τώρα είναι ξένοι που αναστυλώνουν την Μονεμβάσια, αλλοδαποί η Έλληνες της Αθήνας. Τους έλκει η ομορφιά και ο ρομαντισμός της παλιά τόσο σημαντικής πόλης. Αλλά αυτή η έλξη δεν είναι κάτι νέο για την Μονεμβάσια...

Η πληροφορίες αυτής της σελίδας είναι από το βιβλίο:
Μονεμβάσια-Ιστορία και περιγραφή της πόλεως,
Γραμμένο από : Rainer W. Klaus + Ulrich Steinmueller.


H αποίκηση του βράχου στα 300 μέτρα ύψος κ 1,80 χιλιόμετρα μακρός απόκρημνος βράχος προ των ακτών Της Πελοποννήσου, ήταν ήδη από την αρχαιότητα γνωστός και η δυνατότητες του αξιοποιήθηκαν ανάλογα. Η μετοίκηση πάνω στο βράχο της Μονεμβάσιας θα έπρεπε να άρχισε το έτος 583 η πρώτη, από την βυζαντινή εποχή προερχόμενη, αποίκηση στον βράχο, στην ελαφρώς κυρτή υψηλή περιοχή από κάτοικους των γύρω συνοικισμών Της στεριάς που είχαν καταφύγει εκεί από τις επιθέσεις των Σλάβων και Αράβων.
Το έτος 746 ξέσπασε στην εγγύς Ανατολή η πανούκλα, η οποία προερχόμενη από την Σικελία και Καλαβρία, μέσω των Περιοδευόντων εμπόρων, έφτασε στην Μονεμβάσια το 747. Από εδώ ξαπλώθηκε η αρρώστια σε όλη την Ελλάδα. Ιδιαιτέρως καταστρεπτικό θέρισμα έκανε στη Μονεμβάσια, στην ανατολική ακτή της Πελοποννήσου και στις Κυκλάδες. Βυζαντινοί στοριογράφοι εξιστορούν ότι πολύ λίγοι κάτοικοι επέζησαν της επιδημίας και ότι ολόκληρες περιοχές, Ιδιαιτέρως στη νότια Πελοπόννησο άδειασαν από ανθρώπους. Η Μονεμβάσια θα πρέπει μέσα σε λίγο χρόνο όχι μόνο να συνήλθε από αυτό το δυνατό κτύπημα αλλά και να απόκτησε ξανά την παλιά της αίγλη και μάλιστα να την ξεπέρασε.
Η ευημερία των κατοίκων της έκανε τους Άραβες πειρατές, οι οποίοι ήταν επικίνδυνοι, την εποχή εκείνη, για όλη την Μεσόγειο, να βλέπουν την Μονεμβάσια με ζηλόφθονο μάτι. Παρ'ολες τις επιθέσεις, τα αραβικά πειρατικά πλοία, εν όψη των απόρθητων τειχών της και την σθεναρή αντίσταση των κατοίκων της, αναγκάσθηκαν να παραιτηθούν των σκοπών τους και να αποσυρθούν. Το ίδιο έπαθαν και οι Νορμανδοί, οι οποίοι με Βασιλιά τον Ρογκαν τον 2ο προσπάθησαν να υπερβάλουν την επιτυχία των Νορμανδών της δυτικής Ευρώπης, που κατέλαβαν την Αγγλία το 1066 και απείλησαν να καταλάβουν και αυτό ακόμη Βυζάντιο. Το έτος 1147 κατέπλευσαν προ της Μονεμβάσιας τα Νορμανδικά πλοία, τα οποία ένα έτος πριν είχαν κατακτήσει και Λεηλατήσει την Κέρκυρα και τις δυτικές ακτές της Ελλάδος. Οι κάτοικοι όμως αυτού του άπαρτου βράχου στάθηκαν θαρραλέα μπροστά τους, κτυπώντας τους επιτιθεμένους και αναγκάζοντας τους να υποχωρήσουν με μεγάλες απώλειες.

Η κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Σταυροφόρους
(1248-1263)

Όταν , το έτος 1204 οι δυτικοευρωπαίοι Ιππότες της τετάρτης Σταυροφορίας, με διαταγή του Δόγη της Βενετίας, κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και κατέστρεψαν την βυζαντινή Αυτοκρατορία, αντί να συναγωνισθούν τους Τούρκους για την κατάληψη της Ιερουσαλήμ, άρχισε τότε για την Μονεμβάσια μια εποχή κατά την οποία η σπουδαιότητα της έγινε ακόμη περισσότερο αισθητή. Οι Σταυροφόροι, οι ονομαζόμενοι και Φράγκοι, μέσα σε λίγο διάστημα κατέλαβαν σχεδόν όλη την Ελλάδα. Από τις άλλοτε βυζαντινές κτήσεις, έμειναν υπό ελληνική κυριαρχία μόνον το Δεσποτάτο της Ηπείρου, στα βορειοδυτικά της σημερινής Ελλάδας και οι πόλεις Κόρινθος, Ναύπλιον, Αργος και Μονεμβάσια. Ο αποκλεισμός άρχισε το έτος 1246 και διήρκεσε τρία χρόνια χωρίς οι πολιορκητές να σημειώσουν μεγάλες επιτυχίες. Μπορούσαν βέβαια τα βενετσιάνικα πλοία να εμποδίσουν να φτάσουν προμήθειες στην πόλη από θαλάσσης, αλλά οι Μονεμβασίτες είχαν ήδη παρακαταθήκες από εφόδια και προμήθειες. Το έτος 1249 έγινε η παράδοση και στους κάτοικους αφέθηκε η εκλογή αν θέλουν να μεταναστεύσουν μαζί με τους δημόσιους υπάλληλους τους.
Έτσι η φραγκική κυριαρχία κράτησε, για την Μονεμβάσια, μόνο 14 χρόνια χωρίς να αφήσει ορατά ίχνη σήμερα στην πόλη κ' τελείωσε με την παράδοση της πόλης το 1263 στο Βυζάντιο.
Δεύτερη κυριαρχία των Βυζαντινών (1263-1460)

Η παράδοση αυτών των τριών πόλεων στους Βυζαντινούς είχε σαν συνέπεια αποφασιστικές αλλαγές, διότι ήταν το πρώτο βήμα για την επανακατακτηση της Ελλάδας. Η Μονεμβάσια ήταν το σημαντικότερο λιμάνι αυτού του Δεσποτάτου και σαν τέτοιο ήξερε να εξασφαλίζει πολλά ειδικά προνόμια για τους πολίτες της. Ο 14ος αιώνας, ο οποίος έφερε στο Μοριά μια σχετικά πολιτική σταθερότητα, κατά την διάρκειαν της κυριαρχίας των Δεσποτών του Μιστρά, σήμανε για την Μονεμβάσια τη εποχή της μεγαλύτερης άνθησης της. Η Μονεμβάσια έμεινε μέχρι το έτος 1460 υπό ελληνική κυριαρχία.

Αμυντική συμμαχία με την Δύση (1460-1540)

Η Μονεμβάσια ήταν τώρα πλέον πραγματικά μόνη της για να αντιμετωπίσει την απειλή των Τούρκων, η οποία μόνον προσωρινά φάνηκε ότι παρήλθε.
Μέσα σ'αυτην την κατάσταση, φάνηκε μια ομάδα, από τις πολλές που υπήρχαν, Καταλανων Μισθοφόρων οι οποίοι στην Ελλάδα τότε εντασοταν στην διάθεση καθε  πλευράς (Φράγκων, Ελλήνων, Τούρκων)προ των πυλών της Μονεμβάσιας. Όμως πολύ γρήγορα αποδείχθηκε ότι ο Καταλανος αυτός ήταν ένας ποταπός τυραννίσκος και δικτάτορας τον οποίον οι υπερήφανοι Μονεμβασίτες έδιωξαν τόσο γρήγορα όσο γρήγορα τον κάλεσαν να τους προστατεύσει. Μια επόμενη προσπάθεια για να προστατεύσουν την πόλη τους, ήταν να υποταχθούν στον Πανυψηλοτατο Παπα της Ρώμης Πιον τον 2ο, ο οποίος έσπευσε χωρίς αναβολή, να στείλει έναν Παπικό Κυβερνήτη στη Μονεμβάσια, αυτόν τον προμαχώνα της ορθοδοξίας, για να την φέρει κάτω από την τιάρα του.
Έτσι μετά από τέσσερα χρόνια αναγκάσθηκε ο αρμοστής του Παπα το έτος 1464 να εγκαταλείψει την θέση του, ολιγότερο από δική του θέληση, παρά περισσότερο από αδυναμία και έλλειψη βοηθείας, όπως ένας Έλληνας ιστοριογράφος αναφέρει.

Η τελευταία προσπάθεια για έναν προστάτη απέμεινε μόνον η δυνατότερη θαλασσοκράτειρα στην ανατολική Μεσόγειο: η Βενετία. Βοηθούμενη από έναν φοβερό σε δύναμη πολεμικό στόλο, αντιλαμβανόταν τούτη η Δημοκρατία του Αγ. Μάρκου ήδη από το έτος 1000, ότι είναι σε θέση να αναπτύξει μια μεγάλη ανατολικομεσογειακη Αυτοκρατορία. Αν και η συνεχής κατάκτηση όλο και περισσότερων εδαφών από την οθωμανικήν Αυτοκρατορία, ήδη από τον 13ο αιώνα, σήμαινε αδυναμία της βενετσιάνικης δύναμης, η Μονεμβάσια υπό την κυριαρχία των Βενετών από το έτος 1464 μέχρι το 1540 έζησε ογδόντα χρόνια σχεδόν μια περίοδο ησυχίας και προόδου.
Η Μονεμβάσια υπό την κυριαρχία των Τούρκων
(1540-1690)

Στις 2 Οκτωβρίου 1540 παραδοθηκε το Κάστρο και η Μονεμβάσια στους Τούρκους. Από αυτήν την ημέρα άρχισε για την Μονεμβάσια μια νέα εποχή στην πολυτάραχη ιστορία της.
Το τάγμα των Ιωαννιτων με το μεγάλο αρχηγό Λα Βαλέττα το έτος 1554 κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες, ώστε να εκδιώξει τους Τούρκους, αλλά όπως πολλοί επιτεθεντες πριν απ'αυτους, αναγκάσθηκε και το Τάγμα αυτό των Ιωαννιτων να φύγει άπρακτο. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι κάτοικοι Της Μονεμβάσιας ως φαίνετε δεν έκαναν καμία προσπάθεια ώστε να συνδεθούν με τους επιδρομείς Χριστιανούς για να ελευθερωθούν.
Επανακαταληψη της Μονεμβάσιας υπό των Βενετών
(1690-1715)

Και στις επόμενες εκατονταετίες έγιναν επανειλημμένως προσπάθειες για επανακαταληψη της Μονεμβάσιας. Τα έτη 1653, 1654, 1655 και 1687 Κατέπλευσαν βενετσιάνικα πλοία και στρατιωτικές μονάδες μπροστά στη πόλη. Το έτος 1690 κατεληφθηκε όλη η περιοχή από τους Βενετούς, εκτός της Μονεμβάσιας. Τελικά η παλαιά μέθοδος με βομβαρδισμό των εγκαταστάσεων του Κάστρου και της πόλης, εν συνδυασμό με την πείνα των κατοίκων λόγω της πολιορκίας, απέδωσαν καρπούς.
Οι Βενετοί έγιναν κυρίαρχοι και απέκτησαν, μετά από έναν μακροχρόνιο πόλεμο, μια χώρα έρημη, χωρίς σχεδόν κάτοικους, γι'αυτό το σκοπό μετέφεραν αποίκους από άλλα μέρη της Μεσόγειου στο Μοριά. Στην γύρω περιοχή της πολης εγκατέστησαν, κύριος Αλβανούς.

Η δεύτερη κυριαρχία των τούρκων στη Μονεμβάσια
(1715-1821)

Το καλοκαίρι του έτους 1715 πλησίαζε ένα ισχυρό τούρκικο στρατιωτικό τμήμα την Μονεμβάσια. Την στιγμή που ο Τούρκος διοικητής εκπονούσε τα σχέδια για πολιορκία η για επίθεση, παρουσιάσθηκε ο Βένετος διοικητής Φεντερίκο Μπαντοερ και του πρότεινε με διαπραγματεύσεις να του παραδώσει την πόλη έναντι ενός σοβαρού χρηματικού ποσού. Κατά την διάρκεια της δεύτερης τούτης τούρκικης κυριαρχίας Βυθίστηκε η Μονεμβάσια στην παρακμή και την αφάνεια.
Οι κάτοικοι όλο και λιγόστευαν. Το έτος 1770 τολμήθηκε μια εξεγερση με αρχηγό το Ρώσο Αλέξιο Ορλωφ, σε συνάρτηση με μια τότε τουρκορωσικη διένεξη, από Έλληνες και Αλβανούς κατοίκους του Μοριά εναντίον της τουρκικής Κυβέρνησης, η οποία πνίγηκε κυριολεκτικά στο αίμα, αφότου οι Ρώσοι έφυγαν και εγκατελειψαν πάλι την χώρα. Η Μονεμβάσια άδειασε τόσο ώστε το έτος 1804 από τα 350 ακόμη τότε κατοικήσιμα σπίτια της πόλης, μόνο στα έξι κατοικούσαν Έλληνες.
Μια ασήμαντη μικρή πόλη
Η Μονεμβάσια μετά την απελευθέρωση 1821

Ήταν το πρώτο φρούριο, το οποίον έπρεπε οι Τούρκοι να παραδώσουν, το καλοκαίρι του 1821. Αρκετές ελληνικές οικογένειες , οι οποίες είχαν καταφύγει το 1770 στις Σπέτσες, την Ύδρα, την Αίγινα και σε άλλα νησιά, μετά την απελευθέρωση της πόλης, γύρισαν πίσω στη πατρίδα τους.
Όλο τον 19ο αιώνα έμεινε η Μονεμβάσια μια ασήμαντη μικρή επαρχιακή πόλη, η οποία ούτε καν μια καλή ακτοπλοϊκή σύνδεση είχε με τα άλλα λιμάνια της Ελλάδας. Το έτος 1911 εγκατέλειψαν οι τελευταίοι κάτοικοι το πλάτωμα στην κορυφή του βράχου, το οποίον από τότε είναι μόνο μια πεδιάδα από ερείπια. Η ελληνική στατιστική υπηρεσία αναφέρει 32 μόνον κάτοικους στο βράχο το έτος 1971 που είναι και η μεγαλύτερη πληθυσμιακή πτώση εκεί.
Τώρα είναι ξένοι που αναστυλώνουν την Μονεμβάσια, αλλοδαποί η Έλληνες της Αθήνας. Τους έλκει η ομορφιά και ο ρομαντισμός της παλιά τόσο σημαντικής πόλης. Αλλά αυτή η έλξη δεν είναι κάτι νέο για την Μονεμβάσια...

“…Η εντύπωση που μου έκανε ήταν ακόμα βαθύτερη από εκείνη που περίμενα. Έβλεπα ένα θεόρατο βράχο που ανέβαινε μέσα από τη θάλασσα…” Κώστας Ουράνης “Ταξίδια στην Ελλάδα”
Στα ανατολικά παράλια της Λακωνικής χερσονήσου, 20 ναυτικά μίλια από το ακρωτήριο Μαλέας και 84 από τον Πειραιά στέκεται η Μονεμβασία.

Ο επιβλητικός όγκος του βράχου αναπτύσσεται κάθετα στην απέναντι Λακωνική γη. Μια στενή λωρίδα γης και γέφυρα μήκους 130μ. (με αμαξωτό δρόμο μέγιστου πλάτους 6 μ), την ενώνει με την στεριά. Από το γεγονός της μόνης αυτής δυνατότητας σύνδεσής της με την ξηρά, πήρε και το όνομα της Μονεμβασιά (μόνη έμβαση).

Ο βράχος της Μονεμβασιάς είναι το αποτέλεσμα ενός ισχυρότατου σεισμού που τοποθετείται χρονολογικά γύρω στο Νοέμβριο του 375 μ.Χ. Η σεισμική δόνηση προκάλεσε μεγάλες αλλαγές στη γεωλογική διαμόρφωση του τοπίου. Τα παράλια της Λακωνικής χερσονήσου και ιδιαίτερα της περιοχής Επιδαύρου Λιμηράς, υπέστησαν καθίζηση. Μεγάλης ιστορικής σημασίας πόλεις, μερικώς ή ολικώς βυθίστηκαν, όπως η Πλύτρα, ο Ασωπός, οι Βοίες και η Επίδαυρος Λιμηράς.
Στη Μονεμβασιά η καθίζηση έλαβε χώρα στα κράσπεδα του βράχου και μόνο προς τη δυτική πλευρά του, οπότε και τα νερά της θάλασσας τον κάλυψαν. Έτσι ο βράχος της Μονεμβασιάς από το «πέρας στενής και μακράς χερσονήσου» κατά τον Παυσανία αποκόπτεται από τη Λακωνική ακτή και παίρνει την μορφή νησίδας.
Ο βράχος της Μονεμβασιάς έχει μήκος 1500 μέτρα περίπου και μέγιστο πλάτος 600 μέτρα, ενώ το ύψος του αγγίζει τα 200 μ.. Η κορυφή του βράχου είναι επίπεδη, σαν μικρό οροπέδιο, ενώ οι πλάγιές του γύρω-γύρω σχηματίζουν κατακόρυφους γκρεμούς. Περιλαμβάνει τα δυο οχυρωμένα, αθέατα από την ξηρά, οικιστικά σύνολα, της Κάτω Πόλης, (ή οποία καταλαμβάνει έκταση 7.500 τ.μ.) και της Άνω Πόλης, (έκτασης 120.000 τ.μ.) η οποία βρίσκεται στο κεκλιμένο πλάτωμα της κορυφής.

Το έδαφος είναι κατά βάση πετρώδες, άνυδρο και με αραιή βλάστηση.
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ή Αθηνά Ταρσούλη,: ”Το πετροβουνό είναι χέρσο από παντού γιατί μέσα από το κορμί του καμιά νεροφλέβα δεν περνάει’’. Οι εδαφολογικές αυτές συνθήκες επηρέασαν καθοριστικά τόσο την αρχιτεκτονική τυπολογία των κτισμάτων που αναπτύχθηκαν στον οικισμό όσο και τα υλικά δόμησης αυτών. Ο βράχος προσέφερε απλόχερα την πέτρα του ως πρώτη ύλη για την οικοδόμηση σπιτιών, που απαραίτητα διέθεταν τουλάχιστον μια στέρνα το καθένα αφού μοναδική πηγή ύδρευσης της Πόλης ήταν το βρόχινο νερό.

O Nίκος Καζαντζάκης μια νύχτα που κατέφτασε στη Μονεμβασιά, την είδε ως ’’ένα φοβερό θεριό που ενέδρευε ξαπλωμένο μέσα στο νερό”.
Το δέος του Φώτη Κόντογλου ήταν παρόμοιο. Όταν την αντίκρισε το 1920”..αγριεύτηκε και θάμαξε”. Πράγματι, το σχήμα του βράχου που προσομοιάζει ”τεράστια καρένα καραβιού” κατά τον Κώστα Ουράνη ή “πελώριο πολεμικό κράνος” σύμφωνα με το Στρατή Μυριβήλη, εντυπωσιάζει με τον όγκο και την διαχρονική επιβλητικότητά του.
Παραμένει όμοιο και απαράλλαχτο στη διάρκεια των αιώνων, ανθεκτικότατο στο χρόνο και την ανθρώπινη επέμβαση, βοηθούμενο και από τη γεωμορφολογία του (εξαιρετικά απόκρημνο, συμπαγές και χέρσο).

Η Μονεμβασιά απαντάται ήδη από την προϊστορική περίοδο. Πρωτοκατοικήθηκε πριν από 8.000 χρόνια και πρόκειται για τον μοναδικό Πρωτοελλαδικό οικισμό στις ανατολικές ακτές της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς. Ο Πρωτοελλαδικός πολιτισμός συμπίπτει χρονολογικά με τον πρώτο Κυκλαδίτικο και τον Πρωτομινωικό πολιτισμό.
Η Μονεμβασιά, τότε Άκρα Μινώα, που παρέμενε ακόμα στεριά και όχι διαμορφωμένο νησί, αποτέλεσμα σεισμού που έλαβε χώρα αιώνες αργότερα, αποτέλεσε τον ενδιάμεσο σταθμό ανάμεσα στις χερσαίες περιοχές της Ελλάδας και στο ήδη ακμάζον δίπτυχο Κυκλάδων- Κρήτης.

Η Μονεμβασιά συνεχίζει να αποτελεί νευραλγικό σημείο- σταθμό και κατά την διάρκεια της Μυκηναϊκής ή Υστεροελλαδικής εποχής, καθώς υπήρξε σπουδαίο Μυκηναϊκό κέντρο², εξελισσόμενη σε πελαγίσιο μονοπάτι μεταξύ του Μυκηναϊκού και Μινωικού πολιτισμού.Μεταπηδώντας χρονικά στον 4ο αιώνα μ.Χ., οπότε και αλλάζει ριζικά ο εδαφολογικός χάρτης της περιοχής, κατά τον ισχυρότατο σεισμό του 375μ.Χ., με την αποκοπή μέρους της στεριάς η Άκρα Μινώα, μετατρέπεται σε νησί, την Μονεμβασιά. Χρονικά της εποχής, παρέχουν σχετικά ασφαλείς πληροφορίες για τις συνθήκες κτίσης της πόλης πάνω στον βράχο.

Οι Λάκωνες που την κατοίκησαν αρχικά, το 582/583 μ.Χ., κατέφυγαν εκεί προκειμένου να αποφύγουν τις επιδρομές των Αβάρων και των Βησιγότθων. Το μέρος ενδείκνυτο καθώς ήταν παραθαλάσσιο, δυσπρόσιτο και προσφερόταν για οχύρωση.
Η περιοχή που κατοικήθηκε εκείνη την περίοδο, ήταν ο Γουλάς, ή Πάνω Πόλη του βράχου.
Γουλάς ονομάστηκε από το αλβανικό «Γουλάς» που σημαίνει οχύρωμα ή, κατ’ άλλους από τη λέξη Γουλί, λόγω της φαλακρότητας του εδάφους. Οι ανάγκες της εποχής καλούσαν για σύνθετα οχυρωματικά έργα. Τότε κατασκευάστηκε και η πρώτη γέφυρα που συνέδεε το νησί με την απέναντι στεριά.
Οι επαφές της πόλης με τον υπόλοιπο κόσμο έγιναν πυκνότερες, με συνέπεια τον τραγικό αποδεκατισμό των κατοίκων της Μονεμβασιάς το 746μ.Χ., εξαιτίας λοιμού που μεταδόθηκε από επιβάτες δύο πλοίων της Σικελίας που στάθμευσαν στο λιμάνι.
Με την τελειοποίηση της άμυνας της και την φυσική της στρατηγική θέση, η πόλη διαθέτει κάθε λόγο να αποτελέσει κέντρο επιχειρήσεων και στρατιωτική βάση των Βυζαντινών. Το Βυζαντινό κράτος, από την αρχή απόδωσε στην Μονεμβασιά την προσήκουσα σημασία, καθιστώντας την διοικητική έδρα των αυτοκρατορικών κτίσεων στην Πελοπόννησο.
Από νωρίς μετέχει και στα εκκλησιαστικά πράγματα, με τον πρώτο επίσκοπο της Μονεμβασιάς Πέτρο, να παρίσταται στην Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 787μ.Χ.

Γύρω στο 878μ.Χ., αναφέρεται η κτίση της Μονεμβασιάς ως ορμητήριο του βυζαντινού στόλου εναντίον των Αβάρων, υπό τον ναύαρχο Αδριανό και παρατηρείται δυναμική ανάπτυξη με έντονες ναυτικές και εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων.
Δημιουργείται έτσι η Κάτω Πόλη, στη ΝΑ ακροθαλασσιά του νησιού, λίγο μετά το 900μ.Χ., περίπου 300 χρόνια από την χρονολογία κτίσης της Μονεμβασιάς.Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, η Μονεμβασιά, αποτελούσε το αντικείμενο του πόθου επίδοξων κατακτητών, οι οποίοι, συνειδητοποιώντας την γεωπολιτική της σημασία, διαρκώς προχωρούσαν σε απόπειρες να τη θέσουν υπό την κυριαρχία τους.
Η πρώτη ιστορικά καταγεγραμμένη πολιορκία που δέχτηκε η πόλη, έλαβε χώρα το 1147μ.Χ., από τον ναύαρχο του βασιλιά της Σικελίας, Ρογίρο Β’. Η προσπάθεια του ναυάρχου Αντιοχέα, αποδείχτηκε μάταιη και ξεκινά η μακρά ακολουθία των ξένων δυνάμεων που επιβουλεύτηκαν την Μονεμβασιά.
Μπορεί να ειπωθεί με ασφάλεια, εξετάζοντας την ιστορία της περιοχής ανά τους αιώνες που ακολούθησαν, ότι η μοίρα της Μονεμβασιάς, συνδεόταν παράλληλα με τις σφαίρες επιρροής των εκάστοτε Μεγάλων Δυνάμεων. Συναντάμε έτσι την Μονεμβασιά κατά περιόδους υπό τους Φράγκους, τους Βυζαντινούς, τους Ενετούς, τον Πάπα, τους Τούρκους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι περίοδοι κατοχής, εναλλάσσονταν μεταξύ τους, έτσι ώστε να έχουμε, Α’, Β’ και Γ’ περίοδο Ενετοκρατίας, Α’ και Β’ περίοδο Τουρκοκρατίας. Διαφαίνεται η σημασία που αποδιδόταν στο ρόλο της Μονεμβασιάς, η οποία δεν αφηνόταν ποτέ στην ησυχία της. Η παραμικρή διατάραξη ισορροπιών μεταξύ των Δυνάμεων της εποχής, την επηρέαζε άμεσα.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό αφορά στους κατοίκους της Μονεμβασιάς, οι οποίοι, μέσα στο πλαίσιο όλων αυτών των εξελίξεων, προσπάθησαν και διατήρησαν την ταυτότητά τους. Υποστήριζαν τις θέσεις τους και καθώς αντιστέκονταν δυναμικά, επετύγχαναν την ικανοποίηση των αιτημάτων τους για σχετική αυτονομία και διατήρηση των προτέρων προνομίων τους.

Όταν το 1204μ.Χ. οι Φράγκοι καταλύουν το βυζαντινό κράτος και γίνεται διανομή των εδαφών, η Πελοπόννησος αντιστέκεται σθεναρά και η Μονεμβάσια ακόμα περισσότερο.
Ενδεικτικό είναι ότι παρέμεινε απόρθητη για περισσότερο από 40 χρόνια, κατά την διάρκεια των οποίων βαλλόταν συνεχώς. Είχε γίνει πλέον θέμα τιμής για τους μεσαιωνικούς Φράγκους ιππότες, η κατάληψη του Κάστρου(εικ.13).
Το εγχείρημα ήταν δύσκολο, η θέληση των κατοίκων ωστόσο να παραμείνουν ελεύθεροι, ήταν ακατάβλητη. Αφού αποδείχτηκε ότι η κατάληψη του κάστρου «δια των όπλων» ήταν αδύνατη, επιλέχτηκε η «δια της πείνας» οδός.
Το αποκορύφωμα ήρθε κατά την διάρκεια του τρίχρονου πλήρους αποκλεισμού της πόλης από στεριά και θάλασσα³.(Τα χρονικά της εποχής εξυμνούν την αυτοθυσία των κατοίκων οι οποίοι, όπως περιγράφει και το ‘Χρονικό του Μορέως’: «ουκ είχαν τι να φάγουν, εφάγασιν τους ποντικούς ομοίως και τα κατσία»).
Παρόλο που οι αμυνόμενοι είχαν φτάσει στα όριά τους, η δεινή τους θέση, δεν τους έκαμψε και αντέταξαν τους όρους τους απέναντι στους επίσης κουρασμένους και αποθαρρυμένους Φράγκους. Οι Φράγκοι, με επικεφαλής τον Γουλιέλμο Βιλεαρδουίνο, που είχε ορκιστεί στο σπαθί του να μην φύγει ποτέ αν δεν καταλάβει το Κάστρο της Μονεμβασιάς και μην έχοντας επιτύχει κανένα πλεονέκτημα κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, ικανοποίησαν με ανακούφιση όλους τους όρους και στα τέλη του 1248μ.Χ., μπήκαν επιτέλους στο Κάστρο.
Οι όροι συμπεριλάμβαναν τη διατήρηση της ελευθερίας τους, την απαλλαγή από την φορολογία και από την υποχρέωση να υπηρετούν στο στράτευμα του κατακτητή. Γρήγορα όμως, μόλις 10 χρόνια αργότερα, η Βυζαντινή αυτοκρατορία επανακάμπτει.

Η Μονεμβασιά ελευθερώνεται και το Βυζάντιο ξαναποκτά το σημαντικό του προγεφύρωμα στην Πελοπόννησο, με στόχο την τελική εκδίωξη των Φράγκων από την περιοχή. Η Κωνσταντινούπολη υποστηρίζει με κάθε τρόπο το προπύργιό της.
Παραχωρούνται διοικητικά, εκκλησιαστικά και οικονομικά προνόμια στη Μονεμβασιά, με ειδικά αυτοκρατορικά Διατάγματα. Σε αυτά εξασφαλιζόταν τελωνιακή ατέλεια στα Μονεμβασίτικα εμπορεύματα, φορολογικές απαλλαγές και ελεύθερη κίνηση των πλοίων της πόλης χωρίς καμιά οικονομική υποχρέωση σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας.

Η περιοχή ακμάζει εξαιρετικά, σε τέτοιο σημείο που το χρονικό διάστημα μεταξύ 13ου και 14ου αιώνα να αποκαλείται ο χρυσός αιώνας της πόλης. Στα κείμενα απαντάται ως το «περιώνυμο άστυ»(εικ.14).
Κατά την περίοδο αυτή στην περιορισμένη έκταση του βράχου, υπήρχαν 8.000 κατοικίες και 40 εκκλησίες, οπότε και υιοθετήθηκαν οι θολωτές καμάρες και οι δρομικές, έτσι ώστε ακόμα και οι δρόμοι να αξιοποιηθούν οικοδομικά. Στην πόλη διαμένουν κατά καιρούς, οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες και ο γιος του Διοικητή της Μονεμβασιάς, Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός, στέφεται αυτοκράτορας του Βυζαντίου το 1341μ.Χ.
Η οικονομία της Μονεμβασιάς είναι ιδιαίτερα ανθηρή αυτή την περίοδο. Εξαιτίας και των ειδικών προνομίων, «έρρεεν ο χρυσός και ο άργυρος εις το πολύβοο παζάρι της Μονεμβασιάς…», σύμφωνα με την περιγραφή του Μιτσάκη και η Βενετία της Ανατολής (χαρακτηρισμός της Μονεμβασιάς εκείνη την εποχή), έχει κάθε λόγο να ευημερεί, με την φήμη της να ξεπερνά τα σύνορα του Βυζαντίου, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα.











































































Η κινητικότητα του εμποροναυτικού στόλου που διαθέτει, συντείνει και στις εξαγωγές του περίφημου κρασιού μαλβάζια (vinum malvasium) που ήταν προϊόν τοπικής προέλευσης, αποτελούσε αγαθό πολυτελείας και χρησιμοποιείτο στα τραπέζια ηγεμόνων και βασιλέων.Το κρασί αυτό προερχόταν από την ποικιλία θράψα, ήταν χρώματος ασπροκόκκινου και γλυκό στην γεύση.
Παρασκευαζόταν από οινοποιούς της περιοχής, αποκαλείτο δε «ο ανθοσμίας των αρχαίων».
(Είναι γνωστή η αναφορά του Shakespeare στο συγκεκριμένο κρασί, στο έργο του «Ριχάρδος ο Γ’».)
Δυστυχώς για εμάς τους νεότερους, ο τρόπος παρασκευής του συγκεκριμένου κρασιού παραμένει άγνωστος, καθώς οι Τούρκοι απαγόρευσαν την παραγωγή του το 1545.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Αναγνώστες